Αβραάμ Αβραάμ ν. Αρέστη Στυλιανού (2002) 1 ΑΑΔ 50

(2002) 1 ΑΑΔ 50

[*50]14 Iανουαρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΒΡΑΑΜ ΑΒΡΑΑΜ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

ν.

ΑΡΕΣΤΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10664)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Συντρέχουσα αμέλεια ― Πεζός που διασταύρωσε δρόμο από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου, κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο και τραυματίσθηκε σοβαρά ― Οδηγός του αυτοκινήτου κρίθηκε πρωτοδίκως αποκλειστικά υπεύθυνος ― Κατ’ έφεση αποδόθηκε 25% ευθύνη στον πεζό.

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Δικαίωμα πεζού στη χρήση δρόμου ― Ποίος ο απαιτούμενος βαθμός προσοχής που πρέπει να επιδεικνύει.

Το απόγευμα της 3ης.12.1995 ο εφεσίβλητος υπέστη σοβαρές σωματικές βλάβες όταν κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του εφεσείοντος κατά τη διασταύρωση δρόμου στη Λεμεσό, από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου.  Το πλάτος του δρόμου στον τόπο του δυστυχήματος έχει πλάτος 8 μέτρα και είναι ευθύς.  Το αυτοκίνητο κτύπησε τον εφεσείοντα αφού είχε διανύσει 7.25 μέτρα του πλάτους του δρόμου.  Ο εφεσείων στη μαρτυρία του είπε πως όταν άρχισε να διασταυρώνει, είδε το αυτοκίνητο, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση 300-400 μέτρων από κοντά του.  Η εκδοχή του εφεσείοντος ήταν ότι ο εφεσίβλητος άρχισε να διασταυρώνει ξεπροβάλοντας πίσω από ψηλό όχημα που ήταν σταματημένο δίπλα στο δεξιό πεζοδρόμιο της δεξιάς πλευράς όταν το αυτοκίνητό του απείχε 6 με 7 μέτρα από αυτόν.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε τη μαρτυρία του εφεσείοντος αναξιόπιστη και κατέληξε σε εύρημα ότι ο ίδιος έφερε αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα.  Το Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσίβλητο £25.000 γενικές αποζημιώσεις πλέον £800 για ειδική ζημία και τόκους πάνω στα δύο αυτά ποσά.  Στις γενικές αποζημιώσεις περι[*51]λαμβάνεται και ποσό για σεξουαλική ανικανότητα του εφεσίβλητου.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.  Αντικείμενο της έφεσης είναι η υπαιτιότητα για το ατύχημα και το συμπέρασμα ανικανότητας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Με τα δεδομένα της υπόθεσης, περιλαμβανομένης της χαμηλής ταχύτητας του εφεσείοντος, ήταν απίθανο να υπήρχε απόσταση 300-400 μέτρων κατά το χρόνο που ο πεζός επιχείρησε να διασταυρώσει.  Έπρεπε να ήταν μικρότερος.  Αν πρόσεχε καλύτερα και συνειδητοποιούσε τον κίνδυνο μπορούσε να αναμένει τη διέλευση του αυτοκινήτου.  Δεν το έπραξε, γι’ αυτό και φέρει ευθύνη 25% για την πρόκληση του ατυχήματος.

2.  Το συμπέρασμα ανικανότητας είναι ορθό ενόψει της μαρτυρίας του θεράποντος ιατρού και δεν έχουν καταδειχθεί οποιοιδήποτε λόγοι που καθιστούν την αποδοχή της μαρτυρίας του επισφαλή.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς.  Εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσιβλήτου για το μειωμένο κατά 1/4 ποσό του επιδικασθέντος ποσού.

Αναφερόμενη υπόθεση:

O’Reilly v. Davis 136 App. Div. 386.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 8/10/99 (Αρ. Αγωγής 2013/95) με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του ενάγοντα και εναντίον αυτού ποσό £25.000 ως γενικές αποζημιώσεις και £800 για ειδική ζημιά επί πλήρους ευθύνης του για τον τραυματισμό του ενάγοντα σε οδικό ατύχημα στις 3/12/95 στη Λεμεσό.

Αιμ. Θεοδούλου, για τον Eφεσείοντα.

Ε. Αναστασίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

[*52]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος υπέστη σοβαρές σωματικές βλάβες, σε οδικό ατύχημα, που του άφησαν κατάλοιπα.  Τούτο συνέβη στις 3/12/95 στην οδό Αγίας Σοφίας στη Λεμεσό.  Ο πρωτόδικος δικαστής τού επιδίκασε £25.000 γενικές αποζημιώσεις πλέον £800 για ειδική ζημία και τόκους πάνω στα δύο αυτά ποσά, όπως καθορίζεται στην πρωτόδικη απόφαση.  Το μεγάλο ποσό περιλαμβάνει και αποζημίωση (δεν καθορίστηκε ειδικά) για σεξουαλική ανικανότητα που, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστή, προκλήθηκε από τον τραυματισμό του.  Αντικείμενο της έφεσης είναι η υπαιτιότητα για το ατύχημα και το συμπέρασμα ανικανότητας. Προσβάλλεται ως λανθασμένο (λόγος έφεσης 12).  Ας σημειωθεί ότι αμφισβητήθηκε και το μέγεθος της γενικής αποζημίωσης.  Ο σχετικός όμως λόγος (αρ. 11) αποσύρθηκε.

Ο εφεσίβλητος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, διέσχιζε πεζός με κανονικό βηματισμό το δρόμο, από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την κατεύθυνση του αυτοκινήτου του εφεσείοντα.  Στον τόπο του δυστυχήματος ο δρόμος έχει πλάτος 8 μέτρα και είναι ευθύς.  Το αυτοκίνητο κτύπησε τον πεζό στην περιοχή του σημείου Χ στο αστυνομικό σχέδιο, τεκμ. 1, αφού είχε διανύσει 7.25 μέτρα του πλάτους του δρόμου και είχαν απομείνει μόνο 0.75 μέτρα για να φθάσει απέναντι στο χωμάτινο κράσπεδο.  Το δυστύχημα έγινε γύρω στις 5 το απόγευμα, όταν υπήρχε ακόμη φως της ημέρας.  Ωστόσο είναι αμοιβαία αποδεκτό ότι ο εφεσείων είχε αναμμένα φώτα.

Διαπιστώθηκε, μετά το συμβάν, ότι το όχημα είχε ελαφρά ζημία στο μπροστινό αριστερό φανάρι και το αριστερό μέρος του προφυλακτήρα. Το αυτοκίνητο άφησε ίχνη τροχοπέδησης, σύμφωνα με τα ευρήματα της πρωτόδικης απόφασης, μήκους 12.90 μ. (κατά τον εφεσείοντα 9.35 μ.), πολύ κοντά στην αριστερή πλευρά του δρόμου, σε σχέση με την πορεία του.  Όπως είπε ο πεζός στη μαρτυρία του, όταν άρχισε να διασταυρώνει, είδε το αυτοκίνητο, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση 300-400 μέτρων από κοντά του.

Η εκδοχή του οδηγού του αυτοκινήτου (εφεσείοντα) διαφέρει.  Στη μαρτυρία του είπε ότι ο εφεσίβλητος ξεπρόβαλε πίσω από ψηλό όχημα τύπου Jeep, που ήταν σταματημένο δίπλα στο πεζοδρόμιο της δεξιάς πλευράς, απέναντι από το οποίο βρίσκεται το οίκημα λέσχης (στην οποία ήταν προηγουμένως ο εφεσίβλητος).  Ήταν τότε 6 με 7 μέτρα από τον εφεσίβλητο, που βάδιζε αργά.  Παρά τη χρήση των φρένων που έκαμε, δεν κατάφερε να αποφύγει τον πεζό. Ήταν πολύ [*53]κοντά στο αυτοκίνητο. Αμέσως προηγουμένως, από το ίδιο μέρος, διασταύρωσε με ασφάλεια ένας άλλος πεζός.  Ήταν περαιτέρω η μαρτυρία του εφεσείοντα ότι η επιφάνεια του δρόμου ήταν επιστρωμένη με χαλίκια, που έκαμαν το αυτοκίνητο να γλιστρήσει. Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την αστυνομική μαρτυρία, που έγινε πιστευτή, δεν υπήρχε τέτοιο υλικό στο δρόμο.  Ο οδηγός γνώριζε, όπως ο ίδιος ανέφερε, ότι ο δρόμος αυτός είχε συνήθως κίνηση και γιαυτό οδηγούσε προσεκτικά και με ταχύτητα 40 χ.α.ω.

Ο μάρτυς υπεράσπισης αρ. 2 (Μ.Υ.2) βάδιζε τότε στο πεζοδρόμιο και είδε, όπως ισχυρίστηκε, το συμβάν.  Δύο ηλικιωμένα άτομα (ο ενάγων, είπε πως ήταν 65 χρονών κατά το χρόνο του δυστυχήματος) βγήκαν ανάμεσα από τα αυτοκίνητα, που ήταν σταθμευμένα δίπλα από το πεζοδρόμιο και άρχισαν να διασταυρώνουν.  Σταματημένα αυτοκίνητα υπήρχαν και στην απέναντι μεριά του δρόμου.  Όταν έφτασαν στη μέση του δρόμου ο ένας γύρισε πίσω, ενώ ο άλλος (προφανώς ο εφεσίβλητος) προχώρησε και συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο 5 μέτρα από την άκρη της ασφάλτου.  Πρόσθεσε ότι το αυτοκίνητο εκινείτο αργά και χρησιμοποίησε φρένα, αλλά συγκρούστηκε με τον πεζό, που επιχείρησε να περάσει σε απόσταση 6-7 μέτρων από το επερχόμενο αυτοκίνητο, ενισχύοντας έτσι το βασικό ισχυρισμό του εφεσείοντα.

Ο πρωτόδικος δικαστής θεώρησε τη μαρτυρία αυτή, καθώς και εκείνη του εφεσείοντα, αναξιόπιστη.  Για τα ευρήματα αμέλειας στηρίχθηκε βασικά στον εφεσίβλητο, όπως και στις παραμέτρους που πρόσφερε η πραγματική μαρτυρία, τονίζοντας ότι η τελευταία είναι ενισχυτική της εκδοχής του ενάγοντα-εφεσιβλήτου.  Τελικά διαμόρφωσε ως εξής την άποψη του για πλήρη υπαιτιότητα του εφεσείοντα:

“Εις τα περιστατικά της παρούσης υποθέσεως λαμβάνω υπ’ όψη το σύνολο της αποδεκτής μαρτυρίας, τα ευρήματα του Δικαστηρίου και ιδιαίτερα ότι η οδός Αγίας Σοφίας κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχε άλλη τροχαία κίνηση και η ορατότητα του Εναγομένου ήτο αναμφίβολα μεγάλη.  Περαιτέρω λαμβάνω υπ’ όψη ότι εάν αυτός διατηρούσε την αναγκαία υπό τις περιστάσεις παρατηρητικότητα (proper look out) την οποία όφειλε να είχε τότε θα αντιλαμβανόταν, θα έβλεπε τον Ενάγοντα που διασταύρωνε από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την πορεία του σε νωρίτερο στάδιο απ’ ότι τον είδε και χρησιμοποίησε τα φρένα του οχήματος του και το δυστύχημα θα αποφεύγετο αφού ελάττωνε την ταχύτητα του ή κινούμενος δεξιότερα όπου υπήρχε μέρος δια τον σκοπό αυτό.  Κάτω απ’ αυ[*54]τές τις συνθήκες κρίνω ότι ο Εναγόμενος ευθύνεται εξ’ ολοκλήρου για το δυστύχημα.”

Υπάρχουν αρκετοί λόγοι έφεσης.  Είναι όμως σωστό να λεχθεί ότι οι πλείστοι κατακρίνουν τον τρόπο εκτίμησης της μαρτυρίας από τον πρωτόδικο δικαστή. Παραπονείται ο εφεσείων επειδή προτιμήθηκε η άλλη μαρτυρία από τη δική του, που μάλιστα έβρισκε και ενίσχυση στο μάρτυρα που κάλεσε.  Και εισηγείται ότι δεν είχε τέτοια ποιότητα η μαρτυρία του πρώτου, που να την καθιστά αξιοπίστευτη.  Δε θυμόταν, για παράδειγμα, αν περπατούσε μεταξύ σταθμευμένων αυτοκινήτων προτού βγεί στο δρόμο ή αν υπήρχαν τέτοια αυτοκίνητα μπροστά από τη λέσχη.  Λέγει ακόμη, πράγμα που θα ήταν έξω από κάθε λογική αντίληψη, ότι ο πεζός κάλυψε 6 με 7 μέτρα και το αυτοκίνητο, που σύμφωνα με εκείνο ήταν 300 με 400 μακρυά, τον πρόφθασε και συγκρούστηκε μαζί του.

Εγείρει επίσης θέμα αναφορικά με το μήκος των ιχνών τροχοπέδισης.  Το επιχείρημα όμως αυτό δεν ευσταθεί.  Ο αστυνομικός (και εξεταστής της υπόθεσης) είπε ότι το μήκος τους, από το μέρος που αρχίζουν μέχρι το Χ (σημείο σύγκρουσης), είναι “11 μέτρα και κάτι”.  Δεν τελειώνουν όμως εκεί.  Συνεχίζουν μέχρι την τελική θέση του αυτοκινήτου μετά το δυστύχημα, όπως σημειώνεται στο σχέδιο, για άλλα 1.75 μέτρα.  Αντί όμως η τελευταία αυτή απόσταση να προστεθεί, αφαιρείται από τον εφεσείοντα, που βρίσκει ότι το συνολικό μήκος είναι 9.35 μέτρα.  Ας σημειωθεί ότι η ακρίβεια του σχεδίου και οι μετρήσεις που περιέχει δεν αμφισβητήθηκαν.  Αλλά και δίκαιο να είχε ο εφεσείων δεν βλέπουμε πως αυτό θα άλλαζε ουσιαστικά την κατάσταση.

Ο πρωτόδικος δικαστής έδωσε ακλόνητους λόγους για την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα. Είναι σημαντικό ότι η αξιολόγηση έγινε με βάση τις εντυπώσεις που άφησαν οι μάρτυρες στο δικαστήριο.  Επίσης η εκδοχή του εφεσείοντα είχε ελεγχθεί με βάση την πραγματική μαρτυρία.  Η πλευρά του εφεσείοντα άφησε αρνητικές εντυπώσεις, ενώ ο εφεσίβλητος, από τη σκοπιά αυτή, σχολιάστηκε ευνοϊκά.  Θα θυμίσω εδώ το εξής θεμελιακό, που φανερώνει τις γοερές αντιφάσεις στη μαρτυρία τους.  Ο εφεσείων είπε ότι ο πρώτος πεζός πέρασε απέναντι με ασφάλεια.  Ο μάρτυς του, ότι όταν έφτασε στη μέση του δρόμου γύρισε πίσω. Ο πρώτος, ότι αυτοκίνητα υπήρχαν μόνο στην πλευρά απ’ όπου διασταύρωσε ο πεζός, ο μάρτυς ότι είχε και στις δύο πλευρές.  Πώς μπορούσε το δικαστήριο να αγνοήσει τέτοια αντιφάσκουσα μαρτυρία;

Ένας άλλος λόγος απόρριψης, που εδράζεται στην πραγματική [*55]μαρτυρία, είναι πώς δεν ήταν δυνατό, κατά τον κρίσιμο χρόνο, να απείχαν 6 με 7 μέτρα ο ένας από τον άλλο, αφού τα φρένα ήταν πέραν των 11 μέτρων (ή έστω των 9.35 μ.) στα οποία, όπως παρατηρεί ο δικαστής, πρέπει να προστεθεί και η απόσταση αντίδρασης που προηγείται των ιχνών.

Υπάρχει σε σχέση με την κρίση αυτή του πρωτόδικου δικαστή παράπονο, που είναι αντικείμενο ιδιαίτερου λόγου έφεσης, ότι αυτός ενήργησε ανεπίτρεπτα ως εμπειρογνώμονας, λέγοντας ότι στα ίχνη φρένων προστίθεται και η απόσταση σκέψης (thinking distance).  Κι αυτό για να καταδειχθεί το εσφαλμένο της εκδοχής του εφεσείοντα, αναφορικά με την απόσταση που βρισκόταν το αυτοκίνητο από τον πεζό, όταν ο τελευταίος επιχείρησε να διασταυρώσει κάθετα το δρόμο.  Παρατηρούμε ότι ο δικαστής δεν καθόρισε την απόσταση ούτε ενδιέτριψε σε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που εμπίπτει στη σφαίρα γνώσης των ειδικών.  Απλώς, όπως είχε δικαίωμα, προέβη στην στοιχειώδη λογική σκέψη ότι η σχετική απόσταση δεν περιορίζεται στα ίχνη τροχοπέδησης επί του οδοστρώματος, αλλά περιλαμβάνει και την απόσταση που διανύει το αυτοκίνητο μέχρις ότου αντιδράσει ο οδηγός του.

Προσβάλλεται επίσης η διαπίστωση για αποκλειστική υπαιτιότητα του εφεσείοντα.  Αποσαφηνίζεται εντούτοις ότι ο κ. Θεοδούλου, κατά την αγόρευση του, παραδέχθηκε πως ο πελάτης του υπήρξε αμελής, αλλά υπέβαλε ότι υπάρχει συνυπαιτιότης του πεζού κατά 50%.  Βασίστηκε στο ότι ήταν λογικά αδύνατο όταν επιχείρησε ο πεζός να διασταυρώσει το αυτοκίνητο να ήταν 300-400 μέτρα μακρυά και να πρόλαβε να κτυπήσει τον πεζό που διάνυσε με κανονικό βήμα μόνο 7 μέτρα.

Θα θυμίσουμε ότι το δικαίωμα του πεζού στη χρήση του δρόμου είναι το ίδιο με εκείνο του οδηγού αυτοκίνητου οχήματος.  Ο βαθμός της απαιτούμενης προσοχής από τον ενάγοντα συσχετίζεται με τις περιστάσεις και τις συνθήκες που περιστοιχίζουν το ατύχημα.  Ο κανόνας που διέπει τη συμπεριφορά του ενάγοντα είναι ότι πρέπει να φανεί ότι επέδειξε, για τη δική του ασφάλεια, την προσοχή που αναμένεται από το μέσο λογικό άνθρωπο, που είναι συνυφασμένη με την έννοια της σωφροσύνης.

Με τα δεδομένα που υπήρχαν, περιλαμβανομένης της ταχύτητας, συμφωνούμε πως ήταν απίθανο να υπήρχε τόσο μεγάλη απόσταση κατά το χρόνο που ο πεζός επιχείρησε να διασταυρώσει.  Έπρεπε να ήταν μικρότερη.  Αν πρόσεχε καλύτερα και συνειδητοποιούσε τον κίνδυνο μπορούσε να αναμένει τη διέλευση του αυτοκινήτου.  Ίσως [*56]δεν είναι άσχετο να παρατηρήσουμε ότι ο άλλος πεζός, συναισθανόμενος τον κίνδυνο, δεν προχώρησε να διασταυρώσει. Υπάρχει επομένως συντρέχον πταίσμα του πεζού. Η αμερικανική υπόθεση O‘ Reilly v. Davis 136 App. Div. 386 ενισχύει, πιστεύουμε, την κατάληξη μας. Η υπόθεση σχολιάστηκε ως εξής.  Η υπογράμμιση έγινε από εμάς:

“The Court reasoned that if, while the 200 feet, the car was going forty times as fast as the pedestrian, and assuming that the man was walking 3 miles an hour, the car was travelling 120 miles an hour.  This impossibility, it was held, showed that the pedestrian did not look with the care required by law.”

Υπό τις συνθήκες της υπόθεσης που προεκτέθηκαν θα καταλογίζαμε 25% της ευθύνης στον εφεσίβλητο και 75% στον εφεσείοντα.

Από το δυστύχημα και τη φύση του τραυματισμού (κατάγματα της λεκάνης), ο εφεσίβλητος έπαθε ρήξη της ουρήθρας και χρειάστηκαν εγχειρήσεις για να αποκατασταθεί, κατά το δυνατό, η βλάβη.  Ο πρωτόδικος δικαστής δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου πως ο τραυματισμός τού προκάλεσε σεξουαλική ανικανότητα, ισχυρισμός που υποστηρίζεται από την ιατρική μαρτυρία (ουρολόγο του νοσοκομείου Λεμεσού, που ήταν και ο θεράπων ιατρός του).

Ο εφεσείων επιδίωξε ανατροπή του ευρήματος ανικανότητας γιατί η θεραπεία μπορούσε να αρχίσει 1 χρόνο μετά το δυστύχημα (όπως είπε ο ουρολόγος που εξέτασε μια-δυό φορές τον εφεσίβλητο εκ μέρους του εφεσείοντα για τους σκοπούς της δίκης), αντί 4 χρόνια (υπάρχει και αναφορά σε ερώτηση του δικηγόρου του εφεσείοντα σε 3 χρόνια).  Ο θεράπων ιατρός ωστόσο είπε στη μαρτυρία του ότι ο εφεσίβλητος του παραπονέθηκε από πολύ νωρίς για την κατάσταση του (μετά το ατύχημα), αλλά υπήρχαν άλλες προτεραιότητες, η θεραπεία των άλλων κακώσεων.  Παρατηρούμε ότι δεν τέθηκε καθαρά ότι έπρεπε να άρχιζε θεραπεία 1 χρόνο μετά το δυστύχημα ή ότι η τυχόν καθυστέρηση είχε οποιεσδήποτε συνέπειες.  Ούτε φυσικά ο χρόνος έναρξης θεραπείας καθιστά ανυπόστατο το παράπονο. Εν πάση περιπτώσει προτιμήθηκε η μαρτυρία του θεράποντος ιατρού και δεν έχουν καταδειχθεί οποιοιδήποτε λόγοι, που καθιστούν την αποδοχή της μαρτυρίας του επισφαλή.  Εξάλλου ο ίδιος ο ουρολόγος που κάλεσε ο εφεσείων είπε ότι γενικά “η θεραπεία που του έκαμε ο κ. Κυριακίδης όσο και το αποτέλεσμα της θεραπείας εκείνης είναι πολύ ικανοποιητική”.

Η έφεση πετυχαίνει μερικώς γιατί κρίνουμε πως υπήρχε συντρέ[*57]χουσα αμέλεια. Το αποτέλεσμα είναι να μειωθεί το επιδικασθέν ποσό κατά το 1/4.  Οι ημερομηνίες από τις οποίες τα ποσά είναι τοκοφόρα, όπως και τα επιτόκια, μένουν ως έχουν στην πρωτόδικη απόφαση. Έτσι λοιπόν εκδίδουμε απόφαση υπέρ του εφεσιβλήτου και κατά του εφεσείοντα για το μειωμένο κατά 1/4 ποσό πλέον οι τόκοι.  Τα έξοδα επιδικάζονται σε βάρος του εφεσιβλήτου.

H έφεση επιτρέπεται μερικώς. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσιβλήτου για το μειωμένο κατά 1/4 ποσό του επιδικασθέντος ποσού.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο