(2002) 1 ΑΑΔ 58
[*58]14 Ιανουαρίου, 2002
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΣΟΦΙΑ ΚΛΕΟΠΑ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10976)
Δεδικασμένο ― Δημιουργία δεδικασμένου για θέματα που θα μπορούσαν να εγερθούν σε προηγούμενη αγωγή μεταξύ των διαδίκων και δεν εγέρθηκαν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή 3193/93 που ήγειρε η εφεσείουσα εναντίον του εφεσίβλητου, λόγω δεδικασμένου. Η ουσία της απόφασής του είναι ότι προηγούμενη αγωγή η υπ’ αρ. 2050/91 μεταξύ των ιδίων διαδίκων που κατέληξε σε τελεσίδικη απόφαση με την οποία επιδικάσθηκαν αποζημιώσεις, αποτελεί δεδικασμένο στη νέα δίκη, που αφορά τη δεύτερη αγωγή της εφεσείουσας για επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων.
Η εφεσείουσα υποστήριξε κατ’ έφεση ότι δεν παράγει δεδικασμένο η απόφαση στην αγωγή 2050/91 γιατί το αντικείμενο της αποζημίωσης, που σ’ εκείνη την αγωγή ήταν ειδικές ζημίες σε περιουσία, διαφέρει από το αντικείμενο της νεώτερης αγωγής, που είναι η αποζημίωση για σωματικές βλάβες.
Αποφασίστηκε ότι:
Η έγερση της νέας αγωγής για ταυτόσημη αιτία αγωγής και των επιδίκων θεμάτων προσκρούει στο δεδικασμένο.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.
[*59]Αναφερόμενες υποθέσεις:
Arnold v. Natwest Bank plc [1991] 2 A.C. 93,
Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670,
K.S.R. Commercio S.A. κ.ά. ν. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 309.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 11/4/00 (Αρ. Αγωγής 3193/93) με την οποία απέρριψε την αξίωσή της για αποζημιώσεις εναντίον του εναγομένου για σωματικές βλάβες τις οποίες υπέστη σε τροχαίο ατύχημα στις 1/7/91, λόγω ύπαρξης δεδικασμένου στην αγωγή αρ. 2050/91.
Μ. Κυπριανού, για την Εφεσείουσα.
Λ. Παπαφιλίππου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είχε αυτοκινητικό δυστύχημα την 1η Ιουλίου 1991. Μετά το συμβάν κίνησε την αγωγή αρ. 2050/91 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για ζημία που προκλήθηκε στο όχημα της με στοιχεία SY 553. Στις 21/3/96 εκδόθηκε, ύστερα από ακρόαση, απόφαση προς όφελος της και εναντίον του εφεσιβλήτου για ποσό £1.900. Κανένας διάδικος δεν την εφεσίβαλε.
Στο μεταξύ, στις 16/11/93, η εφεσείουσα καταχώρισε εναντίον του προσώπου αυτού στο παραπάνω Δικαστήριο την αγωγή με αριθ. 3193/93, αξιώνοντας, αυτή τη φορά, αποζημιώσεις, για σωματικές βλάβες που υπέστη, ομολογουμένως, κατά το ίδιο δυστύχημα. Αυτό προκύπτει σαφώς και από την έκθεση απαίτησης, που καταχωρήθηκε στις 12/12/97. Ακολούθησε τον Ιανουάριο του 1998 το δικόγραφο της υπεράσπισης.
Ο εφεσίβλητος ήγειρε, με αυτό το τελευταίο, ένσταση δεδικασμένου που προήλθε από την πρώτη αγωγή. Ο πρωτόδικος δικα[*60]στής δέχθηκε την ένσταση και απέρριψε την αγωγή. Η ουσία της απόφασης του είναι ότι η προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, που επιδίκασε αποζημίωση, αποτελεί δεδικασμένο σε νέα δίκη, που αφορά τη δεύτερη αγωγή της εφεσείουσας, για επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων. Η αξίωση αυτή έπρεπε να είχε περιληφθεί στην άλλη αγωγή ή τουλάχιστο η ενάγουσα όφειλε να επιφυλάξει το δικαίωμα της να εγείρει νέα αγωγή.
Το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης είναι σύντομο. Το αντιγράφουμε:
“Είναι ολοφάνερο ότι η καθής η αίτηση ενάγουσα δεν περιέλαβε αξίωση για σωματικές βλάβες στην εν λόγω αγωγή ενώ μπορούσε κάλλιστα να το πράξει. Δικαίωμα για έγερση άλλης αγωγής δεν επεφύλαξε.....
Η απόφαση στην υπόθεση 2050/91 με βάση τις ανωτέρω αρχές, αποτελεί δεδικασμένο και για την αιτία αγωγής και για τα επίδικα θέματα που δημιουργήθηκαν με την αιτία αγωγής. Η ενάγουσα-καθής η αίτηση εμποδίζετο να εγείρει νέα επίδικα θέματα με βάση την αιτία αγωγής που δημιουργήθηκε την 1.7.91.
Δεν έχει προβληθεί ή υποστηριχθεί από την πλευρά της ενάγουσας-καθής η αίτηση ότι συντρέχουν αποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις για παράκαμψη του δεδικασμένου, ώστε να μην προκληθεί αδικία με βάση τα νομολογηθέντα στην Arnold v. Natwest Bank PLC (ανωτέρω). Τουναντίον παράκαμψη του δεδικασμένου θα απέληγε σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.”
Η εφεσείουσα υποστήριξε - και αυτός είναι ο βασικός λόγος της έφεσης - ότι δεν παράγει δεδικασμένο η απόφαση στην αγωγή 2050/91 γιατί το αντικείμενο της αποζημίωσης για ειδικές ζημίες σε περιουσία διαφέρει από το αντικείμενο της νεώτερης αγωγής, που είναι η αποζημίωση για σωματικές βλάβες. Έτσι λοιπόν δεν είναι δυνατή η προβολή και, κατά μείζονα λόγο, η κατίσχυση της αρχής του δεδικασμένου. Εν πάση περιπτώσει ήταν αδύνατο, όπως το έθεσε η εφεσείουσα, με την πρώτη αγωγή να εκδικασθεί και η αξίωση για τις σωματικές βλάβες, αφού δεν είχε τότε στην κατοχή της οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό. Το πρώτο τέτοιο πιστοποιητικό το εξασφάλισε μόλις το 1992.
Διαζευκτικά ισχυρίζεται (για πρώτη φορά), με αφορμή προφανώς την αναφορά στην υπόθεση Arnold v. Natwest Bank PLC [*61][1991] 2 Α.C. 93, στην πρωτόδικη απόφαση, ότι η έλλειψη ιατρικών πιστοποιητικών κατά το χρόνο καταχώρισης της πρώτης αγωγής συνιστά εξαιρετική περίσταση δικαιολογούσα παράκαμψη του δεδικασμένου.
Προβλήθηκε τέλος το καινοφανές επιχείρημα - και με την έννοια ότι δεν τέθηκε πρωτόδικα - ότι ο ισχυρισμός περί δεδικασμένου δεν είχε εγερθεί πριν την περάτωση της αγωγής 2050/91, όπως ο εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να πράξει, για να δοθεί έτσι η δυνατότητα στην εφεσείουσα να το αντιμετωπίσει ενόσω και οι δύο αγωγές βρίσκονταν σε εκκρεμότητα.
Η νομική φύση του δεδικασμένου απασχόλησε επανειλημμένα. Το υπό κρίση είναι από τα θέματα που έχει φωτίσει αρκούντως η νομολογία. Στην Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Λτδ. (1995) 1 Α.Α.Δ. 670 επισημάνθηκε από το Εφετείο ότι:
“..........δημιουργείται δεδικασμένο όχι μόνο σε σχέση με όσες αξιώσεις περιλήφθηκαν στην πρώτη αγωγή αλλά και σε σχέση με εκείνες που μπορούσαν να προβληθούν ως ενταγμένες στο πλαίσιο του αρχικού αντικειμένου της αντιδικίας, αλλά δεν προβλήθηκαν. Είναι θεμελιωμένο πως αυτή η προέκταση ισχύει και ως προς τις δύο εκφάνσεις του δεδικασμένου δηλαδή και για κώλυμα αναφορικά με την αιτία της αγωγής και για κώλυμα αναφορικά με επίδικο θέμα. Στην υπόθεση Arnold v. NatWest Bank PLC (ανωτέρω) αποφασίστηκε πως όπου εξαιρετικές περιστάσεις δείχνουν ότι η άκαμπτη εφαρμογή των κανόνων ως προς το δεδικασμένο θα οδηγούσε σε αδικία ενώ, αντίστροφα, η παράκαμψη τους δεν θα απέληγε σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, δικαιολογείται η συζήτηση θέματος σε νέα δικαστική διαδικασία έστω και αν αυτό το θέμα πράγματι αποφασίστηκε σε προηγούμενη ή ενώ δεν είχε προβληθεί για να αποφασιστεί, θα μπορούσε να είχε προβληθεί. Η υπόθεση Arnold v. NatWest Bank PLC (ανωτέρω) δεν αφορούσε σε κώλυμα ως προς την αιτία της αγωγής αλλά σε κώλυμα ως προς επίδικο θέμα. Στην υπόθεση The “Indian Grace” (ανωτέρω) κρίθηκε ότι, κατ’ εφαρμογήν της, ισχύουν τα ίδια και στην περίπτωση κωλύματος ως προς την ίδια την αιτία της αγωγής, σε σχέση όμως με θέμα που ενώ δεν αποφασίστηκε πράγματι, θα μπορούσε να είχε προβληθεί στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας για να αποφασιστεί.”
Προηγουμένως, στην Κ.S.R. Commercio S.A. κ.ά. v. Bluecoral [*62]Navigation Ltd. (1995) 1 A.A.Δ. 309, έχει λεχθεί, αναφορικά με τα όρια μέχρι τα οποία εκτείνεται η αρχή, καθώς και την αναγκαιότητα εφαρμογής της, στη σελ. 312:
“Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματά του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση ή υπεράσπιση του δε δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ότι παραλείφθηκε. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ’ επιλογήν του διαδίκου και τη διαιώνιση τους. Έτσι η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα.”
Όμοιος είναι ο κανόνας που καθιέρωσε ο Άρειος Πάγος, όπως προκύπτει από τη σύνοψη της παρακάτω απόφασης του:
“Το δεδικασμένο, εξαιτίας του οποίου δεν επιτρέπεται να εξετασθεί εκ νέου σε άλλη δίκη μεταξύ των ιδίων διαδίκων είτε ως κύριο αντικείμενο είτε ως προϋπόθεση άλλου δικαιώματος το αρμοδίως κριθέν με τελεσίδικη απόφαση ως πηγάζον από ορισμένη αιτία δικαίωμα εκτείνεται όχι μόνο στις ενστάσεις που προτάθηκαν και απορρίφθηκαν ουσιαστικά ή τυπικά, αλλά και σε εκείνες τις ενστάσεις οι οποίες, μολονότι υπήρχαν κατά την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση ή γεννήθηκαν αργότερα μέχρι τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που έκρινε τελεσιδίκως τη διαφορά, δεν προτάθηκαν ή προτάθηκαν απαραδέκτως από το διάδικο υπέρ του οποίου υπάρχουν οι ενστάσεις αυτές, Α.Π. 135/1990 Ε.Ε.Δ. 49. 866. Ε.Ε.Α.Δ. 24. 714.”
Παρατηρούμε πρώτα ότι υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ των δύο προτάσεων της εφεσείουσας: ότι ήταν αδύνατο να περιληφθεί στην προγενέστερη αγωγή η αξίωση που είναι το αντικείμενο της μεταγενέστερης και ότι ο εφεσίβλητος είχε καθήκον να θέσει τον ισχυρισμό του εξυπαρχής έτσι ώστε να έχει την ευκαιρία να τροποποιήσει την αγωγή αρ. 2050/91. Σύμφωνα με τα γραφόμενα του (περίγραμμα αγόρευσης):
“..........ποτέ δεν τέθηκε ενώπιον του εκδικάζοντος δικαστηρίου πριν την έκδοση αποφάσεως στην πρώτη αγωγή ότι υπήρχε και δεύτερη αγωγή ώστε να δοθεί ευκαιρία στην ενάγουσα να προβεί στις κατάλληλες τροποποιήσεις για να συμπεριλάβει τις [*63]απαιτήσεις και αξιώσεις που προβάλλει στην 3191/93 με την αγωγή 2050/91.”
Η μεταγενέστερη δίκη εδώ αναφερόταν αναμφίβολα στην αυτή αιτία αγωγής και σε πτυχή της αποζημίωσης, που μπορούσε και έπρεπε, να είχε προβληθεί στην πρώτη διαδικασία. Η διαφοροποίηση που επιχειρήθηκε είναι εντελώς πλασματική και ανυπόστατη. Το επιχείρημα δε για αδυναμία προβολής της αξίωσης στην προγενέστερη αγωγή είναι αβάσιμο. Ακόμη και η ίδια η εφεσείουσα αναγνωρίζει έμμεσα (βλ. το παραπάνω απόσπασμα από το περίγραμμα) ότι δεν υπήρχε αντικειμενικό δικονομικό κώλυμα για την ολοκληρωμένη παρουσίαση του δικαιώματος αποζημίωσης. Εξίσου αβάσιμος, για ευνόητους λόγους, είναι ο ισχυρισμός ότι υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις λόγω της απουσίας ιατρικού πιστοποιητικού κατά την καταχώριση της πρώτης αγωγής.
Το τελευταίο επιχείρημα έχει μια υπερεαλιστική διάσταση. Καμιά δικονομική αρχή ή άλλη αρχή δικαίου, ιδιαίτερα στο σύστημα της αντιδικίας που επικρατεί στην Κύπρο, δε δημιουργεί την υποχρέωση στον εναγόμενο να προειδοποιεί τον αντίδικο του για τις συνέπειες των παραλείψεων του.
Η κατάληξη μας είναι ότι η έγερση της νέας αγωγής για ταυτόσημη αιτία αγωγής και των επίδικων θεμάτων προσκρούει στο δεδικασμένο. Γιαυτό και η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο