Σοφοκλέους Ανδρέας ν. Κωστάκη Ταβελούδη και Άλλου (2002) 1 ΑΑΔ 92

(2002) 1 ΑΑΔ 92

[*92]28 Ιανουαρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

ν.

1.       ΚΩΣΤΑΚΗ ΤΑΒΕΛΟΥΔΗ,

2.       ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΤΑΒΕΛΟΥΔΗ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΩΣ

   ΚΛΗΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ/ Η ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ

   ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΧΡ. ΤΑΒΕΛΟΥΔΗ, ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10932)

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Προϋποθέσεις εκδόσεως ― Ο περί Δικαστηρίων Νόμος, 1960 (Ν. 14/60), Άρθρο 32 ― Ποία η έννοια του σοβαρού θέματος προς εκδίκαση (serious question to be tried).

Δεδικασμένο ― Αρχή του δεδικασμένου ― Η ταυτότητα συμφέροντος και η ταυτότητα διαδίκων συνιστούν απαραίτητη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση δεδικασμένου.

Πολιτική Δικονομία ― Ένσταση σε αίτηση ― Ανάγκη συμμόρφωσης προς τις διατάξεις της νέας Δ.48, θ.4 του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Κανονισμού του 1999.

Οι εφεσίβλητοι είναι τα τέκνα του Ευρυπίδη Χρ. Ταβελούδη ο οποίος απεβίωσε στις 5.7.68. Ο τελευταίος ήταν ένας από τα πέντε παιδιά του Χρ. Ταβέλη, που απεβίωσε το 1904.  Σύμφωνα με πιστοποιητικό έρευνας του Κτηματολογίου, το επίδικο κτήμα είναι καταχωρημένο “στους κληρονόμους του Χρ. Ταβέλη”. Στις 16.5.2000 οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή εναντίον του εφεσείοντος αξιώνοντας μεταξύ άλλων θεραπειών δήλωση του Δικαστηρίου ότι (α) αυτοί είναι τα πρόσωπα που δικαιούνται σε εγγραφή κτήματος στο χωριό Καπηλειό της Επαρχίας Λεμεσού και (β) ο εφεσείων δεν απέκτησε ποτέ με αδιαφιλονίκητη κατοχή την κυριότητα του εν λόγω κτήματος. Περαιτέρω αξίωσαν την έκδοση διαταγμάτων με τα οποία να απαγορευόταν εγγραφή στον εναγόμενο κάτω από οποιαδήποτε διαδικασία.

[*93]Οι εφεσίβλητοι εξασφάλισαν προσωρινό διάταγμα κατά του εφεσείοντος το οποίο έγινε απόλυτο μετά από ακρόαση της ένστασης του εφεσείοντος.  Αυτή η ενδιάμεση απόφαση είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων υπέβαλε ότι η ένσταση δεν εξειδίκευε τους λόγους για τους οποίους έφερε ένσταση στην έκδοση και απολυτοποίηση του προσβαλλόμενου διατάγματος, όπως υπαγορεύουν οι διατάξεις της νέας Δ.48,θ.4 του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) (αρ. 3) Κανονισμού του 1999, που εκδόθηκε στις 4.11.99.

Ο εφεσείων στην αγόρευσή του υποστήριξε πως δεν ικανοποιούντο οι δύο από τις τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, ήτοι η ύπαρξη σοβαρού θέματος προς εκδίκαση (serious question to be tried) και δικαίωμα σε θεραπεία ή ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής.

Ο εφεσείων υποστήριξε επίσης ότι η απόσυρση, ανεπιφύλακτα, προηγούμενης αγωγής η οποία υπεβλήθη υπό της Ευανθίας Χρ. Ταβελούδη εναντίον του, αναφορικά με το ίδιο κτήμα παρήγαγε δεδικασμένο στο οποίο προσκρούει η τωρινή αγωγή των εφεσιβλήτων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Υπήρχε το αναγκαίο υλικό για να θεμελιώσει και τις δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60.

2.  Παρόλο που το αντικείμενο των δύο αγωγών είναι το ίδιο, δεν υπάρχει (τουλάχιστο) ταυτότητα προσώπων και ιδιοτήτων ούτε φυσικά ταυτότητα συμφέροντος. Επομένως, δεν δημιουργήθηκε δέσμευση από την άλλη αγωγή, η οποία αποτελεί κώλυμα έγερσης αγωγής από τους εφεσίβλητους κατά του εφεσείοντος.

3.  Τόσο η έκταση όσο και μεγάλο μέρος του περιεχομένου του περιγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντος εκφεύγουν των ορίων που θέτει ο διαδικαστικός κανονισμός προδικασίας εφέσεων της 22.3.96.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αναστασίου ν. Μιχαηλούδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 264,

[*94]Ευθυμίου ν. Δημητρίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1721,

Odysseos v. Pieris Estates a.o. (1982) 1 C.L.R. 557,

Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263,

A.B.P. Holdings Ltd v. Κιταλίδη κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 694,

Αδελφοί Αναστασίου Λτδ ν. Μυλωνά (1997) 1 Α.Α.Δ. 1280,

Unitica Enterprises Ltd v. The Slovak Republic, Αίτ. Αρ. 23/99 και 38/00, ημερ. 5.9.01,

Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746,

Λαϊκή Τράπεζα ν. Χαραλαμπίδη (1989) 1 Α.Α.Δ. 556,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ετ. Τεχνικών Έργων Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 94,

Πιττάλης κ.ά. ν. Ianira Enterprises Ltd (1997) 1 A.A.Δ. 814,

Cayne v. Global Natural Resources Plc [1984] 1 All E.R. 225,

Αλκιβιάδου κ.ά. ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 2133,

Γαβριήλ κ.ά. ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 12/10/00 (Αρ. Αγωγής 3164/00) με την οποία κατέστη απόλυτο το προσωρινό διάταγμα κατά του εναγόμενου ημερ. 17/5/01 με το οποίο διατάχθηκε η παγοποίηση της διαδικασίας εγγραφής του διαφιλονικούμενου κτήματος μεταξύ εναγομένου και εναγόντων στο χωριό Καπηλειό της Επαρχίας Λεμεσού.

Ο εφεσείων παρίσταται αυτοπροσώπως.

Γ. Νικολάου για Π. Παύλου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Την απόφαση θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

[*95]ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Αντικείμενο της αγωγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με αρ. 3164/2000 είναι κτήμα, έκτασης 11.372 τ.μ., στο χωριό Καπηλειό, τοποθεσία “Φίλιππος”, της Επαρχίας Λεμεσού. Το διεκδικεί ο ενάγων, ο οποίος ισχυρίζεται ότι απέκτησε την κυριότητα του με χρησικτησία από τον ίδιο και τους προκατόχους του για περίοδο που ξεπερνά τα 30 χρόνια.  Είχε δε προβεί σε διαβήματα για να πετύχει την εγγραφή του κτήματος στο όνομα του.  Για την αξίωση του αυτή το Κτηματολόγιο ειδοποίησε την Ευανθία Χρ. Ταβελούδη (Ευανθία), τέως από τη Λεμεσό (πέθανε στις 27/3/2000), που υπέβαλε στις 9/3/99 γραπτή ένσταση.  Ωστόσο ο Διευθυντής του Κτηματολογίου, με απόφαση του ημερ. 12/11/99, την απέρριψε, εμμένοντας στην αρχική του απόφαση να εγγράψει το κτήμα στο όνομα του εφεσείοντα-εναγομένου.

Η Ευανθία αντέδρασε. Στις 12/12/99 ήγειρε την αγωγή αρ. 8846/99 (στο Επαρχιακό Λεμεσού) κατά του εφεσείοντα υπό την προσωπική της ιδιότητα και “ως κληρονόμος και ή ως εκτελέστρια της διαθήκης και διαχειρίστρια της περιουσίας του (συζύγου της) Χριστόδουλου Ταβελούδη”.  Μεταξύ άλλων θεραπειών ζήτησε δήλωση του δικαστηρίου ότι: (α) αυτή είναι το πρόσωπο που δικαιούται σε εγγραφή· και (β) ο εφεσείων δεν απέκτησε ποτέ με αδιαφιλονίκητη κατοχή την κυριότητα.  Περαιτέρω αξίωσε την έκδοση διαταγμάτων με τα οποία θα απαγορευόταν εγγραφή στον εναγόμενο κάτω από οποιαδήποτε διαδικασία.

Η υπόθεση της Ευανθίας ήταν ότι ο πατέρας του συζύγου της Γιάγκος Ταβελούδης (Γιάγκος), που πέθανε το 1952, ήταν ο μόνος κληρονόμος του Χρίστου Ταβέλη από το Καπηλειό, στο όνομα του οποίου ήταν καταχωρημένο το κτήμα στα βιβλία του Κτηματολογίου.  Και το κληρονόμησε ο σύζυγος της και μόνος κληρονόμος του Γιάγκου.

Στις 23/12/99, στην ίδια αγωγή εκδόθηκε, ύστερα από ex parte αίτηση, προσωρινό δικαστικό διάταγμα με το οποίο εμποδίστηκε και/ή αναστάληκε οποιαδήποτε διαδικασία για εγγραφή του κτήματος στον εναγόμενο. Και περαιτέρω διατάχθηκε παγοποίηση της διαδικασίας ενώπιον του Διευθυντή του Κτηματολογίου για εγγραφή μέχρι την τελεσίδικη κρίση του δικαστηρίου. Το προσωρινό διάταγμα δεν κατέστη ποτέ απόλυτο.  Προτού δικασθεί η σχετική αίτηση, στην οποία ενέστη ο εφεσείων και πριν ακόμη καταχωρηθεί το δικόγραφο της υπεράσπισης, η ίδια η αγωγή της Ευανθίας αποσύρθηκε “ανεπιφύλακτα”, όπως αναγράφηκε στη σχετική αίτηση απόσυρσης ημερ. 9/5/2000.

[*96]Στις 16/5/2000 καταχωρήθηκε, στο ίδιο δικαστήριο, η αγωγή με αριθ. 3164/2000, αυτή τη φορά από τους εφεσιβλήτους κατά του εναγομένου-εφεσείοντα. Αξιώνουν ουσιαστικά την ίδια πολλαπλή θεραπεία με εκείνη της αγωγής της Ευανθίας. Αλλά για δικό τους λογαριασμό και με την ιδιότητα των κληρονόμων ή διαχειριστών της περιουσίας του πατέρα τους Ευριπίδη Χρ. Ταβελούδη.  Ο τελευταίος, που αποδήμησε στις 5/7/68, ήταν ένας από τα πέντε παιδιά του προμνησθέντος Χρ. Ταβέλη, που απεβίωσε το 1904.  Σύμφωνα με πιστοποιητικό έρευνας του Κτηματολογίου, το επίδικο κτήμα είναι καταχωρημένο “στους κληρονόμους του Χρ. Ταβέλη”.

Την επομένη, 17/5/01, εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα κατά του εφεσείοντα.  Δε θα αναφερθώ στο περιεχόμενο.  Οι όροι του είναι οι ίδιοι με το προηγούμενο προσωρινό διάταγμα στην αγωγή αρ. 8846/99. Τούτο έγινε απόλυτο στις 12/10/00, μετά από ακρόαση της ένστασης του εφεσείοντα. Αυτή η ενδιάμεση απόφαση είναι το αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης.

Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων παραπονέθηκε, κατά την ακρόαση της αίτησης και στη συνέχεια ενώπιον μας, ότι η ένσταση που κατέθεσε ο εφεσείων δεν εξειδίκευε τους λόγους για τους οποίους εναντιώθηκε στην έκδοση και απολυτοποίηση του προσβαλλόμενου διατάγματος, όπως υπαγορεύουν οι διατάξεις της νέας Δ.48, θ.4 του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) (αρ. 3) Κανονισμού του 1999, που εκδόθηκε στις 4/11/99.  Η Δ.48, θ.4 ορίζει ότι:

“4.(1)  Αν πρόσωπο προς το οποίο επιδίδεται αίτηση προτίθεται να ενστεί, τουλάχιστο δύο ημέρες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία ορίζεται η αίτηση για πρώτη εμφάνιση, θα καταχωρεί ειδοποίηση αυτής της πρόθεσης του σύμφωνα με τον Τύπο 47 και θα αφήνει αντίγραφο της για τον αιτητή στη διεύθυνση επίδοσης του.  Η ειδοποίηση αυτή θα αναφέρεται στο συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου ή στους συγκεκριμένους Διαδικαστικούς Κανονισμούς επί των οποίων βασίζεται η ένσταση και θα εξειδικεύει τους συγκεκριμένους λόγους της ένστασης.  Οποιαδήποτε γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση τα οποία δεν είναι εμφανή από το φάκελο της διαδικασίας θα αναφέρονται σε μια ή περισσότερες ένορκες δηλώσεις οι οποίες θα συνοδεύουν την ειδοποίηση.  Αντίγραφα αυτών των ένορκων δηλώσεων θα αφήνονται στον αιτητή μαζί με την ειδοποίηση.

(2) ................................................................................................”

[*97]Ο συνήγορος ανέφερε στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι δυσκολεύθηκε να ανιχνεύσει και να εννοήσει τους λόγους ένστασης από μια μακροσκελή, 7σέλιδη ένορκη δήλωση του εφεσείοντα, που εν πολλοίς περιέχει - και σ’ αυτό συμφωνούμε - γεγονότα  και ισχυρισμούς άσχετους με τη δυνατότητα έκδοσης ή μη προσωρινού διατάγματος στην περίπτωση αυτή.  Είναι ακριβώς αυτού του είδους τις δυσχέρειες που απέβλεπε να αντιμετωπίσει η νέα διάταξη.  Ο πρωτόδικος δικαστής αντιπαρήλθε το ζήτημα.  Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων το επανέφερε ενώπιον μας στο πλαίσιο του επιχειρήματος του ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτή η μαρτυρία (βλ. π.χ., έγγραφα που επισυνάπτονται στο περίγραμμα αγόρευσης) ή ισχυρισμοί που ο εφεσείων επιχειρεί να εισάξει με το περίγραμμα και που δεν περιέχει η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης.  Προχωρεί εντούτοις να υποβάλει ότι ούτε οι ισχυρισμοί εκείνης της ένορκης δήλωσης πρέπει να ληφθούν υπόψη, αφού η ένσταση ήταν παράτυπη.

Θα μπορούσε να λεχθεί στο σημείο αυτό ότι την ένσταση είχε συντάξει δικηγόρος, που χειρίστηκε την όλη υπόθεση εκ μέρους του εφεσείοντα στην πρωτόδικη δίκη. Διευκρινίζεται ότι ο εφεσείων, που είναι ο ίδιος εν ενεργεία δικηγόρος, ετοίμασε το 27σέλιδο περίγραμμα.  Δεν τον απασχόλησε ωστόσο το θέμα.  Οι αντιρρήσεις του δικηγόρου των εφεσιβλήτων, όπως ήδη αναφέραμε, εντάχθηκαν στο πλαίσιο ευρύτερου επιχειρήματος του ότι πρέπει να αγνοήσουμε οτιδήποτε είναι έξω από το πεδίο ισχυρισμών της ένορκης δήλωσης.  Εξάλλου δεν υπήρξε αντέφεση για να φέρει το θέμα στο προσκήνιο.  Έτσι λοιπόν δε θα δώσουμε συνέχεια στο ζήτημα.

Θα θέλαμε όμως με αυτή την ευκαιρία να θυμίσουμε τον επιτακτικό χαρακτήρα της νέας διάταξης αναφορικά με τον καθορισμό, στο σώμα της γραπτής ένστασης, των λόγων που την υποστηρίζουν και το συναφές καθήκον του συντάκτη της να τους εξειδικεύσει. Και θα προσθέταμε με την καθαρότητα, λιτότητα έκφρασης και περιεκτικότητα, που πρέπει να χαρακτηρίζουν τη νομική γραφή.  Ας μη λησμονείται ότι ο συντάκτης της ένστασης δεν έχει μόνο καθήκον να πληροφορήσει τον αντίδικο του σε ποιούς ακριβώς λόγους έγκειται η ένσταση του, αλλά και ανάλογη υποχρέωση απέναντι στο δικαστήριο.

Ένα σύντομο σχόλιο και για το περίγραμμα της αγόρευσης του εφεσείοντα. Τόσο η έκταση όσο και μεγάλο μέρος του περιεχομένου του εκφεύγουν των ορίων που θέτει ο διαδικαστικός κανονισμός προδικασίας εφέσεων της 22/3/96.  Το περίγραμμα, όπως και η λέξη υποδηλώνει, περιέχει το σκελετό της επιχειρηματολογίας που υπο[*98]στηρίζει τις θέσεις των διαδίκων.  Προσδιορίζει δε με την απαιτούμενη ακρίβεια τα ουσιώδη σημεία που θα αποτελέσουν το αντικείμενο της (βλ. καν. 10 και Αναστασίου Θεοδόση Αναστασίου ν. Χριστίνας Θεοδόση Μιχαηλούδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 264, Μελανή Χρ. Ευθυμίου ν. Γεωργίου Δημητρίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1721.  Σαφώς δεν έχει αυτά τα χαρακτηριστικά το κείμενο που κατέθεσε ο εφεσείων.

Προτού αποφασίσει να παρατείνει την ισχύ του διατάγματος, ο πρωτόδικος δικαστής εξέτασε την υπόθεση υπό το πρίσμα των κριτηρίων, που έθεσε το άρθρ. 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων.  Καθοδηγήθηκε, στην αναζήτηση της λύσης, από τη σχετική νομολογία στην οποία έτυχαν ερμηνείας και εφαρμογής οι πιο πάνω πρόνοιες. Επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, τις γνωστές αποφάσεις: Odysseos ν. Pieris Estates and others (1982) 1 C.L.R. 557, Jonitexo Ltd. v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263 και A.B.P. Holdings Ltd. v. Ανδρέα Κιταλίδη κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 694.  Με αφορμή τις εισηγήσεις των δικηγόρων, ο δικαστής δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι έπρεπε να αποφευχθεί ο κίνδυνος να αποφασισθούν πρόωρα θέματα που άπτονται της κυριότητας του κτήματος.

Ο εφεσείων παρασύρθηκε, εξαιτίας της αναγκαίας αυτής επισήμανσης, αλλά και πιθανόν των δικών του επιχειρημάτων για το δίκαιο της απαίτησης του, που δε βρήκε άμεση αναγνώριση, να προβεί στην απρεπή - για να πούμε το ελάχιστο - παρατήρηση, ότι ο δικαστής “δείχνει τάση να θέλει σε μεγάλο βαθμό να τους βοηθήσει (τους εφεσιβλήτους)”.  Δεν μπορεί παρά να στηλιτεύσουμε τέτοια συμπεριφορά, όταν μάλιστα προέρχεται από δικηγόρο.

Είναι σημαντικό ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντα δέχθηκε άμεσα και χωρίς περιστροφές ότι συνέτρεχαν οι δύο από τις τρεις προϋποθέσεις του άρθρ. 32 για να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα υπό μορφή διατάγματος, δηλαδή, ότι το υλικό που προσκομίζεται αποκαλύπτει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση και ότι αν δεν εκδοθεί το διάταγμα που ζητήθηκε δεν μπορεί αργότερα να απονεμηθεί δικαιοσύνη.  Όμως ο εφεσείων αφιέρωσε μεγάλο τμήμα της αγόρευσης του (και εννοούμε πάντοτε το περίγραμμα το οποίο υιοθέτησε) για να πείσει πως οι προϋποθέσεις αυτές δεν υφίστανται.

Ο εφεσείων μας λέγει ότι δεν ήταν παρών κατά τη δεύτερη ημέρα της ακρόασης, που περατώθηκε η δίκη με τις αγορεύσεις των δικηγόρων.  Όμως στο πρακτικό αναφέρεται ότι ήταν παρών. Τώρα διαφωνεί με τη θέση που πήρε ο δικηγόρος του για το θέμα και πρό[*99]βαλε λόγους έφεσης και επιχειρηματολογία ότι καμιά από τις δύο παραπάνω προϋποθέσεις δεν υφίσταται.  Διαφεύγει του κ. Σοφοκλέους ότι το επίσημο πρακτικό της υπόθεσης είναι το μοναδικό έγκυρο υπόβαθρο για συζήτηση της υπόθεσης. Οι παρουσίες που λαμβάνει το πρωτόδικο δικαστήριο δεν μπορεί εκ των υστέρων να αμφισβητηθούν εκτός αν ακολουθηθεί η δέουσα διαδικασία ενώπιον του για διόρθωση του πρακτικού:  βλ Αδελφοί Αναστασίου Λτδ ν. Μυλωνά (1997) 1 Α.Α.Δ. 1280 και Αιτ. αρ. 23/99 και 38/00, Unitica Enterprises Ltd v. The Slovak Republic, ημερ. 5/9/01.

Το ζήτημα όμως είναι αν μπορεί ο εφεσείων, με την απλή επίκληση της διαφωνίας με το δικηγόρο του, να ανοίξει συζήτηση του θέματος τώρα.  Η έκταση της εξουσίας του δικηγόρου είναι αρκετά ευρεία ώστε να έχει και τη δυνατότητα να συμβιβάζει την υπόθεση του εντολέα - πελάτη του (βλ. In Re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746, 748).  Και περιλαμβάνει την ήσσονα εξουσία να προβαίνει σε δηλώσεις, στο πλαίσιο της δίκης, που δεσμεύουν τον πελάτη (βλ. Λαϊκή Τράπεζα ν. Χαραλαμπίδη (1989) 1 Α.Α.Δ. 556).

Αναμφισβήτητα, η δέσμευση υφίσταται και δεν θα επιτραπεί η ανάπτυξη των θεμάτων αυτών.  Θα προσθέταμε ότι δημιουργείται κώλυμα για έγερση τους και για το λόγο ότι ενόψει των δηλώσεων, ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων δεν ανέπτυξε ή δεν ανέπτυξε πλήρως τα σχετικά επιχειρήματα του.  Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ετ. Τεχνικών Έργων Λτδ. (1993) 1 Α.Α.Δ. 94, 95, αποφασίστηκε ότι:

“Παραστάσεις στις οποίες ο διάδικος προβαίνει μέσω του δικηγόρου του προς τον αντίδικο του στο πλαίσιο της δίκης, μπορούν να οδηγήσουν στην θεμελίωση εξ υποσχέσεως κωλύματος εφόσον (I) είναι σαφείς, (ii) ο αντίδικος βασίζεται σε αυτές και αναπροσαρμόζει τη θέση του σε βαθμό και έκταση που iii) θα ήταν άδικο να επιτραπεί στον πρώτο διάδικο να αποστεί από τις παραστάσεις του.”

Βλ. επίσης Πιττάλης κ.ά. ν. Ianira Enterprises Ltd. (1997) 1 A.A.Δ. 814.

Ανεξάρτητα όμως από την κατάληξη μας υπήρχε το υλικό για να θεμελιώσει και τις δύο προϋποθέσεις.  Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Cayne v. Global Natural Resources Plc [1984] 1 All E.R. 225,  σοβαρό θέμα προς εκδίκαση (serious question to be tried) θεωρείται “one for which there is some supporting material”. Ο όρος είναι ο ίδιος και στο άρθρ. 32. Τέτοιο υλικό υπάρχει. Το πρωτόδι[*100]κο δικαστήριο το εντοπίζει στην υφιστάμενη καταχώρηση στα κτηματολογικά βιβλία και διαπιστώνει περαιτέρω ότι μόνο στο πλαίσιο που παρέχει η κανονική δίκη μπορεί να διαγνωσθούν τα δικαιώματα των διαδίκων μερών.  Αναφορικά με το άλλο κριτήριο είναι προφανής ο κίνδυνος εγγραφής του κτήματος, ενόψει της παραπάνω απόφασης του διευθυντή του Κτηματολογίου, στο όνομα του εναγόμενου, εκτός αν διατηρηθεί το υφιστάμενο καθεστώς πραγμάτων.  Θα θυμίσουμε ότι, όπως τονίστηκε επανειλημμένα, ο Διευθυντής δεν έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει περί της ιδιοκτησίας ακινήτων.  Μια τελευταία απόφαση επί του θέματος είναι η απόφαση του Πική, Π. στην Π. Αλκιβιάδου κ.ά. ν. Κ. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 2133.

Στο περίγραμμα του ο εφεσείων αναφέρει, αφού αναλύει διάφορα άρθρα του Κεφ. 224 και προβαίνει σε διάφορους ισχυρισμούς, τους οποίους έχουμε υπόψη, ότι απέδειξε από τώρα την υπόθεση του για πρόσκτηση της κυριότητος του επιδίκου με εχθρική κατοχή, τους οποίους οι αντίδικοι του φυσικά αρνούνται. Ενώ οι εφεσίβλητοι στηρίζονται σε μια καταχώρηση στα κτηματολογικά βιβλία που όμως δεν τους παρέχει δικαιώματα. Έτσι λοιπόν δεν υφίσταται η δεύτερη προϋπόθεση που πρέπει να συνυπάρχει για χορήγηση διατάγματος, ότι αυτοί δικαιούνται σε θεραπεία ή ότι έχουν ορατή πιθανότητα επιτυχίας.  Επαναλαμβάνουμε ότι το θέμα αυτό είναι για το δικαστήριο της ουσίας και δεν είναι δυνατό, με ό,τι προσκομίστηκε,να υπάρχει αξίωση για οριστική κρίση θέματος που έχει από τη φύση του κάποια πολυπλοκότητα.  Έτσι στερείται ερείσματος το παράπονο πως δεν αξιολογήθηκε η μαρτυρία και ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν περιέχει αιτιολογία:  βλ. Jonitexo, ανωτέρω.

Παραμένει ένα τελευταίο επιχείρημα:  ότι η απόσυρση, ανεπιφύλακτα, της προηγούμενης αγωγής της Ευανθίας, παρήγαγε δεδικασμένο στο οποίο προσκρούει η τωρινή αγωγή των εφεσιβλήτων.  Μια σειρά αποφάσεων είχε ως αντικείμενο το δικονομικό αυτό φαινόμενο τη φύση καθώς και τις συνέπειες του.  Ο πρωτόδικος δικαστής καθοδηγήθηκε από την απόφαση στην Γαβριήλ κ.ά. ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868, η οποία φωτίζει διάφορες πτυχές του δεδικασμένου.

Δεδικασμένο δημιουργείται μεταξύ των ιδίων προσώπων υπό την ιδίαν ιδιότητα πάνω σε θέμα που κρίθηκε δικαστικά και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο.  Αν λείπει ένα από αυτά τα στοιχεία δεδικασμένο δεν υπάρχει.  Είναι φανερό ότι εδώ, παρόλο που το αντικείμενο των δύο αγωγών είναι το αυτό, δεν υπάρχει (του[*101]λάχιστο) ταυτότητα προσώπων και ιδιοτήτων ούτε φυσικά ταυτότητα συμφέροντος.  Επομένως, δε δημιουργήθηκε δέσμευση από την άλλη αγωγή, η οποία αποτελεί κώλυμα έγερσης αγωγής από τους εφεσιβλήτους κατά του εφεσείοντα.

Δεν έχει καταδειχθεί λόγος για να επέμβουμε στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία.  Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο