Φαντάρου Γρηγόρης και Άλλοι ν. Μαρούλλας Σάκκαλου (2002) 1 ΑΑΔ 109

(2002) 1 ΑΑΔ 109

[*109]28 Ιανουαρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

1. ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΦΑΝΤΑΡΟΥ,

2. SAVERO TRADING LTD,

Εφεσείοντες,

ν.

ΜΑΡΟΥΛΛΑΣ ΣΑΚΚΑΛΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10983)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Αυτοκίνητο, κατά την έξοδό του στο δρόμο από το γκαράζ οικίας απέκοψε την πορεία αυτοκινήτου βαν το οποίο οδηγείτο στο κέντρο περίπου του δρόμου ― Απόδοση αποκλειστικής ευθύνης στον οδηγό του βαν ― Κατ’ έφεση η ευθύνη επιμερίσθηκε εξίσου και στους δύο οδηγούς.

Στις 17.8.1996 ο εφεσείων οδηγώντας το αυτοκίνητό του στην οδό 1ης Απριλίου στην Αθηαίνου συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης το οποίο οδηγούσε βγαίνοντας στο δρόμο από το γκαράζ του σπιτιού της.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέκτηκε ότι η εφεσίβλητη είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντος να οδηγείται από την αντίθετη κατεύθυνση προτού ακόμα ευθυγραμμίσει το δικό της αυτοκίνητο στο δρόμο και δεν απέκοψε ξαφνικά την πορεία του.  Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσείων ευθυνόταν αποκλειστικά για τη σύγκρουση.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας ως λόγους έφεσης ότι το Δικαστήριο λανθασμένα ξέφυγε από τα δικόγραφα και επίσης ότι λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνο αυτός ήταν πλήρως υπεύθυνος για το δυστύχημα.  Πρόβαλε τη θέση ότι η ευθύνη του υπό τις περιστάσεις δεν μπορούσε να ήταν πέραν του 25%.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η απόδοση των γεγονότων στα δικόγραφα δεν ήταν τόσο ανεπαρκής που να μπορεί να στηρίξει, κατ’ έφεση, την απόρριψη της αγωγής.  Εξ άλλου η σχετική μαρτυρία αφέθηκε να εισαχθεί [*110]χωρίς ένσταση.

2.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τον τρόπο που έγινε η σύγκρουση δεν είναι ορθή.  Ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι όταν μπήκε στο δρόμο και αμέσως μόλις αντιλήφθηκε τον εφεσείοντα σταμάτησε, δεν ευσταθεί, γιατί, δεν συνάδει με την τελική θέση του αυτοκινήτου της, μερικώς ακόμα μέσα στην είσοδο του γκαράζ.

3.  Το γεγονός και μόνο ότι η σύγκρουση έγινε πριν το αυτοκίνητό της εισέλθει ολόκληρο στο δρόμο και σίγουρα πριν ευθυγραμμιστεί, δείχνει ότι δεν σταμάτησε προτού εισέλθει στο δρόμο και δεν βεβαιώθηκε κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά ότι δεν υπήρχε κίνδυνος.

4.  Το Δικαστήριο λανθασμένα δεν εφάρμοσε την αρχή ότι η υποχρέωση για τήρηση της αριστερής πλευράς του δρόμου υπάρχει μόνο όταν το επιβάλλει η παρουσία άλλου προσώπου σ’ αυτόν.

5.  Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, και οι δύο οδηγοί ευθύνονται εξίσου.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσίβλητης.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 178.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 10/11/00 (Αρ. Αγωγής 2593/98) με την οποία αποφασίστηκε ότι ο εναγόμενος 1 ευθυνόταν αποκλειστικά για τη σύγκρουση του οχήματος το οποίο οδηγούσε με το όχημα της ενάγουσας και συμφωνήθηκε η αποζημίωσή της, επί πλήρους ευθύνης για ειδικές και γενικές αποζημιώσεις, ύψους £300,-.

Κ. Δημητριάδης, για τους Εφεσείοντες.

A. Aντρέου με Ε. Αντρέου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*111]ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Η παρούσα διαδικασία είναι η κατάληξη οδικού δυστυχήματος που έγινε στις 17.8.1996, στην οδό 1ης Απριλίου στην Αθηαίνου. Η σύγκρουση έγινε μεταξύ του αυτοκινήτου που οδηγούσε η εφεσίβλητη-ενάγουσα, υπ΄αρ. εγγραφής  XJ 151 και του αυτοκινήτου Βαν, υπ΄αρ. εγγραφής ΕΕΗ 822, που οδηγούσε ο εφεσείων-εναγόμενος 1 (στο εξής «ο εφεσείων»).

Τα ποσά των αποζημιώσεων είχαν συμφωνηθεί και το μόνο θέμα που παρέμεινε προς εκδίκαση ήταν η ευθύνη.  Η διαδικασία αφορούσε δύο αγωγές που είχαν συνενωθεί, την υπ’ αρ. 2592/98, στην οποία η απαίτηση του ενάγοντα συμφωνήθηκε στις £3.330, πλέον νόμιμους τόκους και την αγωγή υπ΄αρ. 2593/98, όπου συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη εδικαιούτο, επί πλήρους ευθύνης ειδικές και γενικές αποζημιώσεις ύψους £300.  Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσείων-εναγόμενος ευθυνόταν αποκλειστικά για τη σύγκρουση και εξέδωσε ανάλογες αποφάσεις. 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα ξέφυγε από τα δικόγραφα.  Στην έκθεση απαίτησης αναφέρεται ότι η εφεσίβλητη συγκρούστηκε με το από την αντίθετη κατεύθυνση οδηγούμενο αυτοκίνητο του εναγόμενου.  Δεν αναφέρεται, επισημαίνει ο εφεσείων, ότι η εφεσίβλητη έβγαινε από το γκαράζ του σπιτιού της στρίβοντας αριστερά, ούτε ότι η σύγκρουση έγινε προτού καλά καλά ευθυγραμμιστεί μέσα στο δρόμο. Ιδιαίτερη σημασία δίδεται στο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης όπου τονίζεται ότι η εφεσίβλητη, αφού εισήλθε στο δρόμο και προτού ακόμα το όχημά της ευθυγραμμιστεί, είδε το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση.

Παρ’ όλον ότι στο σημείο αυτό πράγματι η έκθεση απαίτησης δεν είναι διατυπωμένη με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, εν τούτοις, θα λέγαμε ότι το επιχείρημα του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα, το οποίο, ας σημειωθεί, τέθηκε και ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν ευσταθεί.

Είναι αλήθεια ότι στην έκθεση απαίτησης αναφέρεται απλά ότι η σύγκρουση έγινε ενώ τα δύο οχήματα οδηγούνταν σε αντίθετη κατεύθυνση, χωρίς να σημειώνεται ότι η εφεσίβλητη μόλις είχε εξέλθει από το σπίτι της. Όμως, η όλη διατύπωση της έκθεσης απαίτησης, παρά την κάποια ασάφεια και τη συγκεκριμένη παράλειψη, περιέχει όλα τα ουσιώδη στοιχεία που επιτρέπουν στον εφεσείοντα [*112]να αντιληφθεί ποιά ήταν η υπόθεση την οποία είχε να αντιμετωπίσει. 

Αναφορά στην πορεία των οχημάτων γίνεται. Η απόδοση των γεγονότων δεν ήταν τόσο ανεπαρκής που να μπορεί να στηρίξει, κατ’ έφεση, την απόρριψη της αγωγής.  Εξ άλλου η σχετική μαρτυρία αφέθηκε να εισαχθεί χωρίς ένσταση. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι ο εφεσείων είχε υπ’ όψιν την υπόθεση που είχε να αντιμετωπίσει και συνεπώς δεν μπορεί να λεχθεί ότι η παράλειψη αναφοράς της συγκεκριμένης λεπτομέρειας επηρέασε την υπεράσπισή του. Ο πρώτος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.

Με τους επόμενους λόγους έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν πλήρως υπεύθυνος για το δυστύχημα.  Πρόβαλε τη θέση ότι η ευθύνη του υπό τις περιστάσεις δεν μπορούσε να ήταν πέραν του 25%.

Όπως είπαμε, το Δικαστήριο δέκτηκε ότι η εφεσίβλητη οδηγώντας το αυτοκίνητό της εισήλθε στο δρόμο από το γκαράζ της οικίας της.  Προτού ακόμα ευθυγραμμίσει το όχημά της είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να οδηγείται από την αντίθετη κατεύθυνση.  Άλλα οχήματα δεν υπήρχαν στο δρόμο και το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, δεν απέκοψε ξαφνικά την πορεία του άλλου οχήματος.  Αντίθετα, πάντοτε σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο εφεσείων ήταν σε τέτοια απόσταση που μπορούσε, αν είχε τη δέουσα προσοχή, να την αντιληφθεί έγκαιρα και να αποφύγει τη σύγκρουση. Το πλάτος του χρησιμοποιήσιμου μέρους του δρόμου είναι 6.30 μέτρα.  Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, αφού το σημείο σύγκρουσης απείχε από το δεξιό άκρο του δρόμου 2.90 μέτρα, η σύγκρουση έγινε στο δεξιό μέρος του δρόμου, στην πορεία του εφεσείοντα.

Έχει, εσφαλμένα, δοθεί από το Δικαστήριο μεγάλη σημασία στη διαπίστωση αυτή. Το γεγονός ότι το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του δρόμου στην πορεία του εφεσείοντα, μόλις 25 εκατοστά, δεν δίνει βάση στο συμπέρασμα ότι η σύγκρουση έγινε στη δεξιά πλευρά του δρόμου.  Η σύγκρουση έγινε στη μέση του δρόμου και το Δικαστήριο έτσι θα έπρεπε να το αντικρίσει.

Το Δικαστήριο ορθά επισημαίνει ότι ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι ευθυγράμμισε το όχημά της στο δρόμο πριν το δυστύχημα, δεν μπορεί να γίνει πιστευτός, γιατί έρχεται σε αντίθεση με την τελική θέση του αυτοκινήτου, όπως παρουσιάζεται στο σχεδιάγραμμα της σκηνής. Ορθά επίσης σημειώνει ότι αν το όχημά της ευ[*113]θυγραμμιζόταν μέσα στο δρόμο, δεν θα έστριβε οπισθοχωρώντας για να μπει στην είσοδο του σπιτιού από όπου είχε βγει.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το όχημα της εφεσίβλητης άφησε στην άσφαλτο ίχνη, του μεν δεξιού μπροστινού τροχού, μήκους 3.90 μέτρων, του δε αριστερού, μήκους 2.60 μέτρων.  Το Δικαστήριο παραλείπει να τοποθετηθεί επί των ιχνών αυτών.  Παρ’ όλον ότι σημειώνει ότι ο αστυνομικός εξεταστής του ατυχήματος κατέθεσε ότι αποτελούν ίχνη ολίσθησης όταν το αυτοκίνητο μετά τη σύγκρουση μετακινήθηκε προς τα πίσω, εν τούτοις, στα συμπεράσματά του δεν αναφέρει οτιδήποτε.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τα πρακτικά δεν προκύπτει καθαρά ότι ο ΜΕ1, αστυφύλακας 3934, Σοφοκλής Κωνσταντίνου, δέχεται ανεπιφύλακτα ότι είναι ίχνη ολίσθησης που έγιναν μετά τη σύγκρουση.  Αντίθετα, ο μάρτυρας αρχικά κατέθεσε ότι δεν μπορούσε να πει αν οι γραμμές αυτές ήταν ίχνη τροχοπέδησης ή τριψίματα, όπως τα χαρακτήρισε.  Μόνο ύστερα από την πίεση του δικηγόρου του εφεσείοντα κατά την αντεξέταση και σχεδόν σε υποβολή του, απάντησε ότι είναι ίχνη που έγιναν από την κίνηση προς τα πίσω.

Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για τον τρόπο που έγινε η σύγκρουση δεν είναι ορθή.  Παρ’ όλον ότι απορρίπτει, λόγω της τελικής θέσης του αυτοκινήτου, τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης ότι μπήκε στο δρόμο και ευθυγράμμισε το αυτοκίνητό της πριν το δυστύχημα, συνεχίζει και καταλήγει ότι ο εφεσείων είχε όλο το χρόνο να αντιληφθεί την παρουσία της και να την αποφύγει.  Τούτο συνάγεται, προχωρεί το δικαστήριο, από όσα η ίδια η εφεσίβλητη κατέθεσε, ότι δηλαδή η ίδια αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα από αρκετή απόσταση.  Κατ΄ αρχήν, δεν έχει σημασία τι αντιλήφθηκε η εφεσίβλητη, αλλά τι αντιλήφθηκε ο εφεσείων.  Πέραν όμως τούτου, ούτε ο ισχυρισμός της ότι όταν μπήκε στο δρόμο και αμέσως μόλις αντιλήφθηκε τον εφεσείοντα σταμάτησε, δεν ευσταθεί, γιατί, δεν συνάδει με την τελική θέση του αυτοκινήτου της, μερικώς ακόμα μέσα στην είσοδο του γκαράζ.

Αφού το δικαστήριο δεν κατέληξε αν τα ίχνη που άφησαν οι τροχοί του αυτοκινήτου της ήταν ίχνη τροχοπέδησης ή ίχνη ολίσθησης, δεν μπορούσε να καταλήξει και στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη βεβαιώθηκε πριν την είσοδό της στο δρόμο ότι δεν υπήρχε κίνδυνος να προχωρήσει.  Αντίθετα, το γεγονός και μόνο ότι η σύγκρουση έγινε πριν το αυτοκίνητό της εισέλθει ολόκληρο μέσα στο δρόμο και σίγουρα πριν ευθυγραμμιστεί, δείχνει ότι κάθε άλλο παρά σταμάτησε προτού εισέλθει στο δρόμο και βεβαιώθηκε κοιτάζοντας μάλιστα αριστερά και δεξιά ότι δεν υπήρχε κίν[*114]δυνος.

Ακόμα, λανθασμένα δεν εφαρμόστηκε η αρχή  ότι η υποχρέωση για τήρηση της αριστερής πλευράς του δρόμου υπάρχει μόνο όταν το επιβάλλει η παρουσία άλλου προσώπου σ’ αυτόν (βλέπε μεταξύ άλλων Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. σελ. 178, 184). Τα γεγονότα της υπόθεσης καθόλου δεν τη διαφοροποιούν.  Ο εφεσείων οδηγούσε, όπως είχε το δικαίωμα, μια και δεν υπήρχαν άλλα αυτοκίνητα, στο κέντρο περίπου του δρόμου. Ξαφνικά η εφεσίβλητη ξεπρόβαλε από την αυλή του σπιτιού της, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να το πράξει και του απέκοψε την πορεία.  Αυτή της η ενέργεια συνιστά αμέλεια.

Από την άλλη φαίνεται ότι ο εφεσείων δεν είχε την προσοχή του στο δρόμο, αφού κατά τα κρίσιμα δευτερόλεπτα ήταν στραμμένος στο ενός έτους κοριτσάκι του που καθόταν δίπλα του. Η απόσπαση της προσοχής του δεν του άφησε περιθώρια να αντιδράσει στην απότομη είσοδο της εφεσίβλητης στο δρόμο.  Αυτή του η συμπεριφορά συνιστά και τη δική του αμέλεια. 

Μας απασχόλησε πάρα πολύ ο καταμερισμός της ευθύνης μεταξύ των δύο οδηγών. Καταλήξαμε ότι κάτω από τις περιστάσεις ευθύνονται εξ’ ίσου.  Η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα. 

Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης η εφεσίβλητη/ενάγουσα στην αγωγή υπ’ αρ. 2593/98, δικαιούται σε απόφαση υπέρ της για ποσό £150, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα στην πρωτόδικη διαδικασία, στη σχετική κλίμακα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, ενώ ο ενάγων στην αγωγή υπ’ αρ. 2592/98 για ποσό £1.665, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα στην πρωτόδικη διαδικασία, στη σχετική κλίμακα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.  Τα έξοδα της έφεσης θα βαρύνουν την εφεσίβλητη.

Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα εις βάρος της εφεσίβλητης.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο