Μαρκίδης Τάσος (2002) 1 ΑΑΔ 115

(2002) 1 ΑΑΔ 115

[*115]30 Ιανουαρίου, 2002

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤOΥ ΤΑΣΟΥ ΜΑΡΚΙΔΗ ΔΙ’ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ “CERTIORARI”

ΚΑΙ/Η “PROHIBITION” ΚΑΙ/ Η “MANDAMUS”,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 34851/1999 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΔΙΚΑΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ Κα ΛΙΑ ΜΑΡΚΟΥ.

(Αίτηση Αρ. 7/2002)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ― Ο τρόπος άσκησής της δεν ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο με προνομιακά εντάλματα.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Ποία η νομική εμβέλεια των εν λόγω προνομιακών ενταλμάτων.

Έρεισμα της αίτησης για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari και Prohibition είναι η αντίληψη του αιτητή ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδήλωσε εμμέσως την πρόθεσή του να προχωρήσει στην επιβολή ποινής στον αιτητή, για παράλειψη καταβολής οφειλόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας, χωρίς να αναμένει την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα νομικά ερωτήματα τα οποία το ίδιο το Δικαστήριο παρέπεμψε προς γνωμοδότηση.  Με την αίτηση του ο αιτητής επιδιώκει αποτροπή αυτού του ενδεχομένου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στόχος της αίτησης είναι η παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να επιβληθεί στη Δικαστή απαγόρευση, ουσιαστικά ως μέτρο πρόληψης, μήπως η Δικαστής δεν ασκήσει με τον ορθό τρό[*116]πο, όπως βέβαια τον αντιλαμβάνεται ο αιτητής, τη διακριτική του εξουσία.

2.  Στο πλαίσιο των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα προληπτικής παρέμβασης τέτοιας φύσης σε σχέση με θέμα που εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κκούφου (1994) 1 Α.Α.Δ. 776,

Lindos Constructions Ltd (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 648,

Λύρας (1997) 1 Α.Α.Δ. 1529.

Αίτηση.

Αίτηση από τον αιτητή για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση διαταγμάτων Certiorari, Prohibition και Mandamus αναφορικά με τη συνέχιση της εκδίκασης της Ποινικής Υπόθεσης 34851/99 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην οποία, στις 17.12.01 βρέθηκε ένοχος σε κατηγορίες για παράλειψη καταβολής οφειλόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας συνολικού ύψους πέραν των 100.000 και η υπόθεση ορίστηκε για γεγονότα και ποινή την 1.2.02, για ορισμένα δε ζητήματα ζητήθηκε η γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Γ. Παπαθεοδώρου, για τον Αιτητή.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 17.12.01 ο αιτητής βρέθηκε ένοχος σε κατηγορίες για παράλειψη καταβολής οφειλόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας συνολικού ύψους πέραν των £100.000 και η υπόθεση ορίστηκε για γεγονότα και ποινή την 1.2.02. Στις 27.12.01 υποβλήθηκε από τον αιτητή αίτηση για Υπόμνημα δυνάμει του Άρθρου 149 του Κεφ. 155 το οποίο η πρωτόδικος Δικαστής, στις 10.1.02, ενέκρινε εν μέρει. Επομένως, για ορισμένα ζητήματα ζητήθηκε η γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Καταχωρήθηκε σήμερα και τέθηκε ενώπιόν μου αίτηση για άδεια [*117]για certiorari και σημειώνω εξ αρχής, χωρίς καν να προσδιορίζεται ποιό θα είναι το αντικείμενό του.  Δεν καθορίζεται ποιάς απόφασης επιδιώκεται η προσαγωγή και η ακύρωση ούτε επισυνάφθηκε οποιοδήποτε σχετικό πρακτικό. Επίσης για Prohibition,

“απαγορεύον στην Δικαστή κ. Λία Μάρκου τη συνέχιση της Ποινικής Υπόθεσης αρ. 34851/1999 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μέχρι την εκδίκαση και την έκδοση απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο επί των τριών νομικών ερωτημάτων τα οποία έχουν παραπεμφθεί από την ίδια την 27.12.2001 για γνωμοδότηση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.”

Έρεισμα της αίτησης είναι η αντίληψη του αιτητή ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εκδήλωσε εμμέσως αλλά σαφώς την πρόθεσή του όπως την 1.2.02 προχωρήσει στην επιβολή ποινής στον αιτητή χωρίς να αναμένει την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα νομικά ερωτήματα τα οποία το ίδιο το Δικαστήριο παρέπεμψε προς γνωμοδότηση. Προστίθεται πως αυτή η σκοπούμενη ενέργεια ,

“θα αποτελέσει υπέρβαση εξουσίας πράξη καταφρονητική προς το Ανώτατο Δικαστήριο και κατάφορη παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και του νόμου ο οποίος δίδει το δικαίωμα στον Αιτητή να αποταθεί όπως έχει ήδη πράξη σε Ανώτερο Δικαστήριο για τον έλεγχο της ορθότητας της εκδοθείσης την 17.12.2001 απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου”.

Αυτό επειδή, όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του αιτητή που υποστηρίζει την αίτηση, όταν η πρωτόδικος Δικαστής επιλαμβανόταν άλλων άσχετων υποθέσεων, σε ερώτηση του δικηγόρου του αιτητή και του εκπροσώπου της κατηγορούσας αρχής αν θα αναβληθεί η υπόθεση σε αναμονή της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου,

“φανερά εκνευρισμένη δήλωσε ότι είναι η θέση της ότι δεν αναβάλλει υποθέσεις αναμένοντας κάτι άλλο και είπε ότι για το θέμα της αναβολής της επιβολής ποινής την 1.2.2002 θα αποφασίσει την ημερομηνία εκείνη”.

Εκτιμά λοιπόν ο αιτητής πως η δικαστής ήταν “εμφανέστατα θιγμένη και προκαταλειμμένη εναντίον μου και έτοιμη να μου επιβάλει ποινή την 1.2.2002”. Επομένως, επιδιώκει αποτροπή αυτού του ενδεχομένου.

Επικαλέστηκε συναφώς ο κ. Παπαθεοδώρου την Κκούφου [*118](1994) 1 Α.Α.Δ. 776 σε σχέση με την ανυπαρξία άλλου ένδικου μέσου και την προκατάληψη ως αναγνωρισμένου λόγου έκδοσης προνομιακού εντάλματος.  Επίσης το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Νικήτα Δ. στην In Re Lindos Constructions Ltd (1989) 1(E) A.A.Δ. 648:

“...Καταρχήν τα δύο αυτά διατάγματα, certiorari και prohibition, αποσκοπούν στον έλεγχο εκτός άλλων και των κατώτερων δικαστηρίων με την έννοια ότι οι ενέργειες ή αποφάσεις τους διατηρούνται αυστηρά μέσα στα πλαίσια δικαιοδοσίας που τους παρέχουν οι σχετικοί νόμοι.  Με τη χρήση των ελεγκτικών διαταγμάτων αποτρέπεται η ακόμη μπορεί να θεραπευθεί κάθε σχετική υπέρβαση ή κατάχρηση της αρμοδιότητας τους.  Πιο συγκεκριμένα το διάταγμα prohibition αποτρέπει την άσκηση αρμοδιότητας στην περίπτωση που δεν υπάρχει, απαγορεύοντας τη συνέχιση διαδικασίας καθ’ υπέρβαση εξουσίας ενώ το διάταγμα certiorari εξυπηρετεί διπλό σκοπό: αποτροπή της δράσης ενός δικαστηρίου εκτός της αρμοδιότητάς του ή παροχή άμεσης θεραπείας.  Αυτό επιτυγχάνεται με τη διερεύνηση της νομιμότητας του πρακτικού ή διατάγματος του κατώτερου δικαστηριου και εν ανάγκη την ακύρωση τέτοιου διατάγματος ή απόφασης:  R. v. Electricity Commissioners [1924] 1 K.B. 171 C.A., Frome United Breweries v. Bath JJ [1926] A.C. 586.”

Περαιτέρω, την Γεώργιος Λύρας (1997) 1 Α.Α.Δ. 1529 σε σχέση με τη δυνατότητα απαγόρευσης σε Δικαστήριο να συνεχίσει διαδικασία η οποία διεξάγεται καθ΄υπέρβαση δικαιοδοσίας ή κατά παράβαση των Νόμων της χώρας.  Τελικά, σε σχέση με τη μή παροχή δυνατότητας σε επηρεαζόμενο να ακουστεί ως λόγο έκδοσης προνομιακού εντάλματος και την ανάγκη να θεμελιώνεται σ΄αυτό το στάδιο μόνο εκ πρώτης όψεως υπόθεση.

Σημείωσα ορισμένα σε σχέση με τα αφορώντα στο certiorari.  Προσθέτω τα ακόλουθα ως προς την όλη αίτηση.  Η εκδίκαση της υπόθεσης και συναφώς ο προγραμματισμός του χρόνου της εμπίπτει στην αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την οποία έχει διακριτική εξουσία.

Ο αιτητής δεν απευθύνθηκε στην Επαρχιακό Δικαστή για αναβολή της υπόθεσης αλλά επικαλείται όσα αναφέρει ό,τι προφορικά λέχθηκαν στην ανεπίσημη και εκτός διαδικαστικού πλαισίου ερώτησή του, όπως τη σημείωσα. Τα οποία, εν πάση περιπτώσει, φέρονται να αντιμετωπίσθηκαν τελικά με την αυτονόητη επισήμανση [*119]πως η δικαστής “για το θέμα της αναβολής της επιβολής ποινής την 1.2.02 θα αποφασίσει την ημερομηνία εκείνη”. Επιδιώκει δε τώρα παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να επιβληθεί στη Δικαστή απαγόρευση, ουσιαστικά ως μέτρο πρόληψης, μήπως η δικαστής δεν ασκήσει με τον ορθό τρόπο, όπως βέβαια τον αντιλαμβάνεται ο αιτητής, τη διακριτική της εξουσία.

Κρίνω την αίτηση ως σαφώς απορριπτέα.  Δεν νομίζω πως, στο πλαίσιο των δεδομένων, μπορεί να τίθεται ζήτημα προληπτικής παρέμβασης τέτοιας φύσης σε σχέση με θέμα που εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η νομολογία την οποία επικαλέστηκε ο αιτητής δεν προωθεί τις θέσεις του. Ούτε ενόψει των ισχυρισμών για προκατάληψη, θέμα το οποίο ουδέποτε τέθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο, η οποία μάλιστα εμφανίζεται να αφορά όχι στον τρόπο της τελικής εκδίκασης της υπόθεσης αλλά στον τρόπο με τον οποίο ενδεχομένως θα ασκηθεί η διακριτική εξουσία του πρωτόδικου δικαστηρίου. Και τούτο, πέρα από το εντελώς αδικαιολόγητο, όπως το κρίνω, των συμπερασμάτων που εξάχθηκαν ως προς αυτό αλλά και ως προς τη στέρηση από τον αιτητή του δικαιώματός του να ακουστεί, έστω στη βάση των ίδιων των ισχυρισμών του.  Η αίτηση απορρίπτεται.

Η�αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο