Υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών ν. Θεοδόση Μυλωνά (2002) 1 ΑΑΔ 120

(2002) 1 ΑΑΔ 120

[*120]8 Φεβρουαρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑΣ ΤΩΝ Τ/Κ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

 Εφεσείων-Ενάγων,

ν.

ΘΕΟΔΟΣΗ ΜΥΛΩΝΑ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10827)

 

Δεδικασμένο ― Αρχή του δεδικασμένου ― Cause of action estoppel ― Δημιουργία κωλύματος δεδικασμένου λόγω αιτίας αγωγής ― Ποία η έννοια του εν λόγω κωλύματος και ποίες οι προϋποθέσεις δημιουργίας του ― Κατά πόσο η ένσταση του κωλύματος δεδικασμένου μπορεί να προβληθεί επιτυχώς εναντίον του νόμου.

Τουρκοκυπριακές περιουσίες ― Εξουσίες Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών περιουσιών σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/91).

Η διαφορά των διαδίκων στην υπόθεση αυτή αφορά κατάστημα στην Πάφο, το οποίο αρχικά ενοικίασε ο πεθερός του εφεσίβλητου από τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη του, ο οποίος μετακινήθηκε στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου όταν έγινε η εισβολή το 1974, και στη συνέχεια η κατοχή του καταστήματος περιήλθε στον εφεσίβλητο.

Το εν λόγω κατάστημα ο εφεσίβλητος εξακολουθεί να κατέχει και να χρησιμοποιεί ως επαγγελματική στέγη.

Ο εφεσείων, υπό την ιδιότητα του κηδεμόνα των τουρκοκυπριακών περιουσιών, κίνησε την αγωγή αρ. 1827/92 εναντίον του εφεσίβλητου αξιώνοντας ανάκτηση κατοχής του καταστήματος.  Η αγωγή είχε ως αιτία την κατ’ ισχυρισμό παράβαση υπό του εφεσίβλητου του όρου 5 της συμφωνίας παραχώρησης της άδειας χρήσης του καταστήματος η οποία του είχε παραχωρηθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Κεντρικής Επιτροπής Προστασίας και Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών (η [*121]Επιτροπή).  Η αγωγή απορρίφθηκε.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων δεν ενομιμοποιείτο στην έγερση της αγωγής.  Ο εφεσείων δεν άσκησε έφεση.

Ο εφεσείων με επιστολή ημερ. 9.6.97 τερμάτισε την άδεια χρήσης του καταστήματος και κάλεσε τον εφεσίβλητο να παραδώσει ελεύθερη κατοχή τούτου μέχρι τις 11.8.97.  Ο εφεσίβλητος δεν συμμορφώθηκε.

Με δεύτερη αγωγή του υπ’ αρ. 3999/97, ο εφεσείων αξίωσε την έξωση του εφεσίβλητου και ανάκτηση κατοχής του καταστήματος λόγω της κατ’ ισχυρισμό κατοχής τούτου από τον εφεσίβλητο άνευ δικαιώματος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αφού είχε διαπιστώσει κώλυμα δεδικασμένου το οποίο εδημιουργείτο από την απορριφθείσα αγωγή αρ. 1827/92.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1991 (Ν. 139/91) “ο νόμος” περιέχει πρόνοιες δημόσιας τάξης τις οποίες, κανένα είδος κωλύματος – estoppel δεν μπορεί να εξοστρακίσει.  Ο κηδεμόνας των τουρκοκυπριακών περιουσιών έχει εκ του νόμου καθήκον να ασκεί ελεύθερα και ανεμπόδιστα τις εξουσίες και αρμοδιότητες που ο νόμος του παρέχει προς αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης που έχει δημιουργηθεί εξαιτίας των γεγονότων του 1974.

2.  Η ανάληψη φυσικής κατοχής από τον κηδεμόνα δεν αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του με βάση το Άρθρο 6(ζ) του νόμου.  Η συγκεκριμένη διάταξη αποδίδει στον κηδεμόνα νομική κατοχή – legal possession του αντικειμένου χωρίς να χρειάζεται να προηγηθεί η φυσική κατοχή τούτου.

3.  Ο τερματισμός της άδειας χρήσης του καταστήματος ήταν καθόλα νόμιμος. Η συνέχιση της κατοχής του καταστήματος από τον εφεσίβλητο μετά τη 12.8.97 είναι παράνομη και ο εφεσείων δικαιούται στις αιτούμενες θεραπείες. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου για πληρωμή ποσού £230.- μηνιαίως ως ενδιάμεσα κέρδη από Αύγουστο 1997 μέχρι την άρση της παράνομης χρήσης και κατοχής του καταστήματος από τον εφεσίβλητο και παράδοσης της ελεύθερης κατοχής τούτου στον εφεσείοντα.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ του εφεσείοντος τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

[*122]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Fidelitas Shipping Co Ltd v. V/O Exportchleb [1965] 2 All E.R. 4,

Mills v. Cooper [1967] 2 Q.B. 459,

Society of Medical Officers etc v. Hope [1960] 1 All E.R. 317,

Southend Corpn v. Hodgson Ltd [1961] 2 All E.R. 46,

Margarita Ikosi v. Karayiannis a.o. (1971) 1 C.L.R. 189.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 8/5/00 (Αρ. Αγωγής 3999/97) με την οποία δέχτηκε το κώλυμα δεδικασμένου το οποίο ήγειρε ο εναγόμενος και αποφάνθηκε ότι ο ενάγων δεν δύνατο να επανέλθει με νέα αγωγή αξιώνοντας τις ίδιες θεραπείες τις οποίες διεκδίκησε με την απορριφθείσα αγωγή του αρ. 1827/92.

Κ. Ευθυμιάδης, για τον Εφεσείοντα.

Αλ. Ταλιαδώρος για Χαρ. Λαπέρτα, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την  ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος είναι κάτοχος ενός καταστήματος στην οδό Μακαρίου Γ΄ αρ. 97 στην Πάφο (στο εξής “το κατάστημα”).  Ο πενθερός του εφεσίβλητου ενοικίασε αρχικά το κατάστημα από τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη του και στη συνέχεια η κατοχή του καταστήματος περιήλθε στον εφεσίβλητο.  

Όταν έγινε η εισβολή το 1974,  ο τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης του καταστήματος μετακινήθηκε μαζί με την πλειονότητα των τουρκοκυπρίων στο κατεχόμενο από τους εισβολείς τμήμα της Κύπρου ο δε εφεσίβλητος εξακολουθεί να κατέχει και χρησιμοποιεί το κατάστημα ως επαγγελματική στέγη.

Η Κυπριακή Δημοκρατία, προκειμένου να προστατεύσει τις περιουσίες των τουρκοκυπρίων που εγκαταλείφθηκαν από τους  ιδιοκτήτες τους, εξέδωσε διάταγμα επίταξης των εν λόγω περιουσιών και ανέλαβε τη διαχείρισή τους.  Το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση υπ’ αριθμ. 14202, ημερ. 18.8.1975 συνέστησε την “Κεντρική Επιτροπή Προστασίας και Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών στην οποία ανατέθηκαν αρμοδιότητες και εξουσίες για την πραγμάτωση του σκοπού της επίταξης.  Το Διάταγμα της επίταξης ανανεώθηκε επανειλημμένα και στο τέλος έληξε ή εξέπνευσε.

Ενώ το Διάταγμα Επίταξης βρισκόταν ακόμα σε ισχύ, η Δημοκρατία της Κύπρου, μέσω της πιο πάνω Κεντρικής Επιτροπής Προστασίας και Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών (στο εξής “η Επιτροπή”), παρεχώρησε στον εφεσίβλητο, δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 26.1.1981, άδεια χρήσης του καταστήματος για περίοδο ενός χρόνου από 11.8.1980 έναντι πληρωμής του ποσού των £21.- μηνιαίως.

Την 1.7.1991 τέθηκε σε εφαρμογή ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Αλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1991 (Ν. 139/91 στο εξής “ο νόμος”).  Με βάση το άρθρο 3 του νόμου, ο Υπουργός Εσωτερικών διορίστηκε Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών με εξουσία να διαχειρίζεται τις εν λόγω περιουσίες σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και να ασκεί τις εκ του νόμου χορηγηθείσες αρμοδιότητες “..... διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης και μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση του θέματος αυτού.”

Ο εφεσείων, υπό την ιδιότητα του κηδεμόνα των τουρκοκυπριακών περιουσιών, κίνησε την αγωγή αρ. 1827/92 - Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου - εναντίον του εφεσίβλητου με την οποία αξίωσε ανάκτηση της κατοχής του καταστήματος.  Η αγωγή είχε ως αιτία την κατ’ ισχυρισμό παράβαση υπό του εφεσίβλητου  του όρου 5* της συμφωνίας παραχώρησης άδειας χρήσεως του καταστήματος.  Ο εφεσείων, ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος προκαλούσε με τις πράξεις του οχληρία σε τρίτους και παράνομη επέμβαση, στα διπλανά του καταστήματος, τουρκοκυπριακά τεμάχια, πράξεις αντίθετες και/ή κατά παράβαση του όρου 5 της άδειας χρήσεως του καταστήματος. Και ως εκ της τοιαύτης παραβάσεως, ο εφεσείων ισχυρίστηκε πως είχε δικαίωμα τερματισμού της άδειας και συνακόλουθα αγώγιμο δικαίωμα  έξωσης του εφεσίβλητου και ανάκτησης της [*124]κατοχής του καταστήματος λόγω της άνευ δικαιώματος κατοχής τούτου από τον εφεσίβλητο μετά τον τερματισμό της άδειας χρήσεως.

Κατόπιν ακροάσεως, η απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 30.4.96.  Ο εφεσείων, ο οποίος ήταν ο ηττηθείς διάδικος δεν άσκησε έφεση.

Το θέμα της νομιμοποίησης του εφεσείοντα ως διαδίκου υπήρξε επίδικο ζήτημα.  Το Δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση, έκρινε ότι ο εφεσείων δεν ενομιμοποιείτο στην έγερση της αγωγής.  Το σχετικό μέρος  της απόφασης παρατίθεται:

ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ - Ν. 139/91

Η επίδικη συμφωνία - Τεκμήριο 1 - κάνει αναφορά σε διατάγματα επίταξης βάσει των οποίων φαίνεται να έγινε και η επίδικη συμφωνία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ίδια η συμφωνία αναφέρει το διάταγμα επίταξης υπ’ αριθμό 829/13/75 και πάρα κάτω αναφέρει ότι η άδεια εκπνέει αυτόματα άμα τη λήξη της επίταξης.

Είναι αναντίλεκτο ότι η ισχύς τέτοιων διαταγμάτων έπαυσε από καιρό. Η δε σχετική διάταξη του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας [αρ. 23(θ)] δεν αφήνει επ’ αυτού αμφιβολίες.

Με το πρόβλημα της διαχείρισης των εγκαταλελειμένων Τ/Κ περιουσιών και την αδυναμία συνέχισης νόμιμης επίταξης τους κατέστη αναγκαία άλλη ρύθμιση.  Τούτο επιτεύχθηκε με το Ν. 139/91.

Με το Νόμο αυτό, ενόψει των συνθηκών που δημιουργήθηκαν για την προστασία των εγκαταλειφθησών Τ/Κ περιουσιών το 1974, διορίζεται Κηδεμόνας αυτών ο Υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος τις διαχειρίζεται, διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης και μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση του θέματος αυτού.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ιδίου Νόμου, με το Διορισμό του Κηδεμόνα όλες οι Τ/Κ περιουσίες περιέρχονται στον Κηδεμόνα, ο οποίος έχει εξουσία να λάβει άμεση κατοχή αυτών και να τις διαχειρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νό[*125]μου.

Οι αρμοδιότητες του Κηδεμόνα καθορίζονται με λεπτομέρεια σύμφωνα με το άρθρο 6 παρακάτω, αφού όμως ο τελευταίος πάρει κατοχή κάθε Τ/Κ περιουσίας [6(α)]. Φυσικά η υποπαράγραφος 6(β) του δίδει δικαίωμα να εγείρει αγωγή εν σχέση με Τ/Κ περιουσία.

Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουμε μαρτυρία ότι ο Κηδεμόνας έχει πάρει κατοχή του επίδικου υποστατικού και έτσι δεν έχει τεθεί νομικό έρεισμα στην νομιμοποίηση του να εγείρει την παρούσα αγωγή. Η γενική εντολή που δίδεται στον ίδιο το Νόμο δεν είναι αρκετή να συγκεκριμενοποιήσει την εξουσία του Υπουργού ως Κηδεμόνα στο επίδικο υποστατικό, εφ’ όσον έπρεπε να μεσολαβήσει η ανάληψη κατοχής από τον Κηδεμόνα και η εκμίσθωση του υποστατικού στο συγκεκριμένο πρόσωπο που σήμερα κατέχει το υποστατικό.

Και αν όμως θεωρούσαμε ότι ο Κηδεμόνας νομιμοποιείται στην έγερση της αγωγής βάσει του άρθρου 6(β), εν τούτοις φαίνεται να μην έχει βασίσει την αγωγή του στα δικαιώματα τα οποία του δίδονται  βάσει του Νόμου αλλά στην προηγούμενη συμφωνία μεταξύ της Επιτροπής και του Εναγόμενου η οποία πλέον δεν έχει οποιαδήποτε ισχύ.  Τούτο φυσικά, διότι η επίκληση τερματισμού από τον ίδιο τον Ενάγοντα γίνεται βάσει μιας συμφωνίας που δεν έχει πλέον ισχύ και που δεν συσχετίζεται με τον ίδιο τον Υπουργό υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του.  Ο ίδιος δε ο Νόμος δεν υποκαθιστά τον Υπουργό αυτόματα ή με άλλο τρόπο στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της Επιτροπής ώστε να θεωρείται ότι η εν λόγω συμφωνία συνεχίζει να δεσμεύει τον Κηδεμόνα και τον Εναγόμενο δημιουργούσα έννομη σχέση μεταξύ τους.”

Ένα περίπου χρόνο μετά την έκδοση της απόφασης στην αγωγή αρ. 1827/92, ο εφεσείων, με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 9.6.97 προς τον εφεσίβλητο, τερμάτισε την συμφωνία  παραχώρησης άδειας χρήσης του καταστήματος και ζήτησε ανάκτηση της κατοχής του.  Διαζευκτικά ισχυρίστηκε ότι η άδεια χρήσης εξέπνευσε αυτομάτως με τη λήξη του διατάγματος της επίταξης.

Ο εφεσίβλητος αγνόησε την απαίτηση και καθώς έχει ειπωθεί, εξακολουθεί να κατέχει και χρησιμοποιεί το κατάστημα χωρίς να έχει πληρώσει από τότε  οποιοδήποτε ποσό στον εφεσείοντα.

Κατόπιν των ανωτέρω, ο εφεσείων, κατ’ επίκληση παρανομίας διαπραχθείσας από τον εφεσίβλητο ήτοι, την άνευ δικαιώματος κατοχή του καταστήματος, κίνησε νέα αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου με την οποία, διεκδίκησε ανάκτηση της κατοχής του καταστήματος και £300 μηνιαίως από τον Αύγουστο 1997 μέχρι την άρση της κατ’ ισχυρισμό παράνομης επέμβασης ως ενδιάμεσα κέρδη και/ή ως αποζημιώσεις.

Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε στην υπεράσπισή του ότι ο εφεσείων δεν ενομιμοποιείτο στην έγερση της αγωγής γιατί ο νόμος, πάνω στον οποίο στηρίχθηκε το αγώγιμο δικαίωμα, τέθηκε σε εφαρμογή από 1.7.91 χωρίς αναδρομική ισχύ και ως εκ τούτου η περίπτωση δεν καλυπτόταν από το νόμο.

Διαζευκτικά ισχυρίστηκε ότι τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής το άρθρο 5* του νόμου γιατί, από το 1967 κατέχει συνεχώς και αδιαλείπτως το κατάστημα δυνάμει ενοικίασης από τον τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη του και ως εκ τούτου ο εφεσείων δεν έχει δυνάμει του νόμου οποιαδήποτε εξουσία ή αρμοδιότητα επί του καταστήματος.

Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ακόμα πως η απόφαση που εκδόθηκε στις 30.4.96 στην αγωγή αρ. 1827/92 συνιστά κώλυμα δεδικασμένου και εκ τούτου ο εφεσείων εμποδίζεται να αξιώνει τις ίδιες θεραπείες που ανεπιτυχώς διεκδίκησε με την απορριφθείσα αγωγή αρ. 1827/92.

Το κώλυμα του δεδικασμένου, υπό μορφή προδικαστικής ένστασης, ηγέρθη ως εξής:

“1.  Ο εναγόμενος προδικαστικώς ενίσταται ότι ο ενάγων νομιμοποιείται εις την έγερση της παρούσης αγωγής για τους ακόλουθους λόγους:

α.  .................................................................................................

β.  .................................................................................................

γ.  .................................................................................................

[*127]

δ.  Η αξίωση του ενάγοντος παρά του εναγομένου έχει εκδικασθεί και προγενέστερα της παρούσης αγωγής και συγκεκριμένα στην υπ’ αρ. 1827/92 αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου η οποία κατεχωρήθη στις 28.8.1992 και η απόφασις που τελικώς εκδόθη στις 30.4.1996 δικαίωσε πλήρως τον εναγόμενο και το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα εναντίον του ενάγοντος.  Ως εκ τούτου ο ενάγων λόγω δεδικασμένου δεν δύναται να επανέρχεται με νέαν αγωγή και να αξιώνει τις ίδιες θεραπείες με την αγωγή που εκδικάσθη και απερρίφθη.”

Ο δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση, δέχθηκε την ένσταση. και διαπίστωσε πως υπήρχε όντως κώλυμα δεδικασμένου.  Η προσέγγιση του Δικαστηρίου αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα εντοπίζεται στην πιο κάτω περικοπή της πρωτόδικης απόφασης:

“Η αρχή του δεδικασμένου, ακόμη και για θέματα που μπορούσαν να εγερθούν στην προγενέστερη αγωγή, όχι εδώ, που αποτέλεσαν και τη βάση της αγωγής και την απόφανση του Δικαστηρίου, στοχεύει να προστατεύσει ένα διάδικο από την ανάγκη να υποχρεωθεί να προστατεύσει τον εαυτό του δύο φορές.  Ίδε Odger’s on Pleadings and Practice, 22η Έκδοση, σελ. 188.  Περαιτέρω, το θέμα του κωλύματος και δη του γραπτού κωλύματος (estoppel by redord) τυγχάνει εφαρμογής γιατί, η απόφαση στην υπόθεση 1827/92 υπάρχει και κανένας δεν δικαιούται να επανανοίξει τη δικαστική διαδικασία.Ίδε Nicolaides v. Yerolemi (1984) 1 C.L.R. 742 και Theori & Another v. Djoni & Another (1984) 1 C.L.R. 296.

Είναι στις δύο αγωγές η ίδια βάση αγωγής;  Η απάντηση είναι θετική. Το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης στην πρώτη αγωγή, ο Ενάγων το ήσκησε βασιζόμενος σε παράβαση όρων του αρχικού συμβολαίου μεταξύ Επιτροπής και Εναγόμενου (Τεκμήριο 1).  Στη μεταγενέστερη αγωγή ο Ενάγων, εδραζόμενος την ίδια συμφωνία (Τεκμήριο 1), επιδιώκει την έξωση του Εναγόμενου, επειδή “εξέπνευσε” (παράγραφος 3 επιστολής 9.6.1997 - Τεκμήριο 3), ή γιατί επιθυμεί “τη καταγγελία ή τερματισμό ή ανάκλησή της” (παράγραφος 5(α) της ιδίας επιστολής - Τεκμήριο 3).

Αυτή όμως η συμφωνία και σ’ επέκταση η παρέχουσα δικαίωμα στον Ενάγοντα να εγείρει αγωγή, αντικρίστηκε και αποφασίστηκε αρνητικά για τον ίδιο, με την απόφαση του Δι[*128]καστηρίου στην υπόθεση 1827/92, ημερ. 30.4.1996.

Περαιτέρω, η επαναφορά του θέματος από τον Ενάγοντα, όταν υπάρχει ήδη δικαστική απόφαση, θα τη χαρακτήριζα και ως κατάχρηση της διαδικασίας, που θα οδηγούσε και πάλι σ’ αναστολή και απόρριψη της αγωγής. Ίδε Greenhalgh v. Mallard [1947] 1 All E.R. 255, se. 257.

Συνεπακόλουθα, ο Ενάγων εμποδίζεται, με γνώμονα τα πιο πάνω, να επιδιώξει και ως συνέπεια να επιτύχει στην βασική του επιδίωξη για έξωση του Εναγόμενου, από το επίδικο υποστατικό (παράγρ. 17Α, Β, Γ και Δ της Εκθεσης Απαίτησης).”

Θα εξετάσουμε πρώτα τον τρίτο λόγο έφεσης που έχει ως αντικείμενο την πιο πάνω διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι δηλαδή ο εφεσείων, λόγω κωλύματος δεδικασμένου, εμποδιζόταν να αξιώνει τις θεραπείες που ζητούσε με την αγωγή. 

Όπως έχει προαναφερθεί, η πρώτη αγωγή (αρ. 1827/92), είχε ως αιτία την κατ’ ισχυρισμό παράβαση υπό του εφεσίβλητου του όρου 5 της συμφωνίας για άδεια χρήσεως του καταστήματος.  Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι συγκεκριμένες πράξεις του εφεσίβλητου συνιστούσαν παράνομη επέμβαση σε ξένη περιουσία και οχληρία σε βάρος τρίτων, πράξεις αντίθετες και ή κατά παράβαση του όρου 5 της άδειας χρήσεως του καταστήματος.

Με τη δεύτερη αγωγή (αρ. 3999/97), ο εφεσείων αξίωσε την έξωση του εφεσίβλητου και ανάκτηση της κατοχής του καταστήματος λόγω της κατ’ ισχυρισμό κατοχής τούτου από τον εφεσίβλητο άνευ δικαιώματος.  Αυτή τη φορά, η αιτία αγωγής αφορούσε έννομη συνέπεια η οποία προέκυψε, συνακόλουθα ή εξαιτίας του τερματισμού της άδειας χρήσεως του καταστήματος ή την εκπνοή της άδειας η οποία, καθώς διαζευκτικά ισχυρίστηκε ο εφεσείων, επήλθε αυτομάτως με τη λήξη του διατάγματος της επίταξης. 

Η πιο πάνω ταξινόμηση νομίζουμε πως τεκμηριώνει με σαφήνεια ότι οι δύο αγωγές δεν είχαν ταυτόσημη αιτία μολονότι και οι δύο απέληγαν στην αξίωση ταυτόσημης θεραπείας ήτοι, την έξωση του εφεσίβλητου από το κατάστημα και ανάκτηση της κατοχής τούτου από τον εφεσείοντα. 

Ωστόσο, η σύμπτωση στο ζητούμενο (θεραπεία), που όντως υπήρχε στις δύο αγωγές δεν δημιουργεί κώλυμα δεδικασμένου λόγω αιτίας αγωγής - cause of action estoppel, όπως αφήνεται να νοηθεί [*129]στην εκκαλούμενη απόφαση, αφού σε κάθε περίπτωση, η αιτία αγωγής ήταν προδήλως διαφορετική. 

Η έννοια του κωλύματος λόγω αιτίας αγωγής γνωστού ως cause of action estoppel, αποδίδεται λιτά  με τρόπο περιγραφικό από τον Lord Denning M.R. στην Fidelitas Shipping Co Ltd v. V/O Exportchleb [1965] 2 All E.R. 4 στη σελίδα 8 ως εξής:

“If one party brings an action against another for a particular cause and judgement is given on it, there is a strict rule of law that he cannot bring another action against the same party for the same cause.”

Ένα άλλο είδος κωλύματος που εντάσσεται, όπως και το προαναφερθέν cause of action estoppel, στην ευρύτερη έννοια του estoppel by record ή estoppel per rem judicatam  είναι το κώλυμα που αφορά το επίδικο θέμα γνωστό ως issue estoppel την έννοια του οποίου  απέδωσε ο Diplock L.J. στην Mills v. Cooper [1967] 2 Q.B. 459 στη σελίδα 468 ως εξής:

“A party to civil proceedings is not entitled to make, as against the other party, an assertion, whether of fact or of the legal consequences of facts, the correctness of which is an essential element in his cause of action or defence, if the same assertion was an essential element in his previous cause of action or defence in previous civil proceedings between the same parties or their predecessors in title, and was found by a court of competent jurisdiction in such previous civil proceedings to be incorrect, unless further material which is relevant to the correctness or incorrectness of the assertion by that party in the previous proceedings has since become available to him.”

Εκ των ανωτέρω προκύπτει πως θα μπορούσε κατ΄ αρχήν να προβληθεί με επιτυχία η ένσταση του κωλύματος δεδικασμένου που αφορά επίδικο θέμα - issue estoppel, εφόσον ο εφεσείων και στις δύο αγωγές που κίνησε εναντίον του εφεσίβλητου με αντικείμενο το κατάστημα, στήριξε τη νομιμοποίησή του ως διαδίκου πάνω στις ίδιες νομικές διατάξεις οι οποίες στην προηγούμενη δίκη κρίθηκε πως δεν παρείχαν (στον εφεσείοντα) το απαραίτητο νομιμοποιητικό έρεισμα του διαδίκου εφόσον ο εφεσείων, εστερείτο, σύμφωνα με την απόφαση, των εκ του νόμου εξουσιών ή αρμοδιοτήτων αναφορικά ή εν σχέσει με το συγκεκριμένο κατάστημα. 

Έχουμε τη γνώμη ότι ο εφεσείων ως ο κηδεμόνας των τουρκο[*130]κυπριακών περιουσιών δεν μπορεί να εμποδίζεται στην εκτέλεση των καθηκόντων που ο νόμος του έχει αναθέσει.  Κανένα κώλυμα - estoppel δεν μπορεί να προβληθεί εναντίον του νόμου γιατί αν συνέβαινε το αντίθετο, η επικράτηση ενός τέτοιου κωλύματος μοιραία θα απέληγε στην εξουδετέρωση των προνοιών του νόμου.  Στην Society of Medical Officers etc v. Hope [1960] 1 All E.R. 317 ειπώθηκαν από τον Lord Keith τα εξής:

“The case is, I think, a fortiori of the judgment of a Board of the Privy Council in Maritime Electric Co., Ltd. v. General Dairies, Ltd. (18), where it  was held, in the circumstances of that case, that a public utility company could not be estopped from carrying out its duty under a statute.  It has been said on other occasions that there is no estoppel against a statute.  Lord Parker of Waddington applied the ratio in Inland Revenue Comrs. v. Brooks (19), with reference to an assessment to income tax which was claimed to be final against the Commissioners for the Special Purposes of Income Tax in an assessment for super tax.  He said (2):

“I do not dispute these general principles [of law governing estoppels], but it seems to me that where is a statutory provision requiring an estimate to be made for a statutory purpose and by a statutory authority, the principle of estoppel cannot be invoked to render the provision nugatory in cases where such principle might otherwise have applied.”

Σχετική επίσης είναι και η πιο κάτω αναφορά του Lord Parker C.J. στην Southend Corpn v. Hodgson Ltd [1961] 2 All E.R. 46:

“As I have said, I can see no logical distinction between a case, such as that of an estoppel being sought to be raised to prevent the performance of a statutory duty and one where it is sought to be raised to hinder the exercise of a statutory discretion.  After all, in a case of discretion there is a duty under the statute to exercise a free and unhindered discretion. There is a long line of cases to which we have not been specifically referred which lay down that a public authority cannot be contract fetter the exercise of its discretion. Similarly, as it seems to me, an estoppel cannot be raised to prevent or hinder the exercise of the discretion.”

Κατόπιν των ανωτέρω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ένσταση για ύπαρξη κωλύματος δεδικασμένου δεν μπορεί να επιτύχει.  Τυχόν αποδοχή της ένστασης θα συνεπαγόταν εξουδετέρωση των εκ [*131]του νόμου εξουσιών και αρμοδιοτήτων του εφεσείοντα αναφορικά με το συγκεκριμένο κατάστημα γιατί ο εφεσείων δεν θα είχε πλέον, σε καμιά περίπτωση, το απαραίτητο νομιμοποιητικό έρεισμα του διαδίκου να διεκδικήσει δικαστικώς από τον εφεσίβλητο θεραπείες αναφορικά με το κατάστημα.  Η θέσπιση του νόμου, κρίθηκε αναγκαία για τη ρύθμιση θεμάτων που ανέκυψαν και αφορούν μεταξύ άλλων, την προστασία και διαφύλαξη των περιουσιών των τουρκοκυπρίων που έχουν εγκαταλειφθεί στις ελεύθερες περιοχές ως αποτέλεσμα της βίαιης μετακίνησης των ιδιοκτητών τους στα κατεχόμενα από την Τουρκία εδάφη της Κύπρου.  Ο νόμος περιέχει πρόνοιες δημόσιας τάξης τις οποίες, κανένα είδος κωλύματος - estoppel δεν μπορεί να εξοστρακίσει.  Ο κηδεμόνας των τουρκοκυπριακών περιουσιών έχει εκ του νόμου καθήκον να ασκεί ελεύθερα και ανεμπόδιστα τις εξουσίες και αρμοδιότητες που ο νόμος του παρέχει προς αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης που έχει δημιουργηθεί εξαιτίας των γεγονότων του 1974.

Έχουμε τη γνώμη ότι η ανάληψη της φυσικής κατοχής από τον κηδεμόνα δεν αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του με βάση το άρθρο 6(ζ) του νόμου.  Θεωρούμε ακόμα πως θα ήταν εντελώς περιττή η ανάληψη της φυσικής κατοχής του καταστήματος από τον εφεσείοντα γιατί σύμφωνα με το άρθρο 5 του νόμου “...... όλες οι Τ/Κ περιουσίες περιέχονται στον κηδεμόνα ο οποίος έχει εξουσία να λάβει άμεση κατοχή αυτών ..........”.  Προδήλως η συγκεκριμένη διάταξη αποδίδει στον κηδεμόνα νομική κατοχή - legal possession του αντικειμένου χωρίς να χρειάζεται να προηγηθεί η φυσική κατοχή τούτου. Βλ. Margarita Ikosi v. Andreas Karayiannis and Others (1971) 1 C.L.R. 189.  Αντίθετη  ερμηνεία θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα. Θα ήταν παράλογο για παράδειγμα, να αποδεικνύει ο κηδεμόνας σε κάθε περίπτωση αγωγής με αντικείμενο τουρκοκυπριακή περιουσία ότι ανέλαβε προηγουμένως τη φυσική κατοχή της εν λόγω περιουσίας έστω και αν αυτή βρίσκεται στο πιο απομακρυσμένο και δύσβατο μέρος της Κύπρου. 

Αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 9.6.97, τερμάτισε την άδεια χρήσης του καταστήματος και κάλεσε τον εφεσίβλητο να παραδώσει ελεύθερη κατοχή τούτου μέχρι τις 11.8.97.  Ο εφεσίβλητος παρέλειψε να συμμορφωθεί και εξακολουθεί από τότε να κατέχει παρανόμως το κατάστημα, του οποίου η ενοικιαστική αξία ή η αξία χρήσης με βάση τα παραδεκτά γεγονότα καθορίστηκε στις £230 το μήνα.

Ο τερματισμός της άδειας χρήσης του καταστήματος ήταν καθόλα νόμιμος.  Η συνέχιση της κατοχής του καταστήματος από τον [*132]εφεσίβλητο μετά τη 12.8.97 είναι παράνομη και ο εφεσείων δικαιούται στις θεραπείες ως η παράγραφος 17(Α)(Β)(Γ)(Δ) της έκθεσης απαιτήσεως. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου για πληρωμή ποσού £230.- μηνιαίως ως ενδιάμεσα κέρδη από Αύγουστο 1997 μέχρι την άρση της παράνομης χρήσης και κατοχής του καταστήματος από τον εφεσίβλητο και παράδοσης της ελεύθερης κατοχής τούτου στον εφεσείοντα. 

Η έφεση επιτυγχάνει. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα. 

Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο