(2002) 1 ΑΑΔ 165
[*165]8 Φεβρουαρίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
MOSSA (MUSSA) MOHAMMED MUSTAFA,
Εφεσείων-Ενάγων,
ν.
1. ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΚΟΥΡΗ,
2. ELBEKA CONSTRUCTING LTD,
3. ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10705)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Επέμβαση Εφετείου ― Έφεση κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά ― Η μαρτυρία πρέπει να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων.
Δικαστική απόφαση ― Δεν υπάρχει προδιαγεγραμμένη δομή δικαστικής απόφασης ― Η διάρθρωσή της αφίεται στο συντάκτη της απόφασης, ανάλογα με τη διαλεκτική που αναπτύσσεται στο κείμενό της.
Απόδειξη ― Διάκριση μεταξύ ευρημάτων αξιοπιστίας και απόσεισης του βάρους αποδείξεως ― Τα δύο θέματα δεν συμπλέκονται.
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Η κρίση της αξιοπιστίας μάρτυρος, και συνακόλουθα του βάσιμου της μαρτυρίας του, ανήκει καθ’ ολοκληρίαν στο δικάζον δικαστήριο ― Δεν αποκλείεται η θεώρηση μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα ως αξιόπιστου και άλλου ως αναξιόπιστου.
Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Περιεκτική αναφορά στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας ικανοποιεί την ανάγκη για αιτιολόγηση της δι[*166]καστικής απόφασης.
Απόδειξη ― Εμπειρογνώμονες ― Αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων ― Εφαρμοστέες νομικές αρχές.
Ο εναγόμενος-εφεσίβλητος 1 εφοδιασμένος με φωτοαντίγραφο του διαβατηρίου του ενάγοντος-εφεσείοντος, άνοιξε τρεις λογαριασμούς στο όνομα του τελευταίου στην Ελληνική Τράπεζα, την εφεσίβλητη 3, σε ξένο συνάλλαγμα και έκαμε εμβάσματα σ’ αυτούς ανυψώνοντας τις καταθέσεις του σε 318.073,00 δολάρια Αμερικής και £47.867,00 στερλίνες. Οι λογαριασμοί ανοίχθηκαν στο όνομα του εφεσείοντος με αποκλειστική αναφορά στο αντίγραφο του διαβατηρίου του, χωρίς να ληφθεί δείγμα της υπογραφής του.
Ο εφεσίβλητος 1, ενεργών βάσει πληρεξουσίου εγγράφου, το οποίο φέρει τον εφεσείοντα να τον εξουσιοδοτεί να αποσύρει τις καταθέσεις του από τους τρεις λογαριασμούς του που διατηρούσε με την εφεσίβλητη 3, και εφοδιασμένος με δείγμα της υπογραφής του, βεβαιωμένο από τις Διπλωματικές Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Λιβύη, απέσυρε το σύνολο των ποσών, με τα οποία ήταν πιστωμένοι οι λογαριασμοί του εφεσείοντος. Οι αναλήψεις έγιναν σταδιακά και τα λεφτά χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς της εφεσίβλητης 2 εταιρείας, την οποία διευθύνει ο εφεσίβλητος 1, και της οποίας κυρία μέτοχος είναι η σύζυγός του.
Ο εφεσείων ήγειρε αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου 1, αξιώνοντας την επιστροφή των ποσών που απέσυρε από τους λογαριασμούς του. Το αγώγιμο του δικαίωμα θεμελιώθηκε σε δόλο, συνιστάμενο στην κακόβουλη πράξη του εφεσίβλητου 1 να πλαστογραφήσει την υπογραφή του στο πληρεξούσιο προς οικειοποίηση της περιουσίας του. Παράλληλα η αγωγή στρέφεται εναντίον της δεύτερης εφεσίβλητης, η οποία οικειοποιήθηκε τους καρπούς του δόλου, γνωρίζοντας μέσω του εφεσίβλητου 1, ότι ήταν το προϊόν της απάτης. Η αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης 3 έχει ως έρεισμα την παράλειψή της να εκπληρώσει οφειλόμενο καθήκον τραπεζίτη προς πελάτη (τον εφεσείοντα), λόγω της ολιγωρίας που επέδειξε να επιτρέψει την απόσυρση των χρημάτων του εφεσείοντος βάσει πλαστού πληρεξουσίου.
Στο επίκεντρο της αντιδικίας των μερών ήταν η γνησιότητα της υπογραφής του εφεσείοντος στο σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο. Επί του θέματος δόθηκε προφορική μαρτυρία από τον εφεσείοντα, τον εφεσίβλητο 1 και από γραφολόγους – τον κ. Παναγιώτου, Υπαστυνόμο της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, και την κ. Α. Κορέν, γραφολόγο από το Ισραήλ. Ο κ. Παναγιώτου διατύπωσε σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την [*167]αυθεντικότητα της υπογραφής. Αντίθετη ήταν η θέση της κ. Κορέν.
Οι εκδοχές των διαδίκων ήταν διϊστάμενες ως προς τις συνθήκες υπογραφής του πληρεξουσίου. Ο μεν εφεσίβλητος υποστήριξε ότι κατά παράκληση του εφεσείοντος, συμφώνησε όπως ανταλλάξει ποσό ενός εκατομμυρίου δηναρίων Λιβύης, το οποίο φύλαγε για λογαριασμό του, με τα χρήματα που ήταν κατατεθειμένα στους τρεις λογαριασμούς του (του εφεσείοντος) στην Κύπρο. Μετέβησαν στην Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Λιβύη, προς το σκοπό πιστοποίησης της υπογραφής του εφεσείοντος στο πληρεξούσιο από τον Επιτετραμμένο της Κύπρου στη Λιβύη. Όταν διαπιστώθηκε ότι δεν παρεχόταν αυτή η δυνατότητα, λόγω του περιορισμένου χώρου ο οποίος υπήρχε στο πληρεξούσιο έγγραφο, λήφθηκε και πιστοποιήθηκε δείγμα υπογραφής του εφεσείοντος, το οποίο αποτέλεσε τη βάση σύγκρισης με τις υπογραφές στο πληρεξούσιο. Ο δε εφεσείων υποστήριξε ότι το δείγμα απέβλεπε στον εφοδιασμό της τράπεζας με το δείγμα της υπογραφής του, προς τον σκοπό έκδοσης σ’ αυτόν βιβλιαρίου επιταγών.
Το πρωτόδικο Δικαστήρο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της κ. Κορέν. Ο ίδιος ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος, λόγω της κακής εντύπωσης που άφησε στο Δικαστήριο στο εδώλιο του μάρτυρα και των αντιφάσεων στις οποίες περιέπεσε, οι οποίες υποδεικνύονται στην απόφασή του.
Με την έφεσή του, ο εφεσείων προσβάλλει, ουσιαστικά, τα ευρήματα του Δικαστηρίου, κυρίως εκείνα που αφορούν την αξιοπιστία του εφεσίβλητου 1 και των γραφολόγων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές που εμφαίνονται επαρκώς στις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056,
Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,
Kades v. Nicolaou a.o. (1986) 1 C.L.R. 212,
Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257,
Παπανδρέου ν. Τύλληρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 157,
[*168]Georghiou v. Republic (1984) 2 C.L.R. 65,
Stasoullis v. Police (1971) 2 C.L.R. 301,
Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97,
Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,
C & A Pelecanos Associates Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273,
R. v. Silverlock [1894] 2 Q.B. 766,
R. v. O’Salivan [1969] 1 W.L.R. 497,
R. v. Angeli [1978] 3 All E.R. 950,
Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,
Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,
Στυλιανού ν. Nicolettos Textiles Industry Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 859.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 12/11/99 (Αρ. Αγωγής 4010/96) με την οποία απέρριψε την αγωγή του εναντίον του εναγόμενου 1 για κατ’ ισχυρισμό δόλο κατά την απόσυρση από αυτόν χρημάτων από τους λογαριασμούς του ενάγοντα στην εναγόμενη τράπεζα, δυνάμει πληρεξουσίου από τον ενάγοντα.
Στ. Αμερικάνος για Γ. Γιάγκου, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Παπαχριστοφόρου, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.
Γ. Μιχαηλίδης, για την Εφεσίβλητη 3.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Κατά την παραμονή του στη Λιβύη, αρχικά ως εργοδοτούμενος και αργότερα ως εμπορευόμενος, ο εφεσίβλητος 1 [*169]γνωρίστηκε και, κατά τα φαινόμενα, συνήψε φιλικές σχέσεις με τον εφεσείοντα, Αξιωματούχο της Πολιτείας, υπεύθυνο του Τμήματος Υπεράκτιων Εταιρειών. Η μεταξύ τους σχέση δεν περιοριζόταν στο κοινωνικό επίπεδο, εκτεινόταν και σε οικονομικά ζητήματα. Αναμφισβήτητο είναι ότι ο εφεσίβλητος 1, εφοδιασμένος με φωτοαντίγραφο του διαβατηρίου του εφεσείοντος, άνοιξε τρεις λογαριασμούς στο όνομα του τελευταίου με την Ελληνική Τράπεζα, την Εφεσίβλητη 3, σε ξένο συνάλλαγμα. Ο εφεσείων έκαμε εμβάσματα στους τρεις λογαριασμούς, δύο σε δολάρια και ένα σε αγγλικές λίρες, ανυψώνοντας τις καταθέσεις του σε 318.073,00 δολάρια Αμερικής και £47.867,00 στερλίνες. Οι λογαριασμοί ανοίχθηκαν στο όνομα του εφεσείοντος, με αποκλειστική αναφορά στο αντίγραφο του διαβατηρίου του, χωρίς να ληφθεί δείγμα της υπογραφής του.
Ο εφεσίβλητος 1, ενεργών βάσει πληρεξουσίου εγγράφου, τo οποίο φέρει τον εφεσείοντα να τον εξουσιοδοτεί να αποσύρει τις καταθέσεις του από τους τρεις λογαριασμούς του που διατηρούσε με την εφεσίβλητη 3, και εφοδιασμένος με δείγμα της υπογραφής του, βεβαιωμένο από τις Διπλωματικές Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Λιβύη, απέσυρε το σύνολο των ποσών, με τα οποία ήταν πιστωμένοι οι λογαριασμοί του εφεσείοντος. Οι αναλήψεις έγιναν σταδιακά και τα λεφτά χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς της εφεσίβλητης 2 εταιρείας, την οποία διευθύνει ο εφεσίβλητος 1, και της οποίας κυρία μέτοχος είναι η σύζυγός του.
Ο εφεσείων ενήγαγε τον εφεσίβλητο 1, αξιώνοντας την επιστροφή των ποσών τα οποία απέσυρε από τους λογαριασμούς του. Θεμελίωσε το αγώγιμο δικαίωμά του σε δόλο, συνιστάμενο στην κακόβουλη πράξη του εφεσίβλητου 1 να πλαστογραφήσει την υπογραφή του στο πληρεξούσιο, προς οικειοποίηση της περιουσίας του. Παράλληλα, η αγωγή στρέφεται εναντίον της δεύτερης εφεσίβλητης, η οποία οικειοποιήθηκε τους καρπούς του δόλου, γνωρίζοντας, μέσω του εφεσίβλητου 1, ότι ήταν το προϊόν απάτης. Η αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης 3 έχει ως έρεισμα την παράλειψή της να εκπληρώσει οφειλόμενο καθήκον τραπεζίτη προς πελάτη (τον εφεσείοντα), λόγω της ολιγωρίας που επέδειξε να επιτρέψει την απόσυρση των χρημάτων του εφεσείοντος βάσει πλαστού πληρεξουσίου.
Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε τη γνησιότητα της υπογραφής του στο έγγραφο που φέρει την πιστοποίηση των Διπλωματικών Αρχών της Δημοκρατίας στη Λιβύη. Ό,τι αμφισβήτησε, ήταν ο λόγος για τον οποίο παρέσχε το δείγμα της υπογραφής του.
[*170]Η εφεσίβλητη 3, αφού βεβαιώθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών, ότι η πιστοποίηση του δείγματος υπογραφής προερχόταν από τις Διπλωματικές Αρχές της Κύπρου στη Λιβύη, και αφού ικανοποιήθηκε για το γεγονός αυτό, μετά από σύγκριση των υπογραφών που φέρουν το πληρεξούσιο και το πιστοποιημένο δείγμα υπογραφής του, επέτρεψε την ανάληψη από τον εφεσίβλητο 1 των ποσών που ήταν κατατεθειμένα στο λογαριασμό του εφεσείοντος.
Στο επίκεντρο της αντιδικίας των μερών ήταν η γνησιότητα της υπογραφής του εφεσείοντος στο σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο. Επί του θέματος δόθηκε προφορική μαρτυρία από τον εφεσείοντα, τον εφεσίβλητο 1 και από γραφολόγους – τον κ. Παναγιώτου, Υπαστυνόμο της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, και την κ. Α. Κορέν, γραφολόγο από το Ισραήλ.
Η εκδοχή του εφεσίβλητου 1, ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπογράφηκε το πληρεξούσιο, είναι, σε συντομία, η εξής:-
Κατά παράκληση του εφεσείοντος, συμφώνησε όπως ανταλλάξει ποσό ενός εκατομμυρίου δηναρίων Λιβύης, το οποίο φύλαγε για λογαριασμό του, με τα χρήματα που ήταν κατατεθειμένα στους τρεις λογαριασμούς του (του εφεσείοντος) στην Κύπρο. Μετέβησαν στην Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Λιβύη, προς το σκοπό πιστοποίησης της υπογραφής του εφεσείοντος στο πληρεξούσιο από τον Επιτετραμμένο της Κύπρου στη Λιβύη, τον κ. Ιερωνυμίδη. Όταν διαπιστώθηκε ότι δεν παρεχόταν αυτή η δυνατότητα, λόγω του περιορισμένου χώρου ο οποίος υπήρχε στο πληρεξούσιο έγγραφο, λήφθηκε και πιστοποιήθηκε δείγμα υπογραφής του εφεσείοντος, το οποίο αποτέλεσε τη βάση σύγκρισης με τις υπογραφές στο πληρεξούσιο.
Ο εφεσείων παραδέχεται ότι παρείχε το δείγμα υπογραφής, όχι όμως για το σκοπό που υποστήριξε ο εφεσίβλητος 1. Το δείγμα απέβλεπε, κατά τους ισχυρισμούς του, στον εφοδιασμό της τράπεζας με δείγμα της υπογραφής του, προς το σκοπό έκδοσης σ’ αυτό βιβλιαρίου επιταγών.
Η μαρτυρία του κ. Ιερωνυμίδη, έτεινε να βεβαιώσει τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 – ότι σκοπός της επίσκεψης του εφεσείοντος και του εφεσίβλητου 1 στην Πρεσβεία της Κύπρου στη Λιβύη ήταν η ετοιμασία και η πιστοποίηση πληρεξουσίου. Όταν τους εξηγήθηκε ότι αυτό δεν ήταν εφικτό, τα δύο μέρη συγκατένευσαν στην πιστοποίηση δείγματος υπογραφής του εφεσείοντος, προς προαγωγή του κοινού σκοπού των δύο, που ήταν η βεβαίωση της υπογραφής [*171]του εφεσείοντος στο πληρεξούσιο.
Άλλη μαρτυρία, στην οποία απέδωσε βαρύτητα το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν εκείνη υπαλλήλου της τράπεζας, ο οποίος είχε τηλεφωνική συνομιλία με τον εφεσείοντα. Αντίθετα με την εκδοχή του δευτέρου, καμιά αναφορά δεν έγινε από το μάρτυρα για την προμήθευσή του με βιβλιάριο επιταγών.
Οι γραφολόγοι πρόβαλαν διϊστάμενες εκδοχές ως προς τη γνησιότητα της υπογραφής του εφεσείοντος στο πληρεξούσιο, με μέτρο σύγκρισης την υπογραφή του στο πιστοποιημένο δείγμα.
Ο κ. Παναγιώτου διατύπωσε σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την αυθεντικότητα της υπογραφής του εφεσείοντος στο πληρεξούσιο. Το συμπέρασμά του ήταν ότι του δημιουργήθηκε μεγάλη υποψία ότι η φερόμενη ως υπογραφή του εφεσείοντος στο πληρεξούσιο δεν τέθηκε από τον ίδιο.
Αντίθετη ήταν η θέση της κ. Κορέν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από αναφορά στις αρχές που διέπουν την προσέγγιση της μαρτυρίας πραγματογνωμόνων, αποδέχτηκε τη μαρτυρία της κ. Κορέν. Ο ίδιος ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος, λόγω της κακής εντύπωσης που άφησε στο Δικαστήριο στο εδώλιο του μάρτυρα και των αντιφάσεων στις οποίες περιέπεσε, οι οποίες υποδεικνύονται στην απόφασή του.
Αμφίπλευρη ήταν η κρίση του Δικαστηρίου για την αξιοπιστία του εφεσίβλητου 1. Αναφέρει, αφενός, ότι δεν εντυπωσιάστηκε από τη μαρτυρία του, ιδιαίτερα από ορισμένες πτυχές της – εκείνες που αφορούσαν την εναπόθεση των χρημάτων του στη φύλαξη του εφεσείοντος. Έκρινε, όμως, παραδεκτή τη μαρτυρία του, ως προς την υπογραφή του πληρεξουσίου και το σκοπό για τον οποίο υπογράφηκε. Παρά τις επιφυλάξεις του, αναφορικά με το μέρος της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 1 στο οποίο έχουμε αναφερθεί, η κρίση του για την αξιοπιστία του, σε σχέση με τα κρίσιμα γεγονότα που αφορούν την υπογραφή του πληρεξουσίου, περικλείεται στο ακόλουθο απόσπασμα:-
«Πέρα από τα πιο πάνω, ο Εναγόμενος 1 ήταν πιο ειλικρινής και βρίσκω ότι μπορώ να βασιστώ στη μαρτυρία του για να εξάξω ασφαλή συμπεράσματα ως προς τι είχε συμβεί στη Λιβύη το Μάρτη του 1995.»
[*172]Με την έφεσή του, ο εφεσείων προσβάλλει, ουσιαστικά, τα ευρήματα του Δικαστηρίου, κυρίως εκείνα που αφορούν την αξιοπιστία του εφεσίβλητου 1 και των γραφολόγων.
Ως προς τον εφεσείοντα, προβάλλεται η θέση ότι το Δικαστήριο απέρριψε εκ προοιμίου τη μαρτυρία του, παραλείποντας να την υποβάλει στη βάσανο της συνεκτίμησης, στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας.
Στη Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, την οποία επικαλείται ο δικηγόρος του εφεσείοντος, είπαμε:- (σελ. 1061)
«Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή.»
Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, όντως, συσχέτισε τη μαρτυρία του εφεσείοντος με το σύνολο της μαρτυρίας που άπτεται των κρίσιμων σημείων της, με αναφορά πάντα στα επίδικα θέματα.
Δεν υπάρχει προδιαγεγραμμένη δομή δικαστικής απόφασης. Η διάρθρωσή της αφίεται στο συντάκτη της απόφασης, ανάλογα με τη διαλεκτική που αναπτύσσεται στο κείμενό της. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο ασχολήθηκε πρώτα με την αξιοπιστία του εφεσείοντος δεν υποδηλώνει ότι η μαρτυρία του εξετάστηκε ανεξάρτητα και εκτός του πλαισίου του συνόλου της μαρτυρίας.
Άλλος λόγος έφεσης αφορά την αξιοπιστία του εφεσίβλητου 1. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η αξιοπιστία του συμπλέκεται με την απόσειση του βάρους της αποδείξεως, κατ’ αντίθεση προς την αρχή η οποία υιοθετείται στην απόφαση στην Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614. Υπογραμμίζεται, στην υπόθεση εκείνη, η διάκριση μεταξύ ευρημάτων αξιοπιστίας και απόσεισης του βάρους της αποδείξεως. Τα δύο θέματα δε συμπλέκονται. Η απόσειση του βάρους της αποδείξεως αποτιμάται υπό το φως της παραδεκτής μαρτυρίας και όχι το παραδεκτό της μαρτυρίας υπό το πρίσμα του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Παραδεκτή είναι η μαρτυρία, η οποία κρίνεται αξιόπιστη από το δικαστήριο. Σε σειρά προγενέστερων αποφάσεων διευκρινίστηκε ότι απόσειση του βάρους [*173]της αποδείξεως συναρτάται αποκλειστικά με τη μαρτυρία, η οποία κρίνεται αξιόπιστη – (βλ., μεταξύ άλλων, Kades v. Nicolaou and Another (1986) 1 C.L.R. 212· Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257· Παπανδρέου ν. Τύλληρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 157).
Ό,τι αποκλείεται, είναι η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων με μέτρο το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Δηλαδή, δεν είναι επιτρεπτό για το δικαστήριο να δεχτεί μαρτυρία ως αξιόπιστη, διότι οι πιθανότητες προς εκεί κατατείνουν. Και το απίθανο μπορεί να είναι αληθινό. Κριτής το δικαστήριο.
Στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει τίποτε, το οποίο να καταμαρτυρεί, ή ακόμα να τείνει να καταδείξει ότι το Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 έξω από το καθιερωμένο πλαίσιο. Αντίθετα, η μαρτυρία του εξετάστηκε στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας. Ο χαρακτηρισμός του εφεσίβλητου 1 ως πλέον ειλικρινούς μάρτυρα (νοείται σε σχέση με τον εφεσείοντα) δεν αποκαλύπτει οποιοδήποτε σφάλμα στη θεώρηση της αξιοπιστίας του. Αφετέρου, δεν αποκλείεται η θεώρηση μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα ως αξιόπιστου και άλλου ως αναξιόπιστου. Η κρίση της αξιοπιστίας μάρτυρος και, συνακόλουθα, του βάσιμου της μαρτυρίας του, ανήκει καθ’ ολοκληρίαν στο δικάζον δικαστήριο. Όπως υποδεικνύεται στη Georghiou v. Republic (1984) 2 C.L.R. 65, ακόμα και στην περίπτωση εχθρικού μάρτυρα σε ποινική υπόθεση, παρέχεται η δυνατότητα αποδοχής, ως αξιόπιστου, μέρους της μαρτυρίας του. Η ελευθερία του δικαστηρίου στην κρίση των γεγονότων είναι αλληλένδετη με την αποστολή του ως του κριτή των γεγονότων και, συνακόλουθα, της αλήθειας των πραγμάτων.
Τα ερωτηματικά, τα οποία διατύπωσε το Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία του εφεσίβλητου 1, αναφορικά με την ανάθεση της φύλαξης τόσο μεγάλου ποσού χρημάτων στον εφεσείοντα άνευ ετέρου, είναι εύλογα. Το κρίσιμο, όμως, μέρος της μαρτυρίας του – εκείνο το οποίο αφορά την υπογραφή του πληρεξουσίου και, συν αυτώ, την εξουσιοδότηση για απόσυρση των χρημάτων από το λογαριασμό του εφεσείοντος – υποστηρίζεται ουσιωδώς από τη μαρτυρία τόσο του Επιτετραμμένου της Κύπρου στη Λιβύη, όπως υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο, όσο και από τα ευρήματά του για το γνήσιο της υπογραφής του εφεσείοντος στο πληρεξούσιο. Το ότι το Κακουργιοδικείο απάλλαξε τον εφεσίβλητο της κατηγορίας του εφεσείοντος εναντίον του για πλαστογράφηση του πληρεξουσίου, σημειώνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως ιστορικό συμβάν, άνευ ετέρου.
Ο τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης άπτονται των ευρημάτων του Δικαστηρίου σε σχέση με τη γραφολογική μαρτυρία. Η εισήγηση είναι ότι η θεώρηση της μαρτυρίας των γραφολόγων από το πρωτόδικο Δικαστήριο υπήρξε ελλιπής.
Όπως έχει, κατ’ επανάληψη, υποδειχθεί, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν υποχρεούται να αναπαράγει το σύνολο της μαρτυρίας, η οποία προσάγεται, στην απόφασή του. Περιεκτική αναφορά στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας ικανοποιεί την ανάγκη για αιτιολόγηση της απόφασής του. Αντίθετα με την εισήγηση η οποία έχει υποβληθεί, διεξοδική υπήρξε η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη μαρτυρία των δύο γραφολόγων. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί ως προς τις νομικές αρχές, που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας πραγματογνωμόνων*.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά την απόρριψη της μαρτυρίας του μάρτυρα του εφεσείοντος – του Χριστάκη Χαραλάμπους. Ούτε εδώ παρέχεται πεδίο για επέμβαση στο εύρημα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Περιθώριο για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας παρέχεται μόνο, εφόσον αυτά κρίνονται, εξ αντικειμένου, ανυπόστατα, ορώμενα υπό το πρίσμα της απόφασης του πρωτοδίκου δικαστηρίου, κρινομένης ως ενιαίου συνόλου – (βλ., μεταξύ άλλων, Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321· Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Δ.Δ. 35· Στυλιανού ν. Nicolettos Textiles Industry Ltd. (2000) 1 Α.Α.Δ. 859.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο