Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως (ως Κεντρική Αρχή με βάση το Νόμο 11(ΙΙΙ)/91, ύστερα από εξουσιοδότηση της Χριστίνας Σάββα), Ιωάννης Σάββα ν. (Αρ. 1) (2002) 1 ΑΑΔ 195

(2002) 1 ΑΑΔ 195

[*195]15 Φεβρουαρίου, 2002

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΒΒΑ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

(ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΝΟΜΟ 11(ΙΙΙ)/91,

ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ

ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΑΒΒΑ) (ΑΡ. 1),

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Έφεση Αρ. 152)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης εκκρεμούσης εφέσεως ― Διακριτική ευχέρεια ― Οι κατ’ εξοχήν παράγοντες πoυ διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η διασφάλιση από τη μια του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης και από την άλλη της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης.

Ανήλικοι ― Καθορισμός της χώρας της συνήθους διαμονής ανηλίκων ― Σύμβαση για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών ― Ποίοι είναι οι βασικοί σκοποί της Σύμβασης.

Στα πλαίσια έφεσης που ασκήθηκε εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 29.1.2002 για άμεση επιστροφή των ανηλίκων Αλέξανδρου και Λεωνίδα Σάββα στην Ιρλανδία υπό την κηδεμονία της μητέρας τους, ο εφεσείων, πατέρας των ανηλίκων, υπέβαλε αίτηση επιδιώκοντας αναστολή εκτέλεσης της πιο πάνω απόφασης του Δικαστηρίου.  Η παρούσα αίτηση για αναστολή είναι η δεύτερη που υπέβαλε ο εφεσείων. Η πρώτη, η οποία είχε απορριφθεί, είχε υποβληθεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο.

Η αίτηση και οι χωριστές ενστάσεις που καταχωρήθηκαν από πλευράς Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και της μητέρας [*196]των ανηλίκων ως ενδιαφερόμενου μέρους, στηρίζονται στον περί της Συμβάσεως για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (Κυρωτικό) Νόμο του 1994 - αρ. 11(ΙΙΙ)/94, Άρθρο 5 του Κυρωτικού Νόμου και Μέρος ΙΙ, Κεφάλαια Ι μέχρι ΙV της Σύμβασης, στον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικό Κανονισμό, στο Σύνταγμα, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς Δ.35, κ.κ. 18, 19, Δ.39, κ.4, κ. 8(i)(ee) στο Άρθρο 9 του Κεφ. 6 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και στους Κανόνες της Επιείκειας.

Ο αιτητής διατείνεται πως αν δεν εγκριθεί το αίτημα για αναστολή, αυτό θα σημαίνει εξάλειψη κάθε δυνατότητας να διεκδικήσει τα δικαιώματά του και τα δικαιώματα των ανηλίκων ενώ ταυτόχρονα θα καταστεί δύσκολη αν όχι αδύνατη η απόδοση δικαιοσύνης στο μέλλον έστω και αν επιτύχει η έφεση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ένας από τους βασικούς σκοπούς της Σύμβασης είναι η προστασία των παιδιών από τις βλαπτικές συνέπειες της παράνομης μεταφοράς τους από τη χώρα της συνήθους διαμονής τους σε άλλη χώρα ή λόγω παράνομης κράτησής τους σε κάποια χώρα άλλη από εκείνη της συνήθους διαμονής. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την καθιέρωση διαδικασίας που να διασφαλίζει την έγκαιρη επιστροφή του παιδιού στη χώρα της συνήθους διαμονής του.

2.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί ότι η ευημερία και γενικά το συμφέρον των ανηλίκων θα επηρεαστεί αρνητικά αν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της εκκαλούμενης απόφασης.  Η έγκαιρη υλοποίηση της εκκαλούμενης απόφασης ευθυγραμμίζεται με τους στόχους της Σύμβασης που έχει ως κεντρικό άξονα την ευημερία των ανηλίκων και την προστασία των συμφερόντων τους.  Τα συμφέροντα του αιτητή, που οπωσδήποτε βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα έναντι του συμφέροντος των ανηλίκων δεν πρόκειται να επηρεαστούν.  Θέματα όπως η φύλαξη των ανηλίκων, η ρύθμιση της επικοινωνίας των γονέων με τα παιδιά καθώς και άλλα συναφή θέματα παραμένουν ανοικτά προς απάντηση ενώπιον του δικαστηρίου της χώρας της συνήθους διαμονής των παιδιών το οποίο, σύμφωνα με τη σύμβαση είναι το αρμόδιο δικαστήριο για να αποφανθεί οριστικά επί των εν λόγω θεμάτων.

3.  Η υλοποίηση της εκκαλούμενης απόφασης δεν πρόκειται να εξουδετερώσει με κανένα τρόπο τη διαδικασία τη έφεσης η οποία άνευ άλλου τινός θα διατηρήσει μέχρι τέλους το αντικείμενό της.

[*197]

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του αιτητή.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Paourou a.o v. Kaspi (1979) 1 C.L.R. 194,

Βογαζιανού ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 591,

Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147,

Hadkinson v. Hadkinson [1952] P. 285,

Mouzouris a.o. v. Xylophagou Plantation Ltd (1977) 1 C.L.R. 287,

Θρασυβούλου ν. Λοΐζος Λουκά & Υιοί Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 687,

In Re H. (Abduction: Acquiscence) [1998] A.C. 72 (H.L. (E)).

Αίτηση.

Αίτηση από τον αιτητή για αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπ. Αρ. 64/01, ημερ. 29/1/02 με την οποία ενέκρινε κατόπιν ακρόασης, αίτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (ως Κεντρικής Αρχής με βάση το νόμο αρ. 11(ΙΙΙ)/94, ύστερα από εξουσιοδότηση της Χριστίνας Σάββα από την Ιρλανδία) για άμεση επιστροφή των ανηλίκων Αλέξανδρου και Λεωνίδα Σάββα στην Ιρλανδία υπό τη συνοδεία της μητέρας τους Χριστίνας και εξέδωσε ανάλογο διάταγμα με το οποίο διέταζε ωσαύτως τον πατέρα των ανηλίκων - αιτητή να παραδώσει αμέσως τα παιδιά στη μητέρα τους για σκοπούς υλοποίησης του διατάγματος, μέχρι εκδίκασης της έφεσης ή μέχρι νεώτερης απόφασης του Δικαστηρίου.

Π. Κλεοβούλου με Χρ. Νικολάου, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.

Λ. Χριστοδουλίδου, για τον Εφεσίβλητο-Καθ’ ου η αίτηση.

Α. Τσιρίδης και Α. Αριστείδου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Χρ. Σάββα.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*198]δώσει ο Δικαστής Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού (Δικαιοδοσία Θεμάτων Οικογενειακών Σχέσεων) ενέκρινε κατόπιν ακρόασης, αίτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (ως Κεντρικής Αρχής με βάση το νόμο αρ. 11(ΙΙΙ)/94, ύστερα από εξουσιοδότηση της Χριστίνας Σάββα από την Ιρλανδία) για άμεση επιστροφή των ανηλίκων Αλέξανδρου και Λεωνίδα Σάββα στην Ιρλανδία υπό τη συνοδεία της μητέρας τους Χριστίνας και εξέδωσε ανάλογο διάταγμα. Το Δικαστήριο, διέταξε ωσαύτως τον πατέρα των ανηλίκων Ιωάννη Σάββα να παραδώσει αμέσως τα παιδιά στη μητέρα τους για σκοπούς υλοποίησης του διατάγματος. 

Ο πατέρας των παιδιών είναι Κύπριος υπήκοος και η μητέρα είναι Ιρλανδή. Ο γάμος τους έγινε στη Λεμεσό τον Ιούλιο του 1995. Τα παιδιά, Αλέξανδρος και Λεωνίδας, γεννήθηκαν στις 13.9.97 και 15.9.99 αντίστοιχα.  Μέχρι τον Αύγουστο 2000 το ανδρόγυνο ζούσε στη Λεμεσό.  Αρχές Αυγούστου του ιδίου χρόνου, η οικογένεια πήγε στην Ιρλανδία για μόνιμη εγκατάσταση. Ύστερα από παραμονή περίπου έντεκα μηνών, ο αιτητής έφυγε στις 8.7.2001 από την Ιρλανδία και ήρθε στην Κύπρο μαζί με τα δύο παιδιά. Στις 23.7.2001 η σύζυγος του αιτητή εξουσιοδότησε την Κεντρική Αρχή της Ιρλανδίας να ενεργήσει για την επιστροφή των παιδιών στην Ιρλανδία.  Κατόπιν σχετικών διαβημάτων, η Κεντρική  Αρχή της Κύπρου καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο για επιστροφή των παιδιών στην Ιρλανδία, κατ’ επίκληση των προνοιών της Σύμβασης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (στο εξής “η Σύμβαση”).  Έχουμε ήδη αναφέρει ποιο ήταν το αποτέλεσμα της δίκης και για το διάταγμα που εκδόθηκε.

Η προαναφερθείσα απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 29.1.2002.  Την επομένη, (30.1.2002) ο πατέρας των παιδιών, καταχώρησε έφεση στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο και μονομερή αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο με την οποία ζητούσε αναστολή εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 29.1.2002 μέχρι την εκδίκαση της έφεσης και/ή μέχρι νεώτερης απόφασης του Δικαστηρίου. Κατά την εξέταση της αίτησης, οι διάδικοι διατύπωσαν τις θέσεις και απόψεις τους επί του θέματος και στις 31.1.2002 το Οικογενειακό Δικαστήριο αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης για αναστολή.

Δεν θα μας απασχολήσει η μόλις προαναφερθείσα απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερ. 31.1.2002 γιατί δεν είναι το αντικείμενο της διαδικασίας που έχουμε ενώπιόν μας.  Ενώπιόν [*199]μας, έχει τεθεί αίτηση που υποβλήθηκε στα πλαίσια της έφεσης που ασκήθηκε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ημερομηνίας 29.1.2002. Με την εν λόγω αίτηση, ο πατέρας των παιδιών, επιδιώκει αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 29.1.2002 μέχρι εκδίκασης της έφεσης και/ή μέχρι νεώτερης απόφασης του Δικαστηρίου.  Ζητείται επίσης η τοποθέτηση των ονομάτων των ανηλίκων Αλέξανδρου Σάββα και Λεωνίδα Σάββα στον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι εκδίκασης της έφεσης η νεώτερης απόφασης του Δικαστηρίου.

Η αίτηση και οι χωριστές ενστάσεις που καταχωρήθηκαν από πλευράς Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και της μητέρας των ανηλίκων ως ενδιαφερόμενου μέρους, στηρίζονται στον περί της Συμβάσεως για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (Κυρωτικό) Νόμο του 1994 - αρ. 11(ΙΙΙ)/94, άρθρο 5 του Κυρωτικού Νόμου και Μέρος ΙΙ, Κεφάλαια Ι μέχρι IV της Σύμβασης, στον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικό Κανονισμό, στο Σύνταγμα, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς Δ.35, κ.κ. 18, 19, Δ.39, κ.4, κ. 8(ι)(ee) στο άρθρο 9 του Κεφ. 6 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και στους Κανόνες της Επιείκειας.

Ο αιτητής ισχυρίζεται πως σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, η επάνοδος των παιδιών του στην Κύπρο θα είναι αδύνατη επειδή η γυναίκα του, καθώς η ίδια του ανέφερε διαρκούσης της δίκης, δεν πρόκειται να του γνωστοποιήσει τον τόπο της διαμονής της στην Ιρλανδία.  Λέγει περαιτέρω ο αιτητής πως σε περίπτωση που το αίτημα θα γίνει αποδεκτό και θα εκδοθεί το ζητούμενο διάταγμα αναστολής, τα συμφέροντα της συζύγου του δεν πρόκειται να θιγούν αφού αυτή θα μπορεί  να διαμένει στην Κύπρο όπως διέμενε από το 1993 μέχρι το 2000 ή σε περίπτωση που αυτή θα επιλέξει να μεταβεί στην Ιρλανδία θα μπορεί οποτεδήποτε αυτή το θελήσει να επιστρέψει στην Κύπρο.  Αν η εκκαλούμενη απόφαση  καταστεί τελεσίδικη, η μητέρα των παιδιών θα μπορεί να αναλάβει χωρίς κανένα πρόβλημα τα παιδιά της και να τα μεταφέρει στην Ιρλανδία.  Ενόσω τα παιδιά θα βρίσκονται στην Κύπρο η ευημερία τους δεν θα διασαλευθεί γιατί θα συνεχίσουν να ζουν, όπως είναι συνηθισμένα, στο περιβάλλον που ζούσαν από τη γέννησή τους μέχρι σήμερα με ένα μικρό διάλειμμα έντεκα μηνών που έζησαν στην Ιρλανδία.  Ο αιτητής διατείνεται πως αν δεν εγκριθεί το αίτημα για αναστολή, αυτό θα σημαίνει εξάλειψη κάθε δυνατότητας να διεκδικήσει τα δικαιώματά του και τα δικαιώματα των ανηλίκων ενώ ταυτόχρονα θα κα[*200]ταστεί δύσκολη αν όχι αδύνατη η απόδοση δικαιοσύνης στο μέλλον έστω και αν επιτύχει η έφεση.  Τέλος, ο αιτητής δηλώνει την προθυμία και ετοιμότητά του για παροχή εγγυήσεων ότι θα συμμορφωθεί προς οποιοδήποτε όρο που θα ήθελε επιβάλει το Δικαστήριο για υπακοή και συμμόρφωση προς το διάταγμα του πρωτόδικου δικαστηρίου σε περίπτωση που θα καταστεί τελεσίδικη η εκκαλούμενη απόφαση.

Οι αντιρρήσεις του καθ’ ου η αίτηση Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και της μητέρας των ανηλίκων στο αίτημα για αναστολή  συνοψίζονται στη συνέχεια.

Η συμπεριφορά του αιτητή συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι ο αιτητής από την ημέρα που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (29.1.2002) μέχρι τις 6.2.02 εσκεμμένα είχε υπό τη φύλαξή του  τα παιδιά σε άγνωστο μέρος και αρνείτο  να τα παραδώσει στη μητέρα τους καθιστώντας έτσι αδύνατη την πραγμάτωση της πρωτόδικης απόφασης.  Ο αιτητής, μολονότι ήταν παρών κατά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και έλαβε γνώση του περιεχομένου της, συνειδητά επέλεξε την απόκρυψη των παιδιών και τη μη συμμόρφωσή του προς τη διαταγή του Δικαστηρίου γιατί γνώριζε, καθώς ο ίδιος ανέφερε κατά την αντεξέταση, πως αν παρέδιδε τα παιδιά στη γυναίκα του αμέσως θα τα έπαιρνε μαζί της στην Ιρλανδία.

Ο καθ’ ου η αίτηση και η μητέρα των παιδιών ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η αίτηση για αναστολή έρχεται σε αντίθεση προς τους σκοπούς της Σύμβασης.  Είναι η θέση τους πως σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος για αναστολή θα επηρεαστούν αρνητικά το συμφέρον και η ευημερία των παιδιών.

Τα συμφέροντα των ανηλίκων θα εξυπηρετηθούν καλύτερα με τη γρήγορη επιστροφή τους στην Ιρλανδία, τη χώρα της μόνιμης διαμονής τους.  Η αδικαιολόγητη απόκρυψη των παιδιών για μια εβδομάδα ήταν γενικά επιζήμια για την ευημερία και άνεση των παιδιών.  Η ομαλότητα μπορεί ωστόσο να αποκατασταθεί με την άμεση υλοποίηση της απόφασης.

Εισηγούνται ο καθ’ ου η αίτηση και η μητέρα των ανηλίκων ότι η υλοποίηση της πρωτόδικης απόφασης δεν θα έχει κανένα δυσμενή αντίκτυπο στα καλώς νοούμενα συμφέροντα των ανηλίκων ούτε θα επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντα του αιτητή ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, έχει δικαίωμα να αποταθεί στο αρμόδιο Ιρλανδικό Δικαστήριο για τη ρύθμιση ζητημάτων που αφορούν τις σχέσεις [*201]των γονέων με τα παιδιά, φύλαξη, επικοινωνία και άλλα συναφή θέματα. Όμως σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, ενδεχόμενο που θεωρούν πολύ απομακρυσμένο, τα παιδιά θα έλθουν αμέσως στην Κύπρο.

Έχουμε προαναφέρει ότι η αίτηση που εκκρεμεί τώρα ενώπιόν μας είναι η δεύτερη που υποβάλλει ο αιτητής για αναστολή της εκκαλούμενης απόφασης και στηρίζεται στη Δ.35 καν. 19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών η οποία ορίζει:

“Whenever under these rules an application may be made either to the Court below or to the Court of Appeal, or to a judge of either Court, it shall be made in the first instance to the Court or judge below.”

Το Εφετείο, κατά την εξέταση  αίτησης που υποβάλλεται με βάση τον παραπάνω διαδικαστικό κανονισμό, ασκεί πρωτογενή εξουσία χωρίς δέσμευση από την προηγούμενη απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου στο οποίο, ο αιτούμενος την αναστολή ήταν πρώτα υποχρεωμένος να προσφύγει όπως εν προκειμένω έχει συμβεί.  Βλ. K. Georghiou Paourou and Others v. Panayi Kaspi (1970) 1 C.L.R. 194 και Βογαζιανού ν. Γεν. Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 591.

Η νομολογία, καθορίζει τις αρχές  οι οποίες διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου επί αιτήματος χορήγησης αναστολής εκτέλεσης απόφασης. Οι αρχές αυτές συνοψίζονται στην Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147 ως εξής:

“Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης.  Η αναστολή μπορεί να εγκριθεί στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο δικαστήριο από τη Δ.35 θ.18.  Η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, αφενός, και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης, αφετέρου, συνιστούν τους κατεξοχή παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.  Η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει τη στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης.  Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις. Το πλαίσιο για τη διάγνωση των δικαιω[*202]μάτων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αποτίμηση των λόγων της έφεσης είναι η ακρόαση της έφεσης.  Μόνο όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.”

Ενασκώντας τη διακριτική μας ευχέρεια, δεχθήκαμε να ακούσουμε τον αιτητή μολονότι με τη συμπεριφορά του, κατέδειξε αρχικά πως δεν ήταν διατεθειμένος να συμμορφωθεί με την απόφαση/διαταγή του δικαστηρίου την ορθότητα της οποίας  αμφισβητεί.  Βλ. Hadkinson v. Hadkinson [1952] P. 285, Mouzouris and Another v. Xylophagou Plantation Ltd (1977) 1 C.L.R. 287 και Γεώργιος Θρασυβούλου ν. Λοΐζος Λουκά & Υιοί Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 687.

Ένας από τους βασικούς σκοπούς της Σύμβασης είναι η προστασία των παιδιών από τις βλαπτικές συνέπειες της παράνομης μεταφοράς τους από τη χώρα της συνήθους διαμονής τους σε άλλη χώρα ή λόγω παράνομης κράτησής τους σε κάποια χώρα άλλη από εκείνη της συνήθους διαμονής.  Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την καθιέρωση διαδικασίας που να διασφαλίζει την έγκαιρη επιστροφή του παιδιού στη χώρα της συνήθους διαμονής του.  Βλ. In Re H. (Αbduction:  Acquiscence) [1998] A.C. 72 (H.L. (E)).

Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουμε οτιδήποτε ενώπιόν μας που να καταδείχνει πειστικά ότι η ευημερία και γενικά το συμφέρον των ανηλίκων θα επηρεαστεί αρνητικά αν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της εκκαλούμενης απόφασης.  H έγκαιρη υλοποίηση της εκκαλούμενης απόφασης ευθυγραμμίζεται με τους στόχους της Σύμβασης που έχει ως κεντρικό άξονα την ευημερία των ανηλίκων και την προστασία των συμφερόντων τους. Τα συμφέροντα του αιτητή, που οπωσδήποτε βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα έναντι του συμφέροντος των ανηλίκων δεν πρόκειται να επηρεαστούν.  Θέματα όπως η φύλαξη των ανηλίκων, η ρύθμιση της επικοινωνίας των γονέων με τα παιδιά καθώς και άλλα συναφή θέματα παραμένουν ανοικτά προς απάντηση ενώπιον του δικαστηρίου της χώρας της συνήθους διαμονής των παιδιών το οποίο, σύμφωνα με τη σύμβαση είναι το αρμόδιο δικαστήριο για να αποφανθεί οριστικά επί των εν λόγω θεμάτων.

Είναι εν προκειμένω αυτονόητο πως το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας δεν είναι ο καθορισμός της χώρας της συνήθους διαμονής των ανηλίκων. Το θέμα έχει κριθεί πρωτοδίκως από το [*203]Οικογενειακό Δικαστήριο και επί τούτου θα αποφανθεί τελεσίδικα το Εφετείο μετά την ακρόαση της έφεσης οπότε θα δοθεί και το στίγμα  προσδιορισμού της χώρας της οποίας τα δικαστήρια θα έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν, σύμφωνα με τη Σύμβαση, θεμάτων οικογενειακών σχέσεων αναφορικά με τα ανήλικα που εδώ ενδιαφέρουν.  Θεωρήσαμε αναγκαία την παραπάνω διευκρίνηση γιατί όπου γίνεται λόγος στην απόφασή μας περί χώρας συνήθους διαμονής με αναφορά στην Ιρλανδία, αυτό γίνεται στη βάση των διαπιστώσεων της εκκαλούμενης απόφασης.

Καταλήγουμε πως δεν συντρέχουν λόγοι αναστολής της εκκαλούμενης απόφασης. Η έγκαιρη υλοποίηση της εκκαλούμενης απόφασης συνάδει προς τους σκοπούς της Σύμβασης που η χώρα μας έχει επικυρώσει ενώ από την άλλη δεν έχουμε διαπιστώσει βάσιμο λόγο ότι από την υλοποίηση της απόφασης θα επηρεαστούν με οποιοδήποτε τρόπο δυσμενώς ή ανεπανόρθωτα είτε τα συμφέροντα των ανηλίκων είτε τα συμφέροντα του αιτητή.  Η υλοποίηση της εκκαλούμενης απόφασης δεν πρόκειται να εξουδετερώσει με κανένα τρόπο τη διαδικασία της  έφεσης η οποία άνευ άλλου τινός θα διατηρήσει μέχρι τέλους το αντικείμενό της.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του αιτητή.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο