Χριστοφίδης Γιώργος ν. Κυριάκου Ν. Παττίχη (2002) 1 ΑΑΔ 245

(2002) 1 ΑΑΔ 245

[*245]27 Φεβρουαρίου, 2002

[AΡTEΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

ν.

ΚΥΡΙΑΚΟΥ Ν. ΠΑΤΤΙΧΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11000)

 

Αγωγή ― Αποζημιώσεις για αστικό αδίκημα που συνιστά και κακούργημα ― Καταχώρηση αγωγής, προϋποθέτει έγγραφη γνωστοποίηση προς τον Γενικό Εισαγγελέα σύμφωνα με το Άρθρο 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Παράλειψη, καθιστά άκυρη ολόκληρη τη μετέπειτα δικαστική διαδικασία ― Κατάργηση επιφύλαξης του πιο πάνω άρθρου με το Νόμο 29(Ι)/00 ― Κατά πόσο έχει αναδρομική ισχύ.

Η αγωγή του εφεσίβλητου-ενάγοντος βασίζεται, μεταξύ άλλων, σε ισχυρισμούς παράνομης ιδιοποίησης, στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και έχει και αιτία αγωγής για ποσά πληρωθέντα για λογαριασμό του ενάγοντος (money had and received).  Ο εφεσείων-εναγόμενος ήγειρε προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενος ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, γιατί δεν δόθηκε η αναγκαία από το Νόμο γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα, με βάση το Άρθρο 67 του Κεφ. 148.

Με το Νόμο 29(Ι)/00, που τέθηκε σε ισχύ στις 10.3.00, ενώ η αγωγή καταχωρήθηκε στις 30.8.99, καταργήθηκε η επιφύλαξη του Άρθρου 67 του Κεφ. 148, σύμφωνα με την οποία καμμιά αγωγή δεν μπορούσε να καταχωρηθεί σε σχέση με αστικό αδίκημα που συνιστούσε και κακούργημα εκτός αν προηγουμένως εδίδετο έγγραφη γνωστοποίηση προς τον Γενικό Εισαγγελέα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το θέμα ήταν διαδικαστικής φύσης και ως εκ τούτου η μεταγενέστερη τροποποίηση με κατάργηση της επιφύλαξης είχε αναδρομική ισχύ, καθιστώντας ανύπαρκτη εξ υπαρχής την προϋπόθεση γνωστοποίησης στο Γενικό Εισαγγελέα [*246]πριν την καταχώρηση της αγωγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση.

Ο εφεσείων-εναγόμενος εφεσίβαλε την απόφαση.  Κάλεσε το Εφετείο να δεχθεί την προδικαστική του ένσταση και επίσης να θεωρήσει ότι δεν παρέχεται δυνατότητα διαχωρισμού της αιτίας αγωγής που επηρεάζεται από το Άρθρο 67 και να συνεχίσει η αγωγή με τις υπόλοιπες αιτίες αγωγής.

Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η αιτία αγωγής ιδιοποίησης συνιστούν και το κακούργημα της ιδιοποίησης δεν προσβάλλεται.  Επιπρόσθετα ήταν κοινώς παραδεκτό ότι δεν στάληκε γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η επίδικη πρόνοια αφορά θέμα ουσίας που, όπως φαίνεται από τις αυθεντίες, μη τήρησή της οδηγεί τη διαδικασία σε εξυπαρχής ακυρότητα, ακυρότητα που δεν μπορεί να θεραπευτεί εκ των υστέρων, αφού με κανένα τροπο δεν μπορεί να αναβιώσει μία νεκρή διαδικασία.  Ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα αναδρομικής εφαρμογής της κατάργησης της επιφύλαξης με το Νόμο 29(Ι)/00.

2.  Οι άλλες αιτίες αγωγής που δεν βασίζονταν σε αστικό αδίκημα αλλά ήταν οιωνεί συμβατικές (quasi contractual), εφόσον είναι δυνατός ο διαχωρισμός τους από την αιτία αγωγής για το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης που συνιστά και το κακούργημα της ιδιοποίησης του Άρθρου 259 του Κεφ. 154, δεν καθίστανται άκυρες.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Fredericou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (Αρ. 1) (2000) 1 Α.Α.Δ.  580,

I.B.S. Ltd v. Datacom Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 1273,

Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,

Νικολάου ν. Βασιλείου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1566,

Κουρτελλίδης ν. Παναγιώτου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1734.

[*247]

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 6/6/01 (Αρ. Αγωγής 2527/01) με την οποία απέρριψε την προδικαστική ένσταση την οποία ήγειρε ισχυριζόμενος ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, γιατί δεν δόθηκε η αναγκαία από το Νόμο γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα, με βάση το Άρθρο 67 του Κεφαλαίου 148.

Σ. Ασπρόφτας για Ρ. Μιχαηλίδη, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Σεργίδου για Χ. Κληρίδη, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Με την αγωγή του ο εφεσίβλητος-ενάγων ζητά το ποσό των £10.484,20, που βασίζεται, μεταξύ άλλων, σε ισχυρισμούς παράνομης ιδιοποίησης, στις αρχές αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή ως ποσόν που πληρώθηκε στον εφεσείοντα-εναγόμενο για λογαριασμό του. 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης το ποσό που απαιτείται πληρώθηκε στο δικηγόρο, εφεσείοντα-εναγόμενο, που ενήργησε σε διάφορες υποθέσεις εκ μέρους του εφεσίβλητου-ενάγοντα.  O εφεσείων-εναγόμενος ήγειρε προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενος ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, γιατί δεν δόθηκε η αναγκαία από το Νόμο γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα, με βάση το άρθρο 67 του Κεφαλαίου 148.  Το εν λόγω άρθρο προνοεί τα ακόλουθα:

«Δεν συνιστά κώλυμα σε αγωγή για αστικό αδίκημα το ότι τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή συνιστούν έγκλημα ή ποινικό αδίκημα βάσει των διατάξεων οποιουδήποτε νομοθετήματος.

Νοείται όμως ότι αν το έγκλημα αυτό ή ποινικό αδίκημα συνιστά κακούργημα, καμιά αγωγή δεν δύναται να καταχωρηθεί σε σχέση με το αστικό αδίκημα, εκτός αν προηγουμένως δοθεί έγγραφη γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.»

[*248]Με το Νόμο 29(Ι)/00, που τέθηκε σε ισχύ στις 10.3.00, ενώ η αγωγή καταχωρήθηκε στις 30.8.99, η επιφύλαξη του πιο πάνω άρθρου καταργήθηκε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων και με αναφορά στη σχετική νομολογία, αποφάσισε ότι το θέμα ήταν διαδικαστικής φύσης και ως εκ τούτου η μεταγενέστερη τροποποίηση με κατάργηση της επιφύλαξης είχε αναδρομική ισχύ, καθιστώντας ανύπαρκτη εξ υπαρχής την προϋπόθεση γνωστοποίησης στο Γενικό Εισαγγελέα πριν την καταχώρηση της αγωγής.  Έτσι τελικά απέρριψε την προδικαστική ένσταση θεωρώντας την ανεδαφική.

Με την παρούσα του έφεση ο εφεσείων-εναγόμενος προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση θεωρώντας ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το θέμα ήταν απλής διαδικαστικής φύσης και ότι η κατάργηση της επιφύλαξης μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ.  Κάλεσε δε το Εφετείο να δεχθεί την προδικαστική αυτή ένσταση και επίσης να θεωρήσει ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα στην παρούσα περίπτωση να διαχωριστεί η αιτία αγωγής που επηρεάζεται από το άρθρο 67 και να συνεχίσει η αγωγή με τις υπόλοιπες αιτίες αγωγής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η αιτία αγωγής ιδιοποίησης συνιστούν και το κακούργημα της ιδιοποίησης (βλ. άρθρο 259 και 270(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφαλαίου 154), εύρημα το οποίο δεν προσβάλλεται ενώπιον μας.  Επιπρόσθετα, ήταν κοινώς παραδεκτό ότι  δεν στάληκε  γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση αποστολής γνωστοποίησης αποτελεί διαδικαστική πρόνοια που αφορά την έγερση της αγωγής για αστικό αδίκημα που αποτελεί ταυτόχρονα και κακούργημα, αναφερόμενο μεταξύ άλλων στις υποθέσεις Fredericou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (Αρ. 1) (2000) 1 Α.Α.Δ. 580 και σε απόσπασμα από την I.B.S. Ltd v. Datacom Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 1273, όπου η τήρηση των προνοιών του άρθρου 67 χαρακτηρίζεται ως «διαδικαστική πράξη».

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις αρχές που διέπουν την αρχή της αναδρομικότητας διαδικαστικών προνοιών, με αναφορά, μεταξύ άλλων, στο Maxwell, Interpretation of Statutes, 12η Έκδοση και στην Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323, κατέλη[*249]ξε στο προαναφερόμενο συμπέρασμα ότι η κατάργηση της επιφύλαξης επενεργούσε αναδρομικά.

Στην υπόθεση Νικολάου ν. Βασιλείου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1566 λέχθηκε ότι η υποχρέωση που προκύπτει από το άρθρο 67 είναι δημόσιας τάξης, ως προϋπόθεση επιβαλλόμενη από το νόμο για έγερση αγωγής και η μη τήρηση του όρου καθιστά τη διαδικασία άκυρη.

Περαιτέρω, στην I.B.S. Ltd v. Datacom Ltd (πιό πάνω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Από τη λεκτική διατύπωση του άρθρου 67 συνάγεται ότι η ειδοποίηση προς τον Γενικό Εισαγγελέα αποτελεί προϋπόθεση για την έγερση της Αγωγής.  Την τήρηση λοιπόν της διαδικαστικής πράξης απαιτεί ρητά ο Νόμος. Η παράβαση της διάταξης συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας.»

(Δέστε και Κουρτελλίδης ν. Παναγιώτου κ.ά. (1999) 1 A.A.Δ. 1734).

Κατά την κρίση μας είναι εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το θέμα είναι απλά διαδικαστικό.  Η υπόθεση Fredericou (πιο πάνω), δεν αποτελεί αυθεντία περί τούτου, αφού τέτοιο θέμα δεν είχε εγερθεί και εξετασθεί στην υπόθεση εκείνη και η απλή αναφορά σε «διαδικαστική πράξη» δεν υποστηρίζει την άποψη του εφεσείοντα. Η επίδικη πρόνοια αφορά θέμα ουσίας που, όπως φαίνεται από τις αυθεντίες, μη τήρηση της οδηγεί τη διαδικασία σε εξυπαρχής ακυρότητα, ακυρότητα που δεν μπορεί να θεραπευτεί εκ των υστέρων, αφού με κανένα τρόπο δεν μπορεί να αναβιώσει μία νεκρή διαδικασία.  Ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα αναδρομικής εφαρμογής της κατάργησης της επιφύλαξης με το Νόμο 29(Ι)/00.

Στην παρούσα περίπτωση, η αιτία αγωγής για το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης είχε ως έρεισμα γεγονότα που συνιστούν, σύμφωνα με το μη εφεσιβληθέν εύρημα του Δικαστηρίου, το κακούργημα της ιδιοποίησης, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, και η καταχώρηση αγωγής σε σχέση με την αιτία αυτή ήταν αντίθετη με το Νόμο και άκυρη, όπως και η διαδικασία που ακολούθησε.  Ως εκ τούτου, επαναλαμβάνουμε πως δεν μπορούσε αναδρομικά να ξαναδοθεί ζωή στην άκυρη αυτή διαδικασία.

Όπως όμως επισημάναμε και πιο πάνω, η αγωγή είχε και έρεισμα και βάση αδικαιολόγητο πλουτισμό και αιτία αγωγής για ποσά πληρωθέντα για λογαριασμό του ενάγοντα (money had and received).  [*250]Είναι έτσι προφανές ότι υπήρχαν και αιτίες αγωγής που δεν βασίζονταν σε αστικό αδίκημα, αλλά ήταν οιωνεί συμβατικές (quasi contractual). Στην I.B.S. Ltd v. Datacom Ltd (πιο πάνω), λέχθηκαν τα ακόλουθα, στη σελ. 1279:

«Η ποινή ακυρότητας της αγωγής στο σύνολό της αποτελεί λύση σε περίπτωση που ασκείται σε σχέση με αστικό αδίκημα μόνο.  Εδώ όμως η κύρια βάση αγωγής είναι η συμβατική σχέση των μερών όπως διαμορφώνεται από τη σύμβαση ενοικιαγοράς που οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται πως συνήψαν με τους εφεσείοντες και στην οποία στηρίζονται οι υπόλοιπες θεραπείες που επιδιώκουν οι πρώτοι.  Ο νόμος δεν καθιστά απορριπτέα κάθε αιτία αγωγής δεδομένου ότι είναι εφικτός ο διαχωρισμός.  Πρέπει να υπομνησθεί στο σημείο αυτό ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρ. 67 περιορίζεται σε αγωγή βασιζόμενη σε αστικό αδίκημα.  Γιαυτό διατάσσουμε τη διαγραφή των παραγράφων (ε) και (10) της έκθεσης απαιτήσεως.»

Aναφορά στην παρούσα περίπτωση σε ιδιοποίηση γίνεται στην παράγραφο 21 της Έκθεσης Απαίτησης, καθώς και στο Αιτητικό Α. της Αγωγής.  Κρίνουμε πως, με τη διαγραφή των αναφορών σε ιδιοποίηση, εύκολα διαχωρίζεται η αιτία αυτή της αγωγής, που πρέπει να απορριφθεί, από τις άλλες αιτίες αγωγής.  Τα γεγονότα που λεπτομερώς αναφέρονται στις άλλες παραγράφους της Έκθεσης Απαίτησης είναι απλά γεγονότα που δείχνουν το ιστορικό και τις λεπτομέρειες της απαίτησης του εφεσίβλητου-ενάγοντα, που  αποτελούν τη βάση και το έρεισμα και για την απαίτησή του που βασίζεται στις  λοιπές αιτίες αγωγής.

Κατά συνέπεια των πιο πάνω και ανακεφαλαιώνοντας, κρίνουμε ότι:

α) Η πρόνοια για γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα είναι θέμα ουσίας και ως εκ τούτου η κατάργηση της επιφύλαξης δεν έχει αναδρομικήν ισχύ.

β) Η αιτία αγωγής για το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης βασίζεται σε γεγονότα που στοιχειοθετούν και το κακούργημα της ιδιοποίησης του άρθρου 259 του Κεφαλαίου 154.

γ) Εν όψει του γεγονότος ότι δεν στάληκε γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα η αιτία αγωγής για ιδιοποίηση πρέπει να διαχωριστεί και να απορριφθεί.

[*251]Κατά συνέπεια των πιο πάνω η αιτία αγωγής που βασίζεται σε ιδιοποίηση απορρίπτεται με τη διαγραφή των λέξεων «ιδιοποιήθη και/ή κατακρατεί (conversion) το ως άνω ποσό εκ Λ.Κ. 10.484,20 και/ή ότι ο εναγόμενος» και από την παράγραφο Α. του Αιτητικού της Έκθεσης Απαίτησης των λέξεων «και/ή ως γενικάς και/ή ειδικάς αποζημιώσεις δια παράνομη ιδιοποίηση».  Η αγωγή θα συνεχίσει με βάση τις παραμένουσες αιτίες αγωγής. 

Εν όψει του ότι ο εφεσείων πέτυχε μόνο μερικώς στην έφεση του, αλλά δεν απορρίπτεται στην ολότητα της η αγωγή, δεν εκδίδουμε διάταγμα για έξοδα.

Η�έφεση επιτρέπεται μερικώς. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο