Genemp Trading Ltd ν. Beogradska Banka DD Cobu (2002) 1 ΑΑΔ 252

(2002) 1 ΑΑΔ 252

[*252]27 Φεβρουαρίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

GENEMP TRADING LTD,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

ν.

BEOGRADSKA BANKA DD COBU,

Εφεσίβλητης-Εναγομένης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10769)

 

Δίκαιο Επιείκειας ― Εμπίστευμα ― Σχέση Τράπεζας και πελάτη ― Δημιουργία εμπιστεύματος (trust) με εμπιστευματοδόχο (trustee) την Τράπεζα από έμβασμα σε δικαιούχο (beneficiary) για συγκεκριμένο σκοπό ― Η Τράπεζα, ως εμπιστευματοδόχος, υπέχει υποχρέωση να ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες του αποστολέα (εμπιστευματοπάροχου) ― Διαφορετικά θα είναι υπεύθυνη για παράβαση εμπιστεύματος.

Τραπεζικό Δίκαιο ― Σχέση Τράπεζας και πελάτη ― Δικαίωμα πελάτη στη βάση συμβατικής υποχρέωσης της Τράπεζας απέναντί του ― Αρχή της Joachimson v. Swiss Bank Corporation [1921] 3 KB, σελ. 10.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Εκτιμήσεις αναφορικά με το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ― Συνιστά κατ’ εξοχήν θέμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.

Στις 10.4.1994 η εφεσείουσα συμβλήθηκε γραπτώς με τη Βουλγαρική εταιρεία Alexandar Gold Trade να της πωλήσει 1,312 τόνους ακατέργαστου βαμβακιού στην τιμή των $1.695 τον τόνο.  Ως εκ της σύμβασης η Alexandar Gold Trade έμβασε στην εφεσίβλητη Γιουγκοσλαβική Τράπεζα με εγγεγραμένο υπεράκτιο παράρτημα στην Κύπρο, μέσω της εταιρείας Antexol Trade,  πίστωση $322,352.94 για λογαριασμό της εφεσείουσας.  Η εφεσείουσα πληροφορήθηκε για την πίστωση από την εφεσίβλητη με Πιστωτική Ενημέρωση (Credit Advice) (Τεκμήριο 10).  Στο έντυπο δεν αναφέρονταν οποιοιδήποτε όροι.  Ακολούθως, η εφε[*253]σείουσα εξηύρε πηγή αγοράς του ακατέργαστου βαμβακιού, το οποίο είχε συμβληθεί να πωλήσει στην Alexandar Gold Trade έτσι ώστε να αποκομίσει κέρδος. Συγκεκριμένα στις 11.6.1994 συμβλήθηκε γραπτώς με την Κυπριακή υπεράκτια εταιρεία Euro Industries (CY) Ltd να αγοράσει ακατέργαστο βαμβάκι στην τιμή των $1.150 τον τόνο. Στις 8.7.1994 η Euro Industries (CY) Ltd πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι ήταν έτοιμη να παραδώσει το πρώτο φορτίο εντός των ημερών και με τιμολόγιό της, ζήτησε την πληρωμή $147.000 από την εφεσείουσα δίδοντας τα στοιχεία του λογαριασμού της στην Τράπεζα Barclays στη Λεμεσό.  Η εφεσίβλητη αρνήθηκε να συμμορφωθεί προς το αίτημα του Διευθυντή της εφεσείουσας ημερομηνίας 11.7.1994 να δώσει οδηγίες για πληρωμή.  Στις 29.7.1994 η Euro Industries (CY) Ltd τερμάτισε τη σύμβαση με την εφεσείουσα λόγω μη πληρωμής από την εφεσείουσα για το πρώτο φορτίο που ήταν έτοιμη να της παραδώσει η Euro Industries (CY) Ltd.  Το βασικό ζήτημα που κλήθηκε να αποφασίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο οι ενέργειες της εφεσίβλητης, ιδιαίτερα η άρνησή της να συμμορφωθεί άμεσα από τις 11.7.1994 προς τις οδηγίες της εφεσείουσας, ήσαν ή όχι νομικά δικαιολογημένες.

Με την αγωγή της η εφεσείουσα διεκδίκησε από την εφεσίβλητη ως αποζημίωση, το ποσό των $583,840 ήτοι τη διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης προς την Alexandar Gold Trade και της τιμής αγοράς από την Euro Industries (CY) Ltd μείον $131,200 έξοδα μεταφοράς.  Πρόσθετα, διεκδίκησε αποζημίωση για ζημιά στη φήμη και στις ευκαιρίες προαγωγής των δραστηριοτήτων της.

Με την υπεράσπισή της η εφεσίβλητη πρόβαλε τη θέση ότι το ποσό των $322,352.94, με το οποίο είχε πιστωθεί ο λογαριασμός της εφεσείουσας με την εφεσίβλητη στις 16.5.1994, είχε εμβασθεί από την Antexol Trade κάτω από βασικούς όρους τους οποίους, προτού εμβασθεί το ποσό, είχε θέσει η Antexol Trade με επιστολή της προς την εφεσίβλητη, ημερομηνίας 9.5.1994 (Τεκμήριο 65).  Σύμφωνα με την επιστολή, το εν λόγω ποσό μπορούσε να διατεθεί από την εφεσείουσα (α) αποκλειστικά για την αγορά και αποστολή στη Γιουγκοσλαβία ακατέργαστου βαμβακιού, (β) ανοίγοντας πιστωτική επιστολή (letter of credit) με την εφεσίβλητη και (γ) εξασφαλίζοντας άδεια από τις Αρχές των Ηνωμένων Εθνών.  Η εφεσίβλητη μπορούσε να επιτρέψει τη διάθεση του ποσού από την εφεσείουσα μόνο αν τηρούνταν σωρευτικά όλες αυτές οι προϋποθέσεις, οι δε οδηγίες για τη διάθεση δίδονταν από την ίδια την Antexol Trade.

Τo πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.  Αφού δέχθηκε ότι το ποσό των $322,352.94, το οποίο είχε σαν αρχικό αποστολέα την εταιρεία Alexandar Gold Trade και τελικό αποστολέα την Antexol Trade, [*254]δεν εμβάστηκε στο λογαριασμό της εφεσείουσας με σκοπό να διατεθεί από αυτήν κατά το δοκούν, αλλά μόνο υπό συγκεκριμένους σαφείς όρους και μόνο κατόπιν οδηγιών του αποστολέα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με αυτό τον τρόπο συστάθηκε εμπίστευμα (trust) με εμπιστευματοπάροχο (settlor) τον αποστολέα, εμπιστευματοδόχο (trustee) την εφεσίβλητη και δικαιούχο (beneficiary) την εφεσείουσα και, επομένως, η άρνηση της εφεσίβλητης να ενεργήσει κατά παράβαση του εμπιστεύματος δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι στοιχειοθετούσε αμέλεια ή άλλη παράβαση καθήκοντος ή ολιγωρία ώστε η εφεσίβλητη να υπέχει νομική ευθύνη για τον τερματισμό της σύμβασης την οποία είχε συνάψει η εφεσείουσα με την Euro Industries (CY) Ltd με τα συνεπακόλουθα αποτελέσματα.

Με την έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:

1) Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (α) ότι η αποστολή του ποσού των $322,352.94 εσυνδέετο υπό όρους και περιορισμούς, ως το Τεκμήριο 65 και (β) ότι το εν λόγω ποσό δεν είχε σταλεί για να καταστεί απόλυτη ιδιοκτησία της εφεσείουσας, είναι λανθασμένα.

2) Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι συστάθηκε εμπίστευμα με εμπιστευματοδόχο την εφεσίβλητη και δικαιούχο την εφεσείουσα είναι εσφαλμένο καθότι, ως είχε η μαρτυρία, και με βάση τις νομικές αρχές που διέπουν τη σύσταση εμπιστευμάτων, τέτοιο συμπέρασμα ήταν αδικαιολόγητο.

3) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, στηριζόμενο στο Τεκμήριο 65, ότι υπήρχαν ξεκάθαροι όροι και περιορισμοί που συνόδευαν την αποστολή των χρημάτων.

4) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έστω και καθυστερημένα, η εφεσείουσα είχε ειδοποιηθεί από την εφεσίβλητη για την ύπαρξη εμπιστεύματος.  Αλλά και αν ακόμη το εν λόγω συμπέρασμα είναι ορθό το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να καταλήξει στην απόφαση ότι αυτή η καθυστέρηση συνιστούσε σοβαρή αμέλεια ή δόλο εκ μέρους της εφεσίβλητης και να της καταλογίσει ευθύνη για τις ζημιές τις οποίες υπέστη η εφεσείουσα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν προβλήθηκε οποιαδήποτε πειστική επιχειρηματολογία γιατί τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το Τεκμήριο 65 αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται [*255]από τη μαρτυρία που είχε γίνει αποδεκτή.

2.  Στην προκείμενη περίπτωση, παρά το γεγονός ότι τα χρήματα ξέφυγαν από τα χέρια του αποστολέα, εν τούτοις, σύμφωνα με το Τεκμήριο 65, ήσαν βεβαρημένα με όρους και περιορισμούς ως προς τη χρησιμοποίησή τους από την εφεσείουσα.  Με αυτό τον τρόπο συστάθηκε εμπίστευμα με εμπιστευματοδόχο την εφεσίβλητη και δικαιούχο την εφεσείουσα.  Η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να τηρήσει τους όρους και περιορισμούς που τέθηκαν από τον αποστολέα με το Τεκμήριο 65, διαφορετικά θα ήταν υπεύθυνη για παράβαση εμπιστεύματος.  Δημιουργήθηκε, επομένως, με την πίστωση, σχέση πιστωτή και χρεώστη, μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητης, παράλληλα, όμως, η αποδέσμευση των χρημάτων τελούσε υπό τους όρους και περιορισμούς του εμπιστεύματος, όπως και τις σχετικές αρχές του δικαίου της επιείκειας, έτσι ώστε τα πιστωθέντα χρήματα να μην μπορούν να απαιτηθούν από την εφεσείουσα παρά μόνο εφόσον είχαν προηγουμένως τηρηθεί οι όροι και περιορισμοί που είχε τάξει, πάντοτε με το Τεκμήριο 65, ο αποστολέας.

3.  Οι όροι και περιορισμοί στη διάθεση των χρημάτων που προκύπτουν από το κείμενο του Τεκμηρίου 65 είναι σαφείς.

4.  Το κατά πόσο οι περιορισμοί συνιστούσαν ή όχι εμπίστευμα ήταν καθαρά νομικό ζήτημα για το οποίο δεν ήταν απαραίτητο να γίνει ρητή αναφορά από την εφεσίβλητη.  Περαιτέρω το γεγονός ότι οι περιορισμοί στον τρόπο χρησιμοποίησης των χρημάτων γνωστοποιήθηκαν από την εφεσίβλητη στην εφεσείουσα καθυστερημένα, στις 30.6.1994, δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτού ότι η εφεσίβλητη είναι και υπεύθυνη για τις ζημιές τις οποίες υπέστη η εφεσείουσα από την καθυστέρηση αποδέσμευσης των χρημάτων εφόσον, ανεξάρτητα από το σχετικό όρο στο Τεκμήριο 65, η εξασφάλιση άδειας από τις Αρχές των Ηνωμένων Εθνών συνιστούσε απαραίτητη κατά νόμο προϋπόθεση για την αποδέσμευση, προϋπόθεση την οποία, μάλιστα, γνώριζε η εφεσείουσα αφού, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του ΜΕ2, Διευθυντή της Alexandar Gold Trade, ήδη από τον Ιούνιο του 1994, η εφεσείουσα προσπαθούσε να εξασφαλίσει την απαραίτητη άδεια από τις Αρχές των Ηνωμένων Εθνών για τη συγκεκριμένη συναλλαγή.

5.  Η συμπεριφορά της εφεσίβλητης δεν στοιχειοθετεί αμέλεια ή παράβαση καθήκοντος ή ολιγωρία εκ μέρους της, στη βάση της οποίας μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή ευθύνεται, ως θέμα αιτιώδους συνάφειας, για την απώλεια κέρδους εκ μέρους της εφεσείουσας λόγω τερματισμού της συμφωνίας με την Euro Industries (CY) Ltd.

[*256]

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Joachimson v. Swiss Bank Corporation [1921] 3 KB 110,

Selangor United Rubber States v. Cradock [1968] 2 All E.R. 1072,

Karak Rubber Co. Ltd v. Burden (No 2) [1972] 1 All E.R. 1210.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα - υπεράκτια εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 3/4/00 (Αρ. Αγωγής 9560/94) με την οποία απέρριψε την αγωγή της με την οποία διεκδικούσε από την εναγόμενη Γιουγκοσλαβική Τράπεζα αποζημιώσεις λόγω της μη έγκαιρης από αυτήν αποδέσμευσης του ποσού των $322,352,94 το οποίο ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό της καθώς και αποζημιώσεις για ζημιά στη φήμη της.

Μ. Κυπριανού, για την Εφεσείουσα.

Μ. Ηλιάδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι υπεράκτια εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο με κύρια ενασχόληση το διεθνές εμπόριο αγαθών. Η εφεσίβλητη είναι Γιουγκοσλάβικη Τράπεζα με εγγεγραμμένο υπεράκτιο παράρτημα στην Κύπρο.  Η εφεσείουσα διατηρούσε, κατά το 1994, τρεχούμενο λογαριασμό με την εφεσίβλητη.  Παρόμοιο λογαριασμό διατηρούσε και με την Κυπριακή Λαϊκή Τράπεζα.

Στις 10.4.1994 η εφεσείουσα συμβλήθηκε γραπτώς με τη Βουλγαρική εταιρεία Alexandar Gold Trade να της πωλήσει 1,312 τόνους ακατέργαστου βαμβακιού στην τιμή των $1,695 τον τόνο.  Στη σύμβαση προβλεπόταν ότι η παράδοση θα γινόταν τμηματικά, σε τρεις μηνιαίες δόσεις, 400 τόνοι τον Ιούλιο, 496 τόνοι τον Αύγουστο και [*257]416 τόνοι το Σεπτέμβριο του 1994.  Ως εκ της σύμβασης, στις 9.5.1994, η Alexandar Gold Trade, έμβασε στην εφεσίβλητη, μέσω της εταιρείας Antexol Trade, πίστωση $322,352.94 για λογαριασμό της εφεσείουσας.  Η εφεσείουσα πληροφορήθηκε για την πίστωση από την εφεσίβλητη με Πιστωτική Ενημέρωση (Credit Advice) ημερομηνίας 19.5.1994 (Τεκμήριο 10). Στο έντυπο δεν αναφέρονταν οποιοιδήποτε όροι.  Ακολούθως, η εφεσείουσα εξεύρε πηγή αγοράς του ακατέργαστου βαμβακιού, το οποίο είχε συμβληθεί να πωλήσει στην Alexandar Gold Trade, έτσι ώστε να αποκομίσει κέρδος.  Συγκεκριμένα, στις 11.6.1994, συμβλήθηκε γραπτώς με την Κυπριακή υπεράκτια εταιρεία Euro Industries (CY) Ltd, παράρτημα Μόσχας, να αγοράσει ακατέργαστο βαμβάκι στην τιμή των $1,150 τον τόνο. Η παράδοση στην εφεσείουσα θα γινόταν τμηματικά, σε τρεις μηνιαίες δόσεις, τον Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1994, ακριβώς στις ίδιες ποσότητες τις οποίες η εφεσείουσα είχε συμβληθεί να παραδώσει στην Alexandar Gold Trade, πλέον ενός φορτίου 144 τόνων. 

Μετά την υπογραφή και των δύο συμβάσεων, στις 30.6.1994, ο Διευθυντής της εφεσείουσας M.E.1 P. Djordjevic επισκέφθηκε τα γραφεία της εφεσίβλητης για να την πληροφορήσει ότι πολύ σύντομα η εφεσείουσα θάπρεπε να προβεί σε σημαντική πληρωμή, περί τις $150,000, βάσει της σύμβασης αγοράς ακατέργαστου βαμβακιού, την οποία είχε συνάψει η εφεσείουσα με την Euro Industries (CY) Ltd.  Τότε, το διευθυντικό στέλεχος της Τράπεζας, κα Popovic, αναφέρθηκε σε ενδεχόμενα προβλήματα λόγω περιορισμών στον τρόπο χρησιμοποίησης των χρημάτων. Στις 8.7.1994, η Euro Industries (CY) Ltd πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι ήταν έτοιμη να παραδώσει το πρώτο φορτίο ακατέργαστου βαμβακιού εντός των ημερών και, με τιμολόγιό της, ζήτησε την πληρωμή $147,000 από την εφεσείουσα, δίδοντας τα στοιχεία του λογαριασμού της στην Τράπεζα Barclays στη Λεμεσό. Κατόπιν τούτου, στις 11.7.1994, ο Διευθυντής της εφεσείουσας επανήλθε στα γραφεία της εφεσίβλητης για να δώσει τελικές οδηγίες για πληρωμή.  Όμως, τόσο η κα Popovic όσο και η Διευθύντρια Πιστωτικών Επιστολών και Εγγυήσεων κα Martinov, του είπαν ότι έπρεπε να προηγηθούν ορισμένες συνεννοήσεις με τη Γιουγκοσλαβία.  Την επόμενη μέρα, 12.7.1994, η εφεσείουσα απέστειλε στην εφεσίβλητη τηλεομοιοτυπικό μήνυμα με το οποίο ζητούσε την άμεση αποστολή $200,000 στο λογαριασμό που διατηρούσε με την Κυπριακή Λαϊκή Τράπεζα ενώ, ταυτόχρονα, ενημέρωνε την εφεσίβλητη για τη ζημιά την οποία ανέμενε να υποστεί και την καθιστούσε υπεύθυνη. Στις 15.7.1994, η Euro Industries (CY) Ltd ειδοποίησε την εφεσείουσα ότι το πρώτο φορτίο ήταν έτοιμο αλλά ακόμα ανέμενε την πληρωμή της.  Στις 25.7.1994, η [*258]εφεσείουσα απηύθυνε και δεύτερο τηλεομοιοτυπικό μήνυμα στην εφεσίβλητη με το οποίο, αφού αναφερόταν στην παραγνώριση του προηγούμενου μηνύματός της, πληροφορούσε την εφεσίβλητη ότι διέκοπτε κάθε συνεργασία μαζί της και της έδιδε οδηγίες όπως όλες οι καταθέσεις της αποσταλούν στους λογαριασμούς της με την Κυπριακή Λαϊκή Τράπεζα.  Στις 27.7.1994, η Antexol Trade, εις απάντηση επιστολής της εφεσίβλητης, ημερομηνίας 15.7.1994, για οδηγίες, εξουσιοδότησε την εφεσίβλητη να συμμορφωθεί προς τις οδηγίες της εφεσείουσας για αποστολή $200,000 στο λογαριασμό που διατηρούσε με την Κυπριακή Λαϊκή Τράπεζα. Ακολούθως, με τηλεομοιοτυπικό μήνυμα, το οποίο έφερε ημερομηνία 28.7.1994, αλλά παραλήφθηκε από την εφεσείουσα την 1.8.1994, η εφεσίβλητη την πληροφόρησε ότι, σύμφωνα με οδηγίες του «αιτητή» (applicants instructions), ήτοι της Antexol Trade, ο λογαριασμός της με την Κυπριακή Λαϊκή Τράπεζα θα πιστωνόταν σύμφωνα με την παράκλησή της.  Αμέσως τότε ο Διευθυντής της εφεσείουσας απηύθυνε μήνυμα την Euro Industries (CY) Ltd (επιστολή ημερομηνίας 1.8.1994) με την οποία την πληροφόρησε ότι τώρα η εφεσίβλητη επιβεβαίωσε την αποδέσμευση των χρημάτων.  Επειδή, όμως, για την πληρωμή ήταν αναγκαία η άδεια της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, παρακάλεσε την Euro Industries (CY) Ltd να παράσχει πίστωση μερικών ημερών και να μην προβεί σε ακύρωση της συμφωνίας. Όμως, ήδη από τις 29.7.1994, η Euro Industries (CY) Ltd είχε αποστείλει επιστολή προς την εφεσείουσα με την οποία, αφού διαπίστωνε ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να εκπληρώσει τη συμβατική της υποχρέωση για την πληρωμή, δήλωνε ότι ανέκκλητα ακύρωνε και τερμάτιζε τη σύμβαση αποδεσμευόμενη από οποιαδήποτε υποχρέωση.

Με την αγωγή η εφεσείουσα διεκδίκησε από την εφεσίβλητη, ως αποζημίωση, το ποσό των $583,840, ήτοι τη διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης προς την Alexandar Gold Trade και της τιμής αγοράς από την Euro Industries (CY) Ltd, μείον $131,200 έξοδα μεταφοράς.  Πρόσθετα, διεκδίκησε αποζημίωση για ζημιά στη φήμη και στις ευκαιρίες προαγωγής των δραστηριοτήτων της. 

Με την υπεράσπισή της η εφεσίβλητη πρόβαλε τη θέση ότι το ποσό των $322,352.94, με το οποίο είχε πιστωθεί ο λογαριασμός της εφεσείουσας με την εφεσίβλητη στις 16.5.1994, είχε εμβασθεί από την Antexol Trade κάτω από βασικούς όρους τους οποίους, προτού εμβασθεί το ποσό, είχε θέσει η Antexol Trade με επιστολή της προς την εφεσίβλητη, ημερομηνίας 9.5.1994 (Τεκμήριο 65).  Σύμφωνα με την επιστολή, το εν λόγω ποσό μπορούσε να διατεθεί από την εφεσείουσα (α) αποκλειστικά για την αγορά και αποστολή στη Γιουγκοσλαβία ακατέργαστου βαμβακιού, (β) ανοίγοντας πιστωτική [*259]επιστολή (letter of credit) με την εφεσίβλητη και (γ) εξασφαλίζοντας άδεια από τις Αρχές των Ηνωμένων Εθνών.  Η εφεσίβλητη μπορούσε να επιτρέψει τη διάθεση του ποσού από την εφεσείουσα μόνο αν τηρούνταν σωρευτικά όλες αυτές οι προϋποθέσεις, οι δε οδηγίες για τη διάθεση δίδονταν από την ίδια την Antexol Trade.

Το βασικό ζήτημα που κλήθηκε να αποφασίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο οι ενέργειες της εφεσίβλητης Τράπεζας, ιδιαίτερα η άρνησή της να συμμορφωθεί άμεσα, από τις 11.7.1994, προς τις οδηγίες της εφεσείουσας, ήσαν ή όχι νομικά δικαιολογημένες.

Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας, αφ’ ης στιγμής το ποσό των $322.352.94 είχε πιστωθεί στο λογαριασμό της με την εφεσίβλητη, χωρίς μάλιστα στην Πιστωτική Ενημέρωση (Credit Advice) της 19.5.1994 να αναφέρονται οποιοιδήποτε όροι, το ποσό ανήκε στην εφεσείουσα και ήταν ελεύθερα διαθέσιμο για ανάληψη.  Η εφεσείουσα εδικαιούτο ανά πάσα στιγμή να το διαθέσει όπως επιθυμούσε, η δε εφεσίβλητη δεν είχε παρά να συμμορφωθεί προς τις οδηγίες της εφεσείουσας.

Αντίθετη ήταν η θέση του δικηγόρου της εφεσίβλητης.  Σύμφωνα με την εισήγησή του, παρά το γεγονός ότι το ποσό των $322,352.94 ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό της εφεσείουσας, στην πραγματικότητα αυτό δεν της ανήκε.  Εφόσον είχε αποσταλεί από την Antexol Trade για να διατεθεί από την εφεσείουσα μόνο υπό συγκεκριμένους όρους, η εφεσίβλητη το κρατούσε ως εμπίστευμα (trust) εκ μέρους του πραγματικού ιδιοκτήτη, του αποστολέα.  Είχε δε αυστηρό καθήκον να ακολουθεί τις οδηγίες του αποστολέα, διαφορετικά, αν αποδέσμευε το ποσό παρά ή χωρίς τις οδηγίες του, θα ήταν υπόλογη σ’ αυτόν.  Ενεργώντας ως σώφρων τραπεζίτης, η εφεσίβλητη ερεύνησε το θέμα ζητώντας οδηγίες από την Antexol Trade και, όταν αυτή συγκατατέθηκε, τότε και μόνο αποδέσμευσε τα χρήματα για διάθεση από την εφεσείουσα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.  Αφού δέχθηκε ότι το ποσό των $322,352.94, το οποίο είχε σαν αρχικό αποστολέα την εταιρεία Alexandar Gold Trade και τελικό αποστολέα την Antexol Trade, δεν εμβάστηκε στο λογαριασμό της εφεσείουσας με σκοπό να διατεθεί από αυτήν κατά το δοκούν, αλλά μόνο υπό συγκεκριμένους σαφείς όρους και μόνο κατόπιν οδηγιών του αποστολέα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με αυτό τον τρόπο συστάθηκε εμπίστευμα (trust) με εμπιστευματοπάροχο (settlor) τον αποστολέα, εμπιστευματοδόχο (trustee) την εφεσίβλητη και δικαιούχο [*260](beneficiary) την εφεσείουσα και, επομένως, η άρνηση της εφεσίβλητης να ενεργήσει κατά παράβαση του εμπιστεύματος, έστω και αν η ύπαρξη του περιήλθε σε γνώση της εφεσείουσας μόλις στις 30.6.1994, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι στοιχειοθετούσε αμέλεια ή άλλη παράβαση καθήκοντος ή ολιγωρία ώστε η εφεσίβλητη να υπέχει νομική ευθύνη για τον τερματισμό της σύμβασης την οποία είχε συνάψει η εφεσείουσα με την Euro Industries (CY) Ltd με τα συνεπακόλουθα αποτελέσματα.

Με την έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι το εύρημα το πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αποστολή του ποσού των $322,352.94 συνδέετο υπό όρους και περιορισμούς, ως το Τεκμήριο 65, είναι λανθασμένο, όπως λανθασμένο είναι και το εύρημα του Δικαστηρίου ότι το εν λόγω ποσό δεν είχε σταλεί για να καταστεί απόλυτη ιδιοκτησία της εφεσείουσας. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που δόθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το Τεκμήριο 65, ήτοι η σχετική επιστολή της Antexol Trade προς την εφεσίβλητη, ημερομηνίας 9.5.1994, προηγήθηκε κατά επτά μέρες του εμβάσματος του ποσού των $322,352.94 και της πίστωσης του λογαριασμού της εφεσείουσας με την εφεσίβλητη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε αυτή τη μαρτυρία τονίζοντας ότι δεν είχε καμιά αμφιβολία ως προς την αυθεντικότητα του Τεκμηρίου 65, την υπογραφή στο οποίο αναγνώρισε και επιβεβαίωσε και ο υπογράψας ΜΥ2, Κ. Κεμετζής, αν και δεν είχε ανάμνηση των γεγονότων στα οποία αναφερόταν.  Με τον προβαλλόμενο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ουσιαστικά αμφισβητεί την ορθότητα του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία του Κ. Κεμετζή και, συνεπακόλουθα, την αυθεντικότητα του Τεκμηρίου 65.  Επιμένει δε στη θέση ότι το Τεκμήριο 65 «κατασκευάστηκε εκ των υστέρων».  Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές.  Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν ακούσαμε οποιαδήποτε πειστική επιχειρηματολογία γιατί δεν θάπρεπε να γίνει πιστευτός ο Κ. Κεμετζής ή γιατί τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με το Τεκμήριο 65, αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία του Κ. Κεμετζή.

[*261]

Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι συστάθηκε εμπίστευμα με εμπιστευματοδόχο την εφεσίβλητη και δικαιούχο την εφεσείουσα είναι εσφαλμένο καθότι, ως είχε η μαρτυρία, και με βάση τις νομικές αρχές που διέπουν τη σύσταση εμπιστευμάτων, τέτοιο συμπέρασμα ήταν αδικαιολόγητο. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Σύμφωνα με τη νομολογία, η σχέση πελάτη – τραπεζίτη είναι σχέση πιστωτή και χρεώστη. Όταν ένας πελάτης εμβάζει χρήματα στο λογαριασμό του σε Τράπεζα, τα χρήματα θεωρούνται ότι δανείζονται στην Τράπεζα από τον πελάτη.  Η Τράπεζα αποκτά τίτλο στα χρήματα και είναι ελεύθερη να τα χρησιμοποιήσει ως δικά της, όπως και οποιοσδήποτε δανειζόμενος.  Ο πελάτης διατηρεί μόνο το δικαίωμα, στη βάση συμβατικής υποχρέωσης της Τράπεζας απέναντί του, να του καταβληθεί από την Τράπεζα ίσο ποσό.  Η αρχή αυτή καθιερώθηκε με την απόφαση Joachimson v. Swiss Bank Corporation [1921] 3 KB, σελ. 110. Όμως, μια Τράπεζα μπορεί να θεωρηθεί ως εμπιστευματοδόχος χρημάτων που έχουν εμβασθεί σε λογαριασμό πελάτη και, επομένως, να υπέχει ευθύνη εάν παραβιάσει το εμπίστευμα πληρώνοντάς τον κατά παράβαση έγκυρης εντολής.  Εφόσον τα χρήματα εμβάζονται στην Τράπεζα για συγκεκριμένο σκοπό, δημιουργείται εμπίστευμα η δε Τράπεζα, ως εμπιστευματοδόχος, υπέχει υποχρέωση να ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες του αποστολέα (εμπιστευματοπάροχου). (Βλέπε σχετικά Selangor United Rubber States v. Cradock [1968] 2 All ER, σελ. 1072 και Karak Rubber Co. Ltd v. Burden (No 2) [1972] 1 All ER, σελ. 1210, επίσης, Halsbury’s Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 3, (1) παρ. 156 και Paget’s Law of Banking, 9η Έκδοση, σελ. 89).  Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι τα χρήματα ξέφυγαν από τα χέρια του αποστολέα, εν τούτοις, σύμφωνα με το Τεκμήριο 65, ήσαν βεβαρημένα με όρους και περιορισμούς ως προς τη χρησιμοποίησή τους από την εφεσείουσα.  Με αυτό τον τρόπο συστάθηκε εμπίστευμα με εμπιστευματοδόχο την εφεσίβλητη και δικαιούχο την εφεσείουσα.  Η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να τηρήσει τους όρους και περιορισμούς που τέθηκαν από τον αποστολέα με το Τεκμήριο 65, διαφορετικά θα ήταν υπεύθυνη για παράβαση εμπιστεύματος. Δημιουργήθηκε, επομένως, με την πίστωση, σχέση πιστωτή και χρεώστη, μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητης, παράλληλα, όμως, η αποδέσμευση των χρημάτων τελούσε υπό τους όρους και περιορισμούς του εμπιστεύματος, όπως και τις σχετικές αρχές του δικαίου της επιείκειας, έτσι ώστε τα πιστωθέντα χρήματα να μην μπορούν να απαιτηθούν από την εφεσείουσα παρά μόνο εφόσον είχαν προηγουμένως τηρηθεί οι όροι και περιορισμοί που είχε τάξει, πάντοτε με το Τεκμήριο 65, ο αποστολέας.

[*262]

Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, στηριζόμενο στο Τεκμήριο 65, ότι υπήρχαν ξεκάθαροι όροι και περιορισμοί που συνόδευαν την αποστολή των χρημάτων, και τούτο διότι «οι ισχυριζόμενοι όροι είναι τόσο αόριστοι και ελαττωματικοί και δεν κάνουν καμιά αναφορά ούτε στην ποσότητα ούτε στην ποιότητα των εμπορευμάτων, ή στο πρόσωπο προς όφελος του οποίου τα εμπορεύματα θα παραδίδονταν ή έστω τον καθορισμό της εντός της οποίας χρονικής περιόδου κατά την οποία τα χρήματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν.».  Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος.  Το κύριο σώμα του Τεκμηρίου 65, ήτοι της επιστολής της Antexol Trade με τις οδηγίες προς την εφεσίβλητη, ημερομηνίας 9.5.1994, έχει ως εξής:

«Please be informed that we have instructed Cyprus Popular Bank, Main Branch, Nicosia to credit you with DEM 537.040.00. The said amount is for the account of Genemp Trading Ltd and you can only allow use of these funds for opening of L/C, through you, under UN permit, covering import of raw cotton to FRY.  Further instructions for disposal of these funds will be given by us.

………………………………………………..........…………...»

(Η εφεσίβλητη πίστωσε την εφεσείουσα με το αντίστοιχο σε δολάρια ποσό των $322.352,94 και την ενημέρωσε σχετικά με το Τεκμήριο 10.)

Οι όροι και περιορισμοί στη διάθεση των χρημάτων, που προκύπτουν από το κείμενο του Τεκμηρίου 65 είναι σαφείς και, συγκεκριμένα, είναι (α) το άνοιγμα πιστωτικής επιστολής (letter of credit) με την εφεσίβλητη, (β) αποκλειστικά για την αγορά και αποστολή ακατέργαστου βαμβακιού στη Γιουγκοσλαβία, και (γ) αφού εξασφαλιστεί άδεια από τις Αρχές των Ηνωμένων Εθνών.  Η μη αναφορά στην ποσότητα ή την ποιότητα του βαμβακιού ή στο πρόσωπο προς το οποίο θα παραδιδόταν το βαμβάκι ή στη χρονική περίοδο ισχύος της εγγυητικής επιστολής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναιρεί το γεγονός ότι η αποστολή των χρημάτων συνοδευόταν από τους τρεις πιο πάνω σαφείς όρους.

Με άλλο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, έστω και καθυστερημένα, η εφεσείουσα είχε ειδοποιηθεί από την εφεσίβλητη για την ύπαρξη εμπιστεύματος και ότι, και αν ακόμη το εν λόγω συμπέρασμα είναι ορθό, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να καταλήξει στην απόφαση ότι αυτή η καθυστέρηση συνιστούσε σοβαρή αμέλεια ή δόλο εκ μέρους της εφεσίβλητης και, συνεπακόλουθα, να της καταλογίσει ευθύνη για τις ζημιές τις οποίες υπέστη η εφεσείουσα.  Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα «ότι για πρώτη φορά έγινε νύξη από την Τράπεζα περιορισμών στον τρόπο χρησιμοποίησης των χρημάτων», στις 30.6.1994, αποδεχόμενο τη σχετική μαρτυρία του Διευθυντή της εφεσείουσας Μ.Ε.1 P. Djordjevic. Το κατά πόσο οι εν λόγω περιορισμοί συνιστούσαν ή όχι εμπίστευμα ήταν καθαρά νομικό ζήτημα για το οποίο δεν ήταν απαραίτητο να γίνει ρητή αναφορά από την εφεσίβλητη.  Περαιτέρω, το γεγονός ότι οι περιορισμοί στον τρόπο χρησιμοποίησης των χρημάτων γνωστοποιήθηκαν από την εφεσίβλητη στην εφεσείουσα καθυστερημένα, στις 30.6.1994, δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτού ότι η εφεσίβλητη είναι και υπεύθυνη για τις ζημιές τις οποίες υπέστη η εφεσείουσα από την καθυστέρηση αποδέσμευσης των χρημάτων εφόσον, ανεξάρτητα από το σχετικό όρο στο Τεκμήριο 65, η εξασφάλιση άδειας από τις Αρχές των Ηνωμένων Εθνών συνιστούσε απαραίτητη κατά νόμο προϋπόθεση για την αποδέσμευση, προϋπόθεση την οποία, μάλιστα, γνώριζε η εφεσείουσα αφού, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του ΜΕ2 Α. Djordjevic, Διευθυντή της Alexandar Gold Trade, ήδη από τον Ιούνιο του 1994, η εφεσείουσα προσπαθούσε να εξασφαλίσει την απαραίτητη άδεια από τις Αρχές των Ηνωμένων Εθνών για τη συγκεκριμένη συναλλαγή.*

Προβάλλεται, τέλος, ως λόγος έφεσης ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν επέδειξε αμέλεια ούτε παράβαση καθήκοντος, και ότι δεν ευθύνεται για τον τερματισμό της σύμβασης την οποία είχε συνάψει η εφεσείουσα με την Euro Industries (CY) Ltd είναι εσφαλμένο για το λόγο ότι δεν συνάδει με άλλα ευρήματα του Δικαστηρίου, όπως π.χ. ότι η εφεσίβλητη πίστωσε το λογαριασμό της εφεσείουσας χωρίς να επισύρει την προσοχή της ότι υπήρχαν περιορισμοί στον τρόπο χρησιμοποίησης των χρη[*264]μάτων (Τεκμήριο 10), ότι η εφεσίβλητη είχε έγκαιρα ειδοποιηθεί από την εφεσείουσα ότι χρειαζόταν τα χρήματα για να πληρώσει το πρώτο φορτίο βαμβακιού, ότι οι δικηγόροι της εφεσείουσας επανειλημμένα πρόβαλαν την απαίτησή της για αποδέσμευση των χρημάτων και ότι ουσιαστικός αποστολέας των χρημάτων ήταν η Alexandar Gold Trade και όχι η Antexol Trade.  Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι η εφεσίβλητη δεν επέδειξε αμέλεια ή άλλη παράβαση καθήκοντος ή ολιγωρία έναντι της εφεσείουσας με το να αρνηθεί να ακολουθήσει τις οδηγίες της για άμεση αποδέσμευση των χρημάτων, εφόσον οι εν λόγω οδηγίες, τυχόν εισακουόμενες, θα παραβίαζαν όχι μόνο τους περιορισμούς του εμπιστεύματος, όπως αυτοί καθορίζονταν με το Τεκμήριο 65, αλλά και την κατά νόμο απαραίτητη προϋπόθεση για την αποδέσμευση, ήτοι την προσκόμιση άδειας από τις Αρχές των Ηνωμένων Εθνών.  Η καθυστερημένη ενημέρωση της εφεσείουσας για την ύπαρξη περιορισμών στον τρόπο χρησιμοποίησης των χρημάτων, η γνώση της εφεσίβλητης ότι η εφεσείουσα χρειαζόταν άμεσα τα χρήματα, η παράλειψή της να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των δικηγόρων της εφεσείουσας και το ότι ουσιαστικός αποστολέας των χρημάτων ήταν η Alexandar Gold Trade, είναι στοιχεία τα οποία δεν στοιχειοθετούν αμέλεια ή παράβαση καθήκοντος ή ολιγωρία εκ μέρους της εφεσίβλητης στη βάση της οποίας να μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή ευθύνεται, ως θέμα αιτιώδους συνάφειας, για την απώλεια κέρδους εκ μέρους της εφεσείουσας λόγω του τερματισμού της συμφωνίας με τη Euro Industries (CY) Ltd.  Η συμφωνία της εφεσείουσας με τη Euro Industries (CY) Ltd τερματίστηκε λόγω της μη έγκαιρης ικανοποίησης, όπως ήταν απαραίτητο, των όρων και περιορισμών στον τρόπο χρησιμοποίησης των χρημάτων, όπως αυτοί καθορίζονταν όχι μόνο με το Τεκμήριο 65 της Antexol Trade αλλά και με το νόμο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο