Γεωργίου Γεώργιος Αγαθαγγέλου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 274

(2002) 1 ΑΑΔ 274

[*274]28 Φεβρουαρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος Αρ. 2,

ν.

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ.

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10603)

 

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Εκδίδεται μόνο στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται πως ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή ― Γενικές αρνήσεις ή ισχυρισμοί από τον εναγόμενο που δεν καλύπτονται ή δεν συνοδεύονται από γεγονότα δεν αρκούν για να στοιχειοθετήσουν μια καλόπιστη υπεράσπιση ή να εγείρουν ζητήματα κατά της απαίτησης που πρέπει να δικαστούν.

Πολιτική Δικονομία ― Ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση από υπάλληλο της ενάγουσας εταιρείας ο οποίος δήλωσε ότι τα γεγονότα βρίσκοντο εντός της προσωπικής του γνώσης ― Κρίθηκε ικανοποιητική.

Έξοδα ― Κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης εκτός αν υπάρχουν λόγοι περί του αντιθέτου ― Διακριτική εξουσία εκδικάζοντος Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά.

Δικαστική απόφαση ― Αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ― Επαφίεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αίτηση της εφεσίβλητης-ενάγουσας (η εφεσίβλητη), στη βάση της Διαταγής 18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος-εναγομένου 2 (ο εφεσείων) ως η απαίτηση, ήτοι για το ποσό των £370.907,88 πλέον τόκους προς 9% από 17.4.1997 επί ποσού £364.355,61 σεντ και διάταγμα πώλησης των ενυποθήκων κτημάτων διά δημοσίου πλειστηριασμού.  Συνάμα επέτρεψε στον εφεσείοντα να καταχωρήσει την ανταπαίτησή του για την κατακράτηση εκ μέρους της εφεσίβλητης του [*275]ποσού των £128.275,92 και του ποσού των £25.000 για τον ισχυριζόμενο δόλο της εφεσίβλητης.  Ανέστειλε δε την εκδοθείσαν απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για το ποσό της ανταπαίτησης για την οποία έδωσε οδηγίες όπως καταχωρηθεί εντός 21 ημερών.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

1) Ο ενόρκως δηλών για την εφεσίβλητη είναι πρόσωπο το οποίο δεν μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα για τους σκοπούς της Διαταγής 18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αξιολόγηση αντικρουόμενων ισχυρισμών πράγμα ανεπίτρεπτο στη διαδικασία για συνοπτική απόφαση καθώς και σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντος, που παρέχεται στην ένορκη δήλωσή του.

3) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανέστειλε την εκτέλεση της απόφασης για ολόκληρο το ποσό της ανταπαίτησης αλλά μόνο για το ποσό που αφορούσε μόνο την ισχυριζόμενη δόλια κατακράτηση από την εφεσίβλητη.

4) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε όλα τα έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο ενόρκως δηλών είναι υπάλληλος της εφεσίβλητης, έχει προσωπική γνώση των γεγονότων της υπόθεσης και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην επίδικη ένορκη δήλωση.  Προκύπτει ότι ήταν πρόσωπο ικανό εντός της εννοίας της Δ.18, θ.1 για να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επαληθεύσει την αιτία της αγωγής παραθέτοντας και τα σχετικά έγγραφα.

2.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν η ενδεδειγμένη.  Περαιτέρω η απόφαση του Δικαστηρίου επί των θεμάτων που ήγειρε ο εφεσείων στην παράγραφο 2) ανωτέρω, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και επομένως ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός που προβάλλεται στους λόγους έφεσης δεν ευσταθεί.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα άσκησε τη διακριτική του εξουσία να αναστείλει την εκτέλεση της εκδοθείσας απόφασης για το ποσό των £128.275,92.

[*276]

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε να μην ακολουθήσει τον κανόνα αναφορικά με την επιδίκαση των εξόδων.  Γι’ αυτό η διαταγή για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας διαφοροποιείται με διαταγή για επιδίκαση των εξόδων εναντίον του εφεσείοντος σε ποσοστό 2/3.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα. Η διαταγή για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας διαφοροποιήθηκε ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Stavrinides v. Cheskoslovenska (1972) 1 C.L.R. 130,

Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου (1997) 1 Α.Α.Δ. 782,

Pathe Freres Cinema Ltd v. United Electric Theatres Ltd [1914] 3 K.B. 1253,

Παύλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1051,

Trans Middle East v. Tlais (1991) 1 A.A.Δ. 239,

R.C.K. Sports κ.ά. ν. Persona Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074,

Zoedone Co. v. Barrett [1882] 26 S.J. 657.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο 2 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 28/7/99 (Αρ. Αγωγών 8503/97 & 8563/97) με την οποία εξέδωσε απόφαση ως η απαίτηση της ενάγουσας Τράπεζας δηλ. απόφαση εναντίον επτά εναγομένων, μεταξύ των οποίων και του εφεσείοντα, ως εναγομένου αρ. 2, για το ποσό των £370.907,88 πλέον τόκους προς 9% από 17.4.1997 επί ποσού £364.355,61 σεντ καθώς και διάταγμα για την πώληση ενυποθήκων κτημάτων προς ικανοποίηση της απαίτησης.

Α. Χαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα.

Στ. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.

[*277]Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.:  Με αγωγή που καταχώρησε η ενάγουσα-εφεσίβλητη, με ειδικό οπισθογραφημένο κλητήριο, απαιτούσε απόφαση εναντίον επτά εναγομένων, μεταξύ των οποίων και του εφεσείοντα, ως εναγομένου αρ. 2, για το ποσό των £370.907,88 πλέον τόκους προς 9% από 17.4.1997 επί ποσού £364.355,61 σεντ.  Περαιτέρω απαιτούσε την έκδοση διατάγματος για την πώληση ενυποθήκων κτημάτων προς ικανοποίηση της απαίτησης.

Την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης από τον εφεσείοντα ακολούθησε αίτηση της εφεσίβλητης, ημερ. 8.9.1998, για συνοπτική απόφαση.

Τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση εκτίθενται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση της εφεσίβλητης.

Ο ενόρκως δηλών είναι υπάλληλος της εφεσίβλητης, ο οποίος έχει προσωπική γνώση των γεγονότων.  Κατέχει και φυλάττει όλα τα σχετικά έγγραφα της υπόθεσης και ετοιμάζει την κατάσταση λογαριασμού την οποία και προσυπογράφει, όπως φαίνεται στην επισυνημμένη στην αίτηση κατάσταση λογαριασμού, Τεκμ. Ε.  Ως Τεκμήριο Α είναι συνημμένη η γραπτή εγγύηση υπογεγραμμένη από τον εφεσείοντα.  Στην ένορκη δήλωση επιβεβαιώνεται η οφειλή του εφεσείοντα, ως εγγυητή, η οποία παραμένει ανεξόφλητη.  Τέλος επιβεβαιώνεται ότι ο εφεσείων δεν είχε καμιά απολύτως υπεράσπιση.

Με την ένορκη δήλωση του, που συνοδεύει τη γραπτή ένσταση, ο εφεσείων προβάλλει διάφορους ισχυρισμούς.  Ισχυρίζεται ότι η αίτηση της εφεσίβλητης πάσχει γιατί η ένορκη δήλωση έγινε από πρόσωπο που δεν μπορούσε θετικά να ορκιστεί για γεγονότα που δεν είχε ιδία γνώση, αφού εργαζόταν σε άλλο Τμήμα της Τράπεζας.  Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η αγωγή είναι πρόωρη γιατί δεν υπάρχει ισχυρισμός για τερματισμό της συμφωνίας εγγύησης και ότι η υπογραφή της εγγύησης εκ μέρους του έγινε με γραπτές διαβεβαιώσεις ότι το χρέος των εναγομένων αρ. 1 δεν θα ξεπερνούσε τις £220.000.  Κατά γενικό τρόπο προβάλλει ισχυρισμούς κεφαλαιοποίησης τόκων που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο.  Τέλος προβάλλει ότι έχει ανταπαίτηση εναντίον της εφεσίβλητης για το ποσό των £128.275,92 το οποίο η εφεσίβλητη κατέσχε από τον λογαριασμό του με δόλο και χωρίς την εξουσιοδότηση του.  Προβάλλει ακόμα γενικό ισχυρισμό για περαιτέρω δαπάνη από την πιο πάνω κατακράτηση ύψους £25.000. Περαιτέρω προβάλλει και τρίτη ανταπαίτηση για το ποσό [*278]των £28.000 και πάλι με γενικό τρόπο για αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης να διαπιστώσει πλαστογραφία της υπογραφής του από τον συνεναγόμενο του αρ. 3 στην αγωγή.

Οι διάδικοι στην πρωτόδικη διαδικασία δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε προφορική ή άλλη μαρτυρία.  Το Δικαστήριο, αφού άκουσε τις αγορεύσεις των μερών προχώρησε στην έκδοση της απόφασης του. Εξέδωσε απόφαση ως η απαίτηση και διάταγμα πώλησης των ενυποθήκων κτημάτων στις υποθήκες Υ2478/94 και Υ2307/97 διά δημοσίου πλειστηριασμού.  Συνάμα επέτρεψε στον εφεσείοντα να καταχωρήσει την ανταπαίτηση του για την κατακράτηση εκ μέρους της εφεσίβλητης του ποσού των £128.275,92 και του ποσού των £25.000 για τον ισχυριζόμενο δόλο της εφεσίβλητης.  Ανέστειλε δε την εκδοθείσαν απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για το ποσό της ανταπαίτησης για την οποία έδωσε οδηγίες όπως καταχωρηθεί εντός 21 ημερών.

Με δεκατέσσερις λόγους έφεσης, ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του Δικαστηρίου ως εσφαλμένη.

Σημειώνουμε ότι η ασκηθείσα αντέφεση από την εφεσίβλητη απεσύρθη κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία και συνακόλουθα απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ίδιος ισχυρισμός που προβλήθηκε και στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο ενόρκως δηλών για την εφεσίβλητη είναι πρόσωπο το οποίο δεν μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα για τους σκοπούς της Διαταγής 18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ο εφεσείων απορεί πώς ο ενόρκως δηλών γνωρίζει τα γεγονότα, αφού κατοικεί στη Λευκωσία και τα γεγονότα έγιναν στη Λεμεσό.

Στην πρώτη παράγραφο της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση αναφέρονται:-

“Είμαι υπάλληλος των ως άνω εναγόντων-αιτητών, έχω προσωπική γνώση των γεγονότων που αφορούν εις την ως άνω υπόθεση κι είμαι δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβώ εις την παρούσα ένορκο δήλωση. Κατέχω και φυλάττω όλα τα σχετικά έγγραφα, παρακολουθώ τη διακίνηση του λογαριασμού και έχω σχέση με την ετοιμασία της κατάστασης του λογαριασμού την οποία και προσυπογράφω.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εμπεριστατωμένη απόφαση του αναφέρει τα εξής:-

[*279]

“Από νωρίς η νομολογία του Κυπριακού Εφετείου, εφαρμόζοντας αντίστοιχη αγγλική νομολογία, αναγνώρισε και προσδιόρισε την παράμετρο επάρκειας της ένορκης δήλωσης, με σαφή παροχή δυνατότητας προσφοράς ένορκης δήλωσης και από άλλο πρόσωπο παρά τον ίδιο τον ενάγοντα. Στην υπόθεση Stavrinides v. Cheskoslovenska (1972) 1 C.L.R. 130 στη σελίδα 136-137 αναφέρεται:-

“There is no doubt that, as our relevant rule stands, an affidavit may be made by another person, apart from the plaintiff, but the rule does not stop there; it must be a person that ‘can swear positively to the facts, verifying the cause of action and the amount claimed’. The deponent must be clearly in a position to swear positively to the facts and the affidavit must show this.  It cannot be an affidavit where the deponent can only depose upon information and belief.”

H σημερινή πολυπλοκότητα των συναλλαγών σε συνδυασμό με την πολυάριθμη εκπροσώπιση εμπορικών οργανισμών, όπως τραπεζών, κατέστησε επιτακτική την ανάγκη προσδιορισμού της έκτασης γνώσης και του πεδίου εκδήλωσης των αναγκαίων γεγονότων που στοιχειοθετούν τη βάση έγερσης του αγωγίμου δικαιώματος των εναγόντων, όπως και του εκάστοτε πλαισίου απαίτησης.  Σχετική επί του θέματος είναι η υπόθεση Αθηνούλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου (1997) 1 Α.Α.Δ. 782 την οποία επικαλέστηκαν αμφότεροι οι συνήγοροι, ο καθένας δίδοντας τη δική του ερμηνεία.

Η ύπαρξη της συμφωνίας εγγύησης δεν αμφισβητείται ότι έγινε.  Το τί ουσιαστικά αμφισβητεί ο εναγόμενος 2, είναι τη γνώση του Α. Γιαλλουρίδη ως προς την ύπαρξη του οφειλόμενου ποσού. Παρακολουθεί, όπως αναφέρει στην ένορκη δήλωση τη διακίνηση του λογαριασμού και προσυπογράφει κατάσταση λογαριασμού. Η κατάσταση λογαριασμού που προσδιορίζει, το ισχυριζόμενο οφειλόμενο ποσό, υπάρχει και επισυνάπτεται στην αίτηση.

Συνακόλουθα, με βάση τα πιο πάνω, βρίσκω ότι ο Α. Γιαλλουρίδης είναι πρόσωπο που μπορούσε να ορκιστεί θετικά.  Επομένως οι ενάγοντες έχουν αποδείξει και την τρίτη τυπική προϋπόθεση της Δ.18 θ.1.”

Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του Δικαστηρίου.  Ο ενόρκως δηλών για την εφεσίβλητη διαλαλεί την προσωπική του γνώση στα [*280]γεγονότα που αφορούν την αγωγή και την εμπλοκή του ιδίου στην εξέλιξη των γεγονότων με την παρακολούθηση της κινήσεως του λογαριασμού και της συμμετοχής του στην ετοιμασία της σχετικής κατάστασης λογαριασμού, την οποία και προσυπογράφει. Προκύπτει ότι ήταν πρόσωπο ικανό εντός της εννοίας της Δ.18 θ.1 για να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επαληθεύσει την αιτία της αγωγής, όπως και έπραξε, παραθέτοντας και τα σχετικά έγγραφα.  Προσθέτουμε ακόμα ότι δεν έχει αντεξετασθεί ο ομνύων από τον δικηγόρο του εφεσείοντα.  Στην υπόθεση Pathe Freres Cinema Ltd. v. United Electric Theatres Ltd. [1914] 3 K.B. 1253, ένορκη δήλωση από υπάλληλο της ενάγουσας εταιρείας, ο οποίος δήλωσε ότι τα γεγονότα ήσαν εντός της προσωπικής του γνώσης, κρίθηκε ικανοποιητική (Βλέπε: Ευαγγέλου Παύλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1051).

Με τους λόγους έφεσης 1, 2, 4, 5, 6, 7, 8, και 14, που είναι συναφείς μεταξύ τους, προβάλλεται ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αξιολόγηση αντικρουόμενων ισχυρισμών πράγμα ανεπίτρεπτο στη διαδικασία για συνοπτική απόφαση.  Περαιτέρω δε προβάλλονται ισχυρισμοί για εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, που περιέχεται στην ένορκη δήλωση του.

Έχουμε μελετήσει επισταμένα την πρωτόδικη απόφαση καθώς και τα πρακτικά της δίκης. Δεν έχουμε εντοπίσει συμπεράσματα αξιολόγησης αντικρουόμενης μαρτυρίας ούτε επίσης εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο αφού έκρινε ότι συνέτρεχαν οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει η Δ.18 θ.1 όπως διαγράφονται στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλέπε, μεταξύ άλλων, Trans Middle East v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239, R.C.K. Sports κ.ά. v. Persona Advertising Ltd. (1996) 1 A.A.Δ. 1074 και Ευαγγέλου Παύλου (πιο πάνω)), κατέληξε ότι το βάρος μετατίθεται στον εφεσείοντα να αποδείξει ότι έχει υπεράσπιση επί της ουσίας και ότι έχει αποκαλύψει τέτοια λεπτομερή γεγονότα, που επιβάλλεται να του δοθεί η δυνατότητα υπεράσπισης.  Το Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα αυτό αναφέρει:-

“Με γνώμονα τη σαφή δήλωση του ευπαίδευτου συνήγορου του εναγόμενου 2, ότι ο τελευταίος παραδέχεται ότι οφείλει το ποσό των £220.000 θέση που βρίσκει έρεισμα στη Δ.18 θ.4, όπως επίσης αναλύεται στο Annual Practice του 1958, Or.14 r.4, σελίδα 261, θα εξετάσω αν έχει καταδειχτεί από τον εναγόμενο 2, καλή βάση υπεράσπισης ή αποκαλύφθηκαν τέτοια γεγονότα για το υπόλοιπο της απαίτησης, ώστε να δικαιούται να καταχωρήσει Υπεράσπιση.

[*281]

Το Δικαστήριο κατά την εξέταση αίτησης αυτής της μορφής δεν προβαίνει σ’ αξιολόγηση των εκατέρωθεν ισχυρισμών.  Σε συνάρτηση με αμφισβητούμενο γεγονός ή γεγονότα το Δικαστήριο θα επιτρέψει την χωρίς όρους κατάθεση υπεράσπισης όταν ο εναγόμενος εγείρει ένα σημαντικό γεγονός που απαιτείται να εκδικαστεί.

Η παραδοχή από πλευράς εναγόμενου 2, ότι υπέγραψε την εγγύηση απεριορίστου ποσού, που αποτελεί τη βάση του αγωγίμου δικαιώματος των εναγόντων, αποτελεί ένα αναντίλεχτο γεγονός.  Αυτή όμως δεν ήταν η μόνη συμφωνία που επικαλείται ο εναγόμενος 2.  Υπήρξαν μεταγενέστερες που περιόρισαν την παραχωρηθείσα διευκόλυνση και συνακόλουθα την εγγύηση, αρχικά σε £100.000, με επιστολή 15.4.1994 και αργότερα σε £220.000, από 1.12.1994.  Για επίρρωση της θέσης του ο εναγόμενος 2, επισύναψε στην ένορκη του δήλωση τις δύο αυτές επιστολές.

Αμφότερες οι επιστολές τείνουν σ’ αποδοχή ακριβώς του αντίθετου αποτελέσματος. Γνωστοποιείται μεν η παροχή ορίου παρατραβήγματος με αυξανόμενο ρυθμό, πλην όμως γίνεται σαφής αναφορά στις υφιστάμενες εγγυήσεις, αναπόφευκτα περιλαμβανομένης της απεριορίστου εγγύησης, που παραχώρησε ο εναγόμενος 2, αφού όπως είναι αποδεχτό τη δεδομένη περίοδο ήταν σε ισχύ.  Οι δύο αυτές επιστολές όχι μόνο κάμνουν μνεία στις υφιστάμενες εγγυήσεις, αλλά ταυτόχρονα επιβεβαιώνουν τη δεσμευτικότητα των όρων τους.

Συνεπακόλουθα δεν έχει βάσιμα προβληθεί υπεράσπιση ως προς το σκοπό του περιορισμένου του οφειλομένου από τον εναγόμενο 2, ποσού στις £220.000.

Το σκέλος των ισχυρισμών περί ανυπαρξίας οφειλομένου ποσού ή υπερχρέωσης τόκου έμειναν στο στάδιο του προβληθέντα γενικού ισχυρισμού και δεν έχουν δυνατότητες επιτυχίας.”

Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο εφεσείων, και είναι παραδεκτό γεγονός, υπέγραψε εγγύηση για απεριόριστο ποσό. Οι επιστολές που επεσύναψε ο εφεσείων στην γραπτή του ένσταση, οι οποίες απευθύνονται προς τους εναγομένους αρ. 1 (πρωτοφειλέτες) όχι μόνο δεν ενισχύουν τη θέση του αλλά μάλλον επιβεβαιώνουν τις εγγυήσεις για απεριόριστο ποσό επιβεβαιώνοντας την δεσμευτικότητα τους.  Οι ισχυρισμοί δε του εφεσείοντα για υπερχρέωση τόκου παρέμειναν ατεκμηρίωτοι και γενι[*282]κοί χωρίς την παράθεση οποιωνδήποτε γεγονότων.  Τέτοιες γενικές αρνήσεις ή ισχυρισμοί που δεν καλύπτονται ή δεν συνοδεύονται από γεγονότα δεν αρκούν για να στοιχειοθετήσουν μια καλόπιστη υπεράσπιση ή να εγείρουν ζητήματα κατά της απαίτησης τα οποία πρέπει να δικαστούν. (Βλέπε: Ευαγγέλου Παύλου (ανωτέρω)).  Περαιτέρω έχουμε καταλήξει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου επί των πιο πάνω θεμάτων είναι επαρκώς αιτιολογημένη και επομένως ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός που προβάλλεται στους λόγους έφεσης δεν ευσταθεί.

Με τους λόγους έφεσης αρ. 9 και 10 ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν παραχώρησε το δικαίωμα να καταχωρήσει ανταπαίτηση στο σύνολο των προβαλλόμενων ισχυρισμών του. Το Δικαστήριο παραχώρησε δικαίωμα καταχώρησης ανταπαίτησης για την ισχυριζόμενη δόλια κατακράτηση από την εφεσίβλητη ποσού £128.275,92 και τη συνακόλουθη ζημιά που υπέστηκε ο εφεσείων.  Αναφέρει το Δικαστήριο στην απόφαση του:-

“Ο προβληθείς ισχυρισμός για το θέμα της κατακράτησης από τους ενάγοντες, ποσού £128.275,92 που προκρίνεται ως αποτέλεσμα δόλου, όπως επίσης και η συνακόλουθη ζημιά που υπέστηκε ο εναγόμενος 2 είναι και μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο ανταπαίτησης.”

Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο παρέλειψε εσφαλμένα να περιλάβει το ποσό των £25.000 για τη συνακόλουθη ζημιά δεν ευσταθεί.  Δεν ευσταθεί επίσης ο ισχυρισμός, που περιέχεται στον δέκατο λόγο έφεσης, ότι το Δικαστήριο απέκλεισε τον εφεσείοντα να καταχωρήσει ανταπαίτηση για το ποσό των £28.000 για ισχυριζόμενη αμέλεια και/ή παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της εφεσίβλητης. Το Δικαστήριο ρητά αναφέρει στην απόφαση του:-

“Η προβολή όμως ισχυρισμών για δόλο από πλευράς εναγόντων σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς για παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων, σαφέστατα προσδίδει τη δυνατότητα στον εναγόμενο 2 να διεκδικήσει ανταπαιτητικώς τα ποσά αυτά.”

Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν ανέστειλε την εκτέλεση της απόφασης για ολόκληρο το ποσό της ανταπαίτησης αλλά μόνο για το ποσό των £128.275,92 που αφορούσε μόνο την ισχυριζόμενη δόλια κατακράτηση από την εφεσίβλητη.  Το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να αναστείλει την εκτέλεση της εκδοθείσας απόφασης.  Ασκώντας τη διακριτική του εξουσία [*283]ανέστειλε την απόφαση για το πιο πάνω ποσό των £128.275,92. Ορθά κατά την κρίση μας. Το Δικαστήριο εύλογα άσκησε τη διακριτική του εξουσία επί του θέματος.  Δεν διαπιστώσαμε οποιοδήποτε λάθος.

Με τους τελευταίους τρεις λόγους έφεσης προσβάλλεται η υπό του Δικαστηρίου επιδίκαση όλων των εξόδων υπέρ της εφεσίβλητης.  Προβάλλεται ο ισχυρισμός, ότι, νοουμένου ότι ο εφεσείων πέτυχε έστω σε μέρος της υπόθεσης του, δικαιούται μέρος των εξόδων ή εν πάση περιπτώσει έπρεπε να επιδικασθούν έξοδα μειωμένα σε ποσοστό υπέρ της εφεσίβλητης.

Είναι γεγονός ότι ο εφεσείων πέτυχε σε μέρος της ένστασης του αφού του δόθηκε άδεια να προβάλει στην ίδια την αγωγή την ανταπαίτηση του.  Η ανταπαίτηση είναι αγωγή (cross action) αλλά για σκοπούς της Δ.18 πρέπει να θεωρείται ως Υπεράσπιση (Βλέπε: Zoedone Co. v. Barrett [1882] 26 S.J. 657).  Είναι νομολογιακός κανόνας ότι τα έξοδα συνήθως ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.  Στην παρούσα υπόθεση δεν ακολουθήθηκε αυστηρά ο κανόνας αυτός χωρίς να δίδεται οποιαδήποτε αιτιολογία.  Δεν φαίνονται οι λόγοι με βάση τους οποίους το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία.  Θεωρούμε ότι το Δικαστήριο έσφαλλε στην περίπτωση αφού δεν ακολούθησε τον κανόνα.  Καταλήγουμε ότι είναι πρέπον να διαφοροποιήσουμε τη διαταγή για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας με διαταγή για επιδίκαση των εξόδων εναντίον του εφεσείοντα σε ποσοστό 2/3.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.  Η διαταγή για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας διαφοροποιείται ως ανωτέρω.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Η διαταγή για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας διαφοροποιείται ως ανωτέρω.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο