Κωνσταντινίδης Ανδρέας (2002) 1 ΑΑΔ 310

(2002) 1 ΑΑΔ 310

[*310]4 Μαρτίου, 2002

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12.2.2002 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 4080/2002 ΜΕΤΑΞΥ

ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ ν. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΝΕΑΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗΣ Κ.Κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟ

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ.

(Αίτηση Αρ. 12/2002)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία είχε διακοπεί η διαδικασία και απαλλάγηκε ο κατηγορούμενος σε ιδιωτική ποινική υπόθεση μετά την αναστολή της ποινικής δίωξης από τον Γενικό Εισαγγελέα ― Ισχυρισμός για νομικό λάθος εμφανές στο πρακτικό κατά τη λήψη της απόφασης και για υπέρβαση δικαιοδοσίας ― Κρίθηκε ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

Ποινική Δικονομία ― Εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 154 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 για αναστολή ποινικής δίωξης ― Επεκτείνεται και στις ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρησε επιστολή για αναστολή της ποινικής δίωξης εναντίον του Αρχιεπισκόπου Κύπρου η οποία είχε εγερθεί από τον αιτητή Ανδρέα Κωνσταντινίδη σε ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον του Αρχιεπισκόπου για το αδίκημα της δυσφήμησης.

Ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία διατάχθηκε η διακοπή της διαδικασίας και η [*311]απαλλαγή του κατηγορουμένου μετά από την πιο πάνω απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα για αναστολή της διαδικασίας.  Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι η εξουσία του Γεν. Εισαγγελέα δυνάμει του Άρθρου 154 εδάφια (1) και (2) του Κεφ. 155 για αναστολή δίωξης περιορίζεται στις ποινικές υποθέσεις που η Κατηγορούσα Αρχή είναι η ίδια η Δημοκρατία και κατ’ επέκταση η Αστυνομία που ενεργεί εκ μέρους του.  Για τον λόγο αυτό η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας λήφθηκε κατόπιν νομικού λάθους ή πρόδηλης πλάνης περί το νόμο η οποία είναι εμφανής στο πρακτικό.

Ο αιτητής υποστήριξε επίσης ότι το Δικαστήριο υπερέβη την δικαιοδοσία του επειδή η απόφαση εκδόθηκε στην απουσία του με συνέπεια να στερηθεί του συνταγματικού του δικαιώματος να ακουσθεί, παραβιάζοντας έτσι το δόγμα της “δίκαιης δίκης” κατά παράβαση του Άρθρου 30.3 του Συντάγματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Αναμφισβήτητα η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει του Άρθρου 154 του Κεφ. 155 επεκτείνεται και στις ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις.

2.  Το Άρθρο 154 δεν παρέχει καμιά διακριτική εξουσία στο Δικαστήριο να ελέγξει την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα.  Σύμφωνα με το Άρθρο 154, το Δικαστήριο απαλλάσσει αμέσως τον κατηγορούμενο ακόμα και στην απουσία του, όπως προβλέπεται από το εδάφιο 2 του Άρθρου 154.

3.  Ο αιτητής δεν έχει αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση ότι έχει συζητήσιμη υπόθεση για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

Ttofinis v. Theocharides a.o. (1983) 2 C.L.R. 363.

Αίτηση.

Αίτηση από τον αιτητή για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 12/2/02 στην ιδιωτική [*312]ποινική υπόθεση με αρ. 4080/02.

Xρ. Χριστοδούλου, για τον Αιτητή.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά την άδεια του Δικαστηρίου τούτου για καταχώρηση αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari για ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 12.2.2002 στην ποινική υπόθεση αρ. 4080/2002.

Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω συνοπτικά τα γεγονότα όπως προκύπτουν από την αίτηση, την ένορκο δήλωση που τη συνοδεύει, την απόφαση του Δικαστηρίου και τα τεκμήρια που συνοδεύουν την αίτηση.

Την 29.1.2002 ο αιτητής Ανδρέας Κωνσταντινίδης καταχώρησε ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον του Αρχιεπισκόπου Κύπρου για το αδίκημα της δυσφήμισης κατά παράβαση των άρθρων 194, 195, 196, 197 και 198 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Η ποινική υπόθεση ορίσθηκε από το Δικαστήριο για απάντηση στην κατηγορία στις 15.2.2002.

Στις 12.2.2002 καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα για αναστολή της ποινικής δίωξης συνοδευόμενης από το σχετικό έγγραφο της αναστολής υπογεγραμμένο από τον ίδιο σύμφωνα με το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος και το άρθρο 154(1) του Κεφ. 155.  Αυθημερόν Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην οποία είχε αναλάβει την εκδίκαση της υπόθεσης με σχετικό πρακτικό διέκοψε τη διαδικασία και απάλλαξε τον κατηγορούμενο.  Το σχετικό πρακτικό έχει ως ακολούθως:-

Δικαστήριο:

Εν όψει της επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα ημερομηνίας 11.2.2002 (Γ.Ε.41 (Γ)/47/20) αναφορικά με την διακοπή της διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση, σημειώνω ότι η διαδικασία της παρούσας υπόθεσης διακόπτεται και ο Κατηγορούμενος απαλλάσσεται.”.

Ο αιτητής προβάλλει δύο λόγους για τους οποίους ζητά την άδεια του παρόντος Δικαστηρίου να του επιτραπεί να καταχωρήσει αίτηση για την έκδοση εντάλματος Certiorari.  Πρώτο ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και δεύτερο ότι λήφθηκε κατόπιν νομικού λάθους ή [*313]πρόδηλης πλάνης περί το νόμο η οποία είναι εμφανής στο πρακτικό.

Οι λόγοι για τους οποίους εκδίδονται εντάλματα της φύσεως Certiorari για ακύρωση απόφασης κατώτερου Δικαστηρίου περιλαμβάνουν έλλειψη ή υπέρβαση εξουσίας, έκδηλη παρανομία, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.  Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να δοθεί η αναγκαία άδεια. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και/ή διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις παραχωρεί άδεια (Βλέπε: Γ. Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41).

Ο Γενικός Εισαγγελέας, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155 έχει εξουσία να διακόπτει κάθε ποινική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης καταχωρώντας προς τούτο αναστολή δίωξης.  Η εξουσία αυτή του Γενικού Εισαγγελέα δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο το οποίο στερείται διακριτικής εξουσίας προς τούτο.  Μόλις καταχωρηθεί νομότυπα το έγγραφο της αναστολής δίωξης από το Γενικό Εισαγγελέα το Δικαστήριο έχει καθήκον να διακόψει τη διαδικασία και να απαλλάξει τον κατηγορούμενο.

Το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος έχει ως εξής:-

“2.  Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας προΐσταται της νομικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας έπεται τούτω.  Η νομική υπηρεσία της Δημοκρατίας είναι ανεξάρτητος υπηρεσία μη υπαγομένη εις οιονδήποτε υπουργείον.”

Το δε άρθρο 154 εδάφια (1) και (2) του Κεφ. 155 αναφέρει:-

“154.-(1)  Σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία και σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής πριν από την απόφαση ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να καταχωρήσει αναστολή δίωξης, είτε ανακοινώνοντας αυτό στο Δικαστήριο είτε πληροφορώντας το Δικαστήριο γραπτώς ότι η Δημοκρατία προτίθεται να διακόψει τη διαδικασία και για αυτό ο κατηγορούμενος αμέσως απαλλάσσεται ως προς το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο για το οποίο καταχωρείται η αναστολή δίωξης.

[*314]

(2)  Όταν καταχωρείται αναστολή δίωξης, αν ο κατηγορούμενος φυλακίστηκε, αυτός απολύεται ή αν τελεί υπό εγγύηση το γραμμάτιο απόλυσης με εγγύηση ακυρώνεται, και, αν ο κατηγορούμενος δεν βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου όταν καταχωρείται η αναστολή δίωξης, ο Πρωτοκολλητής ή άλλος αρμόδιος λειτουργός του Δικαστηρίου, αν ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση, προκαλεί την επίδοση αμέσως γραπτής ειδοποίησης σχετικά με την καταχώριση της αναστολής δίωξης στο πρόσωπο που έχει τη φύλαξη του κατηγορούμενου και η ειδοποίηση αυτή είναι επαρκής εξουσιοδότηση για να απολύσει τον κατηγορούμενο σε σχέση με το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο για το οποίο καταχωρείται η αναστολή δίωξης, ή, αν ο κατηγορούμενος δεν τελεί υπό κράτηση, προκαλεί την επίδοση αμέσως τέτοιας γραπτής ειδοποίησης στον κατηγορούμενο και τους εγγυητές του, αν υπάρχουν, και πρέπει όμως, σε κάθε περίπτωση, να προκαλέσει επίδοση παρόμοιας ειδοποίησης σε κάθε μάρτυρα που δεσμεύτηκε να εμφανιστεί.”.

Ο δικηγόρος του αιτητή, αγορεύοντας ενώπιον μου, αποδέχθηκε ότι η εξουσία αυτή του Γενικού Εισαγγελέα περιορίζεται στις ποινικές υποθέσεις που η Κατηγορούσα Αρχή είναι η ίδια η Δημοκρατία και κατ’ επέκταση η Αστυνομία που ενεργεί εκ μέρους του. Υπεστήριξε ότι δεν επεκτείνεται και στις ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις (private prosecution).  Στήριξε δε τη θέση του αυτή στην αυθεντία Panayiotis Ttofinis v. Loizos Theocharides & Another (1983) 2 C.L.R. 363.

Έχω μελετήσει την πιο πάνω αυθεντία και καταλήγω ότι ουδόλως βοηθά τη θέση του αιτητή.  Η αυθεντία αυτή πραγματεύεται το δικαίωμα και τη νομιμοποίηση του πολίτη να καταχωρήσει ιδιωτική ποινική υπόθεση με βάση το άρθρο 21 του Κεφ. 96.  Καμιά αναφορά στην απόφαση αυτή δεν γίνεται σχετικά με τις συνταγματικές εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα.

Στην ερμηνεία του άρθρου 154 του Κεφ. 155 δεν χωρεί καμιά αμφιβολία. Αναμφισβήτητα η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα επεκτείνεται και στις ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις.  Κατά συνέπεια ο δεύτερος λόγος για τον οποίο ζητείται η άδεια του Δικαστηρίου (νομικό σφάλμα εμφανές στην όψη του πρακτικού) δεν ευσταθεί.  Ούτε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση δεν έχει καταδειχθεί.

Είχα παρατηρήσει κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον μου ότι εάν ο δεύτερος πιο πάνω λόγος δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί τότε συμπαρασύρεται και ο πρώτος λόγος, σύμφωνα με [*315]το περιεχόμενο του άρθρου 154 του Κεφ. 155.  Και τούτο γιατί το άρθρο αυτό δεν παρέχει καμιά διακριτική εξουσία στο Δικαστήριο να ελέγξει την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα.  Σύμφωνα με το άρθρο 154, το Δικαστήριο απαλλάσσει αμέσως τον κατηγορούμενο ακόμα και στην απουσία του, όπως προβλέπεται από το εδάφιο 2 του άρθρου 154.

Ο αιτητής με τον πρώτο λόγο που προβάλλει εισηγείται ότι το Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του, επειδή η απόφαση εκδόθηκε στην απουσία του, στις 12.2.2002, με συνέπεια να στερηθεί του συνταγματικού του δικαιώματος να ακουσθεί, παραβιάζοντας έτσι το δόγμα της “δίκαιης δίκης” κατά παράβαση του Άρθρου 30.3 του Συντάγματος.

Όπως έχω αναφέρει προηγουμένως, το Δικαστήριο δεν έχει διακριτική εξουσία να ελέγξει την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα. Κατά συνέπεια δεν έχει υποχρέωση να ακούσει καμιά πλευρά, ούτε αυτό τον ίδιο κατηγορούμενο, για να αποφασίσει, αφού το άρθρο 154 του Νόμου δίδει εξουσία στο Δικαστήριο όπως, αμέσως με την καταχώρηση της αναστολής δίωξης, απαλλάξει τον κατηγορούμενο.  Κατά συνέπεια δεν αποστερήθηκε ο αιτητής του δικαιώματος να ακουσθεί, αφού δεν του παρέχεται, στην περίπτωση, τέτοια ευκαιρία.

Η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης που επικαλείται ο αιτητής, στην οποία περιλαμβάνεται και η υποχρέωση του Δικαστηρίου να ακούσει και τους δύο διαδίκους πριν εκδόσει την απόφαση του, είναι θεμελιακή αρχή στο σύγχρονο δίκαιο. Στην παρούσα υπόθεση όμως, με τα γεγονότα ως έχουν εκτεθεί, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.

Δεν έχω πεισθεί ότι ο αιτητής έχει αποδείξει εκ πρώτης όψεως ότι έχει συζητήσιμη υπόθεση για αμφότερους τους λόγους που επικαλείται.  Κατά συνέπεια δεν δικαιολογείται η παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση του προνομιακού εντάλματος Certiorari.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο