Παχατουριάν Ζαρτάρ ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 322

(2002) 1 ΑΑΔ 322

[*322]5 Μαρτίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΖΑΡΤΑΡ ΠΑΧΑΤΟΥΡΙΑΝ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11039)

 

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Εκδίδεται μόνο στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται πως ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή ― Γενικές αρνήσεις ή ισχυρισμοί από τον εναγόμενο που δεν καλύπτονται ή δεν συνοδεύονται από γεγονότα δεν αρκούν για να στοιχειοθετήσουν μια καλόπιστη υπεράσπιση ή να εγείρουν ζητήματα κατά της απαίτησης που πρέπει να δικαστούν.

Συμβάσεις ― Συμφωνία παραχώρησης τραπεζικού δανείου ― Τόκος ― Τρόπος υπολογισμού του από την Τράπεζα στη βάση όρου της συμφωνίας ― Κατά πόσο συνιστούσε παράβαση του εν λόγω όρου που να απέληγε σε υπερχρεώσεις ή ανατοκισμό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αίτηση της εφεσίβλητης-ενάγουσας (η εφεσίβλητη) στη βάση της Διαταγής 18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας-εναγόμενης 3 (η εφεσείουσα) ως η απαίτηση, ήτοι για οφειλόμενο υπόλοιπο δανείου ανερχόμενο σε £1.872,81 πλέον τόκους από 20.8.1999 επί του τοκοφόρου ποσού των £1.706,61 που ήταν το υπόλοιπο κατά την 23.12.1998 που τερμάτισε τη συμφωνία δανείου ημερομηνίας 23.1.1995.  Η εφεσείουσα είχε υπογράψει ως εγγυήτρια την εν λόγω συμφωνία δανείου μαζί με τους εναγόμενους 2 και 4.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

1) Η έκδοση απόφασης ήταν ανασφαλής καθ’ όσον, ενώ η αίτηση [*323]για συνοπτική απόφαση καταχωρήθηκε την 1.6.2000, η απόφαση εξεδόθη στις 23.2.2001 μετά που εξεδόθη απόφαση εναντίον των άλλων εναγομένων, με αποτέλεσμα να υπήρχε ο κίνδυνος ουσιαστικής αλλοίωσης των γεγονότων εν τω μεταξύ, μη αποκλειομένης και της πιθανότητας εξόφλησης της οφειλής.

2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε την κατάσταση λογαριασμού καθώς και τον όρο 4(α) της συμφωνίας.  Η εφεσείουσα υποστήριξε σχετικά ότι η πρακτική της Τράπεζας αναφορικά με τον υπολογισμό του αναλογούντα τόκου παραβίαζε τον όρο 4(α) της συμφωνίας και απέληγε σε υπερχρεώσεις.  Οι παράνομες χρεώσεις που εγίνοντο στο λογαριασμό κατά παράβαση της συμφωνίας παραβίαζαν τα δικαιώματα της ως εγγυήτριας και την απάλλασσαν από την υποχρέωσή της.  Η εφεσείουσα ήγειρε επίσης και θέμα ανατοκισμού.

3) Το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι η εφεσείουσα δεν είχε προηγούμενη πληροφόρηση της κατάστασης λογαριασμού και έτσι αδυνατούσε να δώσει περισσότερα στοιχεία σε στήριξη της θέσης της εκτός αν αποκαλύπτετο πλήρως ο λογαριασμός.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το θέμα διαφοροποίησης των γεγονότων μεταξύ της καταχώρησης της αίτησης για συνοπτική απόφαση και της έκδοσης απόφασης επ’ αυτής δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο όταν δεν εγερθεί, όπως δεν εγέρθηκε στην παρούσα υπόθεση, κατά την ακρόαση της αίτησης.

2.  Προκύπτει σαφώς από τον όρο 4(α) ότι η Τράπεζα νομιμοποιείται, όταν γίνεται πληρωμή έναντι του δανείου, να υπολογίζει και εξοφλά με αυτή πρώτα τους μέχρι την ημέρα εκείνη δεδουλευμένους τόκους, όπως ακριβώς ήταν η πρακτική της στην προκειμένη περίπτωση. Δεν τίθεται λοιπόν θέμα παράβασης του όρου 4(α) που να απέληγε σε υπερχρεώσεις.  Αλλά ούτε και θέμα ανατοκισμού τίθεται,  όπως παραπονείται η εφεσείουσα.  Είναι καθαρό από την κατάσταση λογαριασμού ότι οι τόκοι εξοφλούντο με τις πληρωμές και δεν κεφαλαιοποιούντο για σκοπούς υπολογισμού του τόκου ανά εξαμηνία, όπως προκύπτει και από το ότι, παρά τη χρέωση τόκων στις 23.12.1998 και στις 20.8.1999 μετά που δεν υπήρξαν άλλες πληρωμές, το δεικνυόμενο ως τοκοφόρο υπόλοιπο ήταν το προκύπτον μετά από την τελευταία πληρωμή στις 2.7.1998 ανερχόμενο σε £1.704,61 και όχι το συνολικά οφειλόμενο ποσό που προέκυπτε μετά την πρόσθεση και των οφειλόμε[*324]νων τόκων.

3.  Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, εφ’ όσον ο ενάγων συμμορφωθεί με τις προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1, ο εναγόμενος υποχρεούται να αποκαλύψει γεγονότα που του δίδουν δικαίωμα να υπερασπισθεί την αγωγή, παρέχοντας όχι γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς και πιθανολογήσεις αλλά επαρκή στοιχεία και λεπτομέρειες.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη 3 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 23/2/01 (Αρ. Αγωγής 14927/99) με την οποία δε δόθηκε σ’ αυτήν άδεια καταχώρισης υπεράσπισης, ως εγγυήτριας συμφωνίας δανείου μεταξύ της ενάγουσας Τράπεζας και του εναγόμενου 1 και εκδόθηκε απόφαση ως η απαίτηση της Τράπεζας.

Κ. Χατζηϊωάννου, για την Εφεσείουσα.

Στ. Ανδρέου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤEΜΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Η Εφεσείουσα-Εναγόμενη 3 υπέγραψε ως εγγυήτρια συμφωνία δανείου ημερομηνίας 23.1.1995 μεταξύ της Εφεσίβλητης Τράπεζας και του Εναγόμενου 1. Τη συμφωνία υπέγραψαν επίσης ως εγγυητές οι Εναγόμενοι 2 και 4.  Με την ειδικά οπισθογραφημένη αγωγή της η Τράπεζα απαίτησε από όλους το κατ΄ισχυρισμό κατά την 20.8.1999 οφειλόμενο υπόλοιπο του δανείου ανερχόμενο σε £1.872,81 πλέον τόκους από 20.8.1999 επί του τοκοφόρου ποσού των £1.704,61 που ήταν το υπόλοιπο κατά την 23.12.1998 που τερμάτισε τη συμφωνία.  Οι Εναγόμενοι 2 και 4 δεν καταχώρησαν εμφάνιση και η απαίτηση απεδείχθη εναντίον τους. Ο Εναγόμενος 1 και η Εφεσείουσα-Εναγόμενη 3 καταχώρησαν εμφάνιση και η Τράπεζα υπέβαλε αίτηση για συνοπτική απόφαση εναντίον τους την 1.6.2000.  Ο Εναγόμενος 1 δέχθηκε απόφαση. Η Εφεσείουσα-Εναγόμενη 3 όμως έφερε ένσταση και η αίτηση ως προς αυτή οδηγήθηκε σε ακρόαση.  Η ευπαίδευτη δικαστής ενώπιον της οποίας ακούσθηκε η αίτηση δεν έδωσε άδεια στην Εφεσείουσα [*325]να καταχωρήσει υπεράσπιση και εξέδωσε απόφαση προς όφελος της Τράπεζας ως η απαίτησή της.  Αυτή η απόφαση εφεσιβάλλεται.

Είναι η θέση της Εφεσείουσας, όπως διατυπώνεται στο μέρος (α) του λόγου έφεσης, ότι η έκδοση απόφασης ήταν ανασφαλής καθ΄όσον, ενώ η αίτηση για συνοπτική απόφαση καταχωρήθηκε την 1.6.2000, η απόφαση εξεδόθη στις 23.2.2001 μετά που εξεδόθη απόφαση εναντίον των άλλων εναγομένων, με αποτέλεσμα να υπήρχε ο κίνδυνος ουσιαστικής αλλοίωσης των γεγονότων εν τω μεταξύ, μη αποκλειομένης και της πιθανότητας εξόφλησης της οφειλής.  Αυτό όμως είναι θεωρητικό και υποθετικό και θα μπορούσε να λεχθεί σε κάθε περίπτωση αίτησης για συνοπτική απόφαση, αφού στο χρόνο που μεσολαβεί μεταξύ της καταχώρισης της αίτησης και της έκδοσης απόφασης επ’ αυτής, ανεξάρτητα του αν έχει εκδοθεί ή όχι ενδιάμεσα απόφαση εναντίον άλλου συνεναγόμενου, υπάρχει το ενδεχόμενο διαφοροποίησης των γεγονότων.  Εφ’ όσον όμως κατά την ακρόαση της αίτησης ούτε ο Αιτητής δηλώνει ότι υπήρξε τέτοια διαφοροποίηση ούτε ο Καθ΄ου η αίτηση εισηγείται κάτι τέτοιο, το δικαστήριο ασφαλώς θα προχωρήσει στη βάση ότι δεν υπήρξε τέτοια διαφοροποίηση και δεν θα προβεί σε υποθέσεις.  Εδώ η Εφεσείουσα ούτε στην ένορκη δήλωση της εισηγήθηκε ότι υπήρξε τέτοια διαφοροποίηση ούτε κατά την ακρόαση (αν, όπως λέγει, τότε πληροφορήθηκε την έκδοση απόφασης εναντίον των άλλων), ήγειρε τέτοιο θέμα ή αντεξέτασε επί της ενόρκου δηλώσεως που συνόδευε την αίτηση της Τράπεζας.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα επιχείρησε να προτείνει και άλλο λόγο για τον οποίο η έκδοση απόφασης εναντίον του πρωτοφειλέτη θα έπρεπε να οδηγούσε σε απόρριψη της αίτησης, ότι η απαίτηση εναντίον της Εφεσείουσας ως εγγυήτριας έπαυσε να υφίσταται καθ΄όσον συγχωνεύθηκε στην απόφαση που εξεδόθη εναντίον του πρωτοφειλέτη.  Τέτοιος λόγος έφεσης όμως δεν υπάρχει και το θέμα δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

Το ίδιο ισχύει για άλλη εισήγηση του κ. Χατζηϊωάννου, ότι η ενόρκως δηλούσα υπάλληλος της Τράπεζας δεν ήταν κατάλληλο πρόσωπο για να προβεί σε ένορκη δήλωση προς επαλήθευση της απαίτησης. Αν και το θέμα αυτό απασχόλησε το δικαστήριο το οποίο και τοποθετήθηκε ευθέως κρίνοντας την ενόρκως δηλούσα κατάλληλο πρόσωπο, και πάλι το θέμα δεν εγείρεται με λόγο έφεσης.

Το βάρος της έφεσης βρίσκεται στο μέρος (β) και (ε) του λόγου έφεσης, το υπόβαθρο του οποίου είναι η κατάσταση λογαριασμού, τεκμήριο Γ στην ένορκη δήλωση της Τράπεζας, που δείχνει την κίνη[*326]ση του λογαριασμού και το προκύπτον υπόλοιπο.  Όπως φαίνεται από την κατάσταση λογαριασμού, όταν εγίνοντο πληρωμές έναντι του χρέους η Τράπεζα υπολόγιζε τον μέχρι την ημέρα της πληρωμής αναλογούντα τόκο και τις καταλόγιζε τόσο έναντι των τόκων αυτών όσο και έναντι του κεφαλαίου.  Η Εφεσείουσα παραπονείται ότι η πρακτική αυτή παραβίαζε τον όρο 4(α) της συμφωνίας και απέληγε σε υπερχρεώσεις καθ΄όσον, εισηγείται, η Τράπεζα όφειλε να αφαιρεί την πληρωμή από το κεφάλαιο και να υπολογίζει και χρεώνει τους τόκους μόνο κατά εξαμηνία.  Η ευπαίδευτη δικαστής, λέγει η Εφεσείουσα, απορρίπτοντας την ένορκη δήλωση της ως μη επαρκώς εξειδικεύουσα τις κατ’ ισχυρισμό υπερχρεώσεις, παρερμήνευσε τόσο την ίδια την κατάσταση λογαριασμού όσο και τον όρο 4(α) της συμφωνίας.  Ο όρος 4(α) προνοεί:

“4. Το ρηθέν δάνειον θα χρεώνηται

(α)   Με τόκον προς 8.50% ετησίως επί ημερησίων υπολοίπων, του τοιούτου τόκου υπολογιζομένου και καταβαλλομένου την 30ην Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους.  Προς υπολογισμόν του τόκου, θα λογίζωνται οι μήνες προς  όσας έκαστος τούτων έχει ημέρας, προς εύρεσιν δε του τόκου θα λαμβάνηται ως διαιρέτης το εκ 360 ημερών εμπορικόν έτος.  Νοείται ότι η Τράπεζα θα δικαιούται να καταλογίζη τα έναντι του δανείου εκάστοτε κατατιθέμενα ποσά πρώτον προς εξόφλησιν ή μερικήν εξόφλησιν των μέχρι της ημέρας της καταθέσεως δεδουλευμένων τόκων, προμηθείας και δικαιωμάτων, τυχόν δε υπόλοιπον έναντι του κεφαλαίου.  Οι τόκοι θα κεφαλαιοποιούνται την 30ην Ιουνίου και/ή την 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους, νοουμένου ότι η τοιαύτη κεφαλαιοποίησις δεν θα αντίκειται προς την εκάστοτε ισχύουσαν Νομοθεσίαν.”

Προκύπτει σαφώς από τον όρο 4(α) ότι η Τράπεζα νομιμοποιείται, όταν γίνεται πληρωμή έναντι του δανείου, να υπολογίζει και εξοφλά με αυτή πρώτα τους μέχρι την ημέρα εκείνη δεδουλευμένους τόκους, όπως ακριβώς ήταν η πρακτική της στην προκειμένη περίπτωση. Δεν τίθεται λοιπόν θέμα παράβασης του όρου 4(α) που να απέληγε σε υπερχρεώσεις.  Αλλά ούτε και θέμα ανατοκισμού τίθεται, όπως παραπονείται η Εφεσείουσα στο μέρος (δ) του λόγου έφεσης.  Είναι καθαρό από την κατάσταση λογαριασμού ότι οι τόκοι εξοφλούντο με τις πληρωμές και δεν κεφαλαιοποιούντο για σκοπούς υπολογισμού του τόκου ανά εξαμηνία, όπως προκύπτει και από το ότι, παρά τη χρέωση τόκων στις 23.12.1998 και στις 20.8.1999 μετά που δεν υπήρξαν άλλες πληρωμές, το δεικνυόμενο [*327]ως τοκοφόρο υπόλοιπο ήταν το προκύπτον μετά από την τελευταία πληρωμή στις 2.7.1998 ανερχόμενο σε £1,704.61 και όχι το συνολικά οφειλόμενο ποσό που προέκυπτε μετά την πρόσθεση και των οφειλόμενων τόκων.

Ακόλουθα των πιο πάνω διαπιστώσεων, καταρρέει και το μέρος (στ) του λόγου έφεσης που είναι ότι οι παράνομες χρεώσεις που εγίνοντο στο λογαριασμό κατά παράβαση της συμφωνίας παραβίαζαν τα δικαιώματα της Εφεσείουσας ως εγγυήτριας και την απάλλασσαν από την υποχρέωση της.  Εφ’ όσον δεν διαπιστώνονται χρεώσεις κατά παράβαση της συμφωνίας ή του νόμου, το υπόβαθρο του μέρους αυτού του λόγου έφεσης παύει να υφίσταται.

Τέλος, στο μέρος (γ) του λόγου έφεσης η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπ΄όψη του ότι η Εφεσείουσα δεν είχε προηγούμενη πληροφόρηση της κατάστασης λογαριασμού και έτσι δεν ήταν σε θέση να δώσει περισσότερα στοιχεία σε στήριξη της θέσης της εκτός αν αποκαλύπτετο πλήρως ο λογαριασμός. Είναι όμως, σύμφωνα με την πάγια νομολογία στην οποία παρέπεμψε σε έκταση η ευπαίδευτη δικαστής, και την οποία δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε, υποχρέωση του εναγόμενου, εφ’ όσον ο Ενάγων συμμορφωθεί με τις προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1, να αποκαλύψει γεγονότα που του δίδουν δικαίωμα να υπερασπισθεί την αγωγή, παρέχοντας όχι γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς και πιθανολογήσεις αλλά επαρκή στοιχεία και λεπτομέρειες.  Εν πάση περιπτώσει δε, όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τη θέση της Εφεσείουσας για υπερχρεώσεις και ανατοκισμό τέθησαν ενώπιον του δικαστηρίου από την ίδια την Τράπεζα, η ενόρκως δηλούσα για την οποία και δεν αντεξετάσθηκε καν, και αναιρούσαν τη θέση της Εφεσείουσας.  Και κάτι άλλο συναφές. Στο τέλος της ημέρας, η θέση της Εφεσείουσας απέληγε να είναι όχι η καθόλου αμφισβήτηση της υποχρέωσης της αλλά η αμφισβήτηση του ακριβούς ποσού που οφείλετο. Και αν ακόμα μπορούσε να δείξει ότι είχε δικαίωμα υπεράσπισης ως προς την έκταση των ισχυριζόμενων υπερχρεώσεων και ανατοκισμού, που δεν έδειξε, η άδεια υπεράσπισης θα περιορίζετο στην έκταση εκείνη και δεν θα εκάλυπτε το σύνολο της απαίτησης.

Η έφεση καταλήγει σε αποτυχία και απορρίπτεται. Η Εφεσείουσα θα καταβάλει τα έξοδα της Τράπεζας.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο