Μεττή Χριστόδουλος και Άλλος ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 417

(2002) 1 ΑΑΔ 417

[*417]26 Μαρτίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

1.           XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΜΕΤΤΗ,

2.           ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΩΣ

   ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ                    ΛΟΪΖΟΥ Χ” MΑΝΩΛΗ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΤΟΠΙΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 22.6.2000

1.           XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΜΕΤΤΗ,

2.           ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΙΜΩΝΟΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ

   ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΛΟΪΖΟΥ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ.

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 10365, 10366, 10367)

 

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Εκδίδεται μόνο στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται πως ο εναγόμενος δεν έχει καμιά υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή ― Μεγάλη καθυστέρηση καθιστά ατελέσφορη τη σχετική διαδικασία.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου εξέδωσε συνοπτική απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.  Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση και υποστήριξαν ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και δεν έλαβε υπ’ [*418]όψιν το σημείωμα εμφάνισης που είχαν καταχωρήσει, θεωρώντας την ενώπιόν του διαδικασία ως αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης ή υπεράσπισης και όχι ως αίτηση για συνοπτική απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Απόφαση δυνάμει της Δ.18 θα πρέπει να εκδίδεται μόνο όταν υπάρχει αυστηρή συμμόρφωση με την προβλεπόμενη διαδικασία και αφού το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο εναγόμενος να διαθέτει υπεράσπιση ή ότι δεν έχει αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρούνται ικανά να του παράσχουν το δικαίωμα σε υπεράσπιση, καταγράφοντας συνάμα την κατάληξή του αυτή.

2.  Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο δεν προχώρησε να εξετάσει πριν την έκδοση απόφασης αν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της Δ.18.  Στην ουσία χειρίστηκε την περίπτωση ως αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρησης υπεράσπισης.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα την διακριτική του ευχέρεια με το να δεχθεί απόδειξη της αξίωσης των εναγόντων χωρίς προηγουμένως να ικανοποιηθεί ότι οι εναγόμενοι στερούνταν υπεράσπισης και συνεπώς θα μπορούσε να εκδοθεί απόφαση συνοπτικά.

4.  Η έννοια της συνοπτικής απόφασης είναι συνυφασμένη με το δικαίωμα του ενάγοντα να εξασφαλίσει γρήγορα απόφαση όταν ο αντίδικός του δεν διαθέτει υπεράσπιση.  Η μεγάλη καθυστέρηση καθιστά τη διαδικασία ατελέσφορη.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Anglo-Italian Bank v. Wells (and Davies) 38 L.T. 197, C.A.,

Ford v. Harvey a.o., 9 T.L.R. 328,

Simon and Co v. Palmer’s Stores [1912] 1 K.B. 259,

Petrides v. Ioannou (1980) 1 C.L.R. 319,

[*419]Trans Middle East (Trading) (T.M.E.T.) Ltd v. Tlais (1991) 1 A.A.Δ. 239,

Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333,

Kyprianides v. Ioannou (1966) 1 C.L.R. 265,

Christodoulou v. Erotocritou XXI C.L.R. 175,

Jacobs v. Booth’s Distillery Co [1901] 85 L.T. 262,

Χρίστου ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1847.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 30/9/98 (Αρ. Αγωγών 2051/96, 2052/96 & 2053/96) με την οποία δέχθηκε απόδειξη της αξίωσης των εναγόντων και εξέδωσε συνοπτική απόφαση εναντίον των εναγομένων, ως η απαίτηση των εναγόντων.

Αιμ. Λεμονάρης, για τον Εφεσείοντα Αρ. 2.

Στ. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Οι παρούσες τρεις εφέσεις που συνεκδικάστηκαν αναφέρονται σε τρεις αγωγές του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που ηγέρθηκαν από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες εναντίον των εφεσειόντων και ενός τρίτου προσώπου. 

Μετά την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης καταχωρήθηκε από τους εφεσίβλητους αίτηση για συνοπτική απόφαση εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 2 και 3 (στο εξής «οι εφεσείοντες»).  Η πορεία της αίτησης ήταν μακρά.  Μετά την καταχώρηση ένστασης από τους εφεσείοντες 2 και 3 η αίτηση αναβλήθηκε επανειλημμένα.  Υπήρξαν διάφορες εξελίξεις, όπως αντικατάσταση δικηγόρων και πτώχευση του εναγόμενου 3 που εμφανιζόταν και ως δικηγόρος του εναγόμενου 2.

[*420]Θα επικεντρωθούμε στα τελευταία πρακτικά. Σε κάποιο στάδιο η αίτηση ορίστηκε στις 14.5.1998, για να αναβληθεί στη συνέχεια για τις 15.6.1998, οπότε, αφού καμιά εμφάνιση δεν υπήρχε εκ μέρους των εναγομένων 2 και 3, ορίστηκε για απόδειξη στις 30.9.1998.  Στις 30.9.1998 ο εναγόμενος 3, ο οποίος είναι δικηγόρος και είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, εμφανίστηκε και ισχυρίστηκε ότι οι εμφανίσεις του για τον εναγόμενο 2 ήταν νόμιμες, αφού, σύμφωνα με το σχετικό νόμο, η άδεια άσκησης του επαγγέλματος δεν αναστέλλεται ή αφαιρείται αυτόματα με την πτώχευση δικηγόρου.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι το θέμα που εγειρόταν ήταν κατά πόσο θα δεχόταν αίτημα όπως οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι μη προχωρήσουν σε απόδειξη της υπόθεσής τους.  Αποφασίστηκε ότι υπήρχε αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους του εναγόμενου 2 να καταχωρήσει την εμφάνισή του, ενώ όσον αφορά τον εναγόμενο 3, άνκαι η εμφάνισή του καταγράφηκε, σημειώθηκε ότι τον αντιπροσωπεύει ο Επίσημος Παραλήπτης.  Στη συνέχεια οι ενάγοντες κλήθηκαν να προχωρήσουν σε απόδειξη της υπόθεσής τους.  Η δικηγόρος που παρουσιαζόταν γι’ αυτούς αναφέρθηκε στα διάφορα τεκμήρια που συνόδευαν την ένορκη δήλωση που είχε καταχωρηθεί μαζί με την αίτηση, τα οποία το Δικαστήριο σημείωσε ως τεκμήρια της υπόθεσης. 

Το πρακτικό του Δικαστηρίου στην αγωγή υπ΄ αρ. 2051/96 καταλήγει με την εξής δήλωση:

«Δικαστήριο: Αφού έχω μελετήσει την αίτηση, την αρχική ένορκη δήλωση, τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση και αφού έχω εξετάσει όλα τα έγγραφα που συνοδεύουν την ένορκη δήλωση και αφού έχω ακούσει τα επεξηγηματικά σχόλια της κας Μαλέκκου έχω βεβαιωθεί ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται σε απόφαση εναντίον των Εναγομένων 2 και 3 και ως εκ τούτου εκδίδω απόφαση εναντίον τους ως η παράγραφος 2 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ημερ. 28.9.98.»

Στις άλλες δύο αγωγές, τις υπ’ αρ. 2052/96 και 2053/96 ακολουθήθηκε λίγο πολύ η ίδια διαδρομή, μόνο που οι εναγόμενοι 2 και 3 αποχώρησαν μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην αγωγή υπ΄ αρ. 2051/96 ότι η υπόθεση θα προχωρούσε σε απόδειξη.  Τελικά εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσίβλητων και στις τρεις αγωγές.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και δεν έλαβε υπ΄ όψιν το σημείωμα εμφάνισης που είχαν καταχωρήσει, θεωρώντας την ενώπιόν του διαδικασία ως αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης [*421]καταχώρησης εμφάνισης ή υπεράσπισης και όχι ως αίτηση για συνοπτική απόφαση.

Η διά κλήσεως αίτηση για συνοπτική απόφαση και η ακολουθητέα διαδικασία ρυθμίζεται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Εκδίδεται απόφαση υπέρ του ενάγοντα, εκτός αν ο εναγόμενος ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι διαθέτει καλή υπεράσπιση στην αγωγή επί της ουσίας ή αποκαλύπτει γεγονότα που μπορούν να θεωρηθούν ικανά να του επιτρέψουν να υπερασπιστεί.  Η ακρόαση της αίτησης γίνεται βέβαια σύμφωνα με τις διατάξεις της Δ.48.

Πάγια νομολογία τονίζει ότι η δικαιοδοσία δυνάμει της Δ.18 θα πρέπει να ασκείται με τη μεγαλύτερη προσοχή, ούτως ώστε διάδικος να μην αποκλείεται από την έγερση οποιασδήποτε υπεράσπισης την οποία μπορεί πράγματι να διαθέτει (βλέπε μεταξύ άλλων Anglo – Italian Bank v. Wells (and Davies) 38 L.T. 197, C.A., Ford v. Harvey and Others, 9 T.L.R. 328 και Simon and Co v. Palmer’s Stores [1912] 1 K.B. 259).

Στην υπόθεση Petrides v. Ioannou (1980) 1 C.L.R. 319, όπου το πρωτόδικο δικαστήριο, παρά την καταχώρηση αίτησης για συνοπτική απόφαση, όρισε την αγωγή για ακρόαση, δίδοντας συνάμα οδηγίες για την καταχώρηση υπεράσπισης, κρίθηκε πως, πριν η αγωγή οριστεί για ακρόαση, θα έπρεπε να τύχει χειρισμού και η αίτηση για συνοπτική απόφαση να εκδικαστεί.

Συνοπτική απόφαση πρέπει να εκδίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος στερείται υπεράσπισης.  Όπου παρέχονται λεπτομέρειες που δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή, όπου σε απάντηση της αξίωσης εγείρονται θέματα που θα πρέπει να εκδικαστούν ή αποκαλύπτονται γεγονότα που  κρίνονται ως αρκετά να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει υπεράσπιση, τότε του παρέχεται δικαίωμα για υπεράσπιση (Trans Middle East (Trading) (T.M.E.T.) Ltd v. Tlais (1991) 1 A.A.Δ. 239).

Στην υπόθεση Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333, 338 αναφέρονται τα σημεία στα οποία, κατά την ακρόαση αίτησης για συνοπτική απόφαση, τόσο ο ενάγων, όσο και ο εναγόμενος, θα πρέπει να ικανοποιήσουν το δικαστήριο.  Αν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις που πρέπει να αποδείξει ο ενάγων εκδίδει απόφαση, ενώ αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις που βαρύνουν τον εναγόμενο, διατάσσει τη συνέχιση της υπόθεσης και την καταχώριση υπεράσπισης.  Ο εναγόμενος θα πρέπει να δείξει είτε ότι έχει καλή υπεράσπιση επί της ου[*422]σίας της αγωγής, είτε να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρούνται ικανοποιητικά για να του παρασχεθεί το δικαίωμα να υπερασπιστεί. Το βάρος βρίσκεται επί των ώμων του εναγόμενου (Kyprianides ν. Ioannou (1966) 1 C.L.R. 265, 269) και το δικαστήριο θα πρέπει να καταλήξει σε σχετικό  συμπέρασμα, ύστερα από ακρόαση της αίτησης για συνοπτική απόφαση (Christodoulou ν. Erotocritou ΧΧΙ C.L.R. 175).

Στην πρακτική είναι αρκετό για τον εναγόμενο να αποκαλύψει γεγονότα ικανά να καταδείξουν καλόπιστα την ύπαρξη δικάσιμου θέματος. Άδεια για καταχώρηση εμφάνισης θα πρέπει να του παρέχεται, ακόμα κι’ όταν φαίνεται ότι δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας (Jacobs v. Booth’s Distillery Co [1901] 85 L.T. 262).

Μόνο σε καθαρές περιπτώσεις το Δικαστήριο μπορεί να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπεράσπισή του.  Διαφορετική αντιμετώπιση θα συνιστούσε άρνηση δικαιοσύνης ((Trans Middle East (Trading) (T.M.E.T.) Ltd v. Tlais, ανωτέρω). 

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η διαδικασία τη συνοπτικής απόφασης είναι κατ’ εξαίρεση διαδικασία που παρακάμπτει την κανονική διαδικασία της ακρόασης των αγωγών και αν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, αποκλείει τον εναγόμενο από του να αμφισβητήσει την εναντίον του αξίωση. Απόφαση συνεπώς δυνάμει της Δ.18 θα πρέπει να εκδίδεται μόνο όταν υπάρχει αυστηρή συμμόρφωση με την προβλεπόμενη διαδικασία και αφού το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο εναγόμενος να διαθέτει υπεράσπιση ή ότι δεν έχει αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρούνται ικανά να του παράσχουν το δικαίωμα σε υπεράσπιση, καταγράφοντας συνάμα την κατάληξή του αυτή.  Η συμμόρφωση με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της Δ.18 είναι απαραίτητη για την ύπαρξη δικαιοδοσίας.  Κατά συνέπεια, εκτός αν ο ενάγων ικανοποιήσει πρώτα τις διαδικαστικές αυτές απαιτήσεις, το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση συνοπτικής απόφασης. 

Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο παρασυρμένο από τις αλλεπάλληλες αναβολές, δεν προχώρησε να εξετάσει πριν την έκδοση απόφασης αν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της Δ.18. Στην ουσία χειρίστηκε την περίπτωση ως αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρησης υπεράσπισης.

Μετά την απόρριψη του αιτήματος για αναβολή, θα έπρεπε να προχωρούσε σε εξέταση της αίτησης για συνοπτική απόφαση, έστω και ερήμην των εναγόμενων και στη συνέχεια, αφού βεβαιωνόταν [*423]ότι ικανοποιούνταν οι σχετικές προϋποθέσεις, να προχωρούσε σε έκδοση απόφασης.

Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, εκτός αν υπάρχει λάθος αρχής ή κακή εκτίμηση γεγονότων ή αν δόθηκε ανάρμοστο βάρος σε κάποιο από αυτά (Χρίστου ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1847). Κι’ αυτό έγινε στην παρούσα περίπτωση.  Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε και δέκτηκε απόδειξη της αξίωσης των εναγόντων χωρίς προηγουμένως να ικανοποιηθεί ότι οι εναγόμενοι στερούνταν υπεράσπισης και συνεπώς θα μπορούσε να εκδοθεί απόφαση συνοπτικά.

Εν όψει των πιο πάνω βρίσκουμε ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει και η πρωτόδικη απόφαση να ακυρωθεί.  Πριν όμως τελειώσουμε θα θέλαμε να πούμε ότι δεν νοείται τόση καθυστέρηση στην εκδίκαση αίτησης για συνοπτική απόφαση. Η έννοια της συνοπτικής απόφασης είναι συνυφασμένη με το δικαίωμα του ενάγοντα να εξασφαλίσει γρήγορα απόφαση όταν ο αντίδικός του δεν διαθέτει υπεράσπιση.  Η μεγάλη καθυστέρηση καθιστά τη διαδικασία ατελέσφορη.  Πολύ δε περισσότερο, όταν, όπως στην παρούσα περίπτωση, λόγω κάποιας αβλεψίας η διαδικασία θα πρέπει να αρχίσει, ύστερα από τόσο καιρό, από την αρχή.

Η έφεση επιτρέπεται και η πρωτόδικη απόφαση ως προς τους εφεσείοντες ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των εφεσίβλητων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο