Σαββιτζιήκκης - Καρπασίτης Γιάννης και Άλλη ν. Γεώργιου Α. Σιόκουρου (2002) 1 ΑΑΔ 472

(2002) 1 ΑΑΔ 472

[*472]27 Μαρτίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΑΒΒΙΤΖΙΗΚΚΗΣ-ΚΑΡΠΑΣΙΤΗΣ,

2. ΕΥΔΟΚΙΑ ΣΑΒΒΙΤΖΙΗΚΚΗ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

ν.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α. ΣΙΟΚΟΥΡΟΥ,

Εφεσίβλητου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10927)

 

Αστικά αδικήματα ― Ιδιωτική οχληρία ― Κατηγορίες ιδιωτικής οχληρίας ― Άρθρο 46 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Οχληρία που προκύπτει από τη χρήση ιδιοκτησίας ― Συστατικά στοιχεία του αδικήματος και αρχές που διέπουν την εφαρμογή του ― Ποίο το βασικό κριτήριο για κατάταξη μιας κατάστασης ενόχλησης και ταλαιπωρίας σε ιδιωτική οχληρία.

Συμπεράσματα Δικαστηρίου ― Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός αν αυτά δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή τα πραγματικά του ευρήματα, όπου αυτά δεν αμφισβητούνται.

Δίκαιο επιείκειας ― Ολιγωρία (laches) ― Μπορεί να εγερθεί ως υπεράσπιση σε αγωγή σε περιπτώσεις όπου ο ενάγων ζητά θεραπεία με βάση το δίκαιο της επιείκειας (equitable remedy).

Ο εφεσίβλητος-ενάγων (ο εφεσίβλητος) με την αγωγή του ζήτησε την άρση οχληρίας που κατ’ ισχυρισμό προκαλούσαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 και 2 (οι εφεσείοντες) με τη λειτουργία κτηνοτροφικής μονάδας σε κτήμα τους εφαπτόμενο στη γη επί της οποίας βρίσκεται το σπίτι του εφεσίβλητου. Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης επροκαλείτο δυσοσμία και εδημιουργείτο εστία κουνουπιών και μυγών από κοπροσωρό απορριμμάτων και ούρων που προερχόταν από αριθμό ζώων που διατηρούσαν οι εφεσείοντες 1 και 2 στην κτηνοτροφική τους μονάδα.

[*473]Οι εφεσείοντες αρνούνταν την πρόκληση οχληρίας ισχυριζόμενοι ότι η χρήση της γης τους δεν υπερέβαινε τα φυσιολογικά και αναμενόμενα όρια που επικρατούν στην περιοχή και ότι πάντοτε φρόντιζαν να διατηρούν καθαρά τα υποστατικά λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα προφύλαξης για παρεμπόδιση της οχληρίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος απέδειξε την υπόθεσή του και εξέδωσε διάταγμα εναντίον των εφεσειόντων για άρση της οχληρίας.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση, αμφισβητώντας τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Πρόβαλαν επίσης τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1) Το Δικαστήριο απέτυχε να ισοζυγίσει τα δικαιώματα των εφεσειόντων για χρήση της περιουσίας τους και το ταυτόχρονο δικαίωμα του εφεσίβλητου για ανενόχλητη απόλαυση της δικής του περιουσίας.

2) Το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη, ως στοιχείο στον ισοζυγισμό των δικαιωμάτων των διαδίκων, το γεγονός ότι η οχληρία προϋφίστατο της ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου.

3) Το Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη δυσοσμίας και μυγών παρενοχλούσε τον εφεσίβλητο στη φυσική του άνεση και απόλαυση της περιουσίας του σε τέτοιο βαθμό που να συνιστά ιδιωτική οχληρία εντός της έννοιας του Άρθρου 46 του Κεφ. 148.

4) Κακώς το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση ή ολιγωρία (laches) εκ μέρους του εφεσίβλητου αφού αυτός ανήγειρε και χρησιμοποιεί την κατοικία του από το 1996 και ήγειρε την αγωγή 2 χρόνια αργότερα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού ανέφερε τις κατηγορίες ιδιωτικής οχληρίας και ανέλυσε τον τρόπο δημιουργίας της οχληρίας η οποία αφορά την παρούσα υπόθεση απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Το θέμα της ολιγωρίας ή καθυστέρησης (laches) ως υπεράσπιση σε αγωγή μπορεί να εγερθεί σε περιπτώσεις όπου ο ενάγων ζητά θεραπεία με βάση το δίκαιο της επιείκειας (equitable remedy).

     Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που δεν έχουν προσβληθεί, ο εφεσίβλητος που κατοικούσε στο σπίτι του από το 1996, το 1997 υπέβαλε σχετικό παράπονο στο Δήμο Παραλιμνίου, το οποίο και διερευνήθηκε.

     Κάτω από τις συνθήκες αυτές η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η συμπεριφορά του εφεσίβλητου δεν ισοδυναμούσε είτε με συγκατάθεση του (acquiescence) ή ολιγωρία [*474](laches), είναι ορθή.  Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.

2.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ενόχληση που προκαλείται στον εφεσίβλητο και την οικογένειά του αλλά και σε άλλους γείτονες υπερβαίνει κατά πολύ και τα πιο ακραία όρια ανοχής που μπορεί να επιδειχθούν, είναι ορθή, ενόψει της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή.

3.  Ορθή είναι και η επισήμανση του Δικαστηρίου πως η λήψη μέτρων για αποφυγή της οχληρίας από μόνη της δεν αποτελεί υπεράσπιση αφ’ ης στιγμής δεν αίρεται η οχληρία.

4.  Το γεγονός της προϋπάρξεως της οχληρίας δεν αποτελεί υπεράσπιση και ορθώς δεν ελήφθη υπ’ όψιν από το Δικαστήριο στο ισοζυγισμό των δικαιωμάτων των διαδίκων.

5.  Τα συμπεράσματα και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογούνταν πλήρως από τα πραγματικά του ευρήματα.  Ο εφεσείων δεν έπεισε ότι εδικαιολογείτο η επέμβαση του Εφετείου στην παρούσα υπόθεση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Palantzi v. Agrotis (1968) 1 C.L.R. 448,

Theofilou v. Christodoulou a.o. (1973) 1 J.S.C. 91,

HadjiChristodoulou v. Aristedou (1981) 1 C.L.R. 287,

Polsue & Alfieri Ltd v. Rushmer [1907] A.C. 121,

Medcon Constructions Ltd v. Ευαγγέλου κ.ά. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 565,

Ιωαννίδης ν. Σάββα (1984) 1 J.S.C. 186,

Koudellaris v. Christoforou a.o. (1975) 1 C.L.R. 366.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που δόθηκε στις 18/9/00 (Αρ. Αγω[*475]γής 507/98) με την οποία δέχθηκε ότι ο ενάγων απέδειξε την υπόθεσή του για οχληρία λόγω λειτουργίας κτηνοτροφικής μονάδας από τους εναγόμενους σε κτήμα τους εφαπτόμενο στη γη όπου βρισκόταν η κατοικία του ενάγοντα και εξέδωσε διάταγμα εναντίον των εναγομένων για άρση της οχληρίας.

Λ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους.

Α. Κεφάλας, για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απαίτηση του εφεσίβλητου-ενάγοντα στην αγωγή ήταν για άρση οχληρίας που κατ’ ισχυρισμό προκαλούσαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 και 2 με τη λειτουργία κτηνοτροφικής μονάδας σε κτήμα τους εφαπτόμενο στη γη επί της οποίας βρίσκεται το σπίτι του εφεσίβλητου-ενάγοντα.  Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, επροκαλείτο δυσοσμία και εδημιουργείτο εστία κουνουπιών και μυγών από κοπροσωρό απορριμμάτων και ούρων που προερχόταν από αριθμό ζώων που διατηρούσαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 και 2 στην κτηνοτροφική τους μονάδα. 

Οι τελευταίοι αρνούνταν την πρόκληση οχληρίας ισχυριζόμενοι ότι η χρήση της γης τους δεν υπερέβαινε τα φυσιολογικά και αναμενόμενα όρια που επικρατούν στην περιοχή και ότι πάντοτε φρόντιζαν να διατηρούν καθαρά τα υποστατικά λαμβάνοντας αυστηρά μέτρα καθαριότητας και υγιεινής και όλα τα αναγκαία μέτρα προφύλαξης για παρεμπόδιση της οχληρίας.

Στην πρωτόδικη απόφαση το Δικαστήριο, αφού παρέθεσε λεπτομερώς τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του, τη σχολίασε εκτενώς και την αξιολόγησε καταλήγοντας στα πραγματικά του ευρήματα.  Ακολούθως έκαμε εκτενή αναφορά στο Νόμο και τη νομολογία και δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος-ενάγων απέδειξε την υπόθεση και εξέδωσε διάταγμα εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 1 και 2 για άρση της οχληρίας. Η αγωγή εναντίον του εναγομένου 3 απορρίφθηκε, αφού το Δικαστήριο βρήκε ότι αυτός απλώς βοηθούσε τους εναγομένους στην εργασία τους και δεν ήταν ιδιοκτήτης των ζώων ούτε και διέμενε στη μάντρα.

Όσον αφορά την ουσία της απόφασης, οι εφεσείοντες-εναγόμε[*476]νοι 1 και 2 δεν προσβάλλουν τα πραγματικά ευρήματα του Δικαστηρίου με τους λόγους έφεσής τους, αλλά αμφισβητούν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Εν πάση περιπτώσει, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα πραγματικά ευρήματα ήταν πλήρως αιτιολογημένα.

Στο λόγο (β) της έφεσης,  προβάλλεται το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο απέτυχε να ισοζυγίσει τα δικαιώματα των εφεσειόντων-εναγομένων 1 και 2 να χρησιμοποιούν την περιουσία τους και το ταυτόχρονο δικαίωμα του εφεσίβλητου-ενάγοντα να απολαμβάνει ανενόχλητα τη δική του περιουσία. Σε συνάρτηση με αυτά υποβλήθηκε επίσης ότι δεν αποδείχθηκε ότι η ύπαρξη δυσοσμίας και μυγών παρενοχλούσε την εύλογη χρήση της περιουσίας του και την άνετη ζωή του εφεσίβλητου-ενάγοντα με τα κριτήρια του μέσου ανθρώπου. Σε σχέση με την τελευταία αυτή θέση, όμως, επισημαίνουμε πως αφού κανένα από τα πραγματικά ευρήματα δεν προσβάλλεται άμεσα, το τι παραμένει να κριθεί είναι αν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογούνταν με βάση τα πραγματικά του ευρήματα.

Παραπονούνται επίσης κάτω απ΄αυτό το λόγο έφεσης οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 και 2 ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το βαθμό της κατ΄ισχυρισμό οχληρίας αφού δέχθηκε ότι «στην επίδικη περιοχή αναμένεται να υπάρχει κάποια οχληρία είτε από έντομα, ή μύγες ή και από κάποιες οσμές».

Με το λόγο (γ) παραπονούνται και πάλιν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 και 2 ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη, ως ένα στοιχείο στον ισοζυγισμό των δικαιωμάτων των διαδίκων, το γεγονός ότι η οχληρία προϋφίστατο της ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου-ενάγοντα.

Τέλος, με το λόγο έφεσης (δ) οι εφεσείοντες προσβάλλουν ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η ύπαρξη δυσοσμίας και μυγών παρενοχλούσε τον εφεσίβλητο στη φυσική του άνεση και απόλαυση της περιουσίας του σε τέτοιο βαθμό που να συνιστά ιδιωτική οχληρία εντός της έννοιας του άρθρου 46 του Κεφ.148.

Πέρα από τις πιο πάνω θέσεις που αφορούν την ουσία της υπόθεσης, οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 και 2 υποβάλλουν ότι κακώς το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση ή ολιγωρία (laches) εκ μέρους του εφεσίβλητου, αφού αυτός ανήγειρε και χρησιμοποιεί την κατοικία του από το 1996 και ήγειρε την αγωγή στις [*477]29.5.98, δηλαδή 2 χρόνια αργότερα.

Είναι ορθό να επιληφθούμε πρώτα του θέματος της καθυστέρησης.  Το θέμα της ολιγωρίας ή καθυστέρησης (laches) ως υπεράσπιση σε αγωγή μπορεί να εγερθεί σε περιπτώσεις όπου ο ενάγων ζητά θεραπεία με βάση το δίκαιο της επιείκειας (equitable remedy).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε αποσπάσματα επί του θέματος από τα συγγράμματα Bullen & Leake and Jacob’s Precedents of Pleading, 12th Ed  και  Halsbury’s Laws of England, 3rd Ed., V.14.

Δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό να απορρίψουμε αυτό το λόγο έφεσης.  Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου που δεν έχουν προσβληθεί, ο εφεσίβλητος-ενάγων που κατοικούσε στο σπίτι του από το 1996, το 1997 υπέβαλε σχετικό παράπονο στο Δήμο Παραλιμνίου, το οποίο και διερευνήθηκε. Παράπονο που οδήγησε σε συνεδρία της Επιτροπής Υγείας του Δήμου στην παρουσία τόσο του εφεσίβλητου-ενάγοντα όσο και της εφεσείουσας-εναγομένης 2.  Η αγωγή  ακολούθησε το 1998. 

Κάτω από τις συνθήκες αυτές, συμφωνούμε απόλυτα με το πρωτόδικο Δικαστήριο πως δεν υπήρξε οποιαδήποτε καθυστέρηση ή συμπεριφορά από την πλευρά του εφεσίβλητου-ενάγοντα που να ισοδυναμεί είτε με συγκατάθεση του (acquiescence) ή ολιγωρία (laches) και ως εκ τούτου ο λόγος αυτός της έφεσης απορρίπτεται.

Παραθέτουμε τώρα σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή από τις σελ. 19-21, στο οποίο φαίνονται τα ευρήματά του:

«Σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας προσθέτω πως η εκδοχή του ενάγοντα κατ΄ουσία δεν αμφισβητήθηκε, αλλά εκείνο που οι εναγόμενοι προσπάθησαν μέσα από την εκδοχή που πρόβαλαν στο Δικαστήριο είναι πως οι οσμές προέρχονται από αλλού και πως μύγες υπάρχουν παντού, το οποίο όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό για όλους τους πιο πάνω λόγους.

Από την αξιολόγηση της μαρτυρίας και έχοντας υπόψη μου το σύνολο της μαρτυρίας, καταλήγω στα πιο κάτω ευρήματα.

Ο εναγόμενος είναι ιδιοκτήτης μιας οικίας στο τεμάχιο με αριθμό εγγραφής 6901 Φ\Σχ\3363, τεμάχιο 172, στο Παραλίμνι για την οποία εξεδόθη άδεια οικοδομής.  Οι εναγόμενοι 1 και 2 ανήγειραν το 1984 μάντρα στην κρατική γη με αριθμό εγγραφής 7679 Φ\Σχ\33\63 και αριθμός τεμαχίου 926.  Τα δύο [*478]τεμάχια συνορεύουν με μια πλευρά κοινή.  Η απόσταση από την μάντρα μέχρι το σπίτι του ενάγοντα είναι 20 μέτρα.  Αίτηση του εναγόμενου 1 για εκμίσθωση της κρατικής αυτής γης, απορρίφθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου ζήτησε με επιστολή ημ. 30.12.1993 προς τον εναγόμενο να εγκαταλείψει την επέμβαση αλλά δεν υπήρξε συμμόρφωση.  Δεν υπάρχει άδεια οικοδομής των υποστατικών του εναγόμενου ούτε και υπάρχουν άδειες για κτηνοτροφικές μονάδες για την ζώνη που βρίσκεται η μάντρα, αφού είναι ζώνη Γ εκτός υδρεύσεως και επιτρέπεται μόνο η ανέγερση κατοικιών.

Οι εναγόμενοι 1 και 2 διατηρούν στην μάντρα 45 πρόβατα και 5 κότες.  Έχουν ακόμη 2 σκυλιά και μια γεννήτρια.  Έξω από την μάντρα και σε απόσταση 30-40 μ.  Από το σπίτι του ενάγοντα υπάρχει κοπροσωρός που προκαλεί δυσοσμία και αποτελεί εστία ανάπτυξης μύγων.  Η κοπροσωρός όταν γίνει όγκος φορτίου ενός φορτηγού φορτώνεται με εκσκαφέα σε φορτηγό.  Σε μεγάλη απόσταση από την μάντρα, περίπου μισό χιλιόμετρο, υπάρχει μεγάλο κτηνοτροφικό υποστατικό και στην γύρω περιοχή υπάρχουν περίπου 20 κατοικίες.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Τα ζώα και η κοπροσωρός αποτελούν εστία ανάπτυξης μυγών και εκπέμπουν δυσοσμία που μαζί με τον θόρυβο που προκαλείται από την λειτουργία της γεννήτριας, δημιουργούν οχληρία στο διπλανό σπίτι του ενάγοντα που διαμένει με την σύζυγο και τα δύο ανήλικα παιδιά του.

Λόγω της ολχηρίας που προκαλείται, ο ενάγων τοποθέτησε δίκτυα στα παράθυρα για τις μύγες.  Στην βεράντα του σπιτιού δεν μπορούν να κάτσουν λόγω της δυσοσμίας και των πολλών μυγών και αναγκάζονται να κλείνονται στο σπίτι και να ανάβουν το σύστημα κλιματισμού.

Καθημερινά οι διάφορες εργασίες στην μάντρα γίνονται από την εναγόμενη 2.  Ο εναγόμενος 3, βοηθά τους γονείς του εναγομένους 1 και 2 τα Σαββατοκυρίακα όταν έρχεται από την Πάφο όπου εργάζεται και διαμένει.

Η εναγόμενη 2 τοποθετεί στην κοπροσωρό ασβέστη αλλά η δυσοσμία και η ανάπτυξη μυγών εξακολουθούν να υπάρχουν.»

[*479]Το άρθρο 46 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 κωδικοποιεί τις πρόνοιες του Κοινού Δικαίου που αφορούν το αστικό αδίκημα της ιδιωτικής οχληρίας. Υπάρχουν βασικά δύο μεγάλες κατηγορίες ιδιωτικής οχληρίας:  (α) επέμβαση στην απόλαυση ακίνητης ιδιοκτησίας γενικά και, (β) επέμβαση σε δουλείες.

Αναφορικά με την πρώτη κατηγορία, η οποία και μας αφορά, υπάρχουν πολλές και ποικίλες πράξεις που μπορεί να συνιστούν  οχληρία, όπως θόρυβος, δονήσεις, αέρια, αναθυμιάσεις, δυσοσμία, καπνός κ.λ.π. που είναι συνηθισμένες περιπτώσεις και αποτελούν μέρος της καθημερινής ζωής.  Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος καθώς και οι αρχές που διέπουν την εφαρμογή τους έχουν αναλυθεί σε αριθμό Κυπριακών υποθέσεων και ιδιαίτερα στην Palantzi v. Agrotis (1968) 1 C.L.R. 448.  Όσον αφορά την υγεία και άνεση, η ζημιά που πρέπει να αποδεικνύεται δεν είναι αναγκαίο να ισοδυναμεί με άμεση βλάβη, αλλά είναι αρκετό αν κάποιος εμποδίζεται σε υπολογίσιμη έκταση από την απόλαυση των συνηθισμένων ανέσεων της ζωής.  Το επίπεδο δε αυτό των συνηθισμένων ανέσεων είναι ανάλογο με τη φύση και τη θέση της περιουσίας. Έτσι, κατοικία που βρίσκεται σε οικιστική περιοχή διαφέρει από άλλη που βρίσκεται σε εμπορική και συνήθως θορυβώδη περιοχή. (Theofilou v. Christodoulou and Another (1973) 1 J.S.C. 91).  Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι, αν η οχληρία που δημιουργείται σε μία περιοχή που ήδη υπάρχουν και άλλες οχληρίες από άλλες πηγές αποτελεί σοβαρή προσθήκη στην όλη κατάσταση ενόχλησης και ταλαιπωρίας, τότε η ενόχληση αυτή συνιστά ιδιωτική οχληρία. (HadjiChristodoulou v. Aristedou (1981) 1 C.L.R. 287, Pοlsue & Alfieri Ltd v. Rushmer [1907] A.C. 121).  Όπως προκύπτει από τις αυθεντίες, το βασικό κριτήριο είναι εκείνο του εύλογου σε κάθε περίπτωση και στην κρίση του τί είναι εύλογο (δέστε Medcon Constructions Ltd v. Eυαγγέλου (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 565) η ευαισθησία είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη και αν κριθεί ότι η ευαισθησία του ενάγοντα είναι υπερβολική, τότε η αγωγή του θα απορριφθεί.  Όπως προκύπτει από τις αυθεντίες, ο βασικός κανόνας στο αδίκημα αυτό είναι ότι η χρήση της ιδιοκτησίας πρέπει να είναι τέτοια που να μην προκαλείται ζημιά σε άλλους.  Αυτός εκφράζεται με τη λατινική φράση sic utere tuo ut alienum non laedas.  Πρέπει πάντοτε να τηρείται ένα ισοζύγιο μεταξύ του δικαιώματος του κατόχου να κάνει εκείνο που θέλει με την περιουσία του και του δικαιώματος του γείτονα να μην υφίσταται παρεμβάσεις στη χρήση και απόλαυση της δικής του περιουσίας.  (Δέστε Ιωαννίδης ν. Σάββα (1984) 1 J.S.C. 186)

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τα επί της ουσίας εγειρόμενα [*480]θέματα, έχοντας κατά νου ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα συμπεράσματα του Δικαστηρίου, εκτός αν αυτά δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή τα πραγματικά του ευρήματα,  όπου αυτά δεν αμφισβητούνται. (Δέστε επί του προκειμένου μεταξύ άλλων Koudellaris v. Christoforou and Others (1975) 1 C.L.R. 366).

Eίναι φανερό από την ανάλυση που κάμνει το πρωτόδικο Δικαστήριο και την παράθεση της νομολογίας πως είχε υπόψη του και παρέθεσε ορθά τη νομολογία επί των εγειρομένων θεμάτων.  Στη σελ. 26 της απόφασής του το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στη μαρτυρία που αφορά τη δυσοσμία και την ύπαρξη μυγών που ουσιαστικά δεν αμφισβητείται και αφού στη σελίδα 27 επισημαίνει ότι η περιοχή είναι οικιστική και ότι υπάρχουν στην περιοχή χωράφια μερικά από τα οποία καλλιεργούνται και συνεπώς είναι λογικό να αναμένεται να υπάρχει κάποιου είδους οχληρία, εντούτοις καταλήγοντας αναφέρει τα ακόλουθα στη σελίδα 29 της απόφασης του:

«Έχω τη γνώμη πως ακόμα και στην περιοχή που βρίσκονται τα επίδικα τεμάχια, που δεν παύει να είναι οικιστική ζώνη, δεν θα ήταν λογικό αν αναμένεται από ένα μέσο άνθρωπο (average man) να μένει κλεισμένος μέσα στο σπίτι του για να αποφύγει την δυσοσμία και τις μύγες που εκπέμπονται από την κοπροσωρό και τα ζώα της διπλανής μάντρας.

Η ενόχληση που προκαλείται στον ενάγοντα και την οικογένειά του, αλλά και σε άλλους γείτονες, όπως αυτή έχει περιγραφεί μέσα από την μαρτυρία τους, που έχει γίνει αποδεκτή υπερβαίνει και μάλιστα κατά πολύ και τα πιο ακραία όρια ανοχής που μπορεί να επιδειχθούν.  Ακόμα, και μόνο από το μέγεθος της κοπριάς, που φτάνει μέχρι και τον όγκο φορτίου ενός φορτηγού είναι τόσο μεγάλη και υπερβολική, με την ανάλογη εκπομπή δυσοσμίας και ανάπτυξης μυγών, ώστε ακόμα και ο πλέον δύσπιστος και ανεκτικός άνθρωπος να μην μπορεί να κατοικήσει εκεί, αφού η οχληρία που προκαλείται υπερβαίνει και ξεπερνά κατά πολύ κάθε λογικό μέτρο και όριο ακόμα και για την περιοχή που βρίσκονται τα επίδικα υποστατικά.»

Στη σελίδα 30 καταλήγει ως ακολούθως:

«Έχω τη γνώμη πως στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης η ενόχληση που προκαλείται αποτελεί πραγματικό και ουσιώδη επηρεασμό στην φυσική άνεση, χρήση και απόλαυση της κατοικίας, όχι μόνο για τον ενάγοντα αλλά και σε οποιονδήποτε [*481]άνθρωπο και υπερβαίνει κατά πολύ τα λογικά όρια της διαχωριστικής γραμμής στο ισοζύγιο των εκατέρωθεν δικαιωμάτων των μερών.»

Ορθά περαιτέρω επισημαίνει το Δικαστήριο πως η λήψη μέτρων για αποφυγή της οχληρίας από μόνη της δεν αποτελεί υπεράσπιση αφ΄ης στιγμής δεν αίρεται η οχληρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε αυτού του θέματος και αποφάσισε πως δεν άλλασσε η κατάσταση με τα μέτρα που ισχυρίστηκαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 και 2 ότι λάμβαναν αφού ήταν αναποτελεσματικά. Έτσι τίποτε δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει επέμβασή μας επί του προκειμένου.

Απορρίπτουμε την εισήγηση των εφεσειόντων-εναγομένων 1 και 2 πως παρόλο ότι το γεγονός της προϋπάρξεως της οχληρίας δεν αποτελεί υπεράσπιση, εντούτοις θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη στον ισοζυγισμό των δικαιωμάτων των διαδίκων.  Αν η θέση αυτή ήταν ορθή, τούτο θα ήταν αντινομικό με την πρόνοια που θέλει το θέμα αυτό να είναι άσχετο. 

Παραθέτουμε τέλος το καταληκτικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου από της σελ. 32  της απόφασης:

«Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω είναι πως η ιδιωτική οχληρία που προκαλείται από την δυσοσμία και τις μύγες στο σπίτι του ενάγοντα σε βαθμό που να τον παρενοχλεί στην φυσική του άνεση και εύλογη χρήση και απόλαυση, δημιουργείται, παράγεται και εκπέμπεται από την μάντρα των εναγομένων 1 και 2, στην οποία διατηρούν και συντηρούν 45 ζώα – πρόβατα και 5 κότες, και από την κοπροσωρό των ζώων που αποτελεί εστία ανάπτυξης μυγών και εκπέμπει δυσοσμία.  Η ιδιωτική οχληρία που προκαλείται είναι μόνιμη, καθημερινή και διαρκής και είναι αποτέλεσμα της συστηματικής και συνήθους χρήσης και λειτουργίας της κτηνοτροφικής μονάδας των εναγομένων 1 και 2.»

Με βάση τις αρχές που έχουμε παραθέσει πιο πάνω και τις παρατηρήσεις μας επί των επιδίκων θεμάτων, κρίνουμε πως τα συμπεράσματα  και η κατάληξη του Δικαστηρίου δικαιολογούνταν πλήρως από τα πραγματικά του ευρήματα.  Είναι προφανές ότι ο πρωτόδικος Δικαστής είχε υπόψη του τις νομικές αρχές που παραθέσαμε πιο πάνω.  Τούτο προκύπτει σαφώς τόσο από τις αυθεντίες που παρέθεσε, όσο και από τις παρατηρήσεις του που συνόδευαν τα συμπεράσματά του και που τον οδήγησαν να καταλήξει σ΄αυτά.  Ως εκ των [*482]ανωτέρω, δεν χωρεί επέμβασή μας στα συμπεράσματα αυτά.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 1 και 2.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο