Στιβαδώρου Παύλος σαν διαχειριστής της περιουσίας της Ελένης Στιβαδώρου (αποβιωσάσης) και Άλλος ν. Κλειώς Χατζηκώστα και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 497

(2002) 1 ΑΑΔ 497

[*497]4 Απριλίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.  ΕΛΕΝΗ ΣΤΙΒΑΔΩΡΟΥ,

2.  ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΙΒΑΔΩΡΟΥ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

ν.

1.           ΚΛΕΙΟΥΣ Χ”ΚΩΣΤΑ,

2.           ΜΑΡΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ,

   Φ/ΔΙ ΚΛΕΙΟΥΣ Χ” ΚΩΣΤΑ,

3.           ΛΟΥΪΖΑΣ ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Φ/ΔΙ ΚΛΕΙΟΥΣ Χ” ΚΩΣΤΑ,

4.           ΜΙΛΤΡΕΤ ΦΛΑΜΠΟΥΡΙΑΡΗ,

5.           ΜΙΧΑΛΗ Π. ΚΛΕΟΠΑ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

 

ΚΑΙ, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 24 ΜΑΡΤΙΟΥ, 2000

1.           ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΙΒΑΔΩΡΟΥ, ΣΑΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ

   ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΙΒΑΔΩΡΟΥ,

   ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ,

2.           ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΙΒΑΔΩΡΟΥ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

ν.

1.           ΚΛΕΙΟΥΣ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ,

2.           ΜΑΡΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ,

   Φ/ΔΙ ΚΛΕΙΟΥΣ Χ” ΚΩΣΤΑ,

3.           ΛΟΥΪΖΑΣ ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Φ/ΔΙ ΚΛΕΙΟΥΣ Χ” ΚΩΣΤΑ,

4.           ΜΙΛΤΡΕΤ ΦΛΑΜΠΟΥΡΙΑΡΗ,

5.           ΜΙΧΑΛΗ Π. ΚΛΕΟΠΑ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10376)

[*498]Κληρονομικό Δίκαιο ― Κληροδοσία υπέρ ιδρύματος συσταθέντος μετά το θάνατο του διαθέτη ― Κατά πόσο ήταν εφικτή ― Ερμηνεία του Άρθρου 31(α) του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195.

Κληρονομικό Δίκαιο ― Δωρεά εν ζωή του αποβιώσαντος μετοχών η οποία έγινε με την υπογραφή του σχετικού εντύπου μεταβίβασής τους, χωρίς την παράδοση των τίτλων των μετοχών στο δωρεοδόχο ― Κατά πόσο η δωρεά ήταν ολοκληρωμένη και έγκυρη.

Λέξεις και Φράσεις ― “Πρόσωπο” στο Άρθρο 31(α) του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195 ― Ενέχει την έννοια που του αποδίδεται από τον περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1 ― Κατά πόσο αναφέρεται αποκλειστικά σε φυσικά πρόσωπα.

Εταιρείες ― Μετοχές ― Μεταβίβαση μετοχών ― Προϋποθέσεις ― Ο περί Εταιρειών Νόμος, Κεφ. 113.

Λέξεις και Φράσεις ― “Κληροδοσία” και “κληροδόχος” στο Άρθρο 2 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195.

Νομοθεσία ― Επιφυλάξεις που τίθενται σε άρθρο νόμου ― Ποίο σκοπό εξυπηρετούν.

Τα θέματα που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

1) Η εγκυρότητα κληροδοτήματος διά διαθήκης του αποβιώσαντος σε υπό ίδρυσιν Ίδρυμα στην Αμμόχωστο με ονομασία Ελληνικό Ινστιτούτο Κυπριακών Σπουδών ή με οιανδήποτε παρόμοιαν ονομασία ήθελε εγκρίνει η Αρμόδια Αρχή και

2) Η εγκυρότητα δωρεάς εν ζωή του αποβιώσαντος 26,321 μετοχών προς τον εκτελεστή της διαθήκης του αποβιώσαντος η οποία έγινε με την υπογραφή του σχετικού εντύπου μεταβίβασής τους, χωρίς όμως την παράδοση των τίτλων των μετοχών και χωρίς την εγγραφή τους στο όνομα του δωρεοδόχου.

     Η πιο πάνω δωρεά εσυνοδεύετο από εντολή του αποβιώσαντος προς τον εκτελεστή όπως διαθέσει το ήμισυ των μετοχών υπέρ της ξαδέλφης του αποβιώσαντος Κλειούς X”Κώστα.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η διάθεση της περιουσίας του αποβιώσαντος υπέρ ανύπαρκτου, κατά το χρόνο του θανάτου του, ιδρύματος ήταν άκυρη, και η διάθεση των μετοχών υπέρ του εκτελεστή της διαθήκης του αποβιώσαντος ήταν ανίσχυρη εφόσον δεν συνοδευόταν [*499]από παράδοση των τίτλων των μετοχών.  Υποστήριξαν επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, η δωρεά ήταν ανίσχυρη για το ήμισυ των μετοχών, αρνούμενοι τη σύσταση καταπιστεύματος υπέρ της κ. X”Κώστα.

Εκ μέρους του εκτελεστή υποστηρίχθηκε ότι:

α) Η διάθεση υπέρ του ιδρύματος ήταν, κατά νόμο, έγκυρη και ότι κληροδόχος της περιουσίας κατέστη το συσταθέν από τον εκτελεστή, μετά το θάνατο του αποβιώσαντος, Ίδρυμα, βάσει του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου του 1972 (Ν. 57/72) με σκοπούς ανάλογους προς τους καθορισθέντες από τον αποβιώσαντα στη διαθήκη του.

     Ο εκτελεστής εισηγήθηκε ότι οι περιοριστικές διατάξεις του Άρθρου 31(α) του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195, (ο Νόμος) ως προς τα πρόσωπα υπέρ των οποίων μπορεί να διατεθεί περιουσία μέσω διαθήκης, αναφέρονται αποκλειστικά σε φυσικά πρόσωπα και όχι σε πλάσματα του δικαίου.

β) Το έγγραφο διάθεσης των μετοχών υπέρ του εκτελεστή ήταν έγκυρο και σύννομη η σύσταση καταπιστεύματος υπέρ της κ. X”Κώστα, με το διορισμό του ιδίου ως καταπιστευματοδόχου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε, για τους λόγους που παραθέτει στην απόφασή του, ως ορθή τη θέση του εκτελεστή και στα δύο επίμαχα θέματα.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας τους ίδιους λόγους που αυτοί πρόβαλαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν έγιναν δεκτοί.  Ο εκτελεστής υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλα της τα σημεία.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος ακούστηκε λόγω της ιδιότητας και του ρόλου του στο πεδίο των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, επίσης, υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως, κατά πάντα, ορθή.

Αποφασίστηκε ότι:

Α.  Η ερμηνεία του Άρθρου 31(α) του Νόμου:

1.  Ο όρος “πρόσωπο” δεν ερμηνεύεται στο Νόμο.  Του δίδεται η ερμηνεία που αυτός ενέχει κατά το Άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, και περιλαμβάνει εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση ατόμων, οργάνωση, ίδρυμα ή σώμα ατόμων αποτελούντων ξεχωριστή οντότητα ή μη.

[*500]2.      Η δωρεά προϋποθέτει την ύπαρξη δωρητή και δωρεοδόχου. Η απουσία του τελευταίου στερεί τη δωρεά του αντικειμένου της, δηλαδή την ευεργεσία προσώπου χωρίς αντάλλαγμα.

3.  Αν ο όρος “πρόσωπο” δεν περιλάμβανε και πλάσματα δικαίου, ως προβλέπει το Κεφ. 1, η κληροδοσία σε μη φυσικά πρόσωπα θα ήταν αδύνατη.

4.  Οι επιφυλάξεις που τίθενται στο Άρθρο 31(α) του Νόμου, δεν περιορίζουν τη σημασία ή την εμβέλεια του όρου “πρόσωπο”· εξαιρούν από τις πρόνοιές του τις συγκεκριμένες περιπτώσεις που πραγματεύονται.

5.  Το Άρθρο 31(α) του Νόμου αποκλείει την κληροδοσία σε ανύπαρκτο πρόσωπο, φυσικό ή πλάσμα δικαίου, με μόνη εξαίρεση τις περιπτώσεις που καθορίζονται στις επιφυλάξεις του.  Κατά συνέπεια, εφόσον το ίδρυμα, υπέρ του οποίου έγινε η διάθεση, δεν υφίστατο κατά το χρόνο του θανάτου του κληροδότη, η κληροδοσία είναι άκυρη.

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εμφανώς σφάλλει, θεωρώντας ως εφικτή την κληροδοσία υπέρ του συσταθέντος μετά το θάνατο του διαθέτη ιδρύματος.

7.  Η κληροδοσία εξέπνευσε, λόγω της ανυπαρξίας του ιδρύματος υπέρ του οποίου έγινε η διάθεση.

Β.  Η δωρεά των μετοχών

1.  Η παράδοση των μετοχών στο δωρεοδόχο αποτελεί το πρώτιστο για την εκδήλωση της βούλησης του δωρητή για την αποξένωσή τους. Η υπογραφή του εγγράφου μεταβίβασης το δεύτερο.  Εφόσον τα δύο αυτά στοιχεία συνυπάρχουν, ο Νόμος συγχωρεί τη μη εγγραφή των μετοχών στο δωρεοδόχο, διότι ο δωρητής έπραξε τα πάντα στη διάθεσή του για να αποξενωθεί του αντικειμένου της δωρεάς, πράγμα που δεν έπραξε ο δωρητής στην προκείμενη περίπτωση.

2.  Η μη παράδοση του τίτλου ή των τίτλων των μετοχών στο δωρεοδόχο άφησε τη δωρεά ατελή, με παρεπόμενο οι μετοχές να παραμείνουν στην κυριότητα του αποβιώσαντος.  Τόσο η κληροδοσία όσο και η επιχειρηθείσα δωρεά των μετοχών ήταν άκυρες.

Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε όπως τα έξοδα αμφοτέρων των μερών επωμισθεί η περιουσία.

[*501]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Rose (deceased) [1952] 1 All E.R. 1217,

Loizou a.o. v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1402,

Stavrinides v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1228,

Christopoulou a.o. v. Christopoulou a.o. (1971) 1 C.L.R. 437,

Farrell v. Alexander [1976] 2 All E.R. 721 (HL),

Farrell v. Alexander [1977] A.C.5,

Lloyds and Scottish Finance Ltd v. Modern Cars and Caravans (Kingston) Ltd [1966] 1 QB 764,

Coleman v. Innes [1936] Ch. 285,

Stemson’s Wills Trusts [1970] Ch. 16,

Langford v. Gowland [1862] 3 Giff. 617,

Makeown v. Ardagh [1876] L.R. 10 Eq. 445,

Ovey [1885] 29 Ch.D. 560,

Hannen v. Hollyer [1902] 1 Ch. 876,

Bennett, Decd. [1960] Ch. 18,

Waal v. Adler 12 App. Cas. 141.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές-κληρονόμους του αποβιώσαντος Ευάγγελου Λοΐζου κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 20/10/98 (Αρ. Αίτησης 217/95) με την οποία έκρινε ότι η ανυπαρξία του ιδρύματος υπέρ του οποίου έγινε διάθεση της περιουσίας κατά το χρόνο του θανάτου του αποβιώσαντος δεν καθιστούσε άκυρη τη διάθεση και η διάθεση μετοχών του αποβιώσαντος και η δωρεά αυτών σε φυσικό πρόσωπο εν ζωή του αποβιώσαντος έγκυρη παρά τη μη εγγραφή των τίτλων στο όνομα του δωρεοδόχου.

[*502]Α. Λαδάς, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Θ. Μαυρομουστάκη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Θ. Καουτζιάνη, Ασκούμενη Δικηγόρο, για το Γενικό Εισαγγελέα.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Ο Ευάγγελος Λουΐζου, τέως εξ Αμμοχώστου, κάτοικος Λευκωσίας μετά τον εκτοπισμό του, απεβίωσε το 1993.  Με διαθήκη, την οποία εκτέλεσε το 1982, διέθεσε το σύνολο της περιουσίας του, κινητής και ακίνητης, σε μη υπαρκτό ίδρυμα, προοριζόμενο να λειτουργήσει στην Αμμόχωστο.  Η διαθήκη του έχει ως ακολούθως:-

«Αύτη είναι η τελευταία διαθήκη εμού του Ευάγγελου Λούη Λουΐζου εξ Αμμοχώστου νυν εν Λευκωσία γενομένη την 5ην ημέραν του μηνός Νοεμβρίου 1982.

1.  Διά της παρούσης διαθήκης μου ακυρώ πάσαν άλλην διαθήκην ή κωδίκελλον υπ’ εμού γενομένων.

2.  Δίδω και κληροδοτώ άπασαν την περιουσίαν μου κινητήν και ακίνητον οπουδήποτε ευρισκομένην εν Κύπρο ή αλλαχού εις το υπό ίδρυσιν Ίδρυμα εις Αμμόχωστον με ονομασίαν ‘Ελληνικόν Ινστιτούτο Κυπριακών Σπουδών’ ή με οιανδήποτε παρόμοιαν ονομασίαν ήθελεν εγκρίνει η Αρμοδία Αρχή.

Το Ίδρυμα θα λειτουργή και θα έχη ως πρότυπον το Ελληνικόν Ινστιτούτο Βενετίας. Θα διαθέτη υπνοδωμάτια διά υποτρόφους και υπνοδωμάτια διά φιλοξενουμένους που θα επιθυμούν να μελετήσουν και να δημοσιεύσουν ιστορικές, λαογραφικές, αρχαιολογικές και άλλες μελέτες για την Κύπρο.

3.  Λεπτομέρειαι, ως και η βάσις της λειτουργίας του Ιδρύματος θα δοθούν εις τους εκτελεστάς της παρούσης Διαθήκης.

4.  Διορίζω και αποκαθιστώ ως εκτελεστή της διαθήκης μου ταύτης τον Μιχάλη Κλεόπα, δικηγόρον εξ Αμμοχώστου.

[*503]Επί τούτου και προς μαρτυρίαν υπέγραψα διά της χειρός μου την διαθήκην μου ταύτην εν Λευκωσία την ημέραν και έτος ως εν αρχή αναφέρονται.

Εν Λευκωσία τη 5η Νοεμβρίου 1982.»

Το προβλεπόμενο από τη διαθήκη ίδρυμα δε συστάθηκε μέχρι την ημέρα του θανάτου του διαθέτη, ούτε δόθηκαν στον εκτελεστή της διαθήκης οποιεσδήποτε άλλες, από τις διαγραφόμενες στη διαθήκη, λεπτομέρειες για τη λειτουργία του.

Η περιουσία του αποβιώσαντος συνίστατο από:-

(α)   Ακίνητη περιουσία στην κατεχόμενη από τα τουρκικά στρατεύματα Αμμόχωστο.

(β)   Καταθέσεις σε δύο τραπεζικούς λογαριασμούς και χρεώγραφα, συμποσούμενα σε £23.787,91· και

(γ)   Μετοχές της Τράπεζας Κύπρου, ανερχόμενες σε 28,953.

Με παράλληλα αιτήματα (εναρκτήριες κλήσεις) των κληρονόμων του αποβιώσαντος και του εκτελεστή της περιουσίας, ζητήθηκε από το Δικαστήριο, κατ’ επίκληση των διατάξεων του Άρθρου 53(1) του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, ΚΕΦ. 189, η επίλυση των ακολούθων ζητημάτων:-

(α)   Η εγκυρότητα του κληροδοτήματος· και

(β)   Η εγκυρότητα δωρεάς εν ζωή του αποβιώσαντος 26,321 μετοχών προς τον κ. Κλεόπα, γενομένης με την υπογραφή του σχετικού εντύπου μεταβίβασής τους, χωρίς όμως την παράδοσή των τίτλων των μετοχών και χωρίς την εγγραφή τους στο όνομα του δωρεοδόχου. 

Αναμφισβήτητο είναι ότι στις 25 Ιανουαρίου, 1993, ο αποβιώσας υπέγραψε έντυπο, τιτλοφορούμενο «Έγγραφο Μεταβίβασης Μετοχών Τραπέζης Κύπρου Επενδύσεις Λτδ.», διά του οποίου μεταβίβαζε στον κ. Κλεόπα το σύνολο των μετοχών που κατείχε (στην εν λόγω εταιρεία) το χρόνο εκείνο – 26,321 μετοχές.

Δεν αμφισβητείται, επίσης, η μαρτυρία του κ. Κλεόπα – ότι η διάθεση των μετοχών του αποβιώσαντος υπέρ του συνιστούσε δωρεάν, συνοδευόμενη από εντολή του αποβιώσαντος όπως διαθέσει [*504]το ήμισυ των μετοχών υπέρ της εξαδέλφης του – Κλειούς Χ”Κώστα – σε μελλοντικό χρόνο που θα του προσδιόριζε ο ίδιος. Το υπόλοιπο των μετοχών, που ήταν εγγεγραμμένο επ’ ονόματι του αποβιώσαντος κατά το θάνατό του – 2,632 – ήταν μετοχές, οι οποίες χορηγήθηκαν σ’ αυτό από δωρεάν έκδοση του ιδίου οργανισμού, μετά την εκτέλεση του εγγράφου διάθεσης των μετοχών υπέρ του κ. Κλεόπα. Δεν αμφισβητούνται, επίσης, οι λόγοι, για τους οποίους ο κ. Κλεόπας δεν προώθησε τη μεταβίβαση των μετοχών στο όνομά του.  Αυτοί εκτίθενται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου:-

«Η εξήγηση την οποία δίδει για την παράλειψη αυτή ο εκδοχέας, είναι ότι οφειλόταν αφενός σε αμέλεια και αφετέρου σε δική του αναμονή ως προς το χρόνο που θα του δίδονταν οδηγίες από τον αποβιώσαντα για μεταβίβαση του μισού αριθμού των μετοχών στην εξαδέλφη του, ώστε να αποφευγόταν η ενδεχόμενη δημιουργία φορολογικών προβλημάτων στον εκδοχέα από την μεταβίβαση στο όνομα του όλων των μετοχών.»

Έτσι, κατά το χρόνο του θανάτου του διαθέτη, παρέμειναν εγγεγραμμένες επ’ ονόματι του αποβιώσαντος συνολικά 28,953 μετοχές της Τράπεζας Κύπρου.

Δύο ήταν τα βασικά θέματα, ως έχουμε διαγράψει, τα οποία κλήθηκε να αποφασίσει το Δικαστήριο:-

(α)   Η εγκυρότητα του κληροδοτήματος· και

(β)   Η κυριότητα των 26,321 μετοχών.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι:-

(α)   Η διάθεση της περιουσίας του αποβιώσαντος υπέρ ανύπαρκτου, κατά το χρόνο του θανάτου του, ιδρύματος ήταν άκυρη, για κάθε ένα από τους ακόλουθους λόγους:-

(ι) Τον αποκλεισμό της από τις πρόνοιες του Άρθρου 31(α) του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, ΚΕΦ. 195, (ο «Νόμος»· και

(ιι)          Την απουσία γενικής φιλανθρωπικής πρόθεσης.

(β)   Η διάθεση των μετοχών υπέρ του κ. Κλεόπα ήταν ανίσχυρη, εφόσον αυτή δε συνοδευόταν από παράδοση των τίτλων των [*505]μετοχών. Ωσαύτως, υποστήριξαν ότι, εν πάση περιπτώσει, η δωρεά ήταν ανίσχυρη για το ήμισυ των μετοχών, αρνούμενοι τη σύσταση καταπιστεύματος υπέρ της κ. Χ” Κώστα.

Εκ μέρους του εκτελεστή, υποστηρίχθηκε ότι:-

(α)   Η διάθεση υπέρ του ιδρύματος ήταν, κατά νόμο, έγκυρη και ότι κληροδόχος της περιουσίας κατέστη το συσταθέν από τον εκτελεστή, μετά το θάνατο του αποβιώσαντος, Ίδρυμα, βάσει του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου του 1972, (Ν. 57/72), με σκοπούς ανάλογους προς τους καθορισθέντες από τον αποβιώσαντα στη διαθήκη του.

Κατά την εισήγηση του εκτελεστή, οι περιοριστικές διατάξεις του Άρθρου 31(α) του Νόμου, ως προς τα πρόσωπα υπέρ των οποίων μπορεί να διατεθεί περιουσία μέσω διαθήκης, αναφέρονται αποκλειστικά σε φυσικά πρόσωπα και όχι σε πλάσματα του δικαίου. 

(β)   Το έγγραφο διάθεσης των μετοχών υπέρ του κ. Κλεόπα ήταν έγκυρο και σύννομη η σύσταση καταπιστεύματος υπέρ της κ. Χ” Κώστα, με το διορισμό του κ. Κλεόπα ως καταπιστευματοδόχου. 

Το Δικαστήριο έκρινε, για τους λόγους που παραθέτει στην απόφασή του, ορθή τη θέση του εκτελεστή και στα δύο επίμαχα θέματα. Αποδέχτηκε ότι ο περιορισμός που θέτει το Άρθρο 31(α), ως προς τη διάθεση περιουσίας, αφορά μόνο φυσικά πρόσωπα και ότι η ανυπαρξία του ιδρύματος, κατά το χρόνο του θανάτου του αποβιώσαντος, δεν καθιστούσε άκυρη τη διάθεση, ενόψει του διαφαινόμενου γενικού φιλανθρωπικού σκοπού του κληροδότη.  Γίνεται αναφορά σε αριθμό αγγλικών αποφάσεων, που ρίπτουν φως στις αρχές του αγγλικού δικαίου, σχετικές με την κληροδοσία περιουσίας σε ανύπαρκτο ίδρυμα. 

Σε σχέση με τις μετοχές, η διάθεση κρίθηκε έγκυρη και η δωρεά τελειωθείσα, παρά τη μη παράδοση των τίτλων των μετοχών.  Και στο μέρος αυτό της απόφασης γίνεται αναφορά σε αγγλικές αποφάσεις που άπτονται του θέματος, όλως ιδιαίτερα στη Re Rose (deceased) [1952] 1 All E.R. 1217.  Παρόλο που σ’ εκείνη την υπόθεση η διάθεση των μετοχών συνοδευόταν από την παράδοση των τίτλων ιδιοκτησίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι αυτό το μέρος της απόφασης δεν αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του λόγου της και, αφετέρου, ότι στην Κύπρο η παράδοση των με[*506]τοχών δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη μεταβίβασή τους, εν όψει των προνοιών του Άρθρου 79 του περί Εταιρειών Νόμου, ΚΕΦ. 113, το οποίο προβλέπει:-

«79. Πιστοποιητικό που φέρει την κοινή σφραγίδα της εταιρείας και ορίζει οποιεσδήποτε μετοχές που κατέχονται από μέλος, αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη του τίτλου του μέλους για τις μετοχές.»

(Το αγγλικό κείμενο:

“A certificate, under the common seal of the company, specifying any shares held by any member, shall be prima facie evidence of the title of the member to the shares.”)

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δικαστήριο δε συντρέχει την ολοκλήρωση της δωρεάς και ότι παράλειψη του ιδιοκτήτη να πράξει παν αναγκαίο εκ μέρους του για τη συμπλήρωσή της, δε θεραπεύεται από το δικαστήριο. Η αρχή αυτή είναι θεμελιωμένη στο δίκαιο της επιείκειας και απηχείται σε δύο κυπριακές αποφάσεις, στις οποίες παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο – (Loizou & Another v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1402· Stavrinides v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1228).

Με την έφεση των εφεσειόντων, επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, για τους λόγους που αυτοί πρόβαλαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν έγιναν δεκτοί.  Αντίθετη είναι η άποψη του εκτελεστή, ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλα της τα σημεία.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος ακούστηκε λόγω της ιδιότητας και του ρόλου του στο πεδίο των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, επίσης, υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως, κατά πάντα, ορθή.   

Σχετικά με το Άρθρο 31(α) του Νόμου, δεν υπάρχει προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ερμηνευτική των διατάξεών του, ιδιαίτερα του όρου «πρόσωπο», η ανυπαρξία του οποίου καθιστά αδύνατη την κληροδοσία.  Η μόνη απόφαση, που τείνει να διαφωτίσει, έστω παρεμφερώς, το θέμα, είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας – Christakis Michael Christopoulou and Others v. Maria Marianthi Christopoulou and Another (1971) 1 C.L.R. 437 – η οποία πραγματεύεται, κυρίως, το ιστορικό του Νόμου και τη σύγκριση των προνοιών του με την προϋπάρχουσα νομοθεσία – κυπριακή και αγγλική.  Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο υιοθέτησε την άποψη ότι ο περιορισμός [*507]του Άρθρου 31 εκτείνεται μόνο σε μη υφιστάμενο φυσικό άτομο, όχι σε νομικά πρόσωπα.  Η παραπομπή στο ιστορικό του Νόμου οφείλεται στο γεγονός ότι ο Νόμος αποτελεί νόμο ο οποίος κωδικοποιεί την προϋπάρχουσα νομοθεσία, εκτός του ότι την τροποποιεί. Δεν πρέπει, όμως, να μας διαφεύγει ότι, και στην περίπτωση νομοθεσίας η οποία κωδικοποιεί τομέα του δικαίου, το ιστορικό του νομοθετήματος δεν παρέχει ερμηνευτικά ερείσματα, εφόσον οι πρόνοιες του νόμου είναι σαφείς – Farrell v. Alexander [1976] 2 All E.R. 721 (HL), [1977] A.C. 5.

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 31(α) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ:

Το Άρθρο 31(α) προβλέπει:-

«31. Καμιά κληροδοσία δεν είναι έγκυρη –

(α) αν έγινε σε πρόσωπο που ήταν ανύπαρκτο κατά το χρόνο του θανάτου του διαθέτη:

                        

Νοείται ότι κληροδοσία σε τέκνο του διαθέτη που γεννήθηκε μετά το θάνατο του, είναι έγκυρη:

Νοείται περαιτέρω ότι οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είναι τέκνο ή άλλος απόγονος του διαθέτη στο οποίο αφήνεται κληροδοσία, όταν αποβιώσει κατά τη διάρκεια της ζωής του διαθέτη, το οποίο αφήνει απογόνους και οποιοσδήποτε από τους απογόνους αυτούς του προσώπου αυτού που βρίσκεται στη ζωή κατά το χρόνο του θανάτου του διαθέτη, η κληροδοσία αυτή δεν αναιρείται αλλά έχει αποτέλεσμα ωσάν ο θάνατος του προσώπου αυτού συνέβη αμέσως μετά το θάνατο του διαθέτη, εκτός αν με τη διαθήκη προκύπτει πρόθεση για το αντίθετο.»).     

Ο όρος «πρόσωπο» δεν ερμηνεύεται στο Νόμο. Το Άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, ΚΕΦ. 1, ορίζει ότι ο όρος «πρόσωπο», απαντώμενος σε νομοθέτημα, έχει την έννοια που αποδίδεται σ’ αυτό από τις διατάξεις του – “…, unless there is something in the subject or context inconsistent with such construction or unless it is therein otherwise expressly provided - ” – («..., εκτός εάν υπάρχει κάτι στο θέμα ή στο πλαίσιο όπου απαντάται, το οποίο είναι ασύμφωνο με τέτοια ερμηνεία, ή εκτός εάν ορίζεται ρητά διαφορετικά στον ίδιο το νόμο -»).

Στον όρο «πρόσωπο» δίδεται η ακόλουθη ερμηνεία:-

[*508]“person” includes any company, partnership, association, society, institution or body of persons, corporate or unincorporate ;”

(Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):

«‘πρόσωπο’ περιλαμβάνει εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση ατόμων, οργάνωση, ίδρυμα ή σώμα ατόμων, αποτελούντων ξεχωριστή οντότητα ή μη.»)

Ο Νόμος δεν αποδίδει στον όρο «πρόσωπο» σημασία άλλη από την προσδιδόμενη σ’ αυτό από τον περί Ερμηνείας Νόμο.  Ενέχει, κατά συνέπεια, ο όρος αυτός την έννοια που του αποδίδεται στο ΚΕΦ. 1, εκτός αν άλλως προκύπτει από το αντικείμενο της νομοθεσίας ή το πλαίσιο στο οποίο απαντάται.

Ο κ. Τριανταφυλλίδης μας παρέπεμψε σε σειρά διατάξεων του Νόμου, που τείνουν να καταδείξουν ότι ο όρος «πρόσωπο» περιορίζεται από το κείμενο των προνοιών του σε φυσικά πρόσωπα. Αυτό δεν είναι καθοριστικό για όλες τις πρόνοιες του Νόμου. Κάθε άρθρο του Νόμου διατηρεί την αυθυπαρξία του και ερμηνεύεται ανάλογα μέσα στο πλαίσιό του.  Η κληροδοσία σε ίδρυμα, δηλαδή σε οντότητα άλλη από φυσικό πρόσωπο, ήταν από μακρού και παραμένει εφικτή.  Αυτή, άλλωστε, είναι η θέση και του εκτελεστή. Το πλαίσιο του συγκεκριμένου Νόμου δεν αποκλείει την πρόσδοση στον όρο «πρόσωπο» της έννοιας που αυτός ενέχει στο δίκαιο αυτής που καθορίζει το ΚΕΦ. 1.  Σκοπός του Νόμου είναι η ρύθμιση θεμάτων διαδοχής και διάθεσης περιουσίας μέσω διαθήκης.  Η δωρεά περιουσίας μέσω διαθήκης ρυθμίζεται ρητά από το Νόμο.

Το Άρθρο 21 του Νόμου προβλέπει ότι ο διαθέτης δύναται να διαθέσει το διαθέσιμο μέρος (disposable portion) της περιουσίας του με διαθήκη.  Ο όρος «κληροδοσία» προσδιορίζεται από τον ίδιο το Νόμο – (Άρθρο 2) – ως ακολούθως:-

«‘κληροδοσία’ σημαίνει τη δωρεά με διαθήκη κινητής ιδιοκτησίας ή ακίνητης ιδιοκτησίας.»

Η δωρεά προϋποθέτει την ύπαρξη δωρητή και δωρεοδόχου.  Η απουσία του τελευταίου στερεί τη δωρεά του αντικειμένου της, δηλαδή την ευεργεσία προσώπου χωρίς αντάλλαγμα. Τι συνιστά κληροδόχο, επίσης, προσδιορίζεται από το Άρθρο 2 του Νόμου:-

«‘κληροδόχος’ σημαίνει πρόσωπο στο οποίο καταλείφθηκε κληροδοσία.»

[*509]Εάν δε δοθεί στον όρο «πρόσωπο» η ερμηνεία που αυτός ενέχει κατά το ΚΕΦ. 1, η διάθεση περιουσίας σε οντότητα άλλη από εκείνη φυσικού προσώπου θα ήταν αδύνατη.  Γνωρίζουμε από τον ίδιο το Νόμο ότι η κληροδοσία σε μη φυσικά πρόσωπα ήταν στις προθέσεις του νομοθέτη. Αυτό προκύπτει από τις διατάξεις του Άρθρου 33 του Νόμου, που διέπει τα της κληροδοσίας σε θρησκευτικό οργανισμό.  Αν ο όρος «πρόσωπο» δεν περιλάμβανε και πλάσματα δικαίου, ως προβλέπει το ΚΕΦ. 1, η κληροδοσία σε μη φυσικά πρόσωπα θα ήταν αδύνατη. 

Το επόμενο ερώτημα εστιάζεται στο κείμενο του Άρθρου 31 του Νόμου.  Εξυπακούεται από τις πρόνοιές του ο περιορισμός της δικαιϊκής σημασίας του όρου «πρόσωπο»;  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε καταφατική απάντηση στο τελευταίο ερώτημα, καθοδηγούμενο από τις πρόνοιες των επιφυλάξεων που τίθενται στο Άρθρο 31(α).  Οι επιφυλάξεις πραγματεύονται ειδικά την κληροδοσία σε τέκνο του διαθέτη, το οποίο δεν ευρίσκεται εν ζωή κατά το χρόνο του θανάτου του, είτε γιατί αυτό κυοφορείται, είτε γιατί έχει αποβιώσει.  Και στις δύο περιπτώσεις διασώζεται η κληροδοσία, παρά την ανυπαρξία του κληροδόχου, κατ’ εξαίρεση προς τον αποκλεισμό που θέτει το Άρθρο 31(α) του Νόμου.  Οι επιφυλάξεις δεν περιορίζουν τη σημασία ή την εμβέλεια του όρου «πρόσωπο»· εξαιρούν από τις πρόνοιές του τις συγκεκριμένες περιπτώσεις που πραγματεύονται. Όπως υποδεικνύεται στη Lloyds and Scottish Finance Ltd. v. Modern Cars and Caravans (Kingston) Ltd. [1966] 1 QB 764, 780:-

“The proviso must of necessity be limited in its operation to the ambit of the section which it qualifies.”

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Η επιφύλαξη κατ’ ανάγκη περιορίζεται, κατά την εφαρμογή της, στο πλαίσιο του άρθρου το οποίο περιορίζει.»)

Η επίδραση επιφύλαξης σε άρθρο του νόμου, στο οποίο εντίθεται, συνοψίζεται στο παρακάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα “Craies on Statute Law”, Seventh Edition, p. 218:-

“The effect of an excepting or qualifying proviso, according to the ordinary rules of construction, is to except out of the preceding portion of the enactment, or to qualify something enacted therein, which but for the proviso would be within it.”

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Το αποτέλεσμα επιφύλαξης, με την οποία δημιουργείται εξαίρεση ή περιορισμός, σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες ερμηνείας, είναι να εξαιρέσει από το προηγούμενο μέρος του νομοθετήματος ή να περιορίσει κάτι το οποίο προβλέπεται από αυτό, το οποίο, αν δεν επρόκειτο για την επιφύλαξη, θα περιλαμβανόταν σ’ αυτό.»)

Οι επιφυλάξεις που τίθενται στο Άρθρο 31(α) του Νόμου αποκλειστικό σκοπό έχουν να εξαιρέσουν από τις διατάξεις του τις συγκεκριμένες περιπτώσεις που πραγματεύονται, με αποτέλεσμα η απουσία του κληροδόχου, σ’ εκείνες τις περιπτώσεις, να μην έχει τις επιπτώσεις που θα είχε, εάν δε γινόταν ειδική πρόνοια με αυτές.  Οι επιφυλάξεις δε σκοπούν να περιορίσουν, ούτε περιορίζουν τη σημασία του όρου «πρόσωπο» στο Άρθρο 31(α), που φέρει τη σημασία που αποδίδεται σ’ αυτό από τον περί Ερμηνείας Νόμο, ΚΕΦ. 1.

Επιφύλαξη σε άρθρο του νόμου συναρτάται προς το κείμενό του και αποβλέπει, συνήθως, στη δημιουργία εξαιρέσεων από τον κανόνα. Σε καμιά, όμως, περίπτωση οι δευτερεύουσες διατάξεις της επιφύλαξης δεν προσδιορίζουν το αντικείμενο των κυρίων διατάξεων του νόμου. 

Καταλήγουμε ότι το Άρθρο 31(α) του Νόμου αποκλείει την κληροδοσία σε ανύπαρκτο πρόσωπο, φυσικό ή πλάσμα δικαίου, με μόνη εξαίρεση τις περιπτώσεις που καθορίζονται στις επιφυλάξεις του. Κατά συνέπεια, εφόσον το ίδρυμα, υπέρ του οποίου έγινε η διάθεση, δεν υφίστατο κατά το χρόνο του θανάτου του κληροδότη, η κληροδοσία είναι άκυρη.

Και στην περίπτωση που η ερμηνεία, η οποία προτάθηκε από τους εφεσίβλητους, ήθελε κριθεί δικαιολογημένη, η τύχη της κληροδοσίας δε θα ήταν διαφορετική, ενόψει των γενικών αρχών του δικαίου, ρυθμιστικών του θέματος. Καθιερωμένη είναι η αρχή του δικαίου – ότι κληροδοσία σε ανύπαρκτο ίδρυμα εκπνέει (lapses), εκτός εάν αποκαλύπτεται μέσα από τις διατάξεις της διαθήκης γενική φιλανθρωπική πρόθεση εκ μέρους του διαθέτη*, λόγου χάριν ευεργεσίας της παιδείας, ανακούφισης της πενίας ή προστασίας των ασθενών. 

Γενική φιλανθρωπική πρόθεση δύσκολα μπορεί να εξαχθεί, όταν κατονομάζεται ειδικά το φιλανθρωπικό ίδρυμα και οι σκοποί του προσδιορίζονται με λεπτομέρεια – (βλ. In re Harwood Coleman v. Innes [1936] Ch. 285; cf. In re Stemson’s Wills Trusts [1970] Ch. 16).

Μπορεί να ανιχνευθεί φιλανθρωπική πρόθεση, προς την ύπαρξη της οποίας ρέπει το Δικαστήριο, εφόσον τούτο είναι εφικτό, όταν η διάθεση γίνεται σε ίδρυμα το οποίο ουδέποτε υπήρξε, νοουμένου ότι η πρόθεση περί τούτου προκύπτει ευθέως από το κείμενο της διαθήκης – (βλ. In re Davis Hannen v. Hillyer [1902] 1 Ch. 876). 

Στην προκείμενη περίπτωση, τόσο το ίδρυμα όσο και οι σκοποί του, καθώς και ο τόπος λειτουργίας του, προσδιορίζονται επ’ ακριβώς από το διαθέτη.  Δεν είναι εφικτό να εξαχθεί πρόθεση του διαθέτη να εξυπηρετήσει σκοπό άλλο από το συγκεκριμένο, τον οποίο προσδιορίζει.  Η βούληση του διαθέτη εξικνείται στην ευεργεσία του ανύπαρκτου ιδρύματος.  Κάτω από αυτά τα δεδομένα, δεν είναι δυνατό να αποδοθεί στο διαθέτη γενική πρόθεση ευεργεσίας της παιδείας. 

Ανεξάρτητα από τις διαπιστώσεις, στις οποίες έχουμε αχθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο εμφανώς σφάλλει, θεωρώντας ως εφικτή την κληροδοσία υπέρ του συσταθέντος μετά το θάνατο του διαθέτη ιδρύματος.  Καθώς εξηγείται στην In re Bennett, Decd. [1960] Ch. 18, όπου δωρεά σε ανύπαρκτο ίδρυμα διασώζεται, λόγω της εκδηλούμενης γενικής φιλανθρωπικής πρόθεσης του διαθέτη, η διάθεσή της γίνεται, στην περίπτωση που αυτή διενεργείται μέσω καταπιστεύματος για σκοπούς που καθορίζει το δικαστήριο, με καταρτισμό αρμόζοντος σχεδίου και, σε κάθε άλλη περίπτωση, από την αρμόδια αρχή της πολιτείας – (το Στέμμα στην Αγγλία).  Το κενό, το οποίο αφήνεται με την ανυπαρξία του ιδρύματος, δεν πληρούται με τη σύσταση ανάλογου ιδρύματος από τον εκτελεστή, ο οποίος, άλλωστε, δεν περιβάλλεται με τέτοια εντολή.  Η ρύθμιση του θέματος αφίεται στο δικαστήριο ή στην πολιτεία, ανάλογα με την περίπτωση, όπως έχουμε εξηγήσει*.

Καταλήγουμε, για τους λόγους που έχουμε εκθέσει, ότι η κληροδοσία εξέπνευσε, λόγω της ανυπαρξίας του ιδρύματος υπέρ του οποίου έγινε η διάθεση.

Η ΔΩΡΕΑ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ:

[*512]Η ρύθμιση της διάθεσης:

Και για το δεύτερο βασικό θέμα της έφεσης δεν υπάρχει κυπριακή δικαστική απόφαση, η οποία να διαφωτίζει άμεσα κατά πόσο η παράδοση των μετοχών στον εκδοχέα αποτελεί απαραίτητη ενέργεια, προς ολοκλήρωση της δωρεάς.  Φως ρίπτει η αγγλική νομολογία.  Συνάγεται και από τις δύο αγγλικές αποφάσεις, στις οποίες αναφέρεται το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η παράδοση των τίτλων των μετοχών, παράλληλα προς την υπογραφή του εγγράφου μεταβίβασης, είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση της δωρεάς.  Αυτές είναι η In re Bennet, Decd. και η Re Rose (deceased), (ανωτέρω).  Χαρακτηριστική της ισχύουσας τάξης είναι η ακόλουθη περικοπή από την απόφαση του Jenkins, L.J., στη Re Rose (deceased):- (σελ. 1228)

“In my view, a transfer under seal in the form appropriate under the company’s regulations, coupled with delivery of the transfer and certificate to the transferee, does suffice, as between transferor and transferee, to constitute the transferee the beneficial owner of the shares, and the circumstance that the transferee must do a further act in the form of applying for and obtaining registration in order to get in and perfect his legal title, having been equipped by the transferor with all that is necessary to enable him to do so, does not prevent the transfer from operating, in accordance with its terms as between the transferor and the transferee, and making the transferee the beneficial owner.”

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Κατά την άποψή μου, μεταβίβαση κάτω από σφραγίδα στον κατάλληλο τύπο, ο οποίος προβλέπεται από τους κανονισμούς της εταιρείας, συνοδευόμενη από την παράδοση του εγγράφου μεταβίβασης και του πιστοποιητικού στο πρόσωπο στο οποίο μεταβιβάζονται, αρκεί, μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του εκδοχέα, για να καταστήσει τον τελευταίο ιδιοκτήτη των μετοχών, και το γεγονός ότι ο εκδοχέας πρέπει να προβεί και σε άλλη ενέργεια, δηλαδή να αποταθεί για την εξασφάλιση της εγγραφής επ’ ονόματί του προς τελειοποίηση του νομικού του τίτλου, αφού εφοδιαστεί από το μεταβιβάζοντα με όλα τα αναγκαία για να του επιτρέψουν να το πράξει, δεν εμποδίζει την επενέργεια της μεταβίβασης, σύμφωνα με τους συμφωνηθέντες όρους μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του προσώπου προς ον μεταβιβάζονται οι μετοχές, καθιστώντας τον τελευταίο τον, κατά νόμο, ιδιοκτήτη των μετοχών.»)

Η παράδοση του τίτλου των μετοχών δε συσχετίζεται μόνο με τη δυνατότητα εγγραφής των μετοχών στον εκδοχέα αλλά και με [*513]την εκτέλεση, από το δωρητή, κάθε πράξης που είναι δυνατή εκ μέρους του, για την αποξένωση του αντικειμένου της δωρεάς, αφενός, και την εναπόθεσή του στο δωρεοδόχο, αφετέρου.  

Υπάρχει αντινομία στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο εξής:  Ενώ έκρινε ότι η δωρεά ήταν ισχυρή, κατέληξε ότι το υπόλοιπο των μετοχών, το οποίο χορηγήθηκε από την τράπεζα μετά τη δωρεά, κατέστη ιδιοκτησία του αποβιώσαντος.  Εάν η δωρεά ήταν ισχυρή, τότε ο δωρεοδόχος θα καθίστατο ο ιδιοκτήτης των μετοχών (beneficiary), κατά το δίκαιο της επιείκειας, όπως και κάθε ευεργετήματος που θα προέκυπτε από την ιδιοκτησία τους.  Συνεπώς, και οι δωρεάν παραχωρηθείσες μετοχές θα περιήρχοντο στην ιδιοκτησία του δωρεοδόχου.

Το Άρθρο 79 του περί Εταιρειών Νόμου, ΚΕΦ. 113, στο οποίο βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν επιλύει το πρόβλημα, ούτε καθοδηγεί στην επίλυσή του.  Απλώς, προσδιορίζει τη σημασία και τις κατά νόμο συνέπειες του τίτλου των μετοχών.

Σύμφωνα με το ΚΕΦ. 113, η εγγραφή των μετοχών από ένα πρόσωπο σε άλλο, ρυθμίζεται από το καταστατικό της εταιρείας, θέμα το οποίο δεν αντιμετωπίστηκε καθόλου από το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

Στο σύγγραμμα Palmer’s Company Law, Twenty-first Edition, διαγράφεται η παραδεκτή, κατά τα κρατούντα στο εταιρικό δίκαιο,  πρακτική για τη μεταβίβαση μετοχών από ένα πρόσωπο σε άλλο:- (σελ. 346)

“When the holder of shares executes a transfer of them, it is for the transferee, as the party mainly concerned, to get the transfer registered, and in order to do this he must be prepared to hand over, or to procure someone else to hand over, to the company the transferor’s share certificate.  If the certificate comprises the shares transferred and no more, it is handed over with the transfer to the transferee, and can then be delivered by him to the company.  If the certificate includes other shares which are not transferred by the instrument of transfer or if the certificate is in respect of shares sold to more than one transferee, the transferor lodges his certificate with the company, and the company’s secretary, at the request of the transferor or his broker, certifies the transfer with a statement to the effect that a certificate in respect of the shares in the transfer has been lodged with the company.  This process is known as ‘certification’.”

[*514]

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Όταν ο κάτοχος των μετοχών εκτελεί έγγραφο για τη μεταβίβασή τους, εναπόκειται εις τον προς ον η μεταβίβαση, ως το κυρίως ενδιαφερόμενο μέρος, να εξασφαλίσει την εγγραφή της μεταβίβασης και, για να είναι σε θέση να το πράξει, πρέπει να είναι διατεθειμένος να παραδώσει, ή κάποιο άλλο πρόσωπο να παραδώσει εκ μέρους του, εις την εταιρεία το πιστοποιητικό εγγραφής των μετοχών του μεταβιβάζοντος.  Εάν το πιστοποιητικό περιλαμβάνει τις μεταβιβασθείσες μετοχές και τίποτε περισσότερο, εγχειρίζεται μαζί με τη μεταβίβαση προς ον η μεταβίβαση, και τότε μπορεί να παραδοθεί από αυτό στην εταιρεία.  Εάν το πιστοποιητικό περιλαμβάνει και άλλες μετοχές, οι οποίες δε μεταβιβάζονται με το έγγραφο μεταβίβασης, ή εάν το πιστοποιητικό αναφέρεται σε μετοχές οι οποίες πωλούνται σε περισσότερους του ενός προσώπου, ο μεταβιβάζων καταθέτει το πιστοποιητικό στην εταιρεία και ο γραμματέας της εταιρείας, κατά παράκληση του μεταβιβάζοντος ή του αντιπροσώπου του, πιστοποιεί τη μεταβίβαση με δήλωση ότι το πιστοποιητικό, σε σχέση με τις μετοχές της μεταβίβασης, κατατέθηκε στην εταιρεία.  Η διαδικασία είναι γνωστή ως ‘πιστοποίηση’.»)

Ως προκύπτει από την De Waal v. Adler 12 App. Cas. 141, 145 (1887 – P.C.), η παράδοση των τίτλων των μετοχών είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση και της σύμβασης για την πώλησή τους.  Στην πιο πάνω απόφαση, η παράλειψη του πωλητή να παραδώσει τις μετοχές μέσα σε εύλογο χρόνο κρίθηκε ότι δικαιολογούσε τον αγοραστή να αρνηθεί να τις παραλάβει μεταγενέστερα.  Η σύμβαση απώλεσε το αντικείμενό της.

Στην περίπτωση κινητού αντικειμένου, η παράδοσή του από το δωρητή στο δωρεοδόχο επισφραγίζει τη δωρεά.  Ο δωρητής πράττει παν το οποίο δύναται να πράξει για τη μεταβίβαση του αντικειμένου στο δωρεοδόχο. Στην περίπτωση των μετοχών, η μεταβίβαση τους υπόκειται σε πράξη τρίτων.  Το αντικείμενο της δωρεάς είναι οι μετοχές. Η παράδοσή τους στο δωρεοδόχο αποτελεί το πρώτιστο για την εκδήλωση της βούλησης του δωρητή για την αποξένωσή τους. Η υπογραφή του εγγράφου μεταβίβασης το δεύτερο.  Εφόσον συνυπάρχουν τα δύο αυτά στοιχεία, ο Νόμος συγχωρεί τη μη εγγραφή των μετοχών στο δωρεοδόχο, διότι ο δωρητής έπραξε τα πάντα στη διάθεσή του για να αποξενωθεί του αντικειμένου της δωρεάς, πράγμα που δεν έπραξε ο δωρητής στην προκείμενη περίπτωση. 

Κατάληξή μας είναι ότι η μη παράδοση του τίτλου ή των τίτλων των μετοχών στο δωρεοδόχο άφησε τη δωρεά ατελή, με παρεπόμε[*515]νο οι μετοχές να παραμείνουν στην κυριότητα του αποβιώσαντος.  Τόσο η κληροδοσία όσο και η επιχειρηθείσα δωρεά των μετοχών ήταν άκυρες.

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Γίνεται δήλωση ως η απόφασή μας.  Κοινή είναι η θέση των μερών ότι τα έξοδα αμφοτέρων πρέπει να επωμισθεί η περιουσία, η διάθεση της οποίας αποτέλεσε το αντικείμενο της διαδικασίας.  Ανάλογη είναι η διαταγή την οποία εκδίδουμε. 

Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται όπως τα έξοδα αμφοτέρων των μερών επωμισθεί η περιουσία.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο