Hadjigavriel C.N. Stockbrokers Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 557

(2002) 1 ΑΑΔ 557

[*557]16 Απριλίου, 2002

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΦΟΡΑ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ C.N. HADJIGAVRIEL STOCKBROKERS LTD

ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ

ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/ Η PROHIBITION ΚΑΙ/ Η MANDAMUS ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ

ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ

ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΥ ΔΙΕΞΑΓΕΤΑΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΓΙΑ ΕΠΙΒΟΛΗ

ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ ΚΑΤ’ ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 36(Β), 38 ΚΑΙ 39 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ (ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ) ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 64(Ι)/2001 ΓΙΑ ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΑΣΗ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 67(Α)(Β)

ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΞΙΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1993-2001

ΚΑΙ

ΑΦΟΡΑ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΩΣ ΑΝΩ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, ΗΜΕΡ. 26.3.2002, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ

ΑΝΤΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΕΤΟΙΜΑΣΑΝ ΠΟΡΙΣΜΑ ΗΜΕΡ. 6.12.2001 ΤΟ ΟΠΟΙΟ

ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ.

(Αίτηση Αρ. 26/2002)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για ισχυριζόμενη παράβαση του Άρθρου 67(α)(β) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων 1993-2001 ― Άρνηση άδειας επειδή η επίδικη διαδικασία δεν είναι δικαστική αλλά διοικητική και σαν τέτοια δεν υπόκειται σε αναθεώρηση με προνομιακό ένταλμα δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης [*558]αίτησης Certiorari ― Δικαιοδοσία Δικαστηρίου προς εκδίκασή της ― Κατά πόσο εξετάζεται πριν ή μετά τη χορήγηση της άδειας.

Η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα αίτηση για απόκτηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και/ή Prohibition και/ή Mandamus για ακύρωση και/ή απαγόρευση της διαδικασίας που διεξάγεται ενώπιον της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (η Επιτροπή) κατ’ επίκληση των Άρθρων 36(β), 38 και 39 του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου αρ. 64(Ι)/2001 (ο Νόμος) και η οποία αφορά ισχυριζόμενη παράβαση από την αιτήτρια και άλλους του Άρθρου 67(α)(β) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων 1993-2001.

Στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας το Δικαστήριο έθεσε το ακόλουθο θέμα δικαιοδοσίας:  Κατά πόσο η επίδικη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής μπορεί να τύχει αναθεώρησης με προνομιακό ένταλμα δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος ή κατά πόσο μπορεί να τύχει αναθεώρηση με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Ο συνήγορος της αιτήτριας υπέβαλε ότι (α) η Επιτροπή ασκεί δικαιοδοσία έκδηλα χωρίς νομική εξουσιοδότηση και πρόσθετα προσπαθεί να εφαρμόσει διατάξεις άλλου Νόμου που από τη φύση του ανήκει στα Ποινικά Δικαστήρια και (β) εφόσον το Δικαστήριο πεισθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση που επιτρέπει τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας να χορηγηθεί η άδεια και το θέμα της δικαιοδοσίας να αφεθεί να συζητηθεί και αποφασισθεί κατά την ακρόαση της αίτησης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε πως το μόνο ζήτημα που έχρηζε εξέτασης είναι το κατά πόσο η επίδικη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, η οποία είναι διοικητικό όργανο είναι δικαστικής φύσεως ή διοικητικής φύσεως.

Αποφασίστηκε ότι:

Το Άρθρο 67 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως 2001 αποτελεί μέρος της νομοθεσίας που αφορά την Κεφαλαιαγορά.  Σκοπός της σχετικής διαδικασίας είναι καθαρά πειθαρχικός και σχετίζεται με την τήρηση της νομοθεσίας που αφορά την Κεφαλαιαγορά. Επομένως η επίδικη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής δεν είναι δικαστική αλλά διοικητική.  Αποκλειστικός σκοπός της είναι η επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων με τη μορφή διοικητικών μέτρων.  Δεν υπόκειται κατά συνέπεια σε αναθεώρηση με προνομιακό ένταλμα δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος.  Υπόκειται σε [*559]αναθεώρηση με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.  Για το λόγο αυτό η αίτηση απορρίπτεται λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.  Το γεγονός ότι οι επίδικες παραβάσεις συνιστούν και ποινικό αδίκημα δεν είναι ικανό να επηρεάσει το θέμα της δικαιοδοσίας.  Το θέμα της δικαιοδοσίας αφήνεται να εξετασθεί μετά τη χορήγηση της άδειας μόνο  στις περιπτώσεις όπου το νομικό και πραγματικό βάθρο δεν είναι επαρκώς διευκρινισμένο.  Εδώ δεν είναι τέτοια η περίπτωση. Υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα γεγονότα τα οποία είναι απαραίτητα για την επίλυση του θέματος της δικαιοδοσίας.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Vassiliou a.o. v. Police Disciplinary Committees (1979) 1 C.L.R. 46,

Zenios a.o. v. Disciplinary Board (1978) 1 C.L.R. 382,

Christodoulou v. President and Members of the Disciplinary Board of National Guard (1983) 1 C.L.R. 999,

Frangos v. Medical Disciplinary Board a.o. (1983) 1 C.L.R. 256,

Economides v. Military Disciplinary Board (1979) 1 C.L.R. 177,

A. P. Lanitis Ltd (1983) 1 C.L.R. 820,

Christodoulou (1983) 1 C.L.R. 537,

Frangos (1981) 1 C.L.R. 311,

Ramadan v. Electricity Authority of Cyprus a.o., 1 R.S.C.C. 49,

Haros v. Republic, 4 R.S.C.C. 39,

Mustafa v. Neophytou a.o. (1963) 2 C.L.R. 503,

Christofi a.o. v. Iacovides (1986) 1 C.L.R. 236,

Huddart Parker & Co (Proprietary) Ltd v. Moorehead – VIII C.L.R. 357,

United Engineering Workers Union v. Devanayagam [1967] 2 All E.R. 367,

Guilfoyle v. Home Office (1981) 1 C.L.R. 943.

[*560]

Αίτηση.

Αίτηση για άδεια του Δικαστηρίου που να επιτρέπει στην αιτήτρια να καταχωρήσει αίτηση για την έκδοση προνομιακού διατάγματος Certiorari, Prohibition ή Mandamus για ακύρωση της διαδικασίας που διεξάγεται ενώπιον της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου κατ’ επίκληση των Άρθρων 36(β), 38 και 39 του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου άρ. 64(Ι)/2001 και η οποία αφορά ισχυριζόμενη παράβαση από αυτήν του Άρθρου 67(α)(β) του Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου 1993-2001 καθώς και άδεια του Δικαστηρίου που να επιτρέπει στην αιτήτρια να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση προνομιακού διατάγματος Certiorari, Prohibition ή Mandamus με το οποίο να διατάσσεται η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να επιτρέψει την αντεξέταση των ερευνώντων λειτουργών οι οποίοι ετοίμασαν πόρισμα ημερ. 6/12/01.

Α. Χαβιαράς, για τους Αιτητές.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια επιδιώκει τις πιο κάτω θεραπείες:

«2.1.1        Άδεια του Δικαστηρίου που να επιτρέπει στην Αιτήτρια να καταχωρήσει αίτηση για την έκδοση προνομιακού διατάγματος certiorari και/ή Prohibition και/ή Mandamus για ακύρωση και/ή απαγόρευση της διαδικασίας που διεξάγεται ενώπιον της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου κατ’ επίκληση των άρθρων 36(β), 38 και 39 του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου άρ. 64(Ι)/2001 και η οποία αφορά ισχυριζόμενη παράβαση από την Αιτήτρια και άλλους του άρθρου 67(α)(β) του Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου 1993-2001.

 2.1.2 Όπως εκδοθούν όλες οι αναγκαίες και συνακόλουθες οδηγίες.

 2.1.3 Όπως ανασταλεί η εν λόγω διαδικασία μέχρις ότου ακουσθεί και αποφασισθεί η αίτηση δια κλήσεως ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου τούτου.

         

Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά:

2.2.1 Άδεια του Δικαστηρίου που να επιτρέπει στην Αιτήτρια να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση προνομιακού διατάγματος Certiorari και/ή Prohibition και/ή Μandamus με το οποίο να διατάσσεται η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να διαθέσει προς αντεξέταση και/ή να επιτρέψει την αντεξέταση των ερευνώντων λειτουργών Άλκη Πιερίδη, Ειρήνης Πηδιά και Χαράλαμπου Παρασκευά επί του πορίσματος τους ημερ. 6.12.2001 το οποίο αποτελεί τη βάση της διαδικασίας κατά της Αιτήτριας και την συνακόλουθη κατάργηση της ενδιάμεσης απόφασης της που φαίνεται στην επιστολή της ημερ. 26.3.2002.

2.2.2 Όπως εκδοθούν όλες οι αναγκαίες και συνακόλουθες οδηγίες.

         

2.2.3 Όπως ανασταλεί η εν λόγω διαδικασία μέχρις ότου ακουσθεί και αποφασισθεί η αίτηση δια κλήσεως ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου τούτου.»

Τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στη διαδικασία (η επίδικη διαδικασία) ενώπιον της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (η Επιτροπή), της οποίας η ακύρωση επιδιώκεται με την παρούσα αίτηση, έχουν ως εξής:

Με επιστολή του ημερ. 2.1.2002 ο Πρόεδρος της Επιτροπής πληροφόρησε την αιτήτρια ότι μετά από ανάλυση συναλλαγών που αφορούσαν την εταιρεία «Φάρμα Ρένος Χ”Ιωάννου Λτδ» προέκυψαν στοιχεία για διενέργεια συναλλαγών σε τίτλους της εν λόγω εταιρείας η φύση των οποίων δημιουργεί υποψίες για ενδεχόμενη χειραγώγηση της τιμής της μετοχής της «ήτοι ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 67(α)* των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως 2001 καθώς επίσης και παροχή πληρο[*562]φοριών κατά τρόπο που ενδεχομένως να παραβαίνει το άρθρου 67(β) των πιο πάνω Νόμων τα οποία δικαιολογούν την πρόθεση της Επιτροπής προς τελική διερεύνηση και ενδεχομένως την επιβολή διοικητικού προστίμου προς την αιτήτρια». Στη συνέχεια η επιστολή παρέχει λεπτομέρειες των στοιχείων που έχουν προκύψει και καταλήγει ως εξής:

«Και επειδή το Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς επιλαμβανόμενο το ίδιο της υπόθεσης, ως υποχρεούται βάσει του άρθρου 36(β) του Νόμου 64(Ι) του 2001, αποφασίζει να εξετάσει κατά πόσο δικαιολογείται η επιβολή διοικητικού προστίμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του Νόμου 64(Ι) του 2001.

Το Συμβούλιο αποφασίζει ότι θα ακολουθηθεί η στο άρθρο 39 του Νόμου 64(Ι) του 2001 προβλεπόμενη διαδικασία πριν την έκδοση της απόφασης της προς επιβολή ή μη διοικητικού προστίμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του Νόμου 64(Ι) του 2001.

Καλείστε συνεπώς όπως εντός 21 ημερών από της κοινοποίησης του  παρόντος προβείτε, αν επιθυμείτε, σε γραπτές ή και προφορικές παραστάσεις προς την Επιτροπή.

Αν επιθυμείτε παράταση της πιο πάνω προθεσμίας σε περίπτωση κωλύματος ή άλλης εύλογης αιτίας η Επιτροπή θα εξετάσει το αίτημά σας, νοουμένου ότι τούτο θα υποβληθεί εντός ευλόγου χρόνου, προ της πιο πάνω καθορισθείσας προθεσμίας.

Η Επιτροπή πριν εκδώσει την απόφασή της θα λάβει δεόντως υπόψη της τις παραστάσεις σας.

Η απόφαση της Επιτροπής θα σας κοινοποιηθεί στη συνέχεια εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος δεόντως αιτιολογημένη, η οποία θα υπόκειται στο ένδικο μέσο της προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος.»

Οι λόγοι για τους οποίους η αιτήτρια ζητά τις επίδικες θεραπείες, όπως έχουν τεθεί στην παρούσα αίτηση έχουν ως ακολούθως:

«(ι) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ήτο και είναι αναρμόδιο όργανο για να εξετάσει, στα πλαίσια των άρθρων 36(β), 38 και 39 του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου αρ. 64(Ι)/2001, ισχυριζόμενη παράβαση από την αιτήτρια του άρθρου 67 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμου 1993-2001 καθ’ ότι το άρθρο αυτό απο[*563]τελεί ποινική διάταξη που εμπίπτει αποκλειστικά στην δικαιοδοσία ποινικού Δικαστηρίου και ουδέν άλλο όργανο μπορεί να το εφαρμόσει.

(ιι) Η διεξαγωγή της ως άνω διαδικασίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου αποτελεί παράνομη και αντισυνταγματική άσκηση δικαιοδοσίας ποινικού Δικαστηρίου.

(ιιι) Η δίωξη της Αιτήτριας στερείται νομικής θεμελίωσης ένεκα των προνοιών του άρθρου 26(α) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου αρ. 64(Ι)/2001 το οποίο προνοεί την ύπαρξη διαδικαστικών κανονισμών ως προϋπόθεση δίωξης κατά χρηματιστών.

(ιν) Εάν κριθεί ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου έχει δικαιοδοσία, η ενδιάμεση απόφαση της ημερ. 26.3.2002 στερεί παράνομα και αντισυνταγματικά την Αιτήτρια της ισότητας των όπλων κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.»

Αναπτύσσοντας τους πιο πάνω λόγους ενώπιον του Δικαστηρίου ο κ. Χαβιαράς υπέβαλε ότι  ένας χρηματιστής, όπως είναι η αιτήτρια, δεν μπορεί να υποστεί πειθαρχικό έλεγχο εν όψει του άρθρου 26(α) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 (Ν. 64(Ι)/2001), σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή «επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις και πειθαρχικές ποινές εναντίον χρηματιστών, χρηματιστηριακών εταιρειών και συμβούλων επενδύσεων κατά τα οριζόμενα ειδικότερα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου».  Επομένως – συνέχισε ο κ. Χαβιαράς – για να ασκηθεί η σχετική αρμοδιότητα θα πρέπει να υπάρχουν ειδικοί κανονισμοί δυνάμει του Νόμου 64(Ι)/2001.  Στην απουσία τέτοιων κανονισμών η Επιτροπή δεν μπορεί να ασκήσει πειθαρχική δίωξη εναντίον χρηματιστών παρά τις γενικές εξουσίες που προκύπτουν από τα άρθρα 36(β) και 38 του ιδίου Νόμου.  Έστω και αν η πιο πάνω εισήγηση του ήθελε θεωρηθεί εσφαλμένη ο κ. Χαβιαράς υπέβαλε ότι η κατ’ ισχυρισμό παράβαση του πιο πάνω άρθρου 67 είναι ποινική και μπορεί να κριθεί μόνο από τα Ποινικά Δικαστήρια. Δεν είναι δυνατό – σύμφωνα με τον κ. Χαβιαρά – για ένα πειθαρχικό όργανο να αναλάβει την αρμοδιότητα ενός Ποινικού Δικαστηρίου και να προσπαθεί να εφαρμόσει ένα νόμο «που δεν έχει εξουσία να εφαρμόσει». Αυτό θα ισοδυναμούσε με παράβαση της Αρχής της Διακρίσεως των Εξουσιών.

Στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας το Δικαστήριο έθεσε το εξής θέμα δικαιοδοσίας:  Κατά πόσο η επίδικη διαδικασία [*564]ενώπιον της Επιτροπής μπορεί να τύχει αναθεώρησης με προνομιακό ένταλμα δυνάμει του άρθρου 155.4 του Συντάγματος ή κατά πόσο μπορεί να τύχει αναθεώρησης με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.  Έθεσε υπόψη του κ. Χαβιαρά την Vassiliou and Another v. Police Disciplinary Committees (1979) 1 C.L.R. 46 στην οποία κρίθηκε ότι πειθαρχική διαδικασία, κατά μελών της Αστυνομικής Δύναμης, ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής που λειτουργούσε δυνάμει των περί Αστυνομίας (Πειθαρχία) Κανονισμών του 1958-1977 ισοδυναμεί με άσκηση εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Ο κ. Χαβιαράς υπέβαλε ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την Vassiliou (πιο πάνω) γιατί σε εκείνη την υπόθεση η Πειθαρχική Επιτροπή λειτουργούσε κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω Κανονισμών ενώ στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή ασκεί δικαιοδοσία έκδηλα χωρίς νομική εξουσιοδότηση και πρόσθετα προσπαθεί να εφαρμόσει διατάξεις άλλου Νόμου που από τη φύση του ανήκει στα Ποινικά Δικαστήρια.

Τέλος ο κ. Χαβιαράς υπέβαλε ότι εφόσον το Δικαστήριο πεισθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση που επιτρέπει τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας να χορηγηθεί η άδεια και το θέμα της δικαιοδοσίας να αφεθεί να συζητηθεί και αποφασισθεί κατά την ακρόαση της αίτησης ακριβώς όπως έγινε στην Zenios and Another v. Disciplinary Board (1978) 1 C.L.R. 382.

Θα εξετάσω πρώτα το θέμα της δικαιοδοσίας.

Στην Christodoulou v. President and Members of the Disciplinary Board of National Guard (1983) 1 C.L.R. 999  ο εφεσείων ήταν Αξιωματικός της Εθνικής Φρουράς.  Κατηγορήθηκε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, το οποίο είχε εγκαθιδρυθεί δυνάμει των περί Εθνικής Φρουράς Πειθαρχικών Κανονισμών 1964-1979, για διάφορες παραβάσεις του Στρατιωτικού και Ποινικού Κώδικα. Υπέβαλε αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για διάταγμα prohibition.  Υποστήριξε - όπως και στην παρούσα υπόθεση – ότι λόγω της φύσεως των κατηγοριών το Πειθαρχικό Συμβούλιο θα εξέταζε ζήτημα δικαστικής φύσεως με υφαρπαγή εξουσιών.  Η κρίση του Συμβουλίου επί των κατηγοριών θα συνεπαγόταν κρίση επί της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντα δυνάμει του Στρατιωτικού και Ποινικού Κώδικα.  Επομένως το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης γιατί δεν ήταν Ποινικό Δικαστήριο.  Κρίθηκε ότι η διαδικασία [*565]ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου ήταν διοικητικού χαρακτήρα και υπέκειτο αποκλειστικά στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Ο εφεσείων άσκησε έφεση. Το μόνο ζήτημα που είχε εξετασθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν κατά πόσο η διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, το  οποίο ήταν διοικητικό όργανο, ήταν δικαστικής φύσεως λόγω του γεγονότος ότι οι κατηγορίες είχαν διατυπωθεί δυνάμει Κώδικα που δημιουργεί ποινική ευθύνη.

Στην απόφαση της Ολομέλειας (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) έγινε ανάλυση των χαρακτηριστικών της δικαστικής διαδικασίας και της διοικητικής διαδικασίας.  Υποδείχθηκε ότι σαν θέμα αρχής ή πρακτικής δεν απαγορεύεται η διατύπωση πειθαρχικών κατηγοριών με βάση τις διατάξεις ποινικών νόμων εφόσον ο σκοπός που σκοπείται να εξυπηρετηθεί είναι καθαρά πειθαρχικός και σχετίζεται με την τήρηση καθορισμένου επιπέδου συμπεριφοράς στο σχετικό κλάδο της Δημόσιας Υπηρεσίας και στην περίπτωση της Εθνικής Φρουράς στην τήρηση της πειθαρχίας στην Εθνική Φρουρά.

Η έφεση απορρίφθηκε. Κρίθηκε ότι η διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι πειθαρχικής φύσεως αποκλειστικά σχετιζόμενη με την τήρηση της πειθαρχίας στην Εθνική Φρουρά.  Σαν τέτοια είναι διοικητικού χαρακτήρα και υπόκειται αποκλειστικά σε δικαστική αναθεώρηση δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας στην Frangos v. Medical Disciplinary Board and Others (1983) 1 C.L.R. 256 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) καθώς και οι πρωτόδικες αποφάσεις του Τριανταφυλλίδη, Π., στις υποθέσεις Vassiliou (πιο πάνω), Economides v. Military Disciplinary Board (1979) 1 C.L.R. 177, In re A. P. Lanitis Ltd (1983) 1 C.L.R. 820, In re A. Christodoulou (1983) 1 C.L.R. 537, In re Frangos (1981) 1 C.L.R. 311. Βλ. επίσης Ramadan v. Electricity Authority of Cyprus and Another, 1 R.S.C.C. 49, Haros v. Republic, 4 R.S.C.C. 39, Mustafa v. Neophytou and Others (1963) 2 C.L.R. 503 και Christofi and Others v. Iacovides (1986) 1 C.L.R. 236).  

Όπως και στην υπόθεση Christodoulou (πιο πάνω) το μόνο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η επίδικη διαδικασία [*566]ενώπιον της Επιτροπής, η οποία είναι διοικητικό όργανο, είναι δικαστικής φύσεως ή διοικητικής φύσεως.

Με την πιο πάνω επιστολή της ημερ. 2.2.2002 η Επιτροπή υπέδειξε ότι:

(α)  Θα επιληφθεί του θέματος δυνάμει του άρθρου 36(β) του Νόμου 64(Ι)/2001.

(β)  Θα εξετάσει κατά πόσο δικαιολογείται η επιβολή διοικητικού προστίμου «κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του Νόμου 64(Ι)/2001».

(γ)  Θα ακολουθηθεί η στο άρθρο 39 του Νόμου 64(Ι)/2001 προβλεπόμενη διαδικασία πριν την έκδοση της απόφασης της προς επιβολή ή μη διοικητικού προστίμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του Νόμου 64(Ι)/2001.

Τα άρθρα 36 (β), 38 και 39, τα οποία έχει επικαλεσθεί η Επιτροπή, έχουν ως εξής:

«36.  Το Συμβούλιο σε περίπτωση που κατά την άσκηση της εξουσίας της Επιτροπής προς συλλογή πληροφοριών, είσοδο ή έρευνα ή από στοιχεία που με οποιοδήποτε τρόπο τίθενται ενώπιόν του, διαπιστώνει το ενδεχόμενο παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών ή της κειμένης νομοθεσίας που αφορά στην κεφαλαιαγορά και στις συναλλαγές κινητών αξιών που καταρτίζονται στο έδαφος της Δημοκρατίας ή παράβασης των κανονιστικής φύσεως Αποφάσεων της Επιτροπής, ενεργεί ως ακολούθως:

(α)   .................................................................................................

(β)   επιλαμβάνεται το ίδιο της υπόθεσης και αποφασίζει  κατά πόσο δικαιολογείται η επιβολή διοικητικού προστίμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38 ή η επιβολή άλλων διοικητικών ή πειθαρχικών κυρώσεων, που προβλέπονται στους δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδόμενους Κανονισμούς ή στην κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά.

38.-(1)  Η Επιτροπή έχει εξουσία προς επιβολή διοικητικού προστίμου ύψους μέχρι εκατό χιλιάδων λιρών και σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης ύψους μέχρι διακοσίων χιλιάδων λιρών ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, σε περίπτωση που [*567]διαπιστώνεται ότι φυσικό πρόσωπο ή οργανισμός παραβιάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι Αποφάσεις της Επιτροπής και η κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή.

.............................................................................................................

Νοείται ότι η Επιτροπή στην περίπτωση αυτή συντάσσει σχετικό πόρισμα, το οποίο υποβάλλει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος αποφασίζει κατά πόσο δικαιολογείται ποινική δίωξη του υπαιτίου της παράβασης.

39.-(1)  Πριν να προβεί στην έκδοση της απόφασης της προς επιβολή διοικητικού προστίμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38, η Επιτροπή οφείλει να κοινοποιεί εγγράφως την πρόθεση της προς διερεύνηση της παράβασης σε κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο, να παραθέτει τους λόγους που δικαιολογούν την πρόθεσή της προς διερεύνηση και προς επιβολή διοικητικού προστίμου και να επισημαίνει τα δικαιώματα που του παρέχονται δυνάμει του εδαφίου (2).

(2) Πρόσωπο προς το οποίο κοινοποιείται έγγραφο με βάση το εδάφιο (1) έχει δικαίωμα εντός προθεσμίας είκοσι μιας ημερών από της κοινοποιήσεως αυτής, να προβεί σε γραπτές και αν το επιθυμεί προφορικές παραστάσεις προς την Επιτροπή:

Νοείται ότι είναι δυνατή η παράταση της πιο πάνω προθεσμίας σε περίπτωση κωλύματος ή άλλης εύλογης αιτίας.

(3) Η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τις παραστάσεις αυτές πριν να προβεί στην έκδοση της απόφασης  της προς επιβολή διοικητικού προστίμου και στον καθορισμό του ύψους του οφειλόμενου ποσού.

(4) Απόφαση της Επιτροπής προς επιβολή διοικητικού προστίμου πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να κοινοποιείται εγγράφως προς κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο:

Νοείται ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής υπόκεινται στο ένδικο μέσο της προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(5) Η Επιτροπή δύναται να δημοσιοποιεί απόφασή της προς [*568]επιβολή διοικητικού προστίμου σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4).»

Στην Frangos (πιο πάνω) με αναφορά στην υπόθεση Huddart Parker & Co (Proprietary) Ltd v. Moorehead – VIII C.L.R. 357 λέχθηκε ότι δικαστική είναι η διαδικασία στην οποία το Δικαστήριο εξετάζει ζητήματα μεταξύ των πολιτών ή μεταξύ των πολιτών και του κράτους σε σχέση με τη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία. Λέχθηκε, επίσης, με αναφορά στην United Engineering Workers Union v. Devanayagam [1967] 2 All E.R. 367 ότι σε κάθε περίπτωση, η φύση των εξουσιών που παρέχονται στο αποφασίζον όργανο και ο τρόπος και η μέθοδος άσκησης τους πρέπει να εξετάζονται λεπτομερώς για να αποφασισθεί κατά πόσο είναι δικαστικής φύσεως.  Στην Guilfoyle v. Home Office (1981) 1 C.L.R. 943, η οποία αναφέρεται στη Frangos (πιο πάνω), δόθηκε έμφαση στο καθεστώς  (status) του οργάνου που εκδίδει την απόφαση. Λέχθηκε ότι αποτελεί σημαντικό δείκτη της φύσης των εξουσιών που ασκούνται. Η απόφαση στην Frangos  καταλήγει ως εξής:

“A universally acceptable attribute of judicial power is that it cannot be delegated – R. v. Gateshead Justices [1981] 1 All E.R. 1027 (D.C.).  The primary purpose of judicial proceedings is to determine the rights of the parties under the law and resolve their dispute by reference thereto. In administrative proceedings the promotion of public interest in a given area is always a fundamental consideration – R. v. Secretary of State for Environment [1976] 3 All E.R. 90 (see judgment of Lord Denning, M.R.).

The decision of the Court of Appeal in R. v. Hull Prison Board of Visitors [1979] 1 All E.R. 701, singles out one characteristic that inevitably distinguishes judicial from administrative proceedings.  It is this:  Judicial proceedings are concerned with the application of the general law of the land.”

Σε μετάφραση:

«Ένα καθολικά αποδεκτό γνώρισμα της δικαστικής εξουσίας είναι ότι δεν μπορεί να εκχωρηθεί - R. v. Gateshead Justices [1981] 1 All E.R. 1027 (D.C.).  Ο πρωταρχικός σκοπός της δικαστικής διαδικασίας είναι η κρίση επί των δικαιωμάτων των μερών δυνάμει του Νόμου και η επίλυση της διαφοράς τους με αναφορά στο Νόμο. Στη διοικητική διαδικασία η προαγωγή του [*569]δημοσίου συμφέροντος σε ένα δοσμένο πεδίο αποτελεί πάντοτε ένα σημαντικό στοιχείο - R. v. Secretary of State for Environment [1976] 3 All E.R. 90 (βλ. απόφαση του Lord Denning, M.R.).

Η απόφαση του Εφετείου στην R. v. Hull Prison Board of Visitors [1979] 1 All E.R. 701, υποδεικνύει ένα χαρακτηριστικό το οποίο αναμφισβήτητα διακρίνει τη δικαστική από τη διοικητική διαδικασία. Είναι τούτο: Η δικαστική διαδικασία ασχολείται με την εφαρμογή της γενικής Νομοθεσίας του τόπου.»

Λαμβάνω υπόψη τη φύση των εξουσιών που παρέχονται από το Νόμο 64(Ι)/2001 στην Επιτροπή και τον τρόπο και μέθοδο άσκησης τους (βλ. άρ. 36, 38 και 39).  Η διαδικασία δεν προβλέπει τη διατύπωση κατηγορητηρίου και προβλέπει μόνο μια κύρωση – την επιβολή διοικητικού προστίμου.  Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη το καθεστώς της Επιτροπής. Θεωρώ ότι αποτελεί Διοικητικό Όργανο.  Θεωρώ περαιτέρω ότι σκοπός της επίδικης διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής δεν είναι η επίλυση της διαφοράς μεταξύ δύο πολιτών ή μεταξύ ενός πολίτη και του Κράτους.  Σκοπός της είναι – όπως ρητά προβλέπεται από το άρ. 36 του Νόμου 64(Ι)/2001 – η συμμόρφωση με τις διατάξεις του Νόμου 64(Ι)/2001, «των δυνάμει αυτού εκδοθέντων κανονισμών ή της κείμενης νομοθεσίας που αφορά στην Κεφαλαιαγορά ...».  Το πιο πάνω άρ. 67 σίγουρα αποτελεί μέρος της νομοθεσίας που αφορά την Κεφαλαιαγορά. Σκοπός της σχετικής διαδικασίας είναι καθαρά πειθαρχικός και σχετίζεται με την τήρηση των προνοιών μιας συγκεκριμένης νομοθεσίας – της νομοθεσίας που αφορά στην Κεφαλαιαγορά. Κρίνω, επομένως, ότι η επίδικη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής δεν είναι δικαστική αλλά διοικητική.  Αποκλειστικός σκοπός της είναι η επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων με τη μορφή διοικητικών μέτρων.  Δεν υπόκειται κατά συνέπεια σε αναθεώρηση με προνομιακό ένταλμα δυνάμει του άρ. 155.4 του Συντάγματος. Υπόκειται σε αναθεώρηση με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.  Για το λόγο αυτό η αίτηση απορρίπτεται λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.  Το γεγονός ότι οι επίδικες παραβάσεις συνιστούν και ποινικό αδίκημα δεν είναι ικανό να επηρεάσει το  θέμα της δικαιοδοσίας (βλ. Christodoulou, πιο πάνω).  Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι το θέμα της δικαιοδοσίας αφήνεται να εξετασθεί μετά τη χορήγηση της άδειας μόνο στις περιπτώσεις όπου το νομικό και πραγματικό βάθρο δεν είναι επαρκώς διευκρινισμένο.  Εδώ δεν είναι τέτοια η περίπτωση.  Υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα γεγονότα τα οποία είναι απαραίτητα για την επίλυση του θέματος της δικαιοδοσίας.

[*570]Η αίτηση απορρίπτεται.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο