(2002) 1 ΑΑΔ 571
[*571]17 Απριλίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 16 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27, 28, 29, 32, 33 ΚΑΙ 34 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ,
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 13/10/2000.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11045)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκδόθηκε προνομιακό ένταλμα Certiorari και ακυρώθηκε ένταλμα ερεύνης εκδοθέν από Επαρχιακό Δικαστή και ήδη εκτελεσθέν ― Κρίθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία σε σχέση με το πραγματικό γεγονός της καθυστέρησης που σημειώθηκε στην καταχώρηση της αίτησης για έκδοση του προνομιακού εντάλματος.
Το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε σχετικά με την οικία, τα υποστατικά και τα οχήματα του εφεσίβλητου επειδή υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι παράνομα εφυλάττοντο ναρκωτικά. Ο αρμόδιος αστυφύλακας κατέθεσε ενόρκως ότι στόχος της έκδοσης του εν λόγω εντάλματος ήταν η ανεύρεση, περισυλλογή και φύλαξη ναρκωτικών και άλλων τεκμηρίων για διερεύνηση και εξιχνίαση της υπόθεσης.
Ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση, αποδέχθηκε την αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari και ακύρωσε το ένταλμα ερεύνης αφού είχε προηγουμένως απορρίψει εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι η αίτηση έπρεπε να απορ[*572]ριφθεί λόγω της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην καταχώρησή της και του γεγονότος ότι μοναδική επιδίωξή της ήταν να επηρεάσει την πορεία της ποινικής υπόθεσης εναντίον του αιτητή η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, αντικείμενα που ανευρέθηκαν στην οικία του ως αποτέλεσμα της έρευνας.
Το θέμα της καθυστέρησης που αναφέρεται ανωτέρω αποτέλεσε λόγο έφεσης εναντίον της πρωτόδικης απόφασης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Καθυστέρηση στην υποβολή αιτήσεων για έλεγχο με προνομιακό ένταλμα Certiorari αποτελεί λόγο άρνησης έκδοσής του. Το Δικαστήριο, στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας για έκδοση του εντάλματος Certiorari, λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης.
2. Στην παρούσα υπόθεση, η αίτηση καταχωρήθηκε 3½ σχεδόν μήνες μετά την εκτέλεση του εντάλματος ερεύνης και η καθυστέρηση δεν έχει αιτιολογηθεί στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση του εφεσίβλητου.
3. Η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε αιτιολογίας για την καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης και επίσης η παράλειψη του εφεσίβλητου να αμφισβητήσει έγκαιρα την εγκυρότητα του εντάλματος, παρά μόνο λίγες μέρες πριν την ακρόαση της ποινικής υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο, είναι καταλυτική για την υπόθεση.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Aeroporos a.o. (1988) 1 C.L.R. 302,
Polycarpou (1991) 1 A.A.Δ. 207,
Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 17,
Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα και την Προαγωγή άλλων Κοινοφελών Σκοπών (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014,
Mouskos (1977) 1 C.L.R. 100,
[*573]Christofis (1985) 1 C.L.R. 692,
Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746,
Ellinas (1988) 1 C.L.R. 371,
Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438,
Τρύφωνος (1991) 1 Α.Α.Δ. 1124,
Μιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 472,
Laertis Shipping Ent. (1992) 1 A.A.Δ. 686,
Καλοπαίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 114,
Πιττάκης κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 297,
Beogradska Banka D.D. (1995) 1 A.A.Δ. 737,
Ερμής Ασφαλ. Εταιρεία Λτδ κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 811,
Κωνσταντινίδου (1995) 1 Α.Α.Δ. 827.
Έφεση.
Έφεση από τη Δημοκρατία κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δόθηκε στις 14/3/01 (Αρ. Αίτησης 19/01) με την οποία εξέδωσε το αιτηθέν από τον εφεσίβλητο ένταλμα Certiorari και ακύρωσε το ένταλμα ερεύνης της οικίας, υποστατικών και οχημάτων του.
N. Tαλαρίδου με B. Loyal, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Την 13.10.2000 Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εξέδωσε ένταλμα ερεύνης της οικίας υποστατικών και οχημάτων του εφεσίβλητου επειδή υπήρχε εύλογη αιτία [*574]να πιστεύεται ότι παράνομα εφυλάττοντο ναρκωτικά. Ο Δικαστής εξέδωσε το ένταλμα ερεύνης με βάση ένορκη κατάθεση αστυφύλακα της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών (Υ.Δ.Ι.Ν.) Λεμεσού. Ο εν λόγω αστυφύλακας κατέθεσε ενόρκως ότι:-
“υπάρχει εύλογη υποψία βασισμένη σε ματυρία ότι στην οικία του Χαράλαμπου Κυριάκου ΣΙΑΚΑΛΛΗ στην οδό Κων/νου & Ευριπίδου αρ. 42 Τραχώνι Λ/σού, υποστατικά και οχήματα του, παράνομα φυλάττονται ναρκωτικά.
Πρόσωπο ανέφερε προσωπικά στην Αστυνομία ότι ο ΣΙΑΚΑΛΛΗ έχει στην κατοχή του ναρκωτικά τα οποία διαθέτει σε άλλα πρόσωπα.
Ενόψει των πιο πάνω και σύμφωνα με το Άρθρο 29(3) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 20(1)/92, αιτούμαι από το Έντιμο Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος έρευνας της πιο πάνω οικίας, υποστατικών και οχημάτων του, για την ανεύρεση, περισυλλογή και φύλαξη ναρκωτικών και άλλων τεκμηρίων για διερεύνηση και εξιχνίαση της πιο πάνω υπόθεσης.”
Το ένταλμα ερεύνης τελικά εκτελέστηκε στις 10.11.2000 πριν την παρέλευση μηνός από την έκδοση του. Από την έρευνα η αστυνομία παρέλαβε διάφορα τεκμήρια.
Αφού παρήλθε χρόνος πέραν των τεσσάρων μηνών από την έκδοση του και πέραν των τριών μηνών από την εκτέλεση του από την αστυνομία, ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο για να του παραχωρηθεί άδεια να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του εντάλματος ερεύνης. Δόθηκε η άδεια και ο εφεσίβλητος καταχώρησε τη σχετική αίτηση στις 22.2.2001.
Τρία ήσαν τα βασικά επιχειρήματα του δικηγόρου του εφεσίβλητου: (α) ότι δεν υπήρχε επαρκής και συγκεκριμένη μαρτυρία η οποία εξ’ αντικειμένου να δημιουργεί την απαραίτητη από το νόμο εύλογην υποψία ότι σε συγκεκριμένο τόπο είχε διαπραχθεί το αδίκημα (β) ότι το ένταλμα του Δικαστηρίου δεν είναι δεόντως αιτιολογημένο σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 16 του Συντάγματος και (γ) ότι η αστυνομία ενήργησε με κακοπιστία.
Η κα Ταλαρίδου, δικηγόρος της Δημοκρατίας, αντέκρουσε τις πιο πάνω θέσεις του αιτητή. Εισηγήθηκε ότι η απόφαση του Δικα[*575]στή για την έκδοση του εντάλματος ερεύνης ήταν αιτιολογημένη αφού βασίσθηκε στην ένορκη μαρτυρία του αστυφύλακα που παρείχε τα αντικειμενικά δεδομένα που απαιτούνται από τη νομοθεσία (άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και 29(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ. 29/77). Προσέτι εισηγήθηκε ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί λόγω της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην καταχώρηση της και στο γεγονός ότι μοναδική επιδίωξη της είναι να επηρεάσει την πορεία ποινικής υπόθεσης εναντίον του αιτητή η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, αντικείμενα που ανευρέθησαν στην οικία του ως αποτέλεσμα της έρευνας. Τη θέση αυτή τη στήριξε στην υπόθεση In re Charalambos A. Aeroporos & Others (1988) 1 C.L.R. 302.
Ο συνάδελφος μας που εκδίκασε την υπόθεση πρωτοδίκως, με αναφορά στις υποθέσεις In re Polycarpou (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 17 και Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα και την Προαγωγή άλλων Κοινοφελών Σκοπών (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014, δέχθηκε το αναθεωρήσιμο εντάλματος ερεύνης με προνομιακό ένταλμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Απέρριψε δε την τελευταία εισήγηση της κας Ταλαρίδου καταλήγοντας ότι:-
“Εν πάση περιπτώσει, ως θέμα άσκησης της διακριτικής μου εξουσίας, δεν θεωρώ την καθυστέρηση, σε συνάρτηση με όλα τα ενώπιον μου δεδομένα, ως αποκλείουσα την εξέταση της αίτησης επί της ουσίας της. Ούτε μπορώ να συμφωνήσω ότι η υπόθεση In re Aeroporos, ανωτέρω, αποκλείει την εξέταση αίτησης αν το αποτέλεσμα της ακύρωσης του εντάλματος έρευνας θα ήταν ενδεχόμενη αδυναμία προσαγωγής κατά την ποινική δίκη μαρτυρίας εξασφαλισθείσας ως αποτέλεσμα της έρευνας.............................................................................................
.............................................................................................................
Δεν διαπιστώνω, στην προκειμένη περίπτωση, ότι η καθυστέρηση στην καταχώριση της αιτήσεως τεκμηριώνει τέτοια επιδίωξη εκ μέρους του Αιτητή, όπως η δ. Ταλαρίδου εισηγείται.”
Ο συνάδελφος μας προέβη σε ευρεία ανάλυση και ερμηνεία της αυθεντίας Aeroporos (πιο πάνω) στην οποία θα επανέλθουμε πιο κάτω. Δέχθηκε δε τις εισηγήσεις του αιτητή (α) και (β) όπως αναφέρθησαν στην αρχή της απόφασης μας. Αναφέρει τα εξής στην απόφαση του:-
“Εδώ το ίδιο ένταλμα στην όψη του δεν αποκαλύπτει, όπως παρατήρησα παραχωρώντας άδεια για καταχώριση της παρούσας [*576]αίτησης, δέουσα αιτιολογία ή ότι ο δικαστής ικανοποιήθηκε ότι υπάρχει εύλογη υποψία ή εύλογη αιτία να πιστεύεται το ζητούμενο από το νόμο. Το ένταλμα αιτιολογείται μόνο με αναφορά στο ότι στην ένορκη δήλωση φαίνεται ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία του Αιτητή φυλάττονται παράνομα ναρκωτικά. Αυτό που ζητά όμως το Σύνταγμα και ο νόμος δεν είναι να λέγει η Αστυνομία ότι έχει εύλογη υποψία ή εύλογη αιτία να πιστεύει, το οποίο ο δικαστής να εκλαμβάνει ως δεδομένο, αλλά ο ίδιος ο δικαστής να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του διατάγματος ικανοποιούμενος εκείνος ότι η υποψία είναι, επί της μαρτυρίας, εύλογη. .............................................
.............................................................................................................
Δεν μένω όμως στο σημείο αυτό, αφού θεωρώ ότι υπάρχει άλλος και πιο ουσιαστικός λόγος για ακύρωση του εντάλματος. Η τεθείσα ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία ήταν μόνον ότι “Πρόσωπο ανέφερε προσωπικά στην Αστυνομία ότι ο ΣΙΑΚΑΛΛΗ (ο Αιτητής) έχει στη κατοχή του ναρκωτικά τα οποία διαθέτει σε άλλα πρόσωπα”. Τούτο όμως, πέραν της γενικότητας και αοριστίας του, δεν μπορούσε να ικανοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 29(3), το οποίο ζητά να ικανοποιηθεί ο δικαστής ότι υπάρχει εύλογη υποψία ότι ελεγχόμενα φάρμακα βρίσκονται “εν τη κατοχή προσώπου τινος εν οιωδήποτε υποστατικώ”. Αυτό που έτεινε και μόνο να καταδείξει η μαρτυρία ήταν ότι ο Αιτητής είχε ναρκωτικά στην κατοχή του, αλλά ουδόλως τα ναρκωτικά ήσαν σε οποιοδήποτε υποστατικό, και συγκεκριμένα στην οικία του Αιτητή, εφ’ όσον η μαρτυρία ουδόλως συνδέει την κατοχή με οποιοδήποτε υποστατικό. Ούτε είναι θέμα κοινής λογικής, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, ότι συμπερασματικά η μαρτυρία μπορεί να θεωρηθεί ως αναφερόμενη στα υποστατικά του Αιτητή.”.
Με τους λόγους αυτούς ο συνάδελφος μας εξέδωσε το αιτούμενο ένταλμα Certiorari και ακύρωσε το ένταλμα ερεύνης.
Με την παρούσα έφεση η Δημοκρατία, με τέσσερις λόγους έφεσης, προσβάλλει τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως λανθασμένα και επιζητεί τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης γίνεται εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε κατά ορθό τρόπο τη διακριτική του εξουσία σε σχέση με το πραγματικό γεγονός και/ή δεδομένο της καθυστέρησης που σημειώθηκε στην καταχώρηση της αίτησης. Υπέβαλε η κα Ταλαρίδου ότι σύμφωνα με τη νομολογία θα έπρεπε να δοθεί επαρκής μαρτυρία και ικανοποιητικός λόγος για την καθυστέρηση [*577]που σημειώθηκε. Τέτοια μαρτυρία δεν δόθηκε από τον αιτητή. Αντίθετα υπήρχε μαρτυρία ότι υπήρχε εκκρεμής ποινική υπόθεση ενώπιον ποινικού Δικαστηρίου εναντίον του αιτητή με αναφορά σε τεκμήρια που ανευρέθησαν από την αστυνομία κατά την εκτέλεση του εντάλματος ερεύνης.
Στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, το Ανώτατο Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και το κατά πόσον υπήρξε αναιτιολόγητη καθυστέρηση από την πλευρά του αιτητή να ζητήσει τέτοιο ένταλμα. Δεν υπάρχουν καθορισμένα χρονικά πλαίσια. Επαφίεται τούτο στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου σταθμίζοντας όλα τα γεγονότα της υπόθεσης. Στην υπόθεση Aeroporos (πιο πάνω) ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) έθεσε τα ορθά πλαίσια άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου. Παραθέτουμε το απόσπασμα από τη σελίδα 308, το οποίο και επικροτούμε γιατί εκφράζει και τη δική μας θέση:-
“An order of certiorari is a discretionary remedy. Delay to apply is a valid reason for refusing review of the legality of the order challenged. The time element is so essential as to have caused the English legislator to rule out judicial review for the issue of an order of certiorari after the lapse of six months from the communication of the impugned order. In the absence of proper justification of the delay or more appropriately in the absence of any wish on the part of the applicants to challenge the legality of the orders prior to 7th December, 1987, and the reasons for so wishing to challenge it thereafter, I find the delay to apply inexcusable and on that account I would dismiss the application.”
Το θέμα της καθυστέρησης εξετάσθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σε πλείστες αποφάσεις του, πέραν της Aeroporos (πιο πάνω). Ενδεικτικά αναφέρουμε τις πιο κάτω αυθεντίες: In re Antonios Mouskos (1977) 1 C.L.R. 100, In re Christofis (1985) 1 C.L.R. 692, In re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746, In re Ellinas (1988) 1 C.L.R. 371, Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438, Τρύφωνος (1991) 1 Α.Α.Δ. 1124, Μιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 472, Laertis Shipping Ent. (1992) 1 A.A.Δ. 686, Καλοπαίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 114, Πιττάκης κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 297, Beogradska Banka D.D. (1995) 1 A.A.Δ. 737, Ερμής Ασφαλ. Εταιρεία Λτδ. κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 811, Σωτηρούλλα Κωνσταντινίδου (1995) 1 Α.Α.Δ. 827.
Στην Ερμής (πιο πάνω) ο Νικολάου, Δ. ανέφερε στη σελίδα 817 τα εξής τα οποία και επικροτούμε:-
[*578]“Τόση είναι η σημασία που αποδίδεται στην όσο το ταχύτερο αναζήτηση θεραπείας με τα ένδικα μέσα που τώρα επιδιώκουν οι αιτητές, που στην Αγγλία από καιρό εισήχθη με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας χρονικός περιορισμός: ήταν αρχικά έξι μήνες και έπειτα μειώθηκε σε τρεις. Το εν λόγω όριο αποτελεί βέβαια εκεί το ανώτατο επιτρεπτό. Αίτηση μπορεί να απορριφθεί λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης ακόμα και αν καταχωρηθεί εντός της επιτρεπόμενης προθεσμίας. Στην Κύπρο δεν έχει τεθεί με τους Θεσμούς χρονικός περιορισμός αλλά η γενική αρχή την οποία ανέφερα ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο. Υπάρχει επί τούτου μεγάλος αριθμός αποφάσεων: βλ. ενδεικτικά τις υποθέσεις In re Manolis Christophi (1985) 1 C.L.R. 692 και Τρύφωνος (1991) 1 Α.Α.Δ. 455. Στην παρούσα περίπτωση, ακόμα και αν γινόταν για σκοπούς συζήτησης δεκτό ότι οι αιτητές κατά πρώτο έλαβαν γνώση του διατάγματος κατεδάφισης τον Νοέμβριο του 1994 που ήχθη η υπόθεση για απείθεια ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, παρήλθαν περίπου δέκα μήνες μέχρι που τώρα αποφάσισαν να αποταθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Και το έπραξαν μόνο δύο μέρες πριν από την ημερομηνία που ορίστηκε για συνέχιση η ακρόαση της εκκρεμούσας υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Η εξήγηση την οποία πρόσφερε ο συνήγορος των αιτητών κατά την αγόρευσή του, αναφέρεται σε κατάσταση πραγμάτων, ήτοι, σε ισχυριζόμενες διαβεβαιώσεις που παρέμειναν χωρίς εμπέδωση. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, η δοθείσα εξήγηση ακόμα και αν ληφθεί υπόψη, δεν δικαιολογεί κατά την άποψή μου την τόσο μεγάλη σημειωθείσα καθυστέρηση.”
Στην δε Laertis (πιο πάνω) ο Στυλιανίδης, Δ. (όπως ήταν τότε) ανέφερε τα εξής στις σελίδες 693-694, παραθέτοντας απόσπασμα από το Halsbury’s και απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Denning στην υπόθεση R. v. Herrod:-
“Καθυστέρηση στην υποβολή αιτήσεων για έλεγχο με προνομιακό ένταλμα certiorari αποτελεί λόγο άρνησης έκδοσής του. Το Δικαστήριο, στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας για έκδοση του εντάλματος certiorari, λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης. Στο Halsbury’s Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 1(1), παράγραφος 170 αναφέρεται:-
“170. Delay in applying for relief. Where the High Court considers that there has been undue delay in making an application for judicial review, it may refuse to grant leave for the making of the application or any relief sought on the [*579]application, if it considers that the granting of the relief sought would be likely to cause substantial hardship to, or substantially prejudice the rights of, any person or would be detrimental to good administration. The court may consider the question of delay of its own motion even if the respondent indicates that no point would be taken on delay.”
Στην υπόθεση R. v. Herrod [1976] 1 All E.R. 273, στη σελ. 278, ο Λόρδος Denning είπε:-
“Τhe truth is, of course, that certiorari is not an appeal at all. It is an exercise by the High Court of its power to supervise inferior tribunals: see R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal, ex parte Shaw. The time limit of six months is not an entitlement. It is a maximum rarely to be exceeded. Short of six months, there is the overriding rule that the remedy by certiorari is discretionary. If a person comes to the High Court seeking certiorari to quash the decision of the Crown Court - or any other inferior tribunal for that matter - he should act promptly and before the other party has taken any step on the faith of the decision. Else he may find that the High Court will refuse him a remedy. If he has been guilty of any delay at all, it is for him to get over it and not for the other side. In support, I would refer to R. v. Sheward where five months elapsed. And in R. v. Glamorgan Appeal Tribunal, ex parte Fricker Lord Reading CJ said:
“... the applicant could not succeed, for two months and a half had elapsed before he came to this court. If it is desired to take such an objection an application must be made at once...””
Στην παρούσα υπόθεση δεν δίδεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση του εφεσίβλητου καμιά αιτιολογία για τη σημειωθείσα καθυστέρηση. Υπενθυμίζουμε ότι η αίτηση καταχωρήθηκε 3½ σχεδόν μήνες μετά την εκτέλεση του εντάλματος ερεύνης. Έκτοτε οι εφεσείοντες προχώρησαν, με βάση τα κατασχεθέντα τεκμήρια κατά την έρευνα, στη διατύπωση κατηγορίας εναντίον του εφεσίβλητου και στην καταχώρηση ποινικής υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού.
Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση των εφεσειόντων αναφέρονται στις παραγράφους 9 και 10 τα ακόλουθα:-
“9. Το επίδικο ένταλμα έρευνας εκτελέσθηκε στις 10.11.00, με [*580]αποτέλεσμα η καταχώρηση της παρούσας αίτησης από πλευράς αιτητή να είναι αδικαιολόγητα καθυστερημένη, γεγονός το οποίο θα πρέπει από μόνο του να οδηγήσει το Ανώτατο Δικαστήριο, ως με συμβουλεύουν οι Δικηγόροι της Δημοκρατίας που χειρίζονται την υπόθεση, στην απόρριψη της αίτησης σύμφωνα με την σχετική επί του θέματος νομολογία.
10. Η προαναφερθείσα καθυστέρηση στην καταχώρηση της παρούσης αιτήσεως αποκτά ιδιαίτερη σημασία εν όψει του γεγονότος ότι ο αιτητής είναι κατηγορούμενος στην ποινική υπόθεση 22710/00 του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, η οποία είναι ορισμένη για ακρόαση στις 27 Μαρτίου 2001 και η οποία αφορά μεταξύ άλλων και τα αντικείμενα που ανευρέθησαν ως αποτέλεσμα της εκτέλεσης του Τεκμηρίου 2. Συνεπώς, μοναδικός σκοπός της παρούσης αίτησης, ως με συμβουλεύουν οι Δικηγόροι της Δημοκρατίας που χειρίζονται την υπόθεση, είναι να επηρεάσει την πορεία της εν λόγω υπόθεσης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού.”
Ενόψει της παντελούς έλλειψης οποιασδήποτε αιτιολογίας για την καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης και επίσης της παράλειψης του εφεσίβλητου να αμφισβητήσει την εγκυρότητα του εντάλματος έγκαιρα, παρά μόνο λίγες μέρες πριν την ακρόαση ποινικής υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο, έχουμε καταλήξει, επιβεβαιώνοντας τη νομολογία, ότι αυτή είναι καταλυτική για την υπόθεση. Έχουμε καταλήξει ότι ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθεί.
Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης μας δεν θεωρούμε αναγκαίο να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο