Γεωργιάδης Δώρος (Αρ. 1) (2002) 1 ΑΑΔ 604

(2002) 1 ΑΑΔ 604

[*604]17 Απριλίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ (ΑΡ. 1), ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 30, 33, 34 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5 ΚΑΙ 6 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΣΤΙΣ 7.1.02 ΚΑΙ 9.1.02 ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΕΚΔΟΘΗΚΑΝ ΣΕ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 18095/01.

(Αίτηση Αρ. 19/2002)

 

Προνομιακά Εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus προς άμεση απόλυση του αιτητή ο οποίος είχε καταδικαστεί από το Κακουργιοδικείο για τη διάπραξη σεξουαλικών αδικημάτων και εξέτιε ποινές φυλάκισης ― Ισχυρισμός για παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία κατ’ ισχυρισμό συντελέστηκε επειδή η καταδικαστική απόφαση και η επιβολή της ποινής δεν απαγγέλθηκαν σε δημόσια συνεδρία του Δικαστηρίου αλλά κεκλεισμένων των θυρών.

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Έγερση έφεσης εναντίον καταδίκης και καταχώρηση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ― Κατά πόσο συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

[*605]Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα, Άρθρο 30.2 ― Κατοχυρώνει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη ― Κατά πόσο η έκδοση απόφασης από Κακουργιοδικείο κεκλεισμένων των θυρών και όχι δημοσίως συνιστά παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη ― Εκτενής αναφορά στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ανάλυση αυθεντιών.

Μετά την καταδίκη του από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο για σεξουαλικά αδικήματα και την τιμωρία με την επιβολή διαδοχικών ποινών φυλάκισης συνολικής διάρκειας 2,5 χρόνων, ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση επιδιώκοντας την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για να ελεχθεί η νομιμότητα της κράτησής του και να διαταχθεί η άμεση απόλυσή του.  Υποστήριξε ότι η κράτησή του είναι παράνομη γιατί διατάχθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας ή στο πλαίσιο διαδικασίας κατά την οποία παραβιάσθηκαν οι διατάξεις του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (η Σύμβαση) που έχει κυρωθεί με το Ν. 39/62.  Υποστήριξε επίσης πως η παράβαση συντελέστηκε από το γεγονός ότι η καταδικαστική απόφαση και η επιβολή της ποινής δεν απαγγέλθηκαν σε δημόσια συνεδρία του Δικαστηρίου αλλά κεκλεισμένων των θυρών κατά παράβαση των Άρθρων 30.2 του Συντάγματος και 6.1 της Σύμβασης.

Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας ήγειρε προκαταρκτικά τα ακόλουθα θέματα:

α) Σημειώθηκε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου λόγω του ότι ο αιτητής άσκησε και έφεση εναντίον της καταδίκης του.  Ο δικηγόρος του αιτητή αντέτεινε ότι απέσυρε από τους λόγους έφεσης τη θεραπεία που επιδιώκει με την παρούσα αίτηση.  Επομένως με τα δύο ένδικα μέσα δεν επιδιώκεται όμοιος σκοπός.

β) Δεν χωρούσε έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, γιατί ο αιτητής εκτίει ποινή που του επιβλήθηκε νόμιμα από το Κακουργιοδικείο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του θέματος (α) ανωτέρω ότι η θέση του Δικηγόρου της Δημοκρατίας ήταν ορθή.  Με την επίδικη αίτηση επιδιώκεται μεν φραστικά η απελευθέρωση του αιτητή από τις φυλακές, για να γίνει όμως τούτο πρέπει να κηρυχθεί άκυρη η διαδικασία που οδήγησε στην καταδίκη του, για τους λόγους που επικαλείται ο δικηγόρος του αιτητή.  Ο ίδιος σκοπός επιδιώκεται και με τα δύο ένδικα μέσα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως ορθή την εισήγηση του δι[*606]κηγόρου της Δημοκρατίας και επί του θέματος (β) ανωτέρω και αποφάνθηκε ότι δεν χωρούσε η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος επειδή το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση οι δε ποινές που επέβαλε προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε απορριπτέα την αίτηση για τους πιο πάνω λόγους.  Προχώρησε όμως και στην εξέταση της ουσίας της αίτησης επί της οποίας αποφάνθηκε ότι:

1.  Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που επικαλέσθηκαν οι δικηγόροι των διαδίκων δεν υποστηρίζουν τη θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι η έκδοση απόφασης σε υπόθεση που εκδικάζεται από το Κακουργιοδικείο κεκλεισμένων των θυρών, πρέπει να γίνεται δημοσίως.

2.  Ο αιτητής όχι μόνο δεν έφερε ένσταση στο αίτημα της δικηγόρου της Δημοκρατίας για τη διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών, αλλά με τη συναίνεσή του υπέδειξε πως τούτο ήταν προς το συμφέρον του. Και υπάρχει νομολογία σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα διεξαγωγής της δίκης δημοσίως μπορεί να παραμεριστεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο.

3.  Η δίκη διεξάγεται κατά κανόνα, και για λόγους ύψιστης αρχής, δημοσίως.  Εφαρμόζονται οι διατάξεις της υποπαραγράφου της παραγράφου 2 του Άρθρου 30 του Συντάγματος κατ’ εξαίρεση, και μόνον εφόσον κριθεί ως η πρέπουσα διαδικασία από το Δικαστήριο.  Στην απόφαση του Δικαστηρίου έχουν λόγο τα μέρη, στην υπό εξέταση υπόθεση, η κατηγορούσα αρχή και ο ίδιος ο κατηγορούμενος.

4.  Έστω και αν γίνει θεωρητικά αποδεκτό πως η εισήγηση του αιτητή είναι ορθή, τα ανακοινωθέντα που εξέδωσε το Κακουργιοδικείο μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, τα οποία δόθηκαν στον αιτητή, έχουν τόσο λεπτομερειακό περιεχόμενο που ίσως σε άλλα συστήματα απονομής της δικαιοσύνης να θεωρηθούν ως το πλήρες σκεπτικό και η αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217,

Ριαλά (1990) 1 Α.Α.Δ. 820,

[*607]

Pretto a.o. v. Italy 8.12.83 Series A: Judgments and Decisions, vol. 71 (Publications of the European Court of Human Rights),

Campbell and Fell v. UK A 80 [1984],

Axen v. FRG A 72 [1983],

Sutter v. Switzerland A 74 [1984],

Werner v. Austria 24.11.97.

Αίτηση.

Αίτηση από τον αιτητή για άδεια καταχώρισης αίτησης προς έκδοση διατάγματος Habeas Corpus αναφορικά με τις αποφάσεις του Κακουργιοδικείου που συνεδρίασε στη Λευκωσία στις 7.1.02 και 9.1.02 οι οποίες εκδόθηκαν σε διαδικασία κεκλεισμένων των θυρών, στο πλαίσιο της εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης 18095/01, ώστε να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησής του και να διαταχθεί η άμεση απόλυσή του.

Ευαγ. Πουργουρίδης, για τον Αιτητή.

Λ. Παντελή, για το Γενικό Εισαγγελέα, για την Καθ΄ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής δικάστηκε από το μόνιμο κακουργιοδικείο που συνεδρίαζε στη Λευκωσία, ενώπιον του οποίου αντιμετώπιζε αρχικά 8 κατηγορίες για σεξουαλικά αδικήματα.  Σε μια απ΄αυτές τις κατηγορίες ανεστάλη η ποινική δίωξη, ενώ σε άλλη αθωώθηκε και απηλλάγη μετά που αποσύρθηκε από την κατηγορούσα αρχή, όταν διαπιστώθηκε πως δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία για τη στοιχειοθέτηση της. Ο αιτητής αθωώθηκε επίσης σε μια από τις 6 κατηγορίες, που τελικά παρέμειναν στο κατηγορητήριο. Κρίθηκε όμως ένοχος  στις 5, με απόφαση του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στις 7.1.02. Του επιβλήθηκε ποινή δυο ημέρες αργότερα, 9.1.02.  Καταδικάστηκε σε διαδοχικές ποινές φυλάκισης, με αποτέλεσμα ο χρόνος που θα εκτίσει στη φυλακή να ανέρχεται σε 2.5 χρόνια.

Στις 12.3.02 ο αιτητής προχώρησε στο υπό συζήτηση ένδικο διάβημα, με την καταχώριση της σχετικής αίτησης, επιδιώκοντας την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για να ελεγχθεί η νομιμότητα [*608]της κράτησης του και, σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου του, να διαταχθεί η άμεση απόλυση του. Υποστηρίζοντας το αίτημα ο συνήγορος εισηγείται πως, η κράτηση του αιτητή είναι παράνομη γιατί διατάχθηκε καθ΄υπέρβαση δικαιοδοσίας ή στο πλαίσιο διαδικασίας κατά την οποία παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 30.2 του Συντάγματος μας και του αντίστοιχου 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που έχει κυρωθεί με το Ν.39/62.  Διατείνεται επίσης πως η παράβαση συντελέστηκε από το γεγονός πως η καταδικαστική απόφαση και η επιβολή της ποινής δεν απαγγέλθηκαν σε δημόσια συνεδρία του Δικαστηρίου αλλά κεκλεισμένων των θυρών.  Συγκεκριμένα, προβλήθηκε ο ισχυρισμός πως, σύμφωνα με νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου διακρίνεται το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας σε μια δίκη απ΄αυτό της έκδοσης της απόφασης.  Και ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6.1 της Σύμβασης και το αντίστοιχο άρθρο 30.2 του Συντάγματος μας, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει όπως η δίκη ή μέρος της γίνει κεκλεισμένων των θυρών, τέτοια διαταγή αφορά μόνο στην ακροαματική διαδικασία, όχι και στην έκδοση της απόφασης, η οποία απαραιτήτως πρέπει να απαγγέλλεται δημοσίως.

Αντίθετη είναι η θέση του δικηγόρου της Δημοκρατίας. Υποστήριξε πως οι διατάξεις του άρθρου 30.2 του Συντάγματος μας είναι ρητές.  Εφαρμόζονται σε δίκη που, κατά την πάγια νομολογία μας, αναφορικά με την ποινική δίκη, καλύπτει τη διαδικασία από το σημείο απάντησης στην κατηγορία μέχρι την έκδοση της απόφασης και της ποινής που επιβάλλεται. Υποστήριξε επίσης πως, εν πάση περιπτώσει, και η αντιμετώπιση από τα δικά μας Δικαστήρια, με τη νομολογία μας όπως έχει αναπτυχθεί αναφορικά με τη συγκεκριμένη διάταξη του Συντάγματος, συνάδει απόλυτα μ΄αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Προτού προχωρήσω στη συζήτηση να σημειώσω πως ο δικηγόρος του αιτητή, που  ανέπτυξε την επιχειρηματολογία του με πολλή καθαρότητα, έκανε εκτεταμένη, πλήρη θα έλεγα, αναφορά στη νομολογία.  Ανάλογη ήταν και η παρουσίαση της υπόθεσης από το δικηγόρο της Δημοκρατίας.  Αν δεν σχολιάζω με λεπτομέρεια στην απόφαση μου όλα τα θέματα που ηγέρθησαν δεν είναι γιατί μειώνω την εργασία των δικηγόρων. Το ζήτημα όμως μπορεί να επιλυθεί με αναφορά σε ορισμένα καίρια σημεία που άπτονται απ΄ευθείας της ουσίας της επίδικης αίτησης.

Να θέσω πρώτα το υπόβαθρο της συζήτησης, τα γεγονότα, από τα οποία θα αναδυθούν και τα επίμαχα νομικά ζητήματα.

[*609]Στις 8.10.01, όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη ενώπιον του κακουργιοδικείου, η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε στο Δικαστήριο όπως ολόκληρη η διαδικασία διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών.  Το αίτημα αιτιολογήθηκε με αναφορά στο είδος των κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο αιτητής και στις λεπτομέρειες των γεγονότων τους.  Οι κατηγορίες σχετίζονταν με σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου προσώπου και άσεμνες επιθέσεις εναντίον γυναικών, που κατονομάζονταν στο κατηγορητήριο, και διδόταν περιγραφή των πράξεων που αποδίδονταν στον αιτητή.  Οι παραπονούμενες ήσαν ανήλικες.  Ήταν επομένως φυσικό η δημοσιοποίηση των ονομάτων τους, σε συνδυασμό με την περιγραφή των σεξουαλικών εις βάρος τους πράξεων, να επηρεάσουν την ιδιωτική τους ζωή και το μέλλον τους στην κοινωνία.  Ο δικηγόρος του αιτητή όχι μόνο συμφώνησε με το αίτημα της δικηγόρου της Δημοκρατίας αλλά και πλειοδότησε, θα έλεγα, επ΄αυτού.  Να μεταφέρω τι είπε, όπως καταγράφεται στο πρακτικό του Δικαστηρίου.

«κ.Πουργουρίδης: 

κ.Πρόεδρε συμφωνώ με τα όσα λέχθηκαν εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής.  Παρ΄ότι το δικαίωμα για δημόσια δίκη είναι πράγματι Συνταγματικά κατοχυρωμένο εντούτοις υπό τις περιστάσεις, λόγω ακριβώς της φύσεως των ισχυριζομένων αδικημάτων, και για να μην υπάρξει οποιαδήποτε περαιτέρω μομφή στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης, και αυτό το λέω γιατί όπως πολύ καλά γνωρίζει η Εντιμότητα σας η υπόθεση αυτή δικάστηκε από την κοινή γνώμη από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.  Για να μην υπάρξει άλλη μομφή στον τρόπο που θα διεξαχθεί η δίκη, και ειδικότερα να μη γίνουν μνείες και αναφορές ότι οι μάρτυρες κωλύονται να καταθέσουν ή ότι ένοιωθαν άβολα να καταθέσουν σε δημόσια  διαδικασία, ή υπεράσπιση συγκατατίθεται στο να διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών η διαδικασία.»

Το κακουργιοδικείο, αφού αιτιολόγησε την απόφαση του, αποδέκτηκε το αίτημα.  Θεμελίωση της απόφασης του παρέχει η υποπαράγραφος 2 του άρθρου 30 του Συντάγματος μας.  Παραθέτω ολόκληρη την παράγραφο 2, γιατί η νομική επιχειρηματολογία στηρίζεται στο σύνολο των διατάξεων της:

«Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ΄αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου δια νόμου.

Αι αποφάσεις των δικαστηρίων δέον να είναι ητιολογημέναι [*610]και ν΄απαγγέλωνται εν δημοσία συνεδριάσει, πλην όμως ο τύπος και το κοινόν δύνανται ν΄αποκλεισθώσιν εξ ολοκλήρου ή μέρους της δίκης τη αποφάσει του  δικαστηρίου, οσάκις απαιτή τούτο το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας τάξεως η της δημοσίας ασφαλείας ή των δημοσίων ηθών ή το συμφέρον των ανηλίκων ή η προστασία της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων ή υπό ειδικάς συνθήκας, καθ΄ας κατά την κρίσιν του δικαστηρίου η δημοσιότης θα ηδύνατο να επηρεάση δυσμενώς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»

Η δίκη, η έκδοση της απόφασης και η επιβολή της ποινής έγιναν, σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση του Δικαστηρίου, κεκλεισμένων των θυρών, δηλαδή απεκλείσθησαν από την αίθουσα ο τύπος και το κοινό.  Το Δικαστήριο απαγόρευσε τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της δίκης και οποιασδήποτε απόφασης θα εκδιδόταν, καθώς και την επιθεώρηση του φακέλου της υπόθεσης, χωρίς προηγούμενη άδεια του. Το Δικαστήριο εξέδιδε όμως περιοδικά ανακοινωθέντα, μέσω του πρωτοκολλητή, με τα οποία ενημερωνόταν το κοινό για την πορεία της υπόθεσης.

Το πρώτο προδικαστικό, ας πούμε, θέμα που εγείρει ο δικηγόρος της Δημοκρατίας είναι πως το ένδικο διάβημα που μας απασχολεί συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου, γιατί ο αιτητής άσκησε και έφεση εναντίον της καταδίκης του.  Στήριξε την εισήγηση του στη νομολογία με κεντρική αναφορά στην Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, στην οποία ελέχθη πράγματι, και αντιγράφω από την ορθή σύνοψη του εκδότη της απόφασης του Πική, Δ., όπως ήταν τότε, πως:

«Συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας η έγερση ή η προώθηση περισσοτέρων της μας δικαστικών διαδικασιών για επίτευξη στόχων που μπορούν να επιδιωχθούν με μια.

Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ενδίκων μέσων ελέγχεται από το Δικαστήριο όπως και η πολλαπλότητα των διαδικασιών επίτευξης του ιδίου στόχου.»

Ο δικηγόρος του αιτητή, σε απάντηση στην πιο πάνω θέση, είπε πως, μολονότι περιέλαβε στους λόγους έφεσης που καταχώρισε και τη θεραπεία που επιδιώκει με την παρούσα αίτηση, εντούτοις με έγγραφο του προς το πρωτοκολλητείο την απέσυρε.  Εισηγείται, επομένως, πως με τα δυο ένδικα μέσα, δηλαδή την έφεση και το παρόν διάβημα, δεν επιδιώκεται όμοιος σκοπός. Η έφεση, είπε, σκοπεί στην [*611]αναθεώρηση της ουσίας της απόφασης του κακουργιοδικείου, ενώ με το παρόν διάβημα επιδιώκεται ο έλεγχος της νομιμότητας κράτησης του αιτητή. 

Συμφωνώ με τη θέση του δικηγόρου της Δημοκρατίας.  Με την επίδικη αίτηση επιδιώκεται μεν φραστικά η απελευθέρωση του αιτητή από τις φυλακές, για να γίνει όμως τούτο πρέπει να κηρυχθεί άκυρη η διαδικασία που οδήγησε στην καταδίκη του, για τους λόγους που επικαλείται ο δικηγόρος του αιτητή, και που συνόψισα πιο πάνω.  Η φράση κλειδί στην υπόθεση Περέλλα, «επιδίωξη κοινών σκοπών», έχει πλατιά σημασία και αγγίζει την ουσία του επιδιωκόμενου σκοπού.  Στην περίπτωση που εξετάζουμε επιδιώκεται η απελευθέρωση του αιτητή, αφού ακυρωθεί προηγουμένως η δίκη λόγω της κατ΄ισχυρισμόν παραβίασης του άρθρου 30.2 του Συντάγματος.  Ο ίδιος σκοπός επιδιώκεται με την έφεση, δηλαδή η απελευθέρωση του αιτητή, εφόσον επιτύχει η έφεση του, με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται να ανατρέψει την καταδικαστική απόφαση του κακουργιοδικείου.

Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε για πρακτικούς αλλά και ουσιαστικούς λόγους.  Η έναρξη πολλαπλών διαδικασιών, ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, στην περίπτωση που εξετάζουμε του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μπορεί να απολήξουν σε διαφορετικές αποφάσεις, είτε ως προς το τελικό αποτέλεσμα ή την αιτιολόγηση τους, κάτι βεβαίως που θα ήταν ολωσδιόλου ανεπιθύμητο, καθώς θα οδηγούσε σε εγκλωβισμό των διαδικασιών και δικαστικό αδιέξοδο.

Η επόμενη προκαταρκτική ένσταση, που άπτεται απ’ ευθείας της ουσίας της διαδικασίας είναι πως στην υπόθεση που εξετάζουμε δεν χωρεί η έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, γιατί ο αιτητής εκτίει ποινή που του επιβλήθηκε νόμιμα μετά την καταδίκη του από το κακουργιοδικείο. 

Η εισήγηση του δικηγόρου της Δημοκρατίας είναι και πάνω σ΄αυτό το σημείο ορθή.  Η νομολογία μας ακολουθεί την αγγλική πάνω στο ζήτημα, όπως συνοψίζεται στις παραγράφους 1472 και 1473  του 11ου τόμου της 4ης έκδοσης Ηalsbury’s Laws of England, όπου διαβάζουμε τα εξής:

«Τhe writ will not in general be granted .... to persons convicted or in execution under legal process, including persons in execution of a legal sentence after conviction on indictment.»

Ενώ στην παράγραφο 1473 σημειώνεται ότι:

[*612]«The writ of habeas corpus will not be granted where the effect of it would be to review the judgment of one of the superior courts which might have been reviewed on appeal or to question the decision of an inferior courts or tribunal on a matter within its jurisdiction, or where it would falsify the record of a court which shows jurisdiction on the face of it.»

Γι΄αυτό και στην αίτηση του Μάριου Ριαλά (1990) 1 Α.Α.Δ. 820, την οποία επικαλέστηκε ο δικηγόρος του αιτητή, ο Πικής, Δ., καθώς ήταν τότε, αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, αποδέκτηκε  το αίτημα και διέταξε την άμεση απελευθέρωση του αιτητή γιατί είχε επιβληθεί σ΄αυτόν ποινή φυλάκισης, για το ότι  διατηρούσε ανοικτό τον τόπο εργασίας του κατά τη διάρκεια των ωρών της θερινής μεταμεσημβρινής αναπαύσεως, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Θερινής Μεταμεσημβρινής Αναπαύσεως Νόμου, Κεφ.186, όπως τροποποιήθηκε, ενώ ο Νόμος αυτός δεν πρόβλεπε ποινή φυλάκισης αλλά μόνο προστίμου.

Στην υπόθεση που εξετάζουμε το κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση οι δε ποινές που επέβαλε προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα, Κεφ.154.

Η αίτηση κρίνεται επομένως απορριπτέα για τους πιο πάνω λόγους. Θα προχωρήσω όμως να συζητήσω και την ουσία της, έστω συνοπτικά, για να εκφράσω την άποψη μου στην πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία που έγινε και πάνω στα υπόλοιπα νομικά σημεία.

Δεν αμφισβητεί ο δικηγόρος του αιτητή, όπως ήδη υπέδειξα, τη νομιμότητα της εκδίκασης της υπόθεσης από το κακουργιοδικείο κεκλεισμένων των θυρών.  Εισηγείται όμως πως διαφοροποιείται το στάδιο της δίκης από αυτό της έκδοσης της απόφασης.  Γι’ αυτό το τελευταίο δεν ισχύει, υποστηρίζει, η διαταγή για τη διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών.  Η έκδοση της απόφασης, πάντα σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή, πρέπει να γίνεται δημοσίως. Στηρίζει τη θέση του, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις υποθέσεις:

- Pretto and others v. Italy 8.12.83 Series A:  Judgments and - Decisions, vol.71. (Publications of the European Court of Human Rights).

- Campbell and Fell v. UK A 80 [1984]. 

- Axen v. FRG A 72 [1983] and Sutter v. Switzerland A 74 [1984]

[*613]- Werner v. Austria 24.11.97  στις οποίες έκανε αναφορά και ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, για να προωθήσει όμως τη δική του επιχειρηματολογία. 

Από τις πιο πάνω αυθεντίες, καθώς και την ανάλυση του ζητήματος, στην οποία γίνεται αναφορά και στις πιο πάνω αποφάσεις, από ειδήμονες νομικούς στα συγγράμματα τους, δεν προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, η διάκριση που προτείνει ο δικηγόρος του αιτητή, όπως θα φανεί από τα αμέσως πιο κάτω παραθέματα, αρχίζοντας από την υπόθεση Axen, όπου κάτω από τον τίτλο:  Absence of public pronouncement, στην παράγραφο 31 της απόφασης διαβάζουμε:

«31.  However, many member States of the Council of Europe have a long-standing tradition of recourse to other means, besides reading out aloud, for making public the decisions of all or some of their courts, and especially of their courts of cassation, for example deposit in a registry accessible to the public.

..............................................................................................................

The court therefore does not feel bound to adopt a literal interpretation.  It considers that in each case the form of publicity to be given to the «judgment» under the domestic law of the respondent State must be assessed in the light of the special features of the proceedings in question and by reference to the object and purpose of Article 6 para.1 (art.6-1).»

Πιο ενδιαφέρουσα ειδικά για το ζήτημα που μας απασχολεί είναι αυτά που λέχθηκαν στην απόφαση Campbell and Fell, στις παραγράφους 90 και 91, κάτω από τον τίτλο «Public pronouncement of the decision»:

«90.  It is true that the Court has recognised that to a certain extent the right of access to the courts secured by Article 6 (art.6) may be subject to limitations permitted by implication (see the above-mentioned Golder judgment, Series A no.18, pp.18-19, para.38).  However, that recognition resulted from the fact that the right in question was inherent in the first sentence of Article 6 para.1 (art.6-1) but was not defined therein.  Again, unlike the first sentence, the second sentence does already contain a detailed list of express exceptions.

91.  The Court has said in other cases that it does not feel bound to adopt a literal interpretation of the words «pronounced publicly»: in each case the form of publication given to the «judgment» under the domestic law of the respondent State must [*614]be assessed in the light of the special features of the proceedings in question and by reference to the object pursued by Article 6 para.1 (art.6-1) in this context, namely to ensure scrutiny of the judiciary by the public with a view to safeguarding  the right  to a fair trial (see the Pretto and Others Judgment of 8 December 1983, Series A no.71, pp.11-13, paras. 21 and  26-27, and the above-mentioned Sutter judgment, Series A no.74, pp.12 and 14, paras 26 and 33).

Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η απόφαση Pretto, όπου διαβάζουμε τα εξής, στην παραγρ.27:

«27  ...............................................................................................

In the opinion of the Court, the object pursued by Article 6.1 in this context - namely, to ensure scrutiny of the judiciary by the public with a view to safeguarding the right to a fair trial - is, at any rate as regards cassation proceedings, no less achieved by a deposit in the court registry, making the full text of the judgment availabe to everyone, than by a reading in open court of a decision  dismissing an appeal or quashing a previous judgment, such reading sometimes being limited to the operative provisions.»

Στο σύγγραμμα των D.J.Harris, M.O’Boyle, C. Warbrick Law of the European Convention on Human Rights, διαβάζουμε στη σελίδα 221:

«Ιn fact the court has not adopted this interpretation for all proceedings noting that the publication of at least some kinds of judgments by making them availabe to the public in the court registry, rather than by reading them out in court, is a long-standing tradition in many Council of Europe member states, the European Court ruled in Pretto v. Italy that ‘the form of publicity to be given  to the judgment’ ..... must be assessed in the light of the special features of the proceedings in question and by reference to the object and purposes of Article 6(1).  Thus in the Pretto case, the Court held that Article 6(1) was complied with when the judgment of the Italian court of Cassattion rejecting the applicant’s appeal in a civil claim was made available to the public in the court registry without having been delivered orally in open court.»

Τα ίδια υποστηρίζονται και στο σύγγραμμα Ιωάννου Δ. Σαρμά, Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Επιτροπής, όπου στη σελίδα 245 λέει τα εξής:

[*615]«Οι αρχές που διέπουν τη δημoσιότητα των δικαστικών συζητήσεων ισχύουν εξ ίσου για τη δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων και τείνουν στον ίδιο σκοπό:  τη δίκαιη δίκη (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ης Ιουνίου 1983, Pretto και λοιποί κατά Ιταλίας).

Το Δικαστήριο απεφάνθη πολλές φορές επί του ζητήματος της δημοσιεύσεως των δικαστικών αποφάσεων, κρίνοντας ότι άρμοζε όπως κάθε περίπτωση εξετάζεται υπό το φως της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και με βάση το σκοπό και το αντικείμενο του άρθρου 6, παρ.1, ώστε με τα δεδομένα αυτά να προσδιορίζεται εκάστοτε ο πρόσφορος τρόπος δημοσίευσης.  Στην υπόθεση Pretto και λοιποί κατά Ιταλίας (29 Ιουνίου 1983), το Δικαστήριο έκρινε ότι, εν όψει της περιορισμένης αρμοδιότητας του αναιρετικού δικαστηρίου, η κατάθεση της απόφασης στη γραμματεία, που επιτρέπει πρόσβαση του καθενός στο πλήρες κείμενο της απόφασης, αρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησης δημοσίευσης.»

(η υπογράμμιση δική μου)

Στη συνέχεια του κεφαλαίου συζητείται σε έκταση το ίδιο ζήτημα. 

Βεβαίως η σχετική διαταγή στην υποπαράγραφο 2 του άρθρου 30 του Συντάγματος μας αφορά στον αποκλεισμό του τύπου και του κοινού «εξ ολοκλήρου ή μέρους της δίκης».  Tο κακουργιοδικείο, στην περίπτωση που εξετάζουμε, εξέδωσε το διάταγμα του με αναφορά σ΄ολόκληρη τη δίκη, που περιλαμβάνει βεβαίως και την έκδοση της απόφασης και την επιβολή ποινής.  Δεν υπάρχει όμως, κατά την άποψη μου, διαφορά στην ερμηνεία της σχετικής διάταξης στο Σύνταγμα μας από αυτή του άρθρου 6.1 της Σύμβασης, όπως η πιο πάνω νομολογία καταδεικνύει.  Kαι βεβαίως τα Δικαστήρια μας λειτουργούν με την ίδια προσέγγιση και σκέψη στην εφαρμογή του άρθρου 30.2 του Συντάγματος μας.

Ο αιτητής, όπως υπέδειξα πιο πάνω, όχι μόνο δεν έφερε ένσταση στο αίτημα της δικηγόρου της Δημοκρατίας για τη διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών, αλλά με τη συναίνεση του υπέδειξε πως τούτο ήταν και προς το συμφέρον του.  Kαι υπάρχει νομολογία σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα διεξαγωγής της δίκης δημοσίως μπορεί να παραμεριστεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο.  Στο βιβλίο Theory and Practice of the European Convention on Human Rights των P. van Dijk και G.J.H.van Hoof διαβάζουμε (σελ. 325):

[*616]

«Consequently the question arises whether the parties can waive their right to a public hearing to an unlimited degree or whether the court may only comply with a request to that effect if one of the grounds explicitly mentioned for this in Article 6 presents itself.  In the Le Compte, Van Leuven and De Meyere Case the Court appears to have taken the first position by considering quite  generally that a hearing in camera does not conflict with the Convention if it takes place with the cosent of the parties concerned.»

Η δική μου άποψη πάνω στο ζήτημα είναι πως η δίκη διεξάγεται κατά κανόνα, και για λόγους ύψιστης αρχής, δημοσίως.  Εφαρμόζονται οι διατάξεις της υποπαραγράφου της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του Συντάγματος κατ΄εξαίρεση, και μόνον εφόσον κριθεί ως η πρέπουσα διαδικασία από το Δικαστήριο.  Στην απόφαση του Δικαστηρίου έχουν λόγο τα μέρη, στην υπόθεση που εξετάζουμε η κατηγορούσα αρχή και ο ίδιος ο κατηγορούμενος. 

Θα τελειώσω με το σοβαρότερο, κατά την άποψη μου, κεφάλαιο.  Θα θεωρήσω, για σκοπούς συζήτησης και ακαδημαϊκά μόνο, πως η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή, ότι δηλαδή η απόφαση του κακουργιοδικείου δεν απαγγέλθηκε δημοσίως, μέσα στην έννοια του άρθρου 30.2 του Συντάγματος μας και του άρθρου 6.1 της Σύμβασης, είναι ορθή. Το κακουργιοδικείο, μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, εξέδωσε μέσω του πρωτοκολλητείου εκτεταμένο ανακοινωθέν στο οποίο περιέχονται πλήρεις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου που αντιμετώπιζε ο αιτητής, ο αριθμός μαρτύρων που κατέθεσαν στη δίκη. Αναφέρεται επίσης πως ο ίδιος κατέθεσε ενόρκως και ο ισχυρισμός που πρόβαλε. Ακολούθως, σημειώνεται, πως το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία των παραπονουμένων, και μάλιστα γίνεται μνεία σεξουαλικής πράξης που έγινε από τον αιτητή εις βάρος μιας από αυτές.  Συνοψίζονται επίσης οι εισηγήσεις της υπεράσπισης, και η κρίση του Δικαστηρίου πάνω σ΄αυτές. Το κακουργιοδικείο εξέδωσε στη συνέχεια ανακοινωθέν σε σχέση με την ποινή που επέβαλε στον αιτητή, σημειώνοντας πως πριν από την απόφαση του άκουσε το δικηγόρο του για μετριασμό της ποινής.  Τα ανακοινωθέντα αυτά είναι ενώπιον μου. Έχω δε, ταπεινά βεβαίως, τη γνώμη πως το περιεχόμενο τους είναι τόσο λεπτομερειακό που ίσως σε άλλα συστήματα απονομής της δικαιοσύνης να θεωρηθούν ως το πλήρες σκεπτικό και η αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου. Να διευκρινίσω βέβαια πως όλα τα κείμενα των αποφάσεων δόθηκαν στον αιτητή.

[*617]Ενόψει των ανωτέρω η αίτηση απορρίπτεται.

Η�αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο