Κληρίδης Φοίβος και Άλλος ν. Άννας Χρυσάφη και Άλλης (2002) 1 ΑΑΔ 699

(2002) 1 ΑΑΔ 699

[*699]21 Μαΐου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

1. ΦΟΙΒΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ,

2. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΚΩΣΤΑ ΚΥΝΗΓΟΥ,

    ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ

    ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ

    ΚΩΣΤΑ ΚΥΝΗΓΟΥ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

ν.

1. ΑΝΝΑΣ ΧΡΥΣΑΦΗ,

2. ΤΡΟΟΔΙΑΣ ΣΙΗΤΑ,

Εφεσιβλήτων-Εναγουσών.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10734)

 

Έφεση ― Αίτηση για επαναφορά έφεσης που απορρίφθηκε δυνάμει του Κανονισμού 13(β) του περί Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, λόγω της μη καταχώρησης περιγράμματος αγόρευσης ― Παρέχεται στο Εφετείο δικαιοδοσία επαναφοράς της έφεσης όταν αποδειχθεί ότι η παράλειψη οφείλετο σε λόγο πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντος, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματός του να ακουστεί ― Λάθη των δικηγόρων δεν συνιστούν λόγους «πέραν των δυνάμεων» ― Αίτηση απορρίφθηκε.

Η έφεση απορρίφθηκε επειδή το περίγραμμα αγόρευσης των δικηγόρων των εφεσειόντων δεν είχε καταχωρηθεί μέχρι τις 24.5.01 σύμφωνα με τις δοθείσες οδηγίες.

Ο συνήγορος των εφεσειόντων εξηγεί στην ένορκη του δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης για την επαναφορά της απορριφθείσας έφεσης ότι ήταν με την εντύπωση ότι ο εκ των εφεσειόντων Λ. Κυνηγός «έλαβε το Τεκμήριο Β και ενήργησε σχετικά”.   Με το Τεκμήριο Β ο συνήγορος είχε παρακαλέσει τους εφεσείοντες να αναθέσουν σε άλλο δικηγόρο την υπόθεση εφόσον δεν μπορούσε ο ίδιος να προβεί πλέον στην ετοιμασία του περιγράμματος αγόρευσης, λόγω υποβολής υποψηφιότητάς στις εκλογές για ανάδειξή του ως μέλους της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 27.5.01.

[*700]Οι εφεσείοντες-αιτητές εισηγούνται ότι:

1) Το Άρθρο 30 του Συντάγματος, παρέχει εξουσία επαναφοράς της έφεσης ανεξάρτητα και/ή επιπρόσθετα των προνοιών του Διαδικαστικού Κανονισμού.  Ο καν. 13 είναι αντίθετος προς το Άρθρο 30 του Συντάγματος και προς το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

2) Η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η έφεση δεν απαγγέλθηκε δημοσίως ούτε είναι αιτιολογημένη.

3) Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του τους εμπεριστατωμένους λόγους έφεσης καθώς και το απαραίτητο υλικό στη βάση του οποίου θα μπορούσε να κριθεί επί της ουσίας η υπόθεση.

4) Η μη τήρηση των οδηγιών οφειλόταν στο ότι ο εκ των εφεσειόντων Λ. Κεραυνός δεν έλαβε γνώση του περιεχομένου της επιστολής του δικηγόρου κ. Χρ. Κληρίδη για λόγους υπεράνω των δυνάμεων των αιτητών.

Οι εφεσίβλητοι-καθ’ ων η αίτηση υπέβαλαν ένσταση και υποστήριξαν ότι ο πραγματικός λόγος μη καταχώρησης περιγράμματος οφείλεται σε λάθος, αμέλεια ή παράλειψη των δικηγόρων των αιτητών.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η συγκεκριμένη παράλειψη συνιστά κατ’ ουσίαν λάθος του δικηγόρου των αιτητών που δεν δικαιολογεί την επαναφορά της έφεσης.

2.  Η αρχή της τελεσιδικίας θα υφίστατο σοβαρό πλήγμα αν γινόταν δεκτό ότι παρόμοια λάθη ή παραλείψεις των δικηγόρων αποτελούν συνάμα και δικαιολογητικό λόγο για επαναφορά.

3.  Η απόφαση για απόρριψη της έφεσης δεν στερείται αιτιολογίας.  Το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση για δημόσια απαγγελία της απόφασης που στην προκείμενη περίπτωση δεν θα είχε κανένα νόημα.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων-καθ’ ων η αίτηση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Cyprus Import Corporation Ltd v. Σενέκη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1108,

Ρουβανιάς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191,

Σωτήρης Παναγιώτου Λτδ ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2539, ημερ. 14.4.2000.

Αίτηση.

Αίτηση από τους εφεσείοντες-εναγόμενους για επαναφορά της έφεσης την οποία άσκησαν εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπ. Αρ. 3643/90, ημερ. 30/11/99 και η οποία απορρίφθηκε επειδή παρέλειψαν να καταχωρήσουν περίγραμμα αγόρευσης εντός της ταχθείσας από το Δικαστήριο προθεσμίας.

Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.

Κ. Ταλαρίδης, για τις Εφεσίβλητες-Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Η διαδικασία έχει ως αντικείμενο αίτηση των εφεσειόντων για επαναφορά έφεσης η οποία απορρίφθηκε κατ’ εφαρμογή του Καν. 13(β)* των περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβασίμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 («ο Διαδικαστικός Κανονισμός»).

Στις 9.4.2001, παρόντων των δικηγόρων των διαδίκων, δόθηκαν οδηγίες για κατάθεση περιγραμμάτων αγορεύσεων μέσα στις προβλεπόμενες από τους θεσμούς προθεσμίες. Το περίγραμμα αγόρευσης των δικηγόρων των εφεσειόντων έπρεπε να είχε καταχωρηθεί σύμφωνα με τις δοθείσες οδηγίες μέχρι τις 24.5.01.  Οι δικηγόροι των εφεσειόντων δεν καταχώρισαν το περίγραμμα  και η έφεση απορρίφθηκε.

Ο συνήγορος των εφεσειόντων/αιτητών εξηγεί, στην ένορκη δήλωσή του προς υποστήριξη της αίτησης, τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προέκυψε η παράλειψη καταχώρισης του περιγράμματος της αγόρευσης του μέσα στην προθεσμία που είχε ταχθεί.  Λέγει συ[*702]ναφώς τα εξής:

«Στις 9.4.2001 το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες για περιγράμματα και η προθεσμία έληγε για το περίγραμμα των Εφεσειόντων στις 24.5.2001.

Κατά ή περί την 9.4.2001 δικηγόρος του Γραφείου μας συνέταξε επιστολή προς τους Εφεσείοντες Φοίβο Κληρίδη και Λευτέρη Κυνηγό συνδιαχειριστές, ότι το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες για καταχώρηση περιγραμμάτων.  Βλέπε Τεκμήριο Β.

Με χειρόγραφο σημείωμα μου στο Τεκμήριο Β δήλωσα ότι λόγω του προεκλογικού αγώνα και δεδομένης της υποψηφιότητάς μου στις εκλογές για ανάδειξη μου ως μέλους της Βουλής των Αντιπροσώπων τις 27.5.01 δεν θα μπορούσα έγκαιρα να ετοιμάσω τη γραπτή αγόρευση εκ μέρους των Εφεσειόντων και παρακάλεσα να ανατεθεί σε άλλο συνάδελφο η υπόθεση εφόσον δεν μπορούσα να την αναλάβω πλέον για σκοπούς ετοιμασίας του περιγράμματος έγκαιρα.

Η επιστολή Τεκμήριο Β απεστάλη στην τελευταία γνωστή διεύθυνση του συνδιαχειριστή στο Ηνωμένο Βασίλειο που είχαμε στο Λονδίνο, και που είναι E.C. Kinigos, First Floor, Block B, 133 Rye Lane, London SE15 4ST.  Ουδέποτε στο παρελθόν δημιουργήθηκε πρόβλημα επικοινωνίας δεδομένου ότι αυτή είναι η τελευταία γνωστή διεύθυνση που διατηρούσαμε στο φάκελο.

Ήμουν με την εντύπωση ότι δεν υπήρξε αλλαγή στην εν λόγω διεύθυνση και έμεινα με την εντύπωση εφόσον δεν επανήλθε πίσω ο Λευτέρης Κυνηγός με τηλεφώνημα ή επιστολή ότι έλαβε το Τεκμήριο Β  και ενήργησε σχετικά.

Να σημειώσω ότι ο κ. Κυνηγός είναι μόνιμος κάτοικος Ηνωμένου Βασιλείου και ο μόνος κληρονόμος της περιουσίας που συνδιαχειρίζεται με τον πατέρα μου Φοίβο Κληρίδη.

Οδηγίες για το χειρισμό της υπόθεσης έπαιρνα δεδομένου ότι ο άμεσα ενδιαφερόμενος και μόνος κληρονόμος είναι ο Λευτέρης Κυνηγός από τον ίδιο το Λευτέρη Κυνηγό συνδιαχειριστή εφεσείοντα ο οποίος επίσης έδιδε οδηγίες στον πατέρα μου συνδιαχειριστή Φοίβο Κληρίδη ο οποίος παλαιότερα ενεργούσε σαν δικηγόρος του.

Να σημειώσω επίσης ότι ο Φοίβος Κληρίδης πατέρας μου, ηλι[*703]κίας 76 ετών, αφυπηρέτησε εδώ και αρκετά χρόνια από το επάγγελμα του δικηγόρου και το χειρισμό της Έφεσης αυτής ανέλαβα αποκλειστικά εγώ με βάση οδηγίες και συνεννόηση που είχα αποκλειστικά με τον συνδιαχειριστή Λευτέρη Κυνηγό.

Κάτω από τις περιστάσεις το Τεκμήριο Β παρόλο ότι απευθύνεται τυπικά στους συνδιαχειριστές απεστάλη μόνο στο Λευτέρη Κυνηγό ο οποίος είχε συμφωνήσει και με τον πατέρα μου και με εμένα ότι θα εχειρίζετο αποκλειστικά το όλο θέμα σαν αποκλειστικά επηρεαζόμενος και μόνος κληρονόμος.

Μόλις την Παρασκευή 29.6.2001 πληροφορήθηκα διερευνώντας το θέμα ότι ο Λευτέρης Κυνηγός ουδέποτε πήρε την επιστολή μου Τεκμήριο Β γιατί διέλυσε το Εργοστάσιο ειδών ένδυσης στην πιο πάνω διεύθυνση (βλέπε παρ. 7) και η νέα του διεύθυνση είναι 809, Old Kent Rd, London S.E. 15, U.K.

Επικοινώνησα αμέσως με το Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πληροφορήθηκα ότι η Έφεση είχε απορριφθεί στις 8.6.2001 δηλαδή 15 μέρες μόνον μετά τη λήξη της προθεσμίας για καταχώρηση του περιγράμματος αγόρευσης.

Ο εκ των Εφεσειόντων Λευτέρης Κυνηγός συνδιαχειριστής μόνιμος κάτοικος Ηνωμένου Βασιλείου δεν γνώριζε και δεν πληροφορήθηκε διότι ουδέποτε έλαβε όπως με πληροφορεί ο ίδιος και ο συνδιαχειριστής Φοίβος Κληρίδης μετά από έρευνα μου το Τεκμήριο Β και τούτο λόγω πρόσφατης αλλαγής της διεύθυνσης του.

Κατά συνέπεια ο εκ των Εφεσειόντων συνδιαχειριστής Λευτέρης Κυνηγός ο οποίος είναι ο μόνος κληρονόμος και το αποκλειστικό πρόσωπο που ανέλαβε τη διεκπεραίωση της υπόθεσης αυτής δεν προέβη στην αλλαγή δικηγόρου και μέσω του νέου δικηγόρου του στην καταχώρηση του περιγράμματος για λόγο πέραν των δυναμεών του.»

Οι αιτητές εισηγούνται ότι το άρθρο 30 του Συντάγματος, παρέχει εξουσία επαναφοράς της έφεσης ανεξάρτητα και/ή επιπρόσθετα των προνοιών του Διαδικαστικού Κανονισμού.  Ο καν. 13 είναι αντίθετος προς το άρθρο 30 του Συντάγματος που κατοχυρώνει, τα ενίοτε συμπλεκόμενα δικαιώματα της δίκαιης δίκης και της πρόσβασης στο δικαστήριο.  Για τον ίδιο λόγο, ο καν. 13 είναι αντίθετος και προς το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

[*704]Λέγουν επίσης οι αιτητές ότι η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η έφεση δεν απαγγέλθηκε δημοσίως ούτε είναι αιτιολογημένη.  Είναι περαιτέρω η θέση τους ότι το δικαστήριο είχε ενώπιόν του εμπεριστατωμένους λόγους έφεσης καθώς και το απαραίτητο υλικό στη βάση του οποίου θα μπορούσε να κριθεί επί της ουσίας η υπόθεση.  Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της σύμφυτης δικαιοδοσίας του, έπρεπε να λάβει υπόψη όλο το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης και να ζυγίσει την καθυστέρηση, ανεξάρτητα από τους λόγους που την προκάλεσαν, έναντι της καθυστέρησης των λίγων ημερών στην καταχώριση του περιγράμματος.

Οι αιτητές υποβάλλουν ως κατακλείδα των εισηγήσεών τους ότι η μη τήρηση των οδηγιών οφειλόταν στο ότι ο εκ των εφεσειόντων κ.Ελ. Κυνηγός δεν έλαβε γνώση του περιεχομένου της επιστολής του δικηγόρου κ. Χρ. Κληρίδη για λόγους υπεράνω των δυνάμεων των αιτητών και ότι υπό τις περιστάσεις πρέπει να εγκριθεί η αίτηση.

Οι εφεσίβλητοι/καθ΄ ων η αίτηση ενίστανται στο αίτημα και ισχυρίζονται:

(α)       Η αίτηση γίνεται από τους δικηγόρους των διαχειριστών και όχι από τον Ελευθέριο Κυνηγό ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς των δικηγόρων των διαχειριστών ειδοποιήθηκε να αλλάξει δικηγόρους αλλά δεν έλαβε την ειδοποίηση. Η αίτηση έπρεπε να  γίνει από τον ίδιο ή εκ μέρους του και να υποστηριχθεί από ένορκο δήλωση του ιδίου.

(β)       Ο συνδιαχειριστής Φοίβος Κληρίδης ήταν πάντοτε ο πραγματικός διαχειριστής της περιουσίας του Κώστα Κυνηγού και το πρόσωπο που υπέγραψε retainer στην αγωγή και διαχειρίζετο την υπόθεση καθόλη τη διάρκεια της εκδίκασης της και το οποίο εγνώριζε τις οδηγίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου διά την καταχώριση περιγράμματος έφεσης.

(γ)        Αν η κατ’ ισχυρισμό μη πληροφόρηση του ενός των συνδιαχειριστών με την παράκληση του δικηγόρου Χρίστου Κληρίδη να διορίσει άλλο δικηγόρο είναι ο πραγματικός λόγος μη καταχώρισης περιγράμματος, αυτό οφείλεται σε λάθος, αμέλεια ή παράλειψη των δικηγόρων των διαχειριστών.

Ο Κανονισμός 13(2) προνοεί:

«Νοείται ότι έφεση ή αντέφεση που απορρίπτεται δυνάμει του [*705]παρόντος Κανονισμού, επαναφέρεται όταν αποδεικνύεται ότι η μη καταχώριση περιγράμματος οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα ανάλογα με την περίπτωση, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστούν.»

Στην Cyprus Import Corporation Ltd v. Σενέκη Κώστα (1998) 1 Α.Α.Δ. 1108, συνοψίζονται οι αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα της επαναφοράς έφεσης και προσδιορίζονται οι παρεχόμενες δυνατότητες:

«Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, περιλαμβανομένης της Δ.35, η οποία στο βαθμό που δεν είναι ασυμβίβαστη με τις πρόνοιες του Διαδικαστικού Κανονισμού, διατηρεί την ισχύ της, δεν παρέχουν εξουσία για επαναφορά έφεσης η οποία απορρίπτεται.

Στην Τουβλ. Γίγας Λτδ. ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109, υποδείξαμε ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, περιλαμβανομένης της Δ.35, όπως ήταν διαρθρωμένη κατά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, υπόκεινται σε προσαρμογή κατά την εφαρμογή τους, ώστε να εναρμονίζονται προς το Σύνταγμα.  Και υποδείξαμε:- (σελ. 113)

«Η προσαρμογή αυτή περιορίζει την εξουσία για επαναφορά έφεσης η οποία απορρίπτεται βάσει της Δ.35 θ.13 στις περιπτώσεις που η επαναφορά έχει ως λόγο τη διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος.  Αυτό είναι το θεμέλιο της δικαιοδοσίας μας και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο θα εξετάσουμε το εγερθέν θέμα.»

Το δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος, αποβλέπει στη διασφάλιση πρέπουσας ευκαιρίας στο διάδικο να προβάλει τους ισχυρισμούς του ενώπιον του δικαστηρίου και την παροχή σ’ αυτό επαρκούς χρόνου για την προπαρασκευή της υπόθεσής του.  Απολήγει στην κατοχύρωση δικαιώματος για την παροχή λογικής ευκαιρίας στο διάδικο να θέσει την υπόθεσή του ενώπιον του δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση, εξασφαλίστηκε το δικαίωμα αυτό στην εφεσείουσα.

Μόνο όπου λόγοι πέραν της θελήσεως του διαδίκου εμποδίζουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού, εγείρεται θέμα επαναφοράς της έφεσης, γιατί, σ’ εκείνη την περίπτωση, τεκμαίρεται ότι ο διάδικος στερήθηκε της ευκαιρίας να παρουσιάσει την υπόθεσή του.  Αυ[*706]τό δε συμβαίνει εκεί όπου η μη άσκηση του δικαιώματος οφείλεται σε αδιαφορία, αμέλεια ή σφάλμα του. Διαφωτιστική για τις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν για επαναφορά της υπόθεσης, βάσει των αρχών που τέθηκαν στην Τουβλ. Γίγας Λτδ. ν. Ουστά (Αρ. 1), (ανωτέρω), είναι και η απόφαση ως προς την αντιμετώπιση της ουσίας του ζητήματος στην ίδια υπόθεση - Τουβλ. Γίγας Λτδ. ν. Ουστά (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 262.

Οι αρχές στην Τουβλ. Γίγας Λτδ. ν. Ουστά (Αρ. 1), (ανωτέρω), έτυχαν εφαρμογής στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Βαρδιάνος v. Richards (1998) 1(B) A.A.Δ. 698. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου, που δόθηκε από το Δικαστή Νικήτα, χαρακτηρίζει το πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας για επαναφορά της έφεσης:  (σελ. 704)

«Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών.  Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της.  Μας ενισχύουν, σε αυτή τη θέση τα λεχθέντα στην υπόθεση Grand Metropolitan Nominee (No 2) Co Ltd v. Evans, The Times Law Reports, May 15, 1992:

‘The Court should not be astute to find excuses for such failure since obedience to orders of the court is the foundation on which its authority is founded.’»

Στις Ρουβανιάς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191 και Σωτήρης Παναγιώτου Λτδ ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2539, ημερ. 14.4.2000 ο Νικήτας, Δ., που έδωσε την απόφαση της Ολομέλειας ανέφερε:

«Το κριτήριο της επαναφοράς περικλείεται στη φράση «πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα».  Εκφράζει με σαφήνεια την πρόθεση των συντακτών του Κανονισμού να περιορίσουν στο ελάχιστο το πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας για επαναφορά. Προφανώς γιατί διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας. Τελευταία, στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Αγαθοκλή Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151 κρίναμε ότι η λανθασμένη εκτίμηση των δι[*707]κηγόρων που οδήγησε σε απόσυρση της έφεσης δεν αποτελούσε λόγο επαναφοράς.

Δεν μπορεί το λάθος που έγινε σε αυτή την περίπτωση, με οποιαδήποτε ερμηνευτική προσέγγιση, να θεωρηθεί σαν δικαιολογητικός λόγος για επαναφορά.  Μια τέτοια ερμηνεία θα κακοποιούσε το καθαρό νόημα του κανονισμού.  Η φράση δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό, έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου. Ό,τι συνέβη εδώ δεν εμπίπτει στο κριτήριο επαναφοράς που έθεσε ο κανονισμός.  Ούτε καν στο κριτήριο της Grand Metropolitan, ανωτέρω, στην περίπτωση που ίσχυε.»

Στην περίπτωση που τώρα εξετάζουμε, ο κ. Χρ. Κληρίδης λέγει στην ένορκη δήλωσή του πως ήταν με την εντύπωση ότι ο κ. Λ. Κυνηγός «έλαβε το Τεκμήριο Β και ενήργησε σχετικά».  Μάταια προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε ο,τιδήποτε που λογικά θα μπορούσε να υποστηρίξει το βάσιμο του ισχυρισμού.  Ούτε ο κ. Χρ. Κληρίδης ούτε ο συνδιαχειριστής κ. Φ. Κληρίδης πήραν οποιαδήποτε ειδοποίηση για αλλαγή δικηγόρου ο δε φάκελος της υπόθεσης παρέμεινε στην κατοχή τους.  Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα πως δημιουργήθηκε η εντύπωση του κ. Χρ. Κληρίδη ότι ο κ. Λ. Κυνηγός «ενήργησε σχετικά». Έχουμε την άποψη ότι ο κ. Χρ. Κληρίδης παρέλειψε υπό τις περιστάσεις να μεριμνήσει ώστε να τηρηθούν οι προθεσμίες ή με το κατάλληλο δικονομικό διάβημα να επιδιώξει παράταση του χρόνου καταχώρισης του περιγράμματος. Η συγκεκριμένη παράλειψη συνιστά κατ’ ουσίαν λάθος του δικηγόρου των αιτητών που δεν δικαιολογεί την επαναφορά της έφεσης. 

Καταδεικνύεται από τα πιο πάνω ότι η πρόσβαση των εφεσειόντων προς τη δικαιοσύνη ήταν απρόσκοπτη και το δικαίωμά τους για δίκαιη δίκη διατηρήθηκε αλώβητο μέχρι τέλους. Οι αιτητές είχαν την ευκαιρία να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους ενώπιον του Δικαστηρίου και επαρκή χρόνο για την προπαρασκευή της υπόθεσής τους. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εφεσειόντων δεν βρίσκουν έρεισμα στα γεγονότα της υπόθεσης.  Η αρχή της τελεσιδικίας θα υφίστατο σοβαρό πλήγμα αν γινόταν δεκτό ότι παρόμοια λάθη ή παραλείψεις των δικηγόρων αποτελούν συνάμα και δικαιολογητικό λόγο για επαναφορά.  Έχουμε τη γνώμη πως μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν σαφώς αντίθετη προς το νόημα του κανονισμού. 

Η απόφαση για απόρριψη της έφεσης δεν στερείται αιτιολογίας όπως λανθασμένα διατείνονται οι αιτητές.  Η εφαρμογή του κανο[*708]νισμού, έγινε με αναφορά στη συγκεκριμένη παράλειψη, αυτόδηλη από το περιεχόμενο του φακέλου.  Πρόκειται για  δικαστική διεργασία η οποία εκφεύγει της υποχρέωσης για δημόσια απαγγελία της απόφασης που στην προκείμενη περίπτωση δεν θα είχε κανένα νόημα.

Η αίτηση απορρίπτεται. Έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων/καθ’ ων η αίτηση.

Η�αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων-καθ’ ων η αίτηση.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο