Eurohouse Finance Ltd ν. Λοΐζου Α. Μιχαηλίδη (2002) 1 ΑΑΔ 721

(2002) 1 ΑΑΔ 721

[*721]28 Μαΐου, 2002

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΕUROHOUSE FINANCE LTD,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

ν.

ΛΟΪΖΟΥ Α. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10433)

 

Τόκος ― Παρανομία ― Γραμμάτια τα οποία υπέγραψε ο ενάγων και εισέπραξε ποσό χρημάτων, ήταν αντίθετα με τις πρόνοιες του περί Τόκων Νόμου του 1977 (Ν. 2/77), επειδή περιείχαν όρο προείσπραξης τόκου κατά ποσοστό που υπερέβαινε το επιτρεπόμενο.

Συμβάσεις ― Ψυχική πίεση ― Η απόδειξη “ψυχικής πίεσης”, ως αναιρούσας την ελεύθερη συναίνεση που αποτελεί συστατικό στοιχείο σύμβασης, οδηγεί σε απαλλαγή από αναληφθείσα συμβατική υποχρέωση ― Άρθρο 16 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Ευρήματα και διαπιστώσεις πρωτόδικου Δικαστηρίου πως τα γραμμάτια τα οποία υπέγραψε ο ενάγων ήταν εικονικά, υπογράφηκαν χωρίς να είχε καταβληθεί το ποσό που ανέγραφαν, και ο ενάγων δεν οφείλει κανένα ποσό στους εναγόμενους, που περιγράφονταν ως εταιρεία που ασχολείται με δάνεια και χρηματοδοτήσεις ― Έφεση κατά των πιο πάνω διαπιστώσεων ― Απορρίφθηκε δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.

Ο εφεσίβλητος-ενάγων (ο εφεσίβλητος) εξασφάλισε δηλωτικές δηλώσεις από το πρωτόδικο Δικαστήριο σύμφωνα με τις οποίες:

α) “ο ενάγοντας δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό δανείου στους εναγόμενους, δυνάμει της συμφωνίας δανείου την περίοδο Νοεμβρίου 1989 - Ιανουαρίου 1990” και

β) “τα γραμμάτια που υπέγραψε ο ενάγων πέραν από την πιο πάνω περίοδο με τόκο πέραν του 9% είναι άκυρα”.

Η θέση των εφεσειόντων-εναγομένων (οι εφεσείοντες) ήταν ότι ο [*722]εφεσίβλητος είχε υπογράψει χιλιάδες γραμματίων για συνολικό ποσό £442.370 και ότι εξακολουθούσε να οφείλει ποσό της τάξης των £150.000.  Η θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι στην πραγματικότητα είχε εισπράξει μόνο ποσό £4.600 ως δάνειο για το οποίο υπέγραψε έξι γραμμάτια μεταξύ 1989 και 1990, και πως υπήρξε το θύμα της τοκογλυφίας και των εκβιασμών των εφεσειόντων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την θέση του εφεσίβλητου και αποφάνθηκε ότι η μαρτυρία του ήταν εναρμονισμένη προς την σειρά των τεκμηρίων και, από το σύνολο, αναδυόταν μια σαφής εικόνα ανύπαρκτων δανειοδοτήσεων και πληρωμών. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι, ενόψει του Άρθρου 23 του Κεφ. 149 η “σύμβαση” ήταν εμποτισμένη με παρανομία που την παρέσυρε ολόκληρη.  Το Δικαστήριο κατέληξε πως ο εφεσίβλητος είχε εισπράξει μόνο £4.600 και πλήρωσε £6.100.  Το Δικαστήριο παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του, εξέτασε και τον εναλλακτικό ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι η σύμβαση ήταν το αποτέλεσμα “ψυχικής πίεσης” με την έννοια του Άρθρου 16 του Κεφ. 149 και αποφάνθηκε ότι πράγματι οι υπογραφές των γραμματίων ήταν το αποτέλεσμα “ψυχικής πίεσης”.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση θέτοντας υπό αμφισβήτηση επί μέρους πτυχές της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με ορισμένες από τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση (1) με την ύπαρξη “ψυχικής πίεσης” και (2) με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Μετά τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο εφεσίβλητος δεν οφείλει κανένα ποσό στους εφεσείοντες, δεν χωρεί συζήτηση που να εμπλέκει τις αρχές που διέπουν τη “ψυχική πίεση”, με την έννοια του Άρθρου 16 του Κεφ. 149.  Η απόδειξη “ψυχικής πίεσης”, ως αναιρούσας την ελεύθερη συναίνεση που αποτελεί συστατικό στοιχείο σύμβασης οδηγεί σε απαλλαγή από αναληφθείσα συμβατική υποχρέωση κατά τα άλλα υπαρκτή.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχε οτιδήποτε που να παραπέμπει σε σύμβαση, ώστε να δικαιολογείται η αντίκρυση του κύρους της κάτω από τέτοια σκοπιά.  Εν πάση περιπτώσει, δεν εντοπίζεται και ουσιαστικό λάθος στην πρωτόδικη απόφαση, έστω από την άποψη του ευλόγου της εξήγησης του εφεσίβλητου σε σχέση με την υπογραφή των γραμματίων.

2.  Όσα εντελώς αποσπασματικά συζήτησαν οι εφεσείοντες σε σχέση με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι αβάσιμα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

[*723]Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 12/1/99 (Αρ. Αγωγής 1957/92) με την οποία έκρινε ότι οι υπογραφές γραμματίων από τον ενάγοντα προς τους εναγόμενους ήταν προϊόν ψυχικής πίεσης και ότι ουδέν ποσό ώφειλε ο ενάγοντας προς τους εναγόμενους δυνάμει της συμφωνίας δανείου για την περίοδο Νοεμβρίου 1989 - Ιανουαρίου 1990.

Χρ. Π. Αδάμου, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Χιλιάδες γραμματίων που υπέγραψε ο εφεσίβλητος-ενάγων, για συνολικό ποσό £442.370, τον εμφάνιζαν να εξακολουθεί να οφείλει στους εφεσείοντες-εναγομένους ποσό της τάξης των £150.000.  Το υπόλοιπο υποτίθεται πως το είχε αποπληρώσει. Απευθύνθηκε ο ίδιος στο δικαστήριο, για αναγνωριστικές δηλώσεις.  Η θέση του ήταν πως στην πραγματικότητα είχε εισπράξει μόνο ποσό £4.600 ως δάνειο για το οποίο υπέγραψε έξι γραμμάτια μεταξύ των 1989 και 1990, και πως υπήρξε το θύμα της τοκογλυφίας και των εκβιασμών των εφεσειόντων.  Τα γραμμάτια, σε σχέση με τα οποία εξέδιδε στις πλείστες περιπτώσεις και επιταγές ή, για τα πολύ λιγότερα, πρόσφερε την προσωπική εγγύηση της συζύγου του και του φίλου του Α. Παπαρέ, εκδόθηκαν και υπογράφηκαν χωρίς πραγματικό αντάλλαγμα.  Ήταν το αποτέλεσμα κεφαλαιοποιήσεων και ανατοκισμού με ποσοστό που υπερέβαινε κατά δεκάδες φορές το επιτρεπόμενο όριο.

Κατάθεσαν ως μάρτυρες από την μια πλευρά ο εφεσίβλητος, η σύζυγος του και ο Α. Παπαρές και από την άλλη ο διευθυντής των εφεσειόντων. Επίσης προσκομίσθηκαν ως τεκμήρια οι χιλιάδες των αντιγράφων των γραμματίων που βρίσκονταν στην κατοχή του εφεσίβλητου και, περαιτέρω, αριθμός επιταγών.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την προφορική μαρτυρία και, όπως σημειώνει, αφιέρωσε πολύ χρόνο στην εξέταση των τεκμηρίων.  Κατέληξε πως την αλήθεια την έλεγε ο εφεσίβλητος.  Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ένας μικροβιοτέχνης εμφανιζόταν να είχε εισπράξει τα τε[*724]ράστια ποσά των γραμματίων και να είχε αποπληρώσει περίπου £300.000.  Η μαρτυρία του ήταν και εναρμονισμένη προς την σειρά των τεκμηρίων και, από το σύνολο, αναδυόταν μια σαφής εικόνα ανύπαρκτων δανειοδοτήσεων και πληρωμών.  Ενώ, από την άλλη, ο διευθυντής των εφεσειόντων ήταν εκδήλως αναξιόπιστος.  Οι εφεσείοντες, που περιγράφονταν ως εταιρεία που ασχολείται με δάνεια και χρηματοδοτήσεις υποτίθεται ότι κατέβαλλαν τα μεγάλα ποσά που αναφέρθηκαν, σε μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς οποιαδήποτε ουσιαστική εξασφάλιση.  Χωρίς, μάλιστα, τελικά να γνωρίζουν καν ποιο ήταν ακριβώς το ποσό που οφειλόταν και, ακόμη χειρότερα, τις λεπτομέρειες σε σχέση με τις πληρωμές των χιλιάδων λιρών τις οποίες κατά την εκδοχή τους πραγματοποίησε στην πορεία ο εφεσίβλητος.  Ενώ, ας σημειωθεί, δεν είχαν έστω μεριμνήσει να προσκομίσουν στο Δικαστήριο τα πρωτότυπα των γραμματίων στα οποία στήριζαν τις διεκδικήσεις τους.  Ο διευθυντής τους το δικαιολόγησε αρχικά με τον ισχυρισμό πως ήταν κατατεθειμένα σε άλλες αγωγές, για να το αλλάξει στη συνέχεια όταν του υποδείχθηκε ότι οι αγωγές στις οποίες αναφερόταν είχαν “απορριφθεί χωρίς να εκδικαστούν”.  Η τελική του θέση, όπως την καταγράφει η πρωτόδικη απόφαση, ήταν πως τα γραμμάτια “είναι στους δικηγόρους”. Κατέληξε, λοιπόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο πως “όντως δεν υπήρχε παρά μια αυξανόμενη ροή υπογραφής νέων γραμματίων χωρίς οποιαδήποτε πληρωμή, με ταχύτητα διπλάζοντα ποσά”.  Με την επεξήγηση πως ο εφεσίβλητος είχε εισπράξει μόνο £4.600 και πλήρωσε £6.100.

Περιλαμβάνεται στην πρωτόδικη απόφαση λεπτομερής αναφορά σε επιμέρους συσχετισμούς αλλά δεν είναι απαραίτητο να επεκταθούμε σε αυτά.  Ό,τι χρειάζεται τώρα είναι η σύνοψη της θεμελίωσης των “δηλωτικών αποφάσεων” που εξέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις οποίες,

α) “ο ενάγοντας δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό στους εναγόμενους, δυνάμει της συμφωνίας δανείου την περίοδο Νοεμβρίου 1989 - Ιανουαρίου 1990” και

β) “τα γραμμάτια που υπέγραψε ο ενάγων πέραν από την πιο πάνω περίοδο με τόκο πέραν του 9% είναι άκυρα”.

Απέρριψε συναφώς την τελική εισήγηση των εφεσειόντων πως θα έπρεπε να είχε περιοριστεί, κατά αποκλεισμό κάθε άλλης μαρτυρίας, μόνο στο ίδιο το περιεχόμενο των γραμματίων. Έκρινε πως και να ήταν αυτά “συνήθους τύπου”, θα απενεργοποιείτο το αμάχητο τεκμήριο του Άρθρου 80 του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, [*725]εννοείται ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους, ενόψει του Άρθρου 14 του Περί Τοκιστών Νόμου του 1962 (Ν.72/62). Διαπίστωσε επί του προκειμένου πως οι εφεσείοντες ήταν “τοκιστές” με την έννοια του πιο πάνω Νόμου, παρά το ότι δεν υπήρξε μαρτυρία για την εγγραφή τους ως τέτοιων στο σχετικό μητρώο.  Εν πάση περιπτώσει, εφόσον κανένα από τα γραμμάτια δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως “συνήθους τύπου”, αφού αναντιλέκτως δεν είχαν υπογραφεί ταυτοχρόνως από τους απαιτούμενους μάρτυρες. 

Διαπίστωσε περαιτέρω πως τα γραμμάτια της “αρχικής συμφωνίας”, σε σχέση με τα οποία ο εφεσίβλητος είσπραξε τις £4.600 ήταν αντίθετα προς τις πρόνοιες του Περί Τόκων Νόμου του 1977 (Ν.2/77) αφού περιείχαν όρο προείσπραξης τόκου κατά ποσοστό που υπερέβαινε το επιτρεπόμενο. Και θεώρησε ότι, ενόψει του Άρθρου 23 του Κεφ. 149, η “σύμβαση” ήταν εμποτισμένη με παρανομία που την παρέσυρε ολόκληρη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά τις διαπιστώσεις του πως όλα τα γραμμάτια, πέρα από εκείνα που συνέθεταν “την αρχική συμφωνία” ήταν εικονικά και πως, εν όψει της κατάληξης στην οποία είχε αχθεί, στην πραγματικότητα ο εφεσίβλητος δεν είσπραξε το ποσό τους και δεν όφειλε κανένα ποσό στη βάση τους, τα εξέτασε και ως σύμβαση η οποία, κατά τον εναλλακτικό ισχυρισμό του εφεσίβλητου, ήταν το αποτέλεσμα “ψυχικής πίεσης” με την έννοια του Άρθρου 16 του Κεφ. 149. Για να θεωρήσει στο τέλος πως, αφού οι εφεσείοντες βρίσκονταν σε “έκδηλα πλεονεκτική θέση έναντι του ενάγοντα” και αυτός υπέκυψε σε απειλές, πράγματι οι υπογραφές των γραμματίων ήταν το αποτέλεσμα “ψυχικής πίεσης”.

Οι λόγοι έφεσης δεν αφορούν στις νομικές κατατάξεις που οδήγησαν στην επιτυχία της αγωγής. Δεν υποστηρίζουν δηλαδή οι εφεσείοντες πως, στη βάση των διαπιστώσεων που έγιναν, η κατάληξη θα έπρεπε να ήταν διαφορετική.  Θέτουν υπό συζήτηση επί μέρους μόνο πτυχές της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με ορισμένες από τις διαπιστώσεις, ως εξής:

1) Ως προς την αναφορά της πρωτόδικης απόφασης σε “ψυχική πίεση”, παραπονούνται για δυο πράγματα.  Πρώτα, για την αναφορά σε απειλές ως στοιχείου της “ψυχικής πίεσης”.  Κατά την εισήγησή τους, ό,τι έδειξε η μαρτυρία ήταν μόνο θεμιτές προειδοποιήσεις για καταγγελία του ποινικού αδικήματος της μη τίμησης των επιταγών, στην προσπάθειά τους να εισπράξουν ποσά που τους οφείλονταν. Και επικαλέστηκαν επιπρόσθετα ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία, [*726]όπως την αντιλαμβάνονται, “απέκλεισε προσπάθεια του ενάγοντα να εισάξει μαρτυρία αναφορικά με ισχυρισμό περί απειλών και πιέσεων”.  Μετά, σε σχέση με την εκτίμηση, την οποία αμφισβητούν, πως ο διευθυντής των εφεσείοντων “ήταν σε έκδηλα πλεονεκτική θέση έναντι του ενάγοντα”.

2) Σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας,

α) το μέρος της που αναφέρεται στην κρίση πως ο διευθυντής των εφεσειόντων δεν είχε προσδιορίσει τον τρόπο πληρωμής των γραμματίων τα οποία, κατά τον ισχυρισμό του, είχαν εξοφληθεί. Παραπέμπουν στην ίδια την μαρτυρία του εφεσίβλητου, αποσπάσματα της οποίας και επικαλούνται. Όχι ως ενδεικτικά κάποιας αντίφασης αλλά ως τείνοντα να δείξουν ότι ήταν παραδεκτό ότι ο εφεσίβλητος είχε εξοφλήσει όλα τα γραμμάτια που οι εφεσείοντες έλεγαν πως είχαν εξοφληθεί. Αυτό επειδή, κατά την αντεξέτασή του, εμφανίζεται να δέχεται πως οι ενδείξεις “paid” ή “received” στα γραμμάτια έδειχναν ότι πράγματι τα είχε πληρώσει.

β) την εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο διευθυντής των εφεσείοντων δεν μπορούσε να προσδιορίσει το ύψος του συνολικού χρέους.  Κατά την εισήγηση, η μαρτυρία του επί του σημείου, ήταν ακλόνητη.

γ)  Την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με το ύψος του επιτοκίου από τον τρόπο κατάρτισης των γραμματίων.  Κατά την εισήγηση, που εξαντλείται σε αυτή την πρόταση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανεπιτρέπτως ενήργησε ως πραγματογνώμονας.

δ) Την, κατά την εισήγησή τους, παραγνώριση της μαρτυρίας του Α. Παπαρέ ως προς τον τρόπο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτός υπέγραψε ως εγγυητής.

Αυτός ο λόγος έφεσης, γενικός και αόριστος όπως ήταν, παρέμεινε και ακάλυπτος από οποιαδήποτε συγκεκριμένα επιχειρήματα στη συνέχεια.  Και μπορούμε να σημειώσουμε από τώρα πως η εισήγηση του εφεσεσίβλητου πως ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να θεωρηθεί ως εγκαταλειφθής και πως, ούτως ή άλλως, δεν προάγει την υπόθεση των εφεσειόντων, η οποία παρέμεινε αναπάντητη, είναι ορθή.

Έχουμε μελετήσει τις εισηγήσεις και κρίνουμε ορθή την άποψη [*727]του εφεσίβλητου πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί.  Ακόμη και τα όσα εντελώς αποσπασματικά συζήτησαν οι εφεσείοντες σε σχέση με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι αβάσιμα. Επομένως δεν χρειάζεται και να μας απασχολήσει το θέμα που εγείρει ο εφεσίβλητος, σε σχέση με τη δυνητική επενέργειά τους, εν όψει της κατά τα λοιπά αιτιολόγησης της πρωτόδικης απόφασης, για την οποία δεν διατυπώθηκαν λόγοι έφεσης.

Η εισήγηση των εφεσειόντων με την οποία εμφανιζόταν ο εφεσίβλητος, εν όψει ορισμένων απαντήσεων του, ουσιαστικά να αναιρεί ολόκληρη τη βάση της υπόθεσής του, παραγνωρίζει πως στη συνέχεια, με επί τούτου ερωτήσεις, ο εφεσίβλητος διευκρίνισε τη θέση του.  Ήταν σταθερή δε η μαρτυρία του, αφού του επισημάνθηκαν και οι ενδείξεις στα γραμμάτια, πως αυτές δεν απέδιδαν την πραγματικότητα.  Τίποτα, πέραν του μικρού ποσού που αναφέρθηκε, δεν είχε εισπραχθεί και κάθε άλλο παρά πλήρωσε τις εκατοντάδες χιλιάδες λίρες που οι εφεσείοντες και τα γραμμάτια τον εμφάνιζαν να είχε πληρώσει.  Είναι, λοιπόν, αβάσιμη η αντίληψη των εφεσειόντων πως η ίδια η μαρτυρία του εφεσίβλητου στηρίζει τη δική τους εκδοχή.

Επίσης αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός πως ο διευθυντής των εφεσειόντων προσδιόρισε με τρόπο “ακλόνητο” το ποσό που παραμένει οφειλόμενο.  Έχουμε διεξέλθει τα πρακτικά και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει πλανηθεί.  Και, περαιτέρω, ο ισχυρισμός πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε ως πραγματογνώμονας παραμένει εντελώς γενικός και ατεκμηρίωτος.  Δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί με οποιοδήποτε τρόπο και, κρίνοντας από την πρωτόδικη απόφαση, ό,τι έχουμε είναι εξαγωγή συμπερασμάτων από το δοσμένο περιεχόμενο των γραμματίων, εννοείται σε συνάρτηση και προς την προφορική μαρτυρία.  Σημειώνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε τους συλλογισμούς του με αναφορά στο περιεχόμενο των γραμματίων και πως δεν έχει διατυπωθεί οποιαδήποτε αμφισβήτηση επί της ουσίας τους.

Μένει να ασχοληθούμε με το ζήτημα της “ψυχικής πίεσης”.  Όπως σημειώσαμε συζητήθηκε με αναφορά στο Κεφ. 149 αλλά δεν μπορούμε να δούμε στην προκειμένη περίπτωση οτιδήποτε που να παραπέμπει σε σύμβαση, ώστε να δικαιολογείται η αντίκρυση του κύρους της κάτω από τέτοια σκοπιά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε διαπίστωση πως τα γραμμάτια ήταν εικονικά, ως πραγματικό γεγονός υπογράφηκαν χωρίς να είχε καταβληθεί το ποσό που ανέγραφαν και υπέρκειται όλων των άλλων, στο πλαίσιο των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως ο εφεσίβλητος δεν [*728]οφείλει κανένα ποσό στους εφεσείοντες.  Δεν διακρίνουμε, επομένως, χώρο για συζήτηση που να εμπλέκει τις αρχές που διέπουν τη “ψυχική πίεση”, με την έννοια του Άρθρου 16 του Κεφ. 149.  Η απόδειξη “ψυχικής πίεσης”, ως αναιρούσας την ελεύθερη συναίνεση που αποτελεί συστατικό σύμβασης (βλ άρθρο 10 του Κεφ.149) οδηγεί σε απαλλαγή από αναληφθείσα συμβατική υποχρέωση, εννοείται κατά τα άλλα υπαρκτή.  Εν πάση περιπτώσει, δεν εντοπίζουμε και ουσιαστικό λάθος στην πρωτόδικη απόφαση και σε αυτό τον τομέα, έστω από την άποψη του ευλόγου της εξήγησης του εφεσίβλητου σε σχέση με την υπογραφή των γραμματίων.  Ήταν αντιμέτωπος με το γεγονός της έκδοσης επιταγών και την απειλή πως θα καταγγελλόταν για αυτό.  Ήταν εκδήλως σε μειονεκτική θέση έναντι των εφεσειόντων και, ούτως ή άλλως, στα πλαίσια των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η υπογραφή των γραμματίων ήταν το αποτέλεσμα πίεσης, την οποία ως εκ της θέσης τους μπορούσαν να ασκήσουν και άσκησαν οι εφεσείοντες.  Είναι λανθασμένοι και οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων πως το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την εισαγωγή μαρτυρίας για αυτά ενώ με προηγούμενη ενδιάμεση απόφασή του είχε κρίνει ανεπίτρεπτη την εισαγωγή τέτοιου θέματος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ανεπίτρεπτη την εισαγωγή μαρτυρίας έξω από το πλαίσιο της παραγράφου 14 της Έκθεσης Απαίτησης και εκεί είχε συγκεκριμενοποιηθεί ο ισχυρισμός για ψυχική βία, εκβιασμούς και απειλές που οδήγησαν στην υπογραφή των γραμματίων, για “καταγγελία του ενάγοντα στην αστυνομία και/ή κήρυξη του σε πτώχευση και/ή πως οι εναγόμενοι έχουν τον τρόπο τους να εισπράξουν τα χρήματα”. Αμέσως δε μετά την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πλέον χωρίς καμία ένσταση, ο εφεσίβλητος κατέθεσε ως εξής:

“Ε.  Πες μας για τις απειλές που σου έκαμαν.

 Α.  Οι απειλές ήταν οι εξής: Να μας πληρώσεις ένα σεβαστό ποσό άλλωσπως θα σου κινήσουμε αγωγή, θα σε διασύρουμε στο Δικαστήριο, θα σε καταστρέψουμε οικονομικά και θα δώσουμε και τις επιταγές στην αστυνομία με όλα τα επακόλουθα.

 Ε.  Όταν οι εναγόμενοι σου είχαν πει γι’ αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 14 ότι είχαν τον τρόπο τους να εισπράξουν τα χρήματα εσύ τι αντελήφθης;

 Α.  Αφού κρατούσανε τις επιταγές τα γραμμάτια και λένε εκείνες τις γνωριμίες που είχαν με μεγάλα υφιστάμενα πρόσωπα φοβούμουν.

 Ε.  Τι φοβόσουν;

 Α.  Ότι θα με κατέστρεφε και οικονομικά και ως άνθρωπο, ούτε για παράνομη στάθμευση δεν ήλθα στο Δικαστήριο, [*729]φοβόμουν και υπέγραφα, υπέκυπτα.”

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο