Τσολιά Ιωάννης Παρασκευά ν. Ιάκωβου Χριστοφίδη (2002) 1 ΑΑΔ 730

(2002) 1 ΑΑΔ 730

[*730]31 Μαΐου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΤΣΟΛΙΑ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

ν.

ΙΑΚΩΒΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10955)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Επιμερισμός ευθύνης ― Σύγκρουση αυτοκινήτου και μοτοσικλέτας η οποία εκινείτο έμπροσθεν του αυτοκινήτου, όταν ο οδηγός της μοτοσικλέτας, στην προσπάθεια του να στρίψει δεξιά χωρίς να δείξει, ανέκοψε την πορεία του αυτοκινήτου που οδηγείτο με ταχύτητα κάπως ψηλότερη από το επιτρεπόμενο όριο ― Επιμερισμός ευθύνης σε ποσοστό 70% στον οδηγό του αυτοκινήτου και σε 30% στον οδηγό της μοτοσικλέτας ― Κατ’ έφεση αποδόθηκε αποκλειστική ευθύνη στον οδηγό της μοτοσικλέτας.

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Ταχύτητα ― Δεν συνιστά από μόνη της αμέλεια.

Ο εφεσίβλητος οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του στη λεωφόρο Ραφαήλ Σάντη στο Τσακκιλερό από την κατεύθυνση της Λάρνακας προς το χωριό Αραδίππου και τον ακολουθούσε το όχημα του εφεσείοντος.  Το επιτρεπτό όριο ταχύτητας ήταν 50 χ.α.ω. Ο εφεσείων που οδηγούσε με ταχύτητα 65 χ.α.ω. κτύπησε τη μοτοσικλέτα.  Οι εκδοχές των διαδίκων διΐσταντο ως προς τις περιστάσεις πρόκλησης του ατυχήματος. Ο εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι οδηγούσε κανονικά στη λεωφόρο Σάντη με πρόθεση να στρίψει δεξιά και έκαμε προς τούτο σήμα με το φωτοδείκτη του.  Κτυπήθηκε από το όχημα του εφεσείοντος ενώ ήταν σταθμευμένος στο κέντρου του δρόμου, όπου σταμάτησε για να δώσει προτεραιότητα σε αυτοκίνητο που έμπαινε στη λεωφόρο. Ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι ενώ οδηγούσε στην κανονική πλευρά του δρόμου με ταχύτητα γύρω στα 40 μ.α.ω. είδε τη μοτοσικλέτα του εφεσίβλητου μπροστά από απόσταση περίπου 60 μέτρων.  Ξαφνικά η μοτοσικλέτα άλλαξε πορεία, στρίβοντας δεξιά, ανακόπτοντας έτσι τη δική του πορεία.

[*731]Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε μερικώς την εκδοχή του εφεσείοντος απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του αναφορικά με την ταχύτητα που οδηγούσε και πως ο εφεσίβλητος έστριψε απότομα δεξιά.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσίβλητου επειδή ήταν αντίθετη με την ανεξάρτητη μαρτυρία του αστυφύλακα - εξεταστή της υπόθεσης - ο οποίος διαπίστωσε πως δεν λειτουργούσε ο σηματοδότης της μοτοσικλέτας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε πως η ταχύτητα του εφεσείοντος ήταν 40 μ.α.ω. (η ταχύτητα αυτή αντιστοιχεί με 65 χ.α.ω.) και λαμβάνοντας υπόψη την ταχύτητα αυτή έκρινε πως ο εφεσείων δεν τηρούσε ασφαλή απόσταση από τον εφεσίβλητο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιδράσει έγκαιρα και ορθά για την αποφυγή της σύγκρουσης, όταν ο εφεσίβλητος επιχείρησε να στρίψει δεξιά.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιμέρισε την ευθύνη κατ’ αναλογία 30% στον εφεσίβλητο και 70% στον εφεσείοντα.

Ο επιμερισμός ευθύνης των διαδίκων είναι το μόνο θέμα στο οποίο αφορά η παρούσα έφεση.  Ο δικηγορος του εφεσείοντος εισηγείται πως είναι εσφαλμένες οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Εισηγήθηκε πως ο εφεσείων έπρεπε να απαλλαγεί οποιασδήποτε ευθύνης ή ο επιμερισμός της δικής του ευθύνης στο δυστύχημα ήταν πολύ μικρότερος από αυτόν που του καταλόγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο εφεσείων οδηγούσε με ομολογουμένως κάπως ψηλότερη ταχύτητα από το επιτρεπόμενο όριο. Τηρούσε όμως απόσταση από τον προπορευόμενο εφεσίβλητο, αν ληφθεί υπόψη το μήκος των σημαδιών τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του και το χρόνο σκέψης που παρεμβάλλεται μέχρι την χρησιμοποίηση τους, όταν αντιλήφθηκε την πρόθεση του εφεσίβλητου να στρίψει δεξιά.

2.  Η ταχύτητα από μόνη της δεν συνιστά αμέλεια.  Εξετάζεται στη βάση του συνόλου των περιστατικών του δυστυχήματος για να κριθεί αν η ταχύτητα συνέδραμε στην πρόκλησή του.

3.  Η ταχύτητα του εφεσείοντος δεν συνέτεινε στην πρόκληση του ατυχήματος. Η απόλυτη ευθύνη βαραίνει τον εφεσίβλητο στην παρούσα υπόθεση.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

[*732]Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 28/9/00 (Αρ. Αγωγής 2989)/97 με την οποία επιμέρησε την ευθύνη για το τροχαίο ατύχημα στις 5/7/97 στο οποίο ενεπλάκησαν τα οχήματα ενάγοντα και εναγομένου κατ’ αναλογία 30% στον ενάγοντα και 70% στον εναγόμενο.

Ν. Δαμιανού για Χ. Κυριακίδη, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Λουκαΐδης για Α. Ποιητή, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χρ. Αρτεμίδης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Η έφεση αφορά μόνο στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ευθύνη των διαδίκων για το τροχαίο δυστύχημα που συνέβηκε στις 5.7.97, στο οποίο ενεπλάκησαν η μοτοσικλέτα του εφεσίβλητου-ενάγοντα ΕΗΧ163 και το αυτοκίνητο του εφεσείοντα-εναγόμενου SZ635. 

Η σύγκρουση έγινε στη λεωφόρο Ραφαήλ Σάντη στο Τσιακκιλερό.  Ο εφεσίβλητος οδηγούσε την μοτοσικλέτα του από την κατεύθυνση της Λάρνακας προς το χωριό Αραδίππου.  Τον ακολουθούσε ο εφεσείοντας.  Οι περιστάσεις του δυστυχήματος αποτέλεσαν αντικείμενο διαφωνίας των διαδίκων.  Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε πως οδηγούσε κανονικά στη λεωφόρο Σάντη με πρόθεση να στρίψει σε πάροδο δεξιά. Έκανε προς τούτο σήμα με το φωτοδείκτη της μοτοσικλέτας του και κοίταξε από το καθρεφτάκι της για να διαπιστώσει αν ερχόταν από πίσω αυτοκίνητο. Σταμάτησε στο κέντρο του δρόμου, για να δώσει προτεραιότητα σε αυτοκίνητο που έμπαινε στη λεωφόρο, και ενώ ήταν έτσι σταθμευμένος ένιωσε κτύπημα στο πίσω μέρος της μοτοσικλέτας του. Από τη στιγμή εκείνη δεν θυμόταν τίποτε. 

Η εκδοχή του εφεσείοντα ήταν διαφορετική.  Είπε πως οδηγούσε το αυτοκίνητο του στην αριστερή πλευρά του δρόμου, με ταχύτητα γύρω στα 40 μ.α.ω. Είδε τη μοτοσικλέτα του εφεσίβλητου μπροστά από μια απόσταση περίπου 60 μέτρων.  Ξαφνικά η μοτοσικλέτα άλλαξε πορεία, στρίβοντας δεξιά, ανακόπτοντας έτσι τη δική του πορεία.  Προσπάθησε να σταματήσει χρησιμοποιώντας το σύ[*733]στημα πεδήσεως του αυτοκινήτου του, αλλά δεν τα κατάφερε και έγινε η σύγκρουση.

Ο δικαστής, αφού ανέλυσε με επιμέλεια τη μαρτυρία, δεν αποδέκτηκε ως ορθές τις εκδοχές των διαδίκων.  Προέβη, καθώς είχε ευχέρεια, στις δικές του διαπιστώσεις αξιολογώντας το σύνολο του αποδεικτικού υλικού.  Συγκεκριμένα, δεν δέχθηκε την εισήγηση του εφεσίβλητου ο οποίος είπε ότι κατέστησε σαφή την πρόθεση να στρίψει δεξιά γιατί σταμάτησε στη μέση του δρόμου, και έδωσε μάλιστα προτεραιότητα σε αυτοκίνητο που έμπαινε στη λεωφόρο, και πως χρησιμοποίησε το δεξιό φωτοδείκτη της μοτοσικλέτας του.  Ισχυρίστηκε επίσης πως κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα ενώ ο ίδιος βρισκόταν σταματημένος.  Η εκδοχή αυτή ήταν αντίθετη με την ανεξάρτητη μαρτυρία του αστυφύλακα - εξεταστή της υπόθεσης ο οποίος διαπίστωσε πως δεν λειτουργούσε ο σηματοδότης της μοτοσικλέτας.  Επιπλέον, ο ίδιος ο εφεσίβλητος, που  είχε τραυματιστεί στο δυστύχημα, δήλωσε στην Αστυνομία πως δεν θυμόταν καθόλου τις περιστάσεις του, τις οποίες όμως περίγραψε με λεπτομέρεια, μετά από πολύ καιρό, στο Δικαστήριο.  Απορρρίφθηκε όμως και εν μέρει η εκδοχή του εφεσείοντα αναφορικά με την ταχύτητα που οδηγούσε και τον ισχυρισμό του πως ο εφεσίβλητος έστριψε απότομα δεξιά. 

Η περιοχή ήταν κατοικημένη και υπήρχε όριο ταχύτητας 50 χ.α.ω. Το Δικαστήριο δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα που κάλεσε ο εφεσίβλητος για να αποδείξει πως η ταχύτητα του εφεσείοντα ήταν 65 χ.α.ω. Το Δικαστήριο όμως, λαμβάνοντας υπόψη το μήκος των σημαδιών τροχοπέδησης του αυτοκινήτου εφεσείοντα, είπε πως η ταχύτητα του πρέπει να ήταν γύρω στα 40 μ.α.ω. και κατ΄ακολουθίαν μεγαλύτερη του επιτρεπόμενου ορίου.  Να σημειώσουμε, ανοίγοντας εδώ μια παρένθεση, πως η ταχύτητα των 40μ.α.ω. αντιστοιχεί με 65 χ.α.ω., όπως είχε δηλαδή καταθέσει ο εμπειρογνώμονας που κλήθηκε από τον εφεσίβλητο, και του οποίου τη μαρτυρία δεν αποδέκτηκε το Δικαστήριο.  Η Δικαστής, λαμβάνοντας υπόψη την ταχύτητα του εφεσείοντα, έκρινε πως αυτός δεν τηρούσε ασφαλή απόσταση από τον εφεσίβλητο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιδράσει έγκαιρα και ορθά για την αποφυγή της σύγκρουσης, όταν ο εφεσίβλητος επιχείρησε να στρίψει δεξιά.  Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα το Δικαστήριο επιμέρισε την ευθύνη κατ’ αναλογία 30% στον εφεσίβλητο και 70% στον εφεσείοντα.

Όπως είπαμε πιο πριν η έφεση περιορίζεται στο θέμα της ευθύνης, και διαζευκτικά ενάντια στην ποσοστιαία αναλογία επιμερισμού της μεταξύ των διαδίκων.  Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ει[*734]σηγείται πως είναι εσφαλμένες οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Εισηγήθηκε πως ο εφεσείοντας  έπρεπε να απαλλαγεί οποιασδήποτε ευθύνης, ή ο επιμερισμός της δικής του ευθύνης στο δυστύχημα να ήταν πολύ μικρότερος απ΄αυτόν που του καταλόγισε το Δικαστήριο. Στην προσπάθεια του αυτή ο δικηγόρος του εφεσείοντα, αφού έκανε αναφορά στη μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προέβη στις δικές του εισηγήσεις αναφορικά με την ορθή κρίση στην οποία θα έπρεπε να καταλήξει το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Έχουμε εξετάσει με προσοχή την υπόθεση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως είπαμε ήδη, ανέλυσε με λεπτομέρεια το αποδεικτικό υλικό που είχε ενώπιον του και προέβη σιτς διαπιστώσεις του, τις οποίες δεν είμαστε διατεθειμένοι να ανατρέψουμε. Στη βάση όμως αυτών των διαπιστώσεων έχουμε διαφορετική γνώμη από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την ευθύνη των διαδίκων. Ο εφεσείοντας οδηγούσε στη λεωφόρο με ομολογουμένως κάπως ψηλότερη  ταχύτητα από το επιτρεπόμενο όριο.  Τηρούσε όμως απόσταση από τον προπορευόμενο εφεσίβλητο, αν ληφθεί υπόψη το μήκος των σημαδιών τροποπέδησης του αυτοκινήτου του και το χρόνο σκέψης που παρεμβάλλεται μέχρι την χρησιμοποίηση τους, όταν αντιλήφθηκε την πρόθεση του εφεσίβλητου να στρίψει δεξιά. 

Η ταχύτητα από μόνο της δεν συνιστά αμέλεια.  Εξετάζεται στη βάση του συνόλου των περιστατικών του δυστυχήματος για να κριθεί αν η ταχύτητα συνέδραμε στην πρόκληση του. 

Έχουμε τη γνώμη πως στην περίπτωση που εξετάζουμε δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Η ταχύτητα του εφεσείοντα, αν και λίγο ψηλότερη από το επιτρεπόμενο όριο, δεν συνέτεινε στην πρόκληση του δυστυχήματος.  Ο εφεσείοντας είδε τον εφεσίβλητο στο δρόμο, όπως υποδείξαμε, τηρούσε δε και κάποια απόσταση απ΄αυτόν.  Όταν πρόσεξε τον εφεσίβλητο να στρίβει δεξιά, χρησιμοποίησε το σύστημα πεδήσεως του αυτοκινήτου του για να αποφύγει τη σύγκρουση. Η απόλυτη ευθύνη, κατά τη γνώμη μας, βαραίνει τον εφεσίβλητο ο οποίος, ενώ οδηγούσε στη λεωφόρο, χωρίς να λάβει υπόψη του το αυτοκίνητο του εφεσείοντα που ερχόταν από πίσω, και χωρίς να δώσει οποιοδήποτε σήμα της πρόθεσης του να μπει δεξιά στην πάροδο, άρχισε να στρίβει προς αυτή.  Η ορατότητα στη λεωφόρο ήταν πάνω από 50 μέτρα.

Με βάση τα πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η αγωγή του εφεσίβλητου εναντίον του εφεσεί[*735]οντα απορρίπτεται με έξοδα στο κάτω δικαστήριο και εδώ.

Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο