Προική Πάρις και Άλλη ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 736

(2002) 1 ΑΑΔ 736

[*736]31 Μαΐου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΡΙΣ ΠΡΟΙΚΗ,

(Εφεσείων-Αιτητής στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10956),

ΑΝΘΟΥΛΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

(Εφεσείουσα-Αιτήτρια στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10957),

ν.

ΦΙΛΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 10956, 10957)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ― Ύπαρξη σχέσεως εργοδότη-εργοδοτούμενου ― Παράγοντες στη βάση των οποίων αποδεικνύεται ― Εξαναγκασμός σε παραίτηση ― Εξομοιώνεται σε παραίτηση από τον εργοδότη ― Άρθρο 7(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου.

Οι εφεσείοντες ήταν συνεργάτες-πωλητές ασφαλειών ζωής της εφεσίβλητης με την οποία υπέγραψαν και σχετική συμφωνία.  Η εφεσίβλητη εξαγοράστηκε από την Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική εταιρεία που ανήκε στον όμιλο Σιακόλα.  Ο εν λόγω όμιλος εξαγόρασε και την ασφαλιστική εταιρεία Interamerican.  Αποφασίστηκε όπως η εφεσίβλητη ασχολείται με τον γενικό κλάδο ασφαλειών, η δε Interamerican με τον κλάδο ασφαλειών ζωής.

Οι εφεσείοντες δεν απεδέχθησαν τη συνέχιση της συνεργασίας τους με την Interamerican επειδή αφαίρεσε τη συνεισφορά του εργοδότη στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και το Ταμείο Προνοίας και με επιστολή του δικηγόρου τους γνωστοποίησαν στην εφεσίβλητη ότι εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση.

Οι εφεσείοντες διεκδίκησαν αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση ή/και εξαναγκασμό σε παραίτηση και αποζημιώσεις δυνάμει της συμφωνίας.

[*737]Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αφού κατέληξε στο συμπέρασμα πως η σχέση των εφεσειόντων με την εφεσίβλητη δεν συγκέντρωνε όλες τις ιδιότητες που απορρέουν εκ της σχέσης εργοδότη-εργοδοτούμενου, όπως αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται από τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο (ο Νόμος).

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προσβάλλοντας το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση ούτως ώστε να δικαιούνται σε αποζημιώσεις καθώς και την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία εργοδότησης έθετε όρους για την πληρωμή των διεκδικούμενων επιδομάτων τερματισμού, οι οποίοι δεν ικανοποιούντο.  Επίσης η εφεσείουσα στην έφεση 10957 προσβάλλει ως λανθασμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου να απορρίψει την απαίτησή της για το ποσό των £11.175 για τις ανανεώσεις τριών χρόνων των ασφαλιστικών συμβολαίων σύμφωνα με τους επιπρόσθετους όρους της συμφωνίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η ύπαρξη σχέσεως εργοδότη-εργοδοτουμένου είναι πάντοτε ζήτημα πραγματικό και εξετάζεται υπό το πρίσμα του συνόλου των γεγονότων κάθε υπόθεσης.  Η πληρωμή μισθού από τον εργοδότη δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο.  Πρέπει να συντρέχουν και άλλοι παράγοντες, που θεμελιώνονται στα γεγονότα, όπως π.χ. η άσκηση ελέγχου του εργοδότη προς τον εργοδοτούμενο.

     Στην προκείμενη περίπτωση, όλα τα σχετικά γεγονότα συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης σχέσης εργοδότη-εργοδοτουμένων.  Η εφεσίβλητη είχε πλήρη έλεγχο επί της εργασίας των εφεσειόντων.

2.  Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του Άρθρου 7 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου όταν ο εργοδοτούμενος νομίμως τερματίζει την απασχόληση του λόγω της διαγωγής του εργοδότη, τότε ο τερματισμός αυτός θεωρείται ως τερματισμός υπό του εργοδότη υπό την έννοια του σχετικού Άρθρου 3.

     Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση με το σκεπτικό ότι η εφεσίβλητη θα είχε νόμιμο λόγο να τους κηρύξει ως πλεονάζον προσωπικό αφού είχε τερματίσει από την 1.11.1996 την παραγωγή ασφαλειών ζωής, διαψεύδεται από τα γεγονότα.  Λανθασμένο ήταν και το συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες “οικειοθελώς και παράλογα απέρριψαν προσφορά για συνέχιση της απασχόλησης τους, στον ίδιο τομέα, υπό “νέον εργοδότη”.  Το Δικαστήριο παραγνώρισε ότι η νέα προσφορά για εργοδότηση ήταν δυσμενής για τους εφεσείοντες [*738]αφού αλλοιώθηκαν οι όροι εργασίας και τους αποστερούσε σημαντικά ωφελήματα.

3.  Ο εξαναγκασμός σε παραίτηση με βάση το Άρθρο 7(1) του Νόμου εξομοιώνεται με απόλυση από τον εργοδότη, αφού ρητά παραπέμπει στο Άρθρο 3 του Νόμου.  Κατά συνέπεια οι εφεσείοντες δικαιούνται στα επιδόματα τερματισμού όπως προδιαγράφονται από τη επίδικη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων.

4.  Δεν ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις του πρόσθετου όρου της επίδικης συμφωνίας στο πρόσωπο της εφεσείουσας και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε σχετική απαίτηση της.

5.  Η υπόθεση αναπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για τον καθορισμό των αποζημιώσεων.

Οι εφέσεις επιτράπηκαν με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Prusi v. Redundant Employees Fund (1988) 1 C.L.R. 363,

Western Excavating (E.C.C.) Ltd v. Sharp [1978] Q.B. 761.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τους αιτητές κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 11/10/00 (Αρ. Αιτήσεων 376/97 & 377/97) με την οποία έκρινε ότι η σχέση τους με την εφεσίβλητη εταιρεία δεν ήταν σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένων και απέρριψε την αξίωσή τους για αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση και/ή εξαναγκασμό τους σε παραίτηση.

Ν. Χρυσομηλά για Α. Σκορδή, για τους Εφεσείοντες και στις δύο Πολιτικές Εφέσεις.

Μ. Ηλιάδης για Τ. Παπαδόπουλο, για την Εφεσίβλητη και στις δύο Πολιτικές Εφέσεις.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

[*739]ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα στην έφεση 10956 και ο εφεσείων στην έφεση 10957 ήσαν συνεργάτες-πωλητές ασφαλειών ζωής στην ασφαλιστική εταιρεία Eagle Star η μεν πρώτη από 5.5.1986, ο δε δεύτερος από 1.10.1984.  Το έτος 1991 ολόκληρο το χαρτοφυλάκιο της Eagle Star αγοράσθηκε από την εφεσίβλητη.  Οι εφεσείοντες συνέχισαν να συνεργάζονται με την εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία με την οποία υπέγραψαν και σχετική συμφωνία.

Μεταξύ των όρων που περιελάμβανε η πιο πάνω συμφωνία, που χαρακτήριζε τους εφεσείοντες ως συνεργάτες-αντιπροσώπους ασφαλειών ήταν όπως προωθούν τις εργασίες της εφεσίβλητης. Δεσμεύονταν δε οι εφεσείοντες όπως διαθέτουν όλο το χρόνο και το ταλέντο τους αποκλειστικά για την προώθηση των ασφαλειών ζωής της εφεσίβλητης.  Ως αμοιβή συμφωνήθηκε η πληρωμή βασικού ποσού, πλέον προμήθειες και άλλα ωφελήματα σύμφωνα με τους όρους και ενσωματωμένους στη συμφωνία κανονισμούς.

Τον Αύγουστο του 1996 η Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία, που ανήκε στον όμιλο Σιακόλα, εξαγόρασε την εφεσίβλητη.  Εντός του ίδιου έτους, ο ίδιος όμιλος εξαγόρασε και την ασφαλιστική εταιρεία Interamerican. Αποφασίσθηκε όπως η εφεσίβλητη (Φιλική) ασχολείται αποκλειστικά με τον γενικό κλάδο ασφαλειών, η δε Interamerican αποκλειστικά με τον κλάδο ασφαλειών ζωής.  Αποφασίσθηκε δε όπως ο πλήρης διαχωρισμός του αντικειμένου των δραστηριοτήτων των δύο εταιρείων τεθεί σε εφαρμογή από την 1.11.1996.

Οι εφεσείοντες δεν απεδέχθησαν τη συνέχιση της συνεργασίας τους με την Interamerican θεωρώντας τους όρους που έθεσε η τελευταία ως μη ικανοποιητικούς. Συγκεκριμένα η Interamerican ενώ πρόσφερε παρόμοια συμφωνία που είχαν οι εφεσείοντες με την εφεσίβλητη στους βασικούς τομείς, αφαίρεσε τη συνεισφορά του εργοδότη στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και το Ταμείο Προνοίας.  Οι εφεσείοντες επέμεναν στη συνέχιση της παροχής και των δύο πιο πάνω ωφελημάτων πράγμα που απέρριψε η Interamerican. Τελικά στις 14.1.1997 οι εφεσείοντες με επιστολή του δικηγόρου τους γνωστοποίησαν στην εφεσίβλητη ότι εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση.

Από τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει επίσης ότι οι εφεσείοντες εστεγάζοντο σε γραφεία, το ενοίκιο των οποίων καταβάλλετο από την εφεσίβλητη.  Επίσης προκύπτει ότι δεν είχαν καθορισμένο ωράριο και ότι είχαν υποχρέωση να παρακολουθούν εκπαιδευτικά σεμινάρια που διοργάνωνε η εφεσίβλητη.

[*740]Οι εφεσείοντες με την αίτηση τους στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών διεκδικούσαν αποζημιώσεις για παράνομο απόλυση ή/και εξαναγκασμό σε παραίτηση και αποζημιώσεις δυνάμει της συμφωνίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στο καθοριστικό ερώτημα αν η σχέση των εφεσειόντων με την εφεσίβλητη ήταν σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένων, σύμφωνα με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο, απάντησε αρνητικά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογώντας την αρνητική θέση του ανάφερε στην απόφαση του τα εξής:-

“Ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος, έχει επινοηθεί και τεθεί σε εφαρμογή με σκοπό να παρέχει προστασία και/ή να ρυθμίζει τη σχέση και τις διαφορές που προκύπτουν απ’ αυτή, μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου του ή μεταξύ εργοδοτούμενου και εργοδοτούμενου.  Σχέση που δημιουργείται από την παροχή, έναντι ανταλλάγματος, εξαρτημένης εργασίας.

Με βάση την ενώπιον μας μαρτυρία φαίνεται πως και οι δύο αιτητές λειτουργούσαν υπό ιδιότυπο καθεστώς που, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν το καθεστώς του εργοδοτουμένου, υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο από το Νόμο.  Ήταν πωλητές ασφαλειών ζωής, όπως εκατοντάδες άλλοι συνάδελφοι τους, στην ελεύθερη αγορά ασφαλειών.  Βρίσκονταν, όμως, σε πλεονεκτικότερη θέση από άλλους συναδέλφους, που συνεργάζονταν με άλλες Εταιρείες, λόγω του ότι απολάμβαναν ταμείου προνοίας και συνεισφοράς στο ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων.  Τα ωφελήματα, όμως, αυτά καθ’ εαυτά, δεν είναι καθοριστικά προσδιορισμού της φύσης της σχέσης τους με τη Φιλική.  Στην πραγματικότητα η σχέση τους δεν συγκέντρωνε όλες τις ιδιότητες που απορρέουν εκ της σχέσης εργοδότη-εργοδοτούμενου, όπως αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται από το Νόμο.”

Το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου “εργοδοτούμενος” σημαίνει “πρόσωπο εργαζόμενο δι’ έτερο πρόσωπο είτε δυνάμει συμβάσεως ή μαθητείας είτε υπό τοιαύτας περιστάσεις εκ των οποίων δύναται να συναχθεί η ύπαρξις σχέσεως εργοδότου και εργοδοτουμένου.”

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η ύπαρξη σχέσεως εργοδότη-εργοδοτουμένου είναι πάντοτε ζήτημα πραγματικό και εξετάζεται υπό το πρίσμα του συνόλου των γεγονότων κάθε υπόθεσης.  Η πληρωμή μισθού από τον εργοδότη δεν αποτελεί [*741]το μοναδικό κριτήριο.  Πρέπει να συντρέχουν και άλλοι παράγοντες, που θεμελιώνονται στα γεγονότα, όπως π.χ. η άσκηση ελέγχου του εργοδότη προς τον εργοδοτούμενο.

Στην υπόθεση Prusi v. Redundant Employees Fund (1988) 1 C.L.R. 363, έχουν λεχθεί τα εξής:-

“The question as to whether the relationship of employer and employee exists is always a question of fact and the facts of each particular case have to be taken into consideration. The only criterion for making a person an employee of another is not the payment of a salary for services rendered by him but also it has to be established that the employer can exercise control over the work of the other.”

Στη γραπτή συμφωνία των εφεσειόντων με την εφεσίβλητη η εργασιακή σχέση χαρακτηρίζεται ως σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου.  Η απλή διακήρυξη όμως αυτή των μερών, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν είναι καθοριστικό της σχέσης. Αποφασιστικό στοιχείο είναι το περιεχόμενο της συμφωνίας, οι όροι με βάση τους οποίους μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα της πραγματικής σχέσης. Έχουμε μελετήσει προσεκτικά τους όρους της συμφωνίας.  Από το περιεχόμενο των όρων της συμφωνίας αναδύεται καθαρά ότι η σχέση η οποία δημιουργήθηκε μεταξύ των μερών ήταν σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου, η ρύθμιση της οποίας υπάγεται στο σχετικό νόμο.  Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η συμφωνία προέβλεπε για βασικό μισθό για τους εφεσείοντες, οι οποίοι είχαν υποχρέωση συμμόρφωσης προς τους όρους του εργοδότη τους και δεν συμμετείχαν στους κινδύνους της επιχείρησης. Οι εφεσείοντες υποχρεούντο να διαθέτουν όλο το χρόνο τους για την προώθηση των εργασιών του εργοδότη, ο οποίος τους παρείχε τα γραφεία και τα μέσα προς τούτο.  Ο εργοδότης, δηλαδή η εφεσίβλητη, είχε το δικαίωμα τερματισμού της απασχόλησης εάν οι εφεσείοντες για περίοδο 60 ημερών δεν προσεκόμιζαν νέες εργασίες.  Η εφεσίβλητη, ως εργοδότης, κατέβαλλε τόσο στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων όσο και στο Ταμείο Προνοίας το υπό της νομοθεσίας καθοριζόμενο ποσοστό επί των απολαβών των εφεσειόντων.  Τα πιο πάνω συνηγορούν ότι η σχέση μεταξύ των μερών ήταν σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένων.  Η εφεσίβλητη είχε πλήρη έλεγχο επί της εργασίας των εφεσειόντων.

Με τις εφέσεις προσβάλλεται επίσης το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση ούτως ώστε να δικαιούνται σε αποζημιώσεις. Αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση τα εξής:-

[*742]

“Οι δύο αιτητές αρνήθηκαν να συνεχίσουν να πωλούν ασφάλειες ζωής για λογαριασμό της Interamerican, όταν πλέον η Φιλική έπαυσε να ασχολείται με αυτό τον κλάδο μεταβιβάζοντας τον, ως είχε, στην Interamerican.  Επειδή, όμως, και οι δύο ήταν αποκλειστικά πωλητές ασφαλειών ζωής, δεν υπήρχε στη Φιλική αντικείμενο απασχόλησης τους. Και αν την υπηρετούσαν υπό καθεστώς εργοδότη-εργοδοτούμενου, τότε, θα τους απέλυε λόγω πλεονασμού.  Όμως, ούτε και αυτό περίμεναν να γίνει και επέλεξαν διά των δικηγόρων τους να στείλουν επιστολή στην Εταιρεία, με την οποίαν της γνωστοποιούσαν την απόφαση για τον τερματισμό των υπηρεσιών τους, θεωρώντας ότι εξαναγκάσθηκαν να το πράξουν.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες και υπ’ αυτή τη λογική των πραγμάτων δεν εντοπίζουμε οποιαδήποτε διαγωγή εκ μέρους της διεύθυνσης της Φιλικής που να πρόσφερε βάση στους δύο αιτητές στη λήψη της απόφασης τους.”

Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 7 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου όταν ο εργοδοτούμενος νομίμως τερματίζει την απασχόληση του λόγω της διαγωγής του εργοδότη, τότε ο τερματισμός αυτός θεωρείται ως τερματισμός υπό του εργοδότη υπό την έννοια του σχετικού άρθρου 3.

Καθοδηγητική για υποθέσεις ισχυριζόμενου εξαναγκασμού σε παραίτηση είναι η αγγλική υπόθεση Western Excavating (E.C.C.) Ltd. v. Sharp [1978] Q.B. 761.  Στη σελίδα 769 ο Λόρδος Denning αναφέρει:-

“If the employer is guilty of conduct which is a significant breach going to the root of the contract of employment, or which shows that the employer no longer intends to be bound by one or more of the essential terms of the contract, then the employee is entitled to treat himself as discharged from any further performance.  If he does so, then he terminates the contract by reason of the employer’s conduct. He is constructively dismissed.”.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του κατά κύριο, ως φαίνεται, λόγο στο γεγονός ότι η εφεσίβλητη θα είχε νόμιμο λόγο να κηρύξει τους εφεσείοντες ως πλεονάζον προσωπικό αφού είχε τερματίσει από την 1.11.1996 την παραγωγή ασφαλειών ζωής.  Και υποθέτει ότι έτσι θα έπραττε αν οι εφεσείοντες της παρείχαν τον αναγκαίο χρόνο προς τούτο, πράγμα που δεν έπραξαν.  Η [*743]προσέγγιση αυτή είναι λανθασμένη και διαψεύδεται από τα γεγονότα.  Η εφεσίβλητη κοινοποίησε στους εφεσείοντες την απόφαση της να τερματίσει την παραγωγή ασφαλειών ζωής, την οποία παρεχώρησε στην Interamerican, την 1.11.1996.  Ήταν σε γνώση της η άρνηση των εφεσειόντων να αποδεχθούν τους νέους όρους εργοδότησης τους από την Interamerican.  Εν τούτοις ουδέν έπραξαν παρά την πάροδο σχεδόν 2½ μηνών μέχρι την επιστολή των εφεσειόντων που έφερε ημερομηνία 14.1.1997.  Η εφεσίβλητη ουδέποτε εξέφρασε οποιαδήποτε θέση σε σχέση με πλεονάζον προσωπικό αν και της παρεσχέθη ικανός χρόνος προς τούτο.  Λανθασμένο ήταν και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες “οικειοθελώς και παράλογα απέρριψαν προσφορά για συνέχιση της απασχόλησης τους, στον ίδιο τομέα, υπό “νέον εργοδότη”.  Παραγνώρισε το Δικαστήριο ότι η νέα προσφορά για εργοδότηση ήταν δυσμενής για τους εφεσείοντες αφού αλλοιώθηκαν οι όροι εργασίας και τους αποστερούσε σημαντικά ωφελήματα όπως οι εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στο Ταμείο Προνοίας.  Υπό τις περιστάσεις αυτές καταλήγουμε ότι, αντίθετα, ήταν εύλογο για τους εφεσείοντες να επιλέξουν να μην αποδεχθούν τη νέα προσφορά για απασχόληση τους και να θεωρήσουν ότι εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση, νοουμένου ότι υπήρξε σημαντική διαφοροποίηση των όρων εργοδότησης.

Με άλλο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προσβάλλουν ως λανθασμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία εργοδότησης έθετε όρους για την πληρωμή των διεκδικουμένων επιδομάτων τερματισμού, οι οποίοι δεν ικανοποιούντο.

Αναφέρει τα εξής το Δικαστήριο στην απόφαση του:-

“Από την ανάγνωση του κειμένου των πιο πάνω όρων δεν προκύπτει πως με τον τερματισμό της σύμβασης συνεργασίας, αυτόματα καθίσταται καταβλητέο και το επίδομα τερματισμού.  Η απόδοση του προϋποθέτει την ικανοποίηση ορισμένων όρων που, στην περίπτωση των αιτητών δεν συντρέχουν, μιας και η Εταιρεία δεν τερμάτισε η ίδια τις υπηρεσίες τους, ούτε και έχουν αφυπηρετήσει και ευτυχώς, ούτε και απεβίωσαν κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους.  Δεν βρίσκουμε βάση στήριξης της ως είρηται απαίτησης τους.”.

Δεν συμφωνούμε με την κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δυνάμει της επίδικης συμφωνίας το επίδομα τερματισμού πληρώνεται μόνο στις περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, και όταν η Εταιρεία τερματίσει τις υπηρεσίες του συνεργάτη σύμφωνα με την πα[*744]ράγραφο Β.(1)(α), δίδοντας γραπτή ειδοποίηση 7 τουλάχιστον ημερών.

Διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου ότι ο εξαναγκασμός σε παραίτηση με βάση το άρθρο 7(1) του Νόμου εξομοιώνεται με την απόλυση από τον εργοδότη, αφού ρητά παραπέμπει στο άρθρο 3 του Νόμου.  Κατά συνέπεια οι εφεσείοντες δικαιούνται στα επιδόματα τερματισμού όπως προδιαγράφονται στη συμφωνία.

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης που αφορά μόνο την εφεσείουσα στην Έφεση 10957 προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου να απορρίψει την απαίτηση της για το ποσό των £11.175 για τις ανανεώσεις τριών χρόνων των ασφαλιστικών συμβολαίων σύμφωνα με τους επιπρόσθετους όρους της συμφωνίας.

Ο επιπρόσθετος όρος έχει ως εξής:-

“Ο Συνεργάτης θα μπορεί να αφυπηρετήσει νωρίτερα του 60ου έτους νοουμένου ότι:

(α)   Έχει 15 έτη αναγνωρισμένης υπηρεσίας από την Εταιρεία.

(β)   Έχει προσωπικό χαρτοφυλάκιο σε εργασίες ασφαλειών ζωής με συνολικά ετήσια ασφάλιστρα που ξεπερνούν τις ΛΚ150,000.00.

(γ)   Δεν θα διεξάγει εργασίες ασφαλειών ζωής με άλλες ασφαλιστικές εταιρείες ή ασφαλιστικά γραφεία μετά την αφυπηρέτηση αυτή εκτός και αν έχει εξασφαλίσει τη γραπτή συγκατάθεση της Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι στο πρόσωπο της εφεσείουσας δεν συνέτρεχαν και οι τρεις πιο πάνω προϋποθέσεις.  Η μόνη προϋπόθεση που συνέτρεχε, ότι κατείχε προσωπικό χαρτοφυλάκιο πέραν των £150.000 δεν ήταν αρκετή για να δικαιούται τα ωφελήματα που αποδίδει ο επιπρόσθετος όρος.

Η θέση αυτή του Δικαστηρίου είναι ορθή. Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι εάν δεν εξαναγκάζετο σε παραίτηση θα συμπλήρωνε στο μέλλον τα 15 χρόνια εργασίας δεν ευσταθεί.  Ανήκει στη σφαίρα της πιθανολόγησης. Ακόμα και η τρίτη προϋπόθεση δεν συνέτρεχε στην παρούσα υπόθεση.  Ορθά κατά συνέπεια η απαίτηση αυτή της εφεσείουσας στην 10957 απορρίφθηκε.

[*745]Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά το γεγονός ότι απέρριψε στο σύνολο τους τις απαιτήσεις των εφεσειόντων, τελικά εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσείοντα στην 10956 για το ποσό των £712 και υπέρ της εφεσείουσας στην 10957 για το ποσό των £3.438 ποσά τα οποία είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων και η εφεσίβλητη συνήνεσε προς τούτο.  Τα ποσά αυτά καλύπτουν τις απαιτήσεις (α) και (β) της παραγράφου 13 της έκθεσης απαίτησης.

Λόγω της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σχέση των εφεσειόντων με την εφεσίβλητη δεν ήταν αυτή του εργοδότη-εργοδοτουμένου, σύμφωνα με το σχετικό νόμο, το Δικαστήριο δεν προέβη σε ευρήματα όσον αφορά τις αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση ή εξαναγκασμό σε παραίτηση στις οποίες δικαιούντο οι εφεσείοντες.  Ένεκα τούτου η υπόθεση αναπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για τον καθορισμό των εν λόγω αποζημιώσεων.

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση παραμερίζεται.

Οι εφέσεις επιτρέπονται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο