Καλλής Ξενοφών ν. Alpha Bank Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 793

(2002) 1 ΑΑΔ 793

[*793]18 Ιουνίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΑΛΛΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ALPHA BANK LTD,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11115)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε λόγω παράλειψης καταχώρησης υπεράσπισης ― Προϋποθέσεις για επιτυχία της αίτησης είναι η αποκάλυψη συζητήσιμης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης στην αγωγή, σοβαρής και εύλογης αιτιολογίας για την μη καταχώρηση της υπεράσπισης και η έγκαιρη λήψη μέτρων στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό ― Το κατ’ ισχυρισμό λάθος των δικηγόρων του εναγομένου ορθά δεν έγινε δεκτό ως βάσιμη αιτία παραμερισμού της απόφασης.

Πολιτική Δικονομία ― Δικονομικές προθεσμίες ― Η τήρηση των προθεσμιών καθ’ όσον αφορά τη λήψη δικαστικών μέτρων, συνδέεται με το δημόσιο συμφέρον εφόσον η τελεσιδικία των δικαστικών διαδικασιών άπτεται άμεσα των συμφερόντων των διαδίκων.

Ο εφεσείων, ο οποίος ήταν ένας εκ των εγγυητών χρέους της εναγόμενης εταιρείας Debra Trading Ltd προς την εφεσίβλητη, δεν καταχώρησε υπεράσπιση στην αγωγή μέσα στην ταχθείσα από το Δικαστήριο προθεσμία.  Η εφεσίβλητη, μετά από πολυάριθμες αναβολές που δόθηκαν στον εφεσείοντα για να καταχωρήσει την υπεράσπισή του, οι οποίες είχαν ζητηθεί από τον δικηγόρο του εφεσείοντος, αλλά ο τελευταίος δεν ανταποκρίθηκε, απέδειξε την υπόθεσή της και εξασφάλισε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος στην αγωγή που αφορούσε ανάκτηση οφειλής πέραν των £398.000.-.

Ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης και η εφεσίβλητη καταχώρησε ένσταση.  Ισχυρίστηκε προς υποστήριξη της αίτησής του ότι οι δικηγόροι του εκ παραδρομής δεν σημείωσαν τις σχετικές οδηγίες του Δικαστηρίου.  Ισχυρίστηκε επίσης ότι είχε καλή [*794]υπεράσπιση. Ύστερα από ακρόαση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει καλή υπεράσπιση στην ουσία της υπόθεσης και ότι δεν υπήρχε σοβαρός λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ικανοποιητικά την παράλειψη του εφεσείοντος να καταχωρήσει την υπεράσπισή του μέσα στην ταχθείσα από το Δικαστήριο προθεσμία.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.  Η αδικαιολόγητη παράλειψη του εφεσείοντος να καταχωρήσει υπεράσπιση μέσα στην ταχθείσα προθεσμία και οι χωρίς στοιχεία ισχυρισμοί του προς υποστήριξη της προβληθείσας υπεράσπισης καθιστούν τρωτή την αίτηση παραμερισμού.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πατούρης ν. Hellenic Bank Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 2118,

Mine and Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26,

Λυσιώτης ν. Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 364,

Βαρδιάνου ν. Ε. Richards (1998) 1 A.A.Δ. 698,

Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 184,

K.C.P. Commission Agents & Importers Ltd v. Μιχαήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 415.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 31/5/01 (Αρ. Αγωγής 4874/00) με την οποία απέρριψε την αίτησή του για παραμερισμό της απόφασης η οποία εκδόθηκε εναντίον του λόγω μη καταχώρισης υπεράσπισης εντός της ταχθείσας από το Δικαστήριο προθεσμίας.

Καμιά εμφάνιση για τον Εφεσείοντα.

Α. Ζαχαρίου, για την Εφεσίβλητη.

[*795]

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Α. Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη τράπεζα ενήγαγε την εταιρεία  Debra Trading Ltd και τους τρεις εγγυητές χρέους της εν λόγω εταιρείας προς την εφεσίβλητη. Η αγωγή που αφορούσε ανάκτηση οφειλής πέραν των £398.000.-, καταχωρήθηκε την 1.11.2000 και  επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 14.11.2000.  Στις 21.11.2000 ο εφεσείων καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης, παρέλειψε όμως να καταχωρίσει υπεράσπιση μέσα στην προθεσμία που προβλέπουν οι θεσμοί. Ένεκα αυτής της παράλειψης, η εφεσίβλητη καταχώρισε αίτηση για απόφαση εναντίον της εναγόμενης εταιρείας και του εφεσείοντα (Βλ. Δ.26, θ.2).  Η αίτηση ορίστηκε στις 9.1.2001 και κατ’ αυτήν, ο δικηγόρος που εμφανίστηκε για την εναγόμενη εταιρεία και τον εφεσείοντα, ζήτησε αναβολή γιατί υπήρχε, όπως δήλωσε, σύγκρουση συμφερόντων και προέκυπτε θέμα αλλαγής δικηγόρου. Το αίτημα εγκρίθηκε και κατόπιν διαδοχικών αναβολών, η αίτηση εναντίον της εναγομένης εταιρείας αποσύρθηκε στις 21.2.02.  Την ίδια ημερομηνία (21.2.02) ο δικηγόρος που εμφανίστηκε για τον εφεσείοντα, ζήτησε νέα παράταση χρόνου 15 ημερών για να καταχωρήσει υπεράσπιση.  Το αίτημα εγκρίθηκε και η αίτηση αναβλήθηκε για τις 8.3.01.  Ούτε αυτή τη φορά δεν καταχωρήθηκε υπεράσπιση και η αίτηση αναβλήθηκε εκ νέου στις 21.3.01 με οδηγίες να καταχωρηθεί μέχρι τότε η υπεράσπιση του εφεσείοντα. Την 21.3.01 ο δικηγόρος του εφεσείοντα ζήτησε νέα αναβολή της αίτησης με παράκληση να διατηρηθεί υπέρ του η δυνατότητα καταχώρησης στο μεταξύ της υπεράσπισης.  Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης, εισηγήθηκε όπως η αίτηση οριστεί για απόδειξη. Το δικαστήριο όρισε την αίτηση για απόδειξη στις 4.4.01 εκτός αν ο εφεσείων θα καταχωρούσε  την υπεράσπισή του μέχρι τις 30.2.01. 

Στις 4.4.01, που κατά τα ανωτέρω ήταν ορισμένη η αίτηση, διαπιστώθηκε πως δεν υπήρχε καταχωρημένη υπεράσπιση στο φάκελο της υπόθεσης οπότε το δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος του δικηγόρου της εφεσίβλητης, προχώρησε στην απόδειξη της απαίτησης και την έκδοση απόφασης εναντίον του εφεσείοντα. 

Ο εφεσείων, υπέβαλε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης  και η εφεσίβλητη καταχώρισε ένσταση. Ύστερα από ακρόαση, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει καλή υπεράσπιση στην ουσία της υπόθεσης και ότι δεν υπήρχε σοβαρός λό[*796]γος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ικανοποιητικά την παράλειψη του εφεσείοντα να καταχωρίσει την υπεράσπισή του μέσα στην ταχθείσα από το δικαστήριο προθεσμία.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε προς υποστήριξη της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης ότι οι δικηγόροι του εκ παραδρομής παρέλειψαν να σημειώσουν τις οδηγίες του δικαστηρίου για καταχώριση υπεράσπισης.  Πρόβαλε ακόμα ότι στις 3.4.01 στάληκε με τηλεομοιότυπο η έκθεση υπεράσπισης στο γραφείο των δικηγόρων της εφεσίβλητης και ότι υπάλληλος των δικηγόρων του σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με το γραφείο των δικηγόρων της εφεσίβλητης ανέφερε ότι η καταχώριση της υπεράσπισης θα γινόταν την επομένη (4.4.01) και ότι υπήρξε προς τούτο συναίνεση.

Ο εφεσείων, προκειμένου να καταδείξει ότι είχε καλή υπεράσπιση ισχυρίστηκε: 

«(Α)     Είμαι εγγυητής της εναγομένης 1 εταιρείας και όπως με πληροφόρησαν αξιωματούχοι της η εναγομένη 1 αρνείται την απαίτηση της ενάγουσας και έχει ανταπαίτηση κατ’ αυτής.

 (Β) Είχε συμφωνηθεί όπως η ενάγουσα παραχωρήσει στην εναγομένη 1 όριο παρατραβήγματος (overdraft facility) ύψους £5000 μόνο.

 (Γ)  Η ενάγουσα δεν είχε εξουσιοδοτηθεί να υπερβεί το όριο των £5000 που είχε παραχωρηθεί στην εναγομένη 1 και δεν έπρεπε να εξαργυρώνει επιταγές που θα είχαν σαν συνέπεια το παρατράβηγμα της εναγομένης 1 πέραν του συμφωνηθέντος ορίου.

 (Δ) Η ενάγουσα κακώς και παράνομα απεδέχθη για κατάθεση και πίστωσε το λογαριασμό της εναγόμενης 1 με δίγραμμες επιταγές που έφεραν την ένδειξη «a/c payee only» και ήσαν πληρωτέες σε τρίτο άτομο δίδοντας πίστωση στην εναγόμενη 1 λόγω της κατάθεσης των εν λόγω επιταγών. »

Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές οι οποίες διέπουν τον παραμερισμό απόφασης η οποία εκδίδεται στην απουσία του εναγόμενου είναι απαραίτητη η επεξήγηση των λόγων για τη μη εμφάνιση του εναγόμενου και η αποκάλυψη συζητήσιμης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης. Βλ. Μιχάλης Πατούρης ν. Hellenic Bank Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2118.

Ο ισχυρισμός ότι η παράλειψη καταχώρισης της υπεράσπισης [*797]μέσα στην προθεσμία που καθόρισε το δικαστήριο οφειλόταν σε λάθος του δικηγόρου του εφεσείοντα δεν  μπορούσε κάτω από τις δοσμένες περιστάσεις να αποτελέσει βάσιμο λόγο για παραμερισμό της απόφασης. Η αίτηση για απόφαση αναβλήθηκε επανειλημμένα ύστερα από διαδοχικές παρακλήσεις του δικηγόρου του εφεσείοντα προκειμένου να καταστεί δυνατή η καταχώριση της υπεράσπισης. Μάταια δόθηκαν όλες οι αναβολές  γιατί ποτέ δεν υπήρξε η δέουσα ανταπόκριση. Όταν στο τέλος ζητήθηκε από πλευράς εφεσείοντα νέα αναβολή, το δικαστήριο, όρισε την υπόθεση για απόδειξη και ταυτόχρονα έδωσε την ευκαιρία στον εφεσείοντα να καταχωρίσει υπεράσπιση μέσα στην ταχθείσα προθεσμία προτού η υπόθεση αχθεί σε απόδειξη.  Το ιστορικό των αναβολών και η εν γένει πορεία της υπόθεσης, καταδεικνύουν ότι η διαγωγή του εφεσείοντα ήταν υπό τις περιστάσεις ασυγχώρητη και περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου του.  Όταν λοιπόν το δικαστήριο διαπιστώνει ότι υπάρχει όντως τέτοια συμπεριφορά από πλευράς διαδίκου που επιζητεί τον παραμερισμό, δικαίως μπορεί να αρνηθεί το αίτημα για παραμερισμό της απόφασης.  Βλ. Mine and Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 21.

Στην περίπτωση που τώρα εξετάζουμε όχι μόνο δεν τηρήθηκαν οι προθεσμίες που τάσσουν οι Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας αλλά ούτε και η προθεσμία που έταξε το δικαστήριο.  Νομίζουμε πως πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι η τήρηση των προθεσμιών καθ΄ όσον αφορά τη λήψη διαδικαστικών μέτρων, συνδέεται με το δημόσιο συμφέρον εφόσον η τελεσιδικία των δικαστικών διαδικασιών άπτεται άμεσα των συμφερόντων των διαδίκων.  Βλ. Ανδρέας Λυσιώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 364.  Από την άλλη, το κατ’ ισχυρισμό λάθος των δικηγόρων του εφεσείοντα ορθά δεν έγινε αποδεκτό ως βάσιμη αιτία παραμερισμού της απόφασης.  Οι περιστάσεις της υπόθεσης δεν άφηναν περιθώρια αποδοχής τέτοιου ισχυρισμού γιατί αν συνέβαινε το αντίθετο θα δημιουργούσε «επικίνδυνο ρήγμα στην απονομή της δικαιοσύνης». Στην υπόθεση Βαρδιάνου ν. E. Richards (1998) 1 A.A.Δ. 698, η οποία υιοθετήθηκε στην Κυριάκου Α. Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 184 ειπώθηκαν τα εξής:

«Ο διάδικος δεν μπορεί κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών.  Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δι[*798]καιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της. Μας ενισχύουν, σε αυτή τη θέση, τα λεχθέντα στην υπόθεση Grand Metropolitan Nominee (No 2) Ltd v. Evans, The Times Law Reports, May 15, 1992:

“The court should not be astute to find excuses for such failure since obedience to orders of the court is the foundation on which its authority is founded.”

Βλέπε επίσης Μιχαηλίδης ν. Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1190 και Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1348.

Διαφορετική αντιμετώπιση θα δημιουργούσε επικίνδυνα ρήγματα στην απονομή της δικαιοσύνης.»

Ορθή επίσης είναι και η διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι ο εφεσείων, εκτός από το κατ’ ισχυρισμό λάθος του δικηγόρου για το οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί, απέτυχε να δώσει οποιαδήποτε ικανοποιητική εξήγηση γιατί δεν καταχώρισε υπεράσπιση από 9.1.01 μέχρι 30.3.01 δηλαδή κατά τη χρονική περίοδο που ζήτησε και πήρε παρατάσεις για το συγκεκριμένο διαδικαστικό μέτρο.

Η υπεράσπιση του εφεσείοντα έπρεπε να είχε καταχωρηθεί 30.3.01 όπως όρισε το δικαστήριο. Ανατροπή του χρονοδιαγράμματος, έστω και κατόπιν συνεννόησης των δικηγόρων των διαδίκων δεν ήταν εφικτή χωρίς προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου.  Από το φάκελο της υπόθεσης φαίνεται πως η υπεράσπιση του εφεσείοντα έγινε δεκτή από το πρωτοκολλητείο για καταχώριση στις 4.4.01 δηλαδή εκπρόθεσμα και μάλιστα όταν είχε ήδη επιληφθεί το δικαστήριο της αίτησης για παραμερισμό.

Θα εξετάσουμε τώρα, παρόλο που δεν χρειάζεται, ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, κατά πόσο ευσταθούν τα παράπονα που διατυπώνει ο εφεσείων αναφορικά με τη διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι απέτυχε (ο εφεσείων) να θεμελιώσει «καλόπιστη συζητήσιμη υπεράσπιση» ή «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» όπως θα μπορούσε να τεθεί διαφορετικά.  Ο διάδικος ο οποίος επιδιώκει τον παραμερισμό πρέπει να προσκομίσει στοιχεία που να αποκαλύπτουν, κατ’ αρχήν έστω ότι έχει γνήσια υπεράσπιση στην αξίωση.  Βλ. K.C.P. Commission Agents & Importers Ltd v. Ανδρέα Μιχαήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 415.  Ο πρωτόδικος δικαστής έθεσε το θέμα ως εξής:

«Αντλώντας κατεύθυνση από την Νομολογία, η αποκάλυψη [*799]συζητήσιμης υπόθεσης προϋποθέτει αλλά και εξυπακούει κάτι περισσότερο από την απλή παράθεση από τον αιτητή μιας εκδοχής, διαφορετικής από εκείνης του ενάγοντα. Θα πρέπει να προσκομιστούν στο Δικαστήριο κάποια αποδεικτικά στοιχεία τα οποία εξυπακούεται πως θα πρέπει να εμπεριέχουν κάποιο βαθμό πειστικότητας που θα καθορίζεται και θα καταδεικνύεται μέσα από τους ίδιους τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς, ώστε η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να μην ασκείται επί ματαίω και μόνο αν θα εξυπηρετηθεί χρήσιμος σκοπός επίλυσης της διαφοράς των διαδίκων. Το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους του αιτητή.

Έχω την γνώμη πως από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του αιτητή, θα ήταν αρκετό αν παρουσίαζε στο Δικαστήριο την συμφωνία παροχής διευκολύνσεων προς τους εναγόμενους 1, τους οποίους εγγυήθηκε, μέχρι του ποσού, όπως ισχυρίζεται, των Λ.Κ.5.000.-. Αντιπαρέρχομαι πως, σύμφωνα με την μαρτυρία του, είναι ο μόνος διευθυντής των εναγομένων 1 και αυτός χειρίστηκε και υπέγραψε τις συμφωνίες με τους ενάγοντες, καθώς επίσης πως οι εναγόμενοι 1 στην υπεράσπιση τους αναφέρουν πως το μόνο πιστωτικό όριο που συνεφωνήθη ήταν Λ.Κ.10, πλην όμως, δεν μπορώ να παραγνωρίσω ότι από τα ενώπιον μου στοιχεία, η μαρτυρία του αιτητή είναι ελλιπής σε βαθμό που να θέτει σε ουσιαστική αμφιβολία αυτά που ορκίσθη και κατέθεσε.  Όποιο και αν ήταν το συμφωνηθέν πιστωτικό όριο της εναγόμενης 1, μια και από αυτό αντλεί την υπεράσπιση του, θα έπρεπε να το προσκομίσει ώστε να προσδώσει έρεισμα στον ισχυρισμό του. Η παράλειψη του αυτή, αφήνει τον ισχυρισμό του μετέωρο και αναπόδεικτο και χωρίς κάποια αξία.  Ο δεύτερος ισχυρισμός του, που βασίζεται στην ισχυριζόμενη υπέρβαση εξουσίας των εναγόντων και την παράνομη αποδοχή και κατάθεση επιταγών και συνακόλουθα ανάλογης πίστωσης του λογαριασμού της εναγομένης 1, άμεσα συναρτημένου με το πιστωτικό όριο των Λ.Κ.5000.- μοιραία συμπαρασύρεται ως αστήρικτος και χωρίς κανένα έρεισμα.

Αποδοχή ισχυρισμών χωρίς ίχνος υποστηρικτικού υλικού που να προσδίδει σ’ αυτούς κάποια βαρύτητα, θα ισοδυναμούσε με κλονισμό της βεβαιότητας που πρέπει να υπάρχει, τόσο για την τελεσιδικία των δικαστικών αποφάσεων, όσο και για τα δικαιώματα των πολιτών.

Θα ήταν εύκολο κάθε φορά να προβάλλεται ένας αστήρικτος ισχυρισμός και να παραμερίζονται νομότυπα ληφθείσες αποφάσεις.

[*800]

Το βάρος αποδείξεως ήταν στον αιτητή και δεν το έχει αποσείσει.»

Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή.  Η αδικαιολόγητη παράλειψη του εφεσείοντα να καταχωρίσει υπεράσπιση μέσα στην ταχθείσα προθεσμία και οι χωρίς στοιχεία ισχυρισμοί του προς υποστήριξη της προβληθείσας υπεράσπισης καθιστούν τρωτή την αίτηση παραμερισμού.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο