Γερολέμου Αντώνης ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Κοντέας (2002) 1 ΑΑΔ 818

(2002) 1 ΑΑΔ 818

[*818]20 Ιουνίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΡΟΛΕΜΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος Αρ. 7,

ν.

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΟΝΤΕΑΣ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11118)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην ― Ο αιτητής οφείλει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην αγωγή και επίσης ότι υπάρχει σοβαρός λόγος για την παράλειψή του να μην καταχωρήσει εντός των προθεσμιών εμφάνιση και να αποταθεί στο Δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης.

Έξοδα ― Αποτέλεσμα της δίκης ― Έξοδα, ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός αν συντρέχουν γεγονότα που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.

Ο εφεσείων-εναγόμενος, ο οποίος μαζί με άλλους είχε εγγυηθεί την αποπληρωμή δανείου προς την εφεσίβλητη-ενάγουσα, δεν καταχώρησε εμφάνιση στην αγωγή μέσα στα χρονικά πλαίσια της σχετικής Διαταγής του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού. Στις 13.10.97 η εφεσίβλητη-ενάγουσα πήρε απόφαση ερήμην εναντίον του για το υπόλοιπο του οφειλομένου ποσού.  Ο εφεσείων συμφώνησε στην έκδοση διατάγματος εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις.  Αυτό εκδόθηκε στις 26.5.2000.  Στις 3.4.01 μετά από νέο διάβημα της εφεσίβλητης, το Δικαστήριο διέταξε την είσπραξη, υπό μορφή χρηματικής ποινής, των καθυστερημένων δόσεων συμποσούμενων σε £400.  Ακολούθησε η επίδικη αίτηση με την οποία ο εφεσείων ζήτησε τον παραμερισμό της εναντίον του απόφασης, ημερ. 13.10.97.

Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αφού διαπίστωσε ότι ο εφεσείων απέτυχε να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την υπέρμετρη (4ετή) καθυστέρηση του να αποταθεί στο Δικαστήριο και ότι η υπεράσπιση [*819]που προέβαλε, ήτοι ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση η οποία έπρεπε να είχε παραπεμφθεί σε διαιτησία, δεν αποκάλυπτε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση για να ακυρωθεί η απόφαση και να του επιτραπεί να καταθέσει κανονική γραπτή υπεράσπιση.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.  Και επίσης την καταδίκη του στα έξοδα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο εφεσείων, ακόμα και αγράμματος να είναι, όπως διατείνεται, έδειξε πλήρη αδιαφορία.  Κινήθηκε μόνο όταν, όπως ομολογεί στην ένορκη του δήλωση, αντιμετώπισε το ενδεχόμενο φυλάκισης.

2.  Το Δικαστήριο σωστά κατέληξε ότι η δικαιολογία για άγνοια του νόμου δεν αποτελούσε νόμιμη εξήγηση της καθυστέρησης και ορθά ο πρωτόδικος δικαστής κατέληξε στην απόφασή του να απορρίψει την αίτηση για καθυστέρηση.  Στην κρινόμενη περίπτωση επιδείχθηκε περιφρονητική συμπεριφορά τόσο προς τη δικαστική διαδικασία όσο και τα δικαιώματα της εφεσίβλητης.

3.  Η αιτιολογία της επιβάρυνσης του εφεσείοντα με τα έξοδα βρίσκεται στην όλη συμπεριφορά του, που περιγράφει η πρωτόδικη απόφαση, και ασφαλώς, την τύχη της αίτησης.  Δεν υπήρχε κανένας λόγος να αποστερηθεί των εξόδων της διαδικασίας η εφεσίβλητη.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Λουκαΐδου ν. Γερολέμου (2000) 1 Α.Α.Δ. 333,

Χαψή κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1403,

Αρέστη ν. Λαδόκονου (1996) 1 Α.Α.Δ. 646,

Νικολάου ν. Βασιλείου (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1566.

 

Έφεση.

[*820]

Έφεση από τον εναγόμενο 7 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 22/6/01 (Αρ. Αγωγής 1802/97) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παραμερισμό της εναντίον του απόφασης για καταβολή όλου του οφειλόμενου υπόλοιπου ποσού ως εγγυητή δανείου το οποίο η ενάγουσα χορήγησε σε δύο πρόσωπα.

Ο Εφεσείων παρίσταται αυτοπροσώπως.

Α. Ποιητής, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Η εφεσίβλητη είναι συνεργατική εταιρεία.  Το 1996 χορήγησε δάνειο £8.000 σε δύο πρόσωπα, τα οποία υπέγραψαν γραμμάτιο για το ίδιο ποσό προς όφελος της.  Την αποπληρωμή εγγυήθηκαν 5 άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο εφεσείων.  Το δάνειο ήταν πληρωτέο με μηνιαίες δόσεις.  Προβλέφθηκε ωστόσο ότι η παράλειψη εξόφλησης οποιασδήποτε δόσης θα καθιστούσε ολόκληρο το ποσό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό δια μιας.  Όταν οι πρωτοφειλέτες καθυστέρησαν τις πληρωμές η εφεσίβλητη κίνησε την αγωγή με αρ. 1802/97 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον τους και των εγγυητών τους.  Ο εφεσείων ήταν ο εναγόμενος αρ. 7.

Η αγωγή επιδόθηκε νομότυπα στον εφεσείοντα, ο οποίος όμως δεν κατέθεσε εμφάνιση μέσα στα χρονικά όρια που τάσσει η σχετική Διαταγή του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού.  Έτσι, μετά από αίτηση της ενάγουσας/εφεσίβλητης, εκδόθηκε εναντίον του εφεσείοντα, ερήμην, στις 13/10/97, κανονική απόφαση για το υπόλοιπο του οφειλόμενου ποσού.  Ύστερα από σχετικό αίτημα της εφεσίβλητης, ο εφεσείων συμφώνησε στην έκδοση εναντίον του διατάγματος εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους του με μηνιαίες δόσεις £50 από 1/7/00.  Τούτο εκδόθηκε στις 26/5/2000.  Στις 3/4/01, μετά από νέο διάβημα της εφεσίβλητης, το Δικαστήριο διέταξε την είσπραξη, υπό μορφή χρηματικής ποινής, των καθυστερημένων δόσεων συμποσουμένων σε £400.  Ακολούθησε η επίδικη αίτηση με την οποία ο εφεσείων ζήτησε τον παραμερισμό της αρχικής εναντίον του απόφασης, ημερ. 13/10/97.

Ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε την αίτηση. Έκρινε ότι δε δόθηκε ικανοποιητική εξήγηση για την υπέρμετρη (4ετή) καθυστέρηση [*821]του εφεσείοντα να αποταθεί στο Δικαστήριο.  Και τόνισε ότι ούτε όταν ο εφεσείων συγκατατέθηκε στο διάταγμα πληρωμής του χρέους με δόσεις θεώρησε υποχρέωση του να θέσει ζήτημα ότι είχε υπεράσπιση στην απαίτηση.  Ο ισχυρισμός του είναι ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει τέτοια υπόθεση.  Έπρεπε να είχε παραπεμφθεί σε διαδικασία διαιτησίας από την εφεσίβλητη σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985 (Ν. 22/85), αφού ο ίδιος ήταν και εξακολουθεί να είναι μέλος της.

Εξηγώντας την πολύχρονη αδράνεια του, ο εφεσείων, που είναι εμπορικός αντιπρόσωπος (placier), είπε ότι η εφεσίβλητη δεν τoν πληροφόρησε, όπως όφειλε, ότι δεν μπορούσε να κινήσει απευθείας αγωγή εναντίον του, αλλά έπρεπε να προηγηθεί διαιτησία.  Ο ίδιος, όντας αγράμματος, δεν είχε γνώση των διατάξεων του νόμου και των δικαιωμάτων του.  Η αδυναμία του αυτή αποτελούσε πλήρη δικαιολογία της καθυστέρησης και νομιμοποιούσε το αίτημα του.

Ο πρωτόδικος δικαστής δε συμφώνησε.  Θεώρησε ότι η παραπάνω θέση δε συνιστά εξήγηση.  Και πρόσθεσε:

“Η αναφορά του ότι δεν γνώριζε το νόμο και πως κανένας δεν τον συμβούλευσε για τα δικαιώματα του, επιρρίπτοντας εμμέσως την ευθύνη γιαυτό στους ενάγοντες δεν αποτελεί δικαιολογία ούτε καν εξήγηση της καθυστέρησης.”

Περαιτέρω, υπέδειξε ότι ήταν άστοχος ο παραλληλισμός της υπόθεσης του εφεσείοντα με την υπόθεση Λουκαΐδου ν. Γερολέμου (2000) 1 Α.Α.Δ. 333, στην οποία παρέπεμψε ο εφεσείων.  Στην υπόθεση εκείνη επρόκειτο για καθυστέρηση 2 1/2 μόνο μηνών, για την οποία η εφεσείουσα έδωσε πειστικούς λόγους.  Προχώρησε δε να μνημονεύσει τα παρακάτω από την απόφαση, που εκφράζουν την πάγια στάση του Δικαστηρίου απέναντι σε τέτοια αιτήματα:

“Σύμφωνα με την Νομολογία, δύο είναι τα στοιχεία που θα πρέπει να συντρέχουν ώστε να ασκηθεί υπέρ του αιτούντος τον παραμερισμό αποφάσεως, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.  Πρώτο, ότι ο εναγόμενος έχει δείξει καλήν υπεράσπιση στην ουσία της υπόθεσης και δεύτερο ότι υπάρχει σοβαρός λόγος για την παράλειψη του να μην καταχωρήσει εντός των προθεσμιών εμφάνιση και να αποταθεί στο Δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης.”

Το Δικαστήριο συμπέρανε ότι τέτοια διαγωγή δεν είναι συγχωρητή. [*822]Δείχνει αδιαφορία σε βαθμό καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας.  Και αποτελεί λόγο απόρριψης της αίτησης.  Παραταύτα, προχώρησε και εξέτασε και την ουσία της υπό το πρίσμα της σχετικής νομολογίας και τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο εφεσείων και επανέλαβε ενώπιον μας.  Για να απορρίψει την αίτηση και από τη σκοπιά αυτή για παράλειψη του εφεσείοντα να τεκμηριώσει τη θέση του, που αφορούσε την έλλειψη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων δεν είχε νομική εκπροσώπηση είτε στο πρωτόδικο δικαστήριο είτε ενώπιον μας. Ήταν δική του επιλογή.  Ωστόσο και από ένα γενικό βλέμμα στο εφετήριο και το περίγραμμα (που είναι πλήρης αγόρευση) είναι φανερό πως βοηθήθηκε από πρόσωπο με νομική κατάρτιση.  Αυτό συνάγεται από τη συγκρότηση και το περιεχόμενο των κειμένων αυτών.  Επίσης από το γεγονός ότι τα διανθίζει με νομολογία, κυπριακή και αγγλική.

Ο εφεσείων επιμένει ότι η δικαιολογία που πρόβαλε για την καθυστέρηση είναι απόλυτα ικανοποιητική και εξηγεί την αδράνεια του. Ακριβώς, με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλει τη διαπίστωση του Δικαστηρίου περί του αντιθέτου.  Αμφισβητείται στη συνέχεια η κρίση ότι ο εφεσείων δεν αποκάλυψε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση για να ακυρωθεί η απόφαση και να του επιτραπεί να καταθέσει κανονική γραπτή υπεράσπιση.  Και επίσης η καταδίκη του εφεσείοντα στα έξοδα.  Λέγει πως δε δόθηκε δικαιολογητικός λόγος γιαυτή.

Θα θυμίσουμε ότι πέρασαν συνολικά 4 χρόνια προτού ο εφεσείων ευαρεστηθεί να προσφύγει στο Δικαστήριο.  Στο ενδιάμεσο, δε θορυβήθηκε ούτε έδρασε όταν ζητήθηκε η αποπληρωμή της απόφασης με δόσεις.  Μάλιστα έσπευσε να δεχθεί διάταγμα να καταβάλλει £50 το μήνα.  Το διάβημα του για παραμερισμό έγινε μετά ένα χρόνο όταν αντιμετώπισε το θέμα είσπραξης των καθυστερήσεων μέσω του Δικαστηρίου και τις συνέπειες που ακολουθούσαν.  Στην ένορκη δήλωση του ημερ. 11/4/2001, που συνοδεύει την αίτηση, λέγει ότι πρόσφατα είχε συμβουλευθεί δικηγόρο.  Το ερώτημα είναι γιατί δεν το έκαμε ενωρίτερα.  Έγινε αγωγή εναντίον του και δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει ποίο το αποτέλεσμα.  Ακόμα και αγράμματος να είναι, όπως διατείνεται, έδειξε πλήρη αδιαφορία. Κινήθηκε μόνο όταν, όπως ομολογεί στην ένορκη δήλωση, αντιμετώπισε το ενδεχόμενο φυλάκισης.

Το Δικαστήριο σωστά κατέληξε ότι η δικαιολογία για άγνοια του νόμου (που δε διακρίνεται για την ευρηματικότητα της), δεν αποτελούσε νόμιμη εξήγηση της καθυστέρησης που θα το οδηγούσε [*823]στο επόμενο στάδιο, να εξετάσει αν υπήρχε βάσιμη υπεράσπιση.  Η άγνοια του νόμου που προφασίστηκε δεν αποτελεί απάντηση στη συμπεριφορά του.

Σχετικά με το θέμα αυτό παραθέτουμε τι αναφέρεται στον Black’s Law Dictionary, 4η έκδοση, στην ερμηνεία της λατινικής φράσης στη σελ. 881:

Ignorantia Juris Quod Quisque Tenetur Scire Neminem Excusat

Ignorance of the (or a) law, which every one is bound to know, excuses no man. A mistake in point of law is, in criminal cases, no sort of defense. 4 Bl. Comm. 27; 4 Steph. Comm. 81; Broom, Max. 253; 7 Car. & P. 456.  And, in civil cases, ignorance of the law, with a full knowledge of the facts, furnishes no ground, either in law or equity, to rescind agreements, or reclaim money paid, or set aside solemn acts of the parties.  2 Kent, Comm. 491, and note.”

Kαι σε μετάφραση:

“Η άγνοια του (ή ενός) νόμου, τον οποίο ο καθένας υποχρεούται να γνωρίζει δε συγχωρείται σε οποιονδήποτε. Η νομική πλάνη δεν αποτελεί, στις ποινικές υποθέσεις, είδος υπεράσπισης. Και, στις αστικές υποθέσεις, άγνοια του νόμου, αφού υπάρχει πλήρης γνώση των πραγματικών περιστατικών, δεν αποτελεί αιτία, είτε κατά το νόμο είτε κατά τους κανόνες της επιείκιας, για την ακύρωση συμφωνιών ή ανάκτηση χρημάτων που καταβλήθηκαν ή για παραμερισμό επισήμων πράξεων των διαδίκων.”

Καταλήγουμε ότι ορθά ο πρωτόδικος δικαστής κατέληξε στην απόφαση του να απορρίψει την αίτηση για καθυστέρηση.  Επαναβεβαιώνουμε ότι η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ενεργοποίηση ή προβολή δικαιώματος δεν επιτρέπει τη συζήτηση θέματος για την παροχή δικαστικής θεραπείας.  Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως η κρινόμενη, που επιδείχθηκε περιφρονητική συμπεριφορά τόσο προς τη δικαστική διαδικασία όσο και τα δικαιώματα της εφεσίβλητης.  Ενόψει της κατάληξης μας περιττεύει η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης.

Η επιδίκαση εξόδων απόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου (βλ. Δ.59 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού).  Αυτός είναι ο υπέρτατος κανόνας.  Ωστόσο ο διάδικος που χάνει βαρύνεται, συνήθως, με τα έξοδα της διαδικα[*824]σίας.  Θα ήταν αντινομικό να συνέβαινε διαφορετικά.  Η απόκλιση αποτελεί την εξαίρεση.  Όπως αναφέρει ο Πικής Π. στη Χαψή κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1403, 1404:

“Απόκλιση από τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων της δίκης ή μέρους τους.”

Βλ. επίσης Αρέστη ν. Λαδόκονου (1996) 1 Α.Α.Δ. 646 και Νικολάου ν. Βασιλείου (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1566.  Η αιτιολογία της επιβάρυνσης του εφεσείοντα με τα έξοδα βρίσκεται στην όλη συμπεριφορά του, που περιγράφει η πρωτόδικη απόφαση και, ασφαλώς, την τύχη της αίτησης.  Δεν υπήρχε κανένας λόγος να αποστερηθεί των εξόδων της διαδικασίας η εφεσίβλητη.

Η έφεση απορρίπτεται.  Με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο