Κυριάκου Χλόη ν. Άννας Γρίβα (2002) 1 ΑΑΔ 825

(2002) 1 ΑΑΔ 825

[*825]20 Ioυνίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Χ”ΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΧΛΟΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσείουσα-Εναγομένη,

ν.

ΑΝΝΑΣ ΓΡΙΒΑ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10843)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Οδηγός αυτοκινήτου εισήλθε από πάροδο σε κύριο δρόμο χωρίς να σταματήσει και συγκρούστηκε με άλλο όχημα στον κύριο δρόμο ― Κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνη για την πρόκληση του ατυχήματος.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Διαπιστώσεις αναφορικά με το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ― Συνιστά κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Επεμβάσεις του Εφετείου μπορεί να γίνουν μόνο στα αυστηρά πλαίσια που καθόρισε η νομολογία.

Απόδειξη ― Έγγραφα ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με την έγερση ενστάσεων ως προς το παραδεκτό εγγράφου ― Δ.38, θθ.4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού ― Κατά πόσο έγγραφο ηλεκτρονικού υπολογιστή μπορούσε να γίνει αποδεκτό με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 4(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.

Απόδειξη ― Εμπειρογνώμονες ― Αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων.

Στην υπόθεση αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε πλήρη ευθύνη για την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος στην εφεσείουσα-εναγόμενη.  Η εφεσείουσα, η οποία οδηγούσε το αυτοκίνητό της από πάροδο σε κύριο δρόμο στο χωριό Ξυλοφάγου, είχε παραδεχθεί πως δεν σταμάτησε στη συμβολή των δύο δρόμων και ότι δεν έλεγξε την κίνηση στον κύριο δρόμο πριν να το πράξει.  Αντιλήφθηκε το όχημα της εφεσίβλητης-ενάγουσας την ώρα της σύγκρουσης.  Ο κάποιος ελιγμός της εφε[*826]σίβλητης προς τα αριστερότερα, κατά την κατεύθυνσή της, δεν πέτυχε να αποτρέψει το δυστύχημα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε ότι η βλάβη που παρουσιάστηκε στο όχημα της εφεσίβλητης μερικές ημέρες μετά το συμβάν ήταν το αποτέλεσμα της επίδικης σύγκρουσης.  Το Δικαστήριο στηρίχθηκε για το συμπέρασμά του κυρίως στη μαρτυρία του μηχανικού της ενάγουσας (Μ.Ε. 5).

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση. Η αντιμαχία επικεντρώνεται σε ένα, ουσιαστικά, ζήτημα κατά πόσο υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των παράνομων πράξεων της εφεσείουσας και της ζημίας για την οποία αξίωσε αποζημίωση η εφεσίβλητη. Με την έφεση τίθεται επίσης θέμα που σχετίζεται με το αποδεκτό ως νόμιμης μαρτυρίας του τιμολογίου-απόδειξης πληρωμής (τεκμ. 3) ανταλλακτικών που χρησιμοποίησε ο Μ.Ε. 5 για τις επιδιορθώσεις.  Και έγινε δεκτό με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 4(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.

Ο κεντρικός άξονας των λόγων της έφεσης ήταν ότι η ζημιά στο όχημα της εφεσίβλητης δεν ήταν αποτέλεσμα του επίδικου δυστυχήματος.  Ο συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι λανθασμένα ο πρωτόδικος δικαστής στηρίχθηκε στη μαρτυρία του μηχανικού Μ.Ε. 5, για να συμπεράνει το αντίθετο.  Ο μάρτυς δεν είναι ειδικός.  Και αφού, όπως διαπίστωσε ο πρωτόδικος δικαστής, ο Μ.Ε. 4, ο εκτιμητής της ενάγουσας, ουσιαστικά δεν εξέφρασε άποψη, για τα αίτια της ζημιάς, έπρεπε να είχε γίνει δεκτή η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της εφεσείουσας κ. Τζιρκαλλή (Μ.Υ. 1).

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε πιο αξιόπιστη, παρόλο που τη δέθχηκε επίσης μερικώς, τη μαρτυρία της εφεσείουσας.  Το σχόλιο του ωστόσο αφορούσε διαπιστώσεις σχετικές με τη σφοδρότητα της σύγκρουσης ή τη χρήση του οχήματος της εφεσείουσας. Εν τούτοις δεν μεταβλήθηκαν τα βασικά δεδομένα είτε σε σχέση με την υπαιτιότητα για την πρόκληση του ατυχήματος είτε σε σχέση με το χρόνο και τον τρόπο εκδήλωσης της ζημιάς.

2.  Ο δικαστής έδωσε αρκετές και ικανοποιητικές εξηγήσεις γιατί δεν μπορούσε να συμφωνήσει με την άποψη του Μ.Υ. 1.

3.  Ο συνήγορος της εφεσείουσας δεν έφερε ένσταση στην προσαγωγή και κατάθεση του τεκμ. 3.  Δεν είναι επομένως επιτρεπτό να εγείρεται με την έφεση και να επιτρέπεται η συζήτηση ένστασης [*827]αναφορικά με το παραδεκτό του εγγράφου.  Η δικονομική πρακτική, όπως ενσωματώθηκε στην Δ.38, θθ. 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού, είναι ότι τέτοιες ενστάσεις εγείρονται και αποφασίζονται όταν επιχειρείται η κατάθεση εγγράφου.  Επομένως δεν είναι εξεταστέα η ένσταση. Όμως προκύπτει από τη μαρτυρία - και το επισημαίνει ιδιαίτερα ο δικαστής - ότι ο Μ.Ε. 7 (υπάλληλος της εταιρείας που εξέδωσε το τεκμ. 3 με δεκάχρονη πείρα στον τομέα αυτό) θυμόταν τη συγκεκριμένη πώληση που πραγματοποίησε ο ίδιος.  Περαιτέρω, ήταν το πρόσωπο που διοχέτευσε στον υπολογιστή τις σχετικές πληροφορίες και επίσης εκτύπωσε το τεκμ. 3.  Υποδείχθηκε δε ότι για την αξία των εξαρτημάτων υπήρχε (και είναι ορθό) άλλη “συντριπτική μαρτυρία, που επιβεβαιώθηκε από τους Μ.Υ. 1 και 3” (λογιστή της εν λόγω εταιρείας).  Άρα νόμιμα έχει γίνει δεκτό το έγγραφο.

4.  Η πολυετής πείρα του Μ.Ε. 5 ως μηχανικού αυτοκινήτων του έδινε τη δυνατότητα να διατυπώσει άποψη ως προς τα αίτια της ζημιάς.  Η δε άποψή του αυτή - η οποία δεν συνεπαγόταν πολύπλοκες πνευματικές ή θεωρητικές διαδικασίες και υπολογισμούς - μπορούσε να αξιολογηθεί και να γίνει αποδεκτή.

5.  Η θέση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι ο πρωτόδικος δικαστής λειτούργησε ως πραγματογνώμων δεν έχει τεκμηριωθεί.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 12/5/00 (Αρ. Αγωγής 3066/98) με την οποία έκρινε ότι η ζημιά στο όχημα της ενάγουσας οφείλετο στο τροχαίο ατύχημα της 8/10/97 στο χωριό Ξυλοφάγου για το οποίο ευθύνετο αποκλειστικά η εναγόμενη.

Γ. Κουκούνης, για την Εφεσείουσα.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Ας διευκρινιστεί πρώτα ότι κατά τη δικάσιμο [*828]εμφανίστηκε για την εφεσίβλητη-ενάγουσα ο δικηγόρος κ. Ν. Οικονόμου, που χειρίστηκε την υπόθεση στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Δεν του δόθηκε ωστόσο ο λόγος γιατί δεν υπέβαλε περίγραμμα αγόρευσης, σύμφωνα με τις οδηγίες μας κατά την προδικασία (βλ. καν. 13(γ) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων κ.λ.π.) Διαδικαστικού Κανονισμού της 22/3/96, όπως τροποποιήθηκε). Επιτράπηκε όμως στο δικηγόρο της εφεσείουσας να αναπτύξει την υπόθεση του, εφόσο είχε συμμορφωθεί με τις εν λόγω οδηγίες.

Το αυτοκινητικό δυστύχημα, αντικείμενο της έφεσης, συνέβηκε στις 8/10/97 το πρωϊ στο χωριό Ξυλοφάγου, υπό τις εξής συνθήκες. Η εφεσείουσα-εναγόμενη οδηγούσε το αυτοκίνητο της από πάροδο σε κύριο δρόμο του χωριού, στον οποίο ταξίδευε η εφεσίβλητη-ενάγουσα με αυτοκίνητο κατασκευής Nissan τύπου Patrol, χωρίς να σταματήσει στο σήμα ΑΛΤ.  Με αποτέλεσμα να ανακόψει την ελεύθερη πορεία της τελευταίας και να συγκρουσθεί με το όχημα της.  Ο κάποιος ελιγμός της εφεσίβλητης προς τα αριστερότερα, κατά την κατεύθυνση της, δεν πέτυχε να αποτρέψει το δυστύχημα.

Οι προσπάθειες από το σύζυγο της εφεσίβλητης να επισκεφθεί τον τόπο του δυστυχήματος η Αστυνομία και να προβεί σε διερεύνηση του δεν καρποφόρησαν.  Φαίνεται πως δεν υπήρχε το διαθέσιμο προσωπικό.  Δεν διελευκάνθηκαν με τις απαραίτητες λεπτομέρειες οι συνθήκες.  Όμως σαν γενική παρατήρηση δεν είναι μόνο ευκταία, αλλά και επιβάλλεται η στελέχωση των αστυνομικών σταθμών να είναι τέτοια που να επιτρέπει την εξέταση οδικών ατυχημάτων μέσα στο συντομώτερο δυνατό διάστημα από το χρόνο που έλαβαν χώρα. Αν υπήρχε λογικά άμεση ανταπόκριση της Αστυνομίας δυνατό να αποφευγόταν η κλήση πολλών μαρτύρων (11 και από τις δύο πλευρές) και η χρονοβόρα, καθώς και δαπανηρή, διαδικασία που ακολούθησε για μια τόσο μικρή απαίτηση (£800 περίπου).

Ολόκληρη η ευθύνη για το συμβάν αποδόθηκε από τον πρωτόδικο δικαστή στην εφεσείουσα.  Δε φαίνεται αυτό να ήταν πρωτόδικα αντικείμενο διαφοράς ή σοβαρής αμφισβήτησης.  Τουλάχιστο δεν εμφανίστηκε έτσι ενώπιον μας.  Δεν υπήρχαν εξάλλου τα περιθώρια.  Η διαπίστωση ήταν αναπόφευκτη δοθέντος ότι η εφεσείουσα παραδέχθηκε πως δεν σταμάτησε στη συμβολή των δύο δρόμων και ότι δεν έλεγξε την κίνηση στον κύριο δρόμο πριν το πράξει. Αντιλήφθηκε το άλλο όχημα μόλις την ώρα της σύγκρουσης.  Με μόνη τη διαφορά, άνευ ουσιαστικής σημασίας για το τελικό αποτέλεσμα, ότι η εφεσείουσα είπε ότι προχώρησε στον κύριο δρόμο με χαμηλή ταχύτητα.  Στο σημείο αυτό ο πρωτόδικος δικαστής αναφέρει στην ουσία πως δεν είχε αντικειμενικά δεδομένα για τον [*829]προσδιορισμό της ταχύτητας.  Δε δέχθηκε την παραπάνω μαρτυρία της εφεσείουσας ούτε και της άλλης οδηγού, ότι επρόκειτο για μεγάλη ταχύτητα.  Από τα γεγονότα και τις περιστάσεις δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βαριά αμέλεια της εφεσείουσας ήταν η μόνη αιτία του δυστυχήματος.

Η αντιμαχία επικεντρώνεται σε ένα, ουσιαστικά, ζήτημα κατά πόσο υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των παράνομων πράξεων της εφεσείουσας και της ζημίας για την οποία αξίωσε αποζημίωση η εφεσίβλητη.  Είναι η υπόθεση της εφεσείουσας ότι τέτοια αιτιότητα δεν υφίστατο. Μόνο το δικό της αυτοκίνητο έπαθε ζημιά.  Αυτό, όπως σημειώνει η πρωτόδικη απόφαση ήταν “και η πρώτη εντύπωση της ενάγουσας”.  Σύμφωνα όμως με την εκδοχή τής τελευταίας μερικές ημέρες μετά το συμβάν, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο της, αυτό σταμάτησε να λειτουργεί και ακινητοποιήθηκε.

Στη συνέχεια το αυτοκίνητο ρυμουλκήθηκε στο συνεργείο αυτοκινήτων του Μ.Ε.5 Γ. Ιωάννου.  Το επιθεώρησε εκεί ο εκτιμητής που αυτή προσέλαβε, ο Μ.Ε.4 Θρ. Ο’ Μαχόνυ.  Εντόπισε τη ζημία στο μπροστινό δεξιό τροχό “κυρίως στο σύστημα μετάδοσης της κίνησης” (βλ. την έκθεση του, τεκμ. 1).  Εκτίμησε δε τη ζημία σε £761.17. Αναλυτική κατάσταση των απαιτούμενων για τις επιδιορθώσεις εξαρτημάτων περιλαμβάνεται στο τεκμ. 1. Ο μηχανικός όντως αντικατέστησε τα εξαρτήματα που ο Μ.Ε.4 θεώρησε καταστραμμένα ή φθαρμένα.  Η επιδιόρθωση στοίχισε £796,17, περιλαμβανόμενου ποσού £75 για την αμοιβή του.

Ο πρωτόδικος δικαστής προτού καταλήξει άκουσε και τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Γ. Τζιρκαλλή (Μ.Υ.1), που κάλεσε η εφεσείουσα. Συμπέρανε ωστόσο ότι το όχημα της εφεσίβλητης υπέστη την παραπάνω ζημιά εξαιτίας της επίδικης σύγκρουσης.  Στηρίχθηκε για το συμπέρασμα του κυρίως στη μαρτυρία του μηχανικού της εφεσείουσας.  Το κρίσιμο συμπέρασμα εμπεριέχεται στο παρακάτω απόσπασμα:

“Η πλέον πειστική και λογική εξήγηση για τον τρόπο που προκλήθηκε η ζημιά στο όχημα της Ενάγουσας δόθηκε από τον μηχανικό Γεώργιο Ιωάννου (Μ.Ε.5), ο οποίος άφησε άριστες εντυπώσεις με την όλη εμφάνιση του από το εδώλιο του μάρτυρα.  Ήταν απόλυτα σαφής και ιδιαίτερα πειστικός.  Η εκδοχή του υποστηρίζεται από τη μαρτυρία της Εναγομένης, στο βαθμό που γίνεται αποδεκτή. Είναι η λογική συνέπεια της σύγκρουσης, όπως έχει διαπιστωθεί από το Δικαστήριο, και της ακινητοποίησης του αυτοκινήτου μετά από την χρήση του για περίοδο δεκα[*830]πέντε περίπου ημερών.  Αποδέχομαι την εξήγηση που έδωσε ο Μ.Ε.5 για την αιτία που προκάλεσε τις ζημιές στο όχημα της Ενάγουσας.  Ότι δηλαδή αποκόπηκαν μικρά μέταλλα (“γρέζα”) στο εσωτερικό μέρος του μπροστινού δεξιού τροχού τα οποία με τη συνεχή τριβή, λόγω της χρήσης, προκάλεσαν τις ζημιές που εντοπίστηκαν με την ακινητοποίηση του οχήματος. Τα “γρέζα” δημιουργήθηκαν από τη σύγκρουση των δύο οχημάτων κατά το επίδικο ατύχημα.”

Προβλήθηκαν 7 λόγοι έφεσης. Περιέχουν εκτενή και συχνά επαναλαμβανόμενα επιχειρήματα. Βασισμένα κυρίως σε μαρτυρική υποδομή, που απορρίφθηκε. Ένας όμως είναι ο κεντρικός άξονας:  ότι η ζημία δεν ήταν αποτέλεσμα του επίδικου δυστυχήματος (λόγοι έφεσης 1, 2).  Λανθασμένα, κατά το δικηγόρο της εφεσείουσας, ο πρωτόδικος δικαστής στηρίχθηκε στη μαρτυρία του μηχανικού, Μ.Ε.5, για να συμπεράνει το αντίθετο.  Ο μάρτυς δεν είναι ειδικός.  Και αφού, όπως διαπίστωσε ο πρωτόδικος δικαστής, ο Μ.Ε.4 ουσιαστικά δεν εξέφρασε άποψη, για τα αίτια της ζημίας, έπρεπε να είχε γίνει δεκτή η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της εφεσείουσας κ. Τζιρκαλλή.

Ο τελευταίος απέκλεισε το ενδεχόμενο τέτοιας φύσεως ζημίας, όπως εκείνες που παρατηρήθηκαν στο αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, λαμβανομένης υπόψη και της μικρής ζημίας στο αριστερό φτερό του οχήματος της εφεσείουσας, να είχαν προξενηθεί από σύγκρουση με το ελαφρύτερο όχημα της εφεσίβλητης. Ο δικαστής, κατά τον κ. Κουκούνη,  δεν μπορούσε να συνδέσει με αντικειμενικά δεδομένα τη σύγκρουση με το είδος της ζημίας, για την οποία κινήθηκε η αγωγή.  Αφού, κατά το χρόνο του δυστυχήματος, οι διάδικοι δε διέκριναν οτιδήποτε σημαντικό στο αυτοκίνητο της εφεσίβλητης και αφού τούτο χρησιμοποιήθηκε για 15 ημέρες περίπου προτού παρουσιάσει λειτουργικό πρόβλημα, για να καταλήξει στη συνέχεια στον Μ.Ε.5.  Παρεμπιπτόντως, έχει προσβληθεί η αξιοπιστία αυτού του μάρτυρα, αλλά, όπως διαφάνηκε, και οι δύο οδηγοί ήταν πελάτισσες του.  Κατά την ίδια εισήγηση, ο πρωτόδικος δικαστής λειτούργησε ως εμπειρογνώμονας, αποφαινόμενος ότι η ζημία ήταν λογική συνέπεια της σύγκρουσης.

Αρκετά ειπώθηκαν ότι ο δικαστής δε δέχθηκε όλη τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και της συνεπιβάτιδος της.  Είναι γεγονός ότι ο πρωτόδικος δικαστής χαρακτήρισε πιο αξιόπιστη, παρόλο που τη δέχθηκε επίσης μερικώς, τη μαρτυρία της εφεσείουσας.  Το σχόλιο του ωστόσο αφορούσε διαπιστώσεις σχετικές με τη σφοδρότητα της σύγκρουσης ή τη χρήση του Patrol μετά το ατύχημα (η εφεσεί[*831]ουσα προσπάθησε να πείσει ότι έκαμε πολύ περιορισμένη χρήση).  Εντούτοις δεν μεταβλήθηκαν τα βασικά δεδομένα είτε σε σχέση με την υπαιτιότητα για την πρόκληση του δυστυχήματος είτε σε σχέση με το χρόνο και τον τρόπο εκδήλωσης της ζημίας.  Πέρα από τα βασικά γεγονότα της σύγκρουσης, η λοιπή μαρτυρία των διαδίκων μόνο επουσιώδη σημασία μπορούσε να είχε για τη γνώμη που σχημάτισε ο Μ.Υ.1 ή ο Μ.Ε.5.

Οι άλλοι λόγοι έφεσης συναρτώνται με τον τρόπο αξιολόγησης της παραπάνω και της υπόλοιπης μαρτυρίας. Ο δικηγόρος της εφεσείουσας παραπονείται ότι ο πρωτόδικος δικαστής δεν επέλεξε μεταξύ των δύο εκδοχών των διαδίκων· ότι δε δέχθηκε την πιο “ειλικρινή” εκδοχή της εφεσείουσας· ότι ήταν επισφαλής η τελική κατάληξη του, αφού το όχημα κυκλοφόρησε για αρκετό χρόνο μετά το δυστύχημα· ότι κακώς δε δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, που ήταν κατηγορηματικός ότι η ζημία ήταν άσχετη με την αρχική ελαφριά σύγκρουση· ότι η μαρτυρία του εναρμονίζεται με εκείνη της εφεσείουσας· και ότι η σκέψη του δικαστή πως η αλήθεια (για την ένταση της σύγκρουσης ή της ταχύτητας των οχημάτων πιο πριν) είναι κάπου στο ενδιάμεσο, είναι λανθασμένη.

Θα μπορούσε εδώ να λεχθεί ότι, παρόλο που η τελευταία αυτή παρατήρηση του δικαστή δεν έχει υπόστρωμα μαρτυρίας και δεν εδικαιολογείτο, εντούτοις είναι φανερό ότι έγινε για να υπογραμμισθεί ότι και οι δύο πλευρές απέφυγαν στα συγκεκριμένα θέματα να πουν την αλήθεια, προωθώντας η καθεμιά ό,τι πίστευε ότι την εξυπηρετούσε καλύτερα.

Με την έφεση έχει επίσης τεθεί ένα θέμα που σχετίζεται με το αποδεκτό ως νόμιμης μαρτυρίας του τιμολογίου-απόδειξης πληρωμής (τεκμ 3) ημερ. 5/12/97.  Τούτο εξέδωσε η εταιρεία που εισάγει τα αυτοκίνητα Nissan, από την οποία η εφεσίβλητη προμηθεύθηκε τα ανταλλακτικά, που χρησιμοποίησε ο Μ.Ε.5 για τις επιδιορθώσεις.  Και έγινε δεκτό με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 4(1) του περί Αποδείξεων Νόμου, Κεφ. 9.  Ο συνήγορος είπε, χωρίς καθόλου να τις προσδιορίσει, ότι δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη. Στο τεκμ. 3 αναγράφεται ότι είναι cash invoice (copy).  Αυτό λέγει ο συνήγορος έγινε μεταγενέστερα, αφήνοντας υπαινιγμούς για την ακρίβεια ή ορθότητα του περιεχομένου του.

Θα εξετάσουμε αυτό το ζήτημα τώρα.  Εν πρώτοις ο συνήγορος δεν έφερε ένσταση στην προσαγωγή και κατάθεση του ως τεκμηρίου.  Δεν είναι επομένως επιτρεπτό να εγείρεται με την έφεση και να επιτρέπεται η συζήτηση ένστασης αναφορικά με το παραδεκτό του [*832]εγγράφου.  Η δικονομική πρακτική, όπως ενσωματώθηκε στην Δ.38, θθ. 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού, είναι ότι τέτοιες ενστάσεις εγείρονται και αποφασίζονται όταν επιχειρείται η κατάθεση εγγράφου.  Επομένως δεν είναι εξεταστέα η ένσταση.  Όμως προκύπτει από τη μαρτυρία - και το επισημαίνει ιδιαίτερα ο δικαστής - ότι ο Μ.Ε.7 (υπάλληλος της εταιρείας με δεκάχρονη πείρα στον τομέα αυτό) θυμόταν τη συγκεκριμένη πώληση που πραγματοποίησε ο ίδιος. Περαιτέρω, ήταν το πρόσωπο που διοχέτευσε στον υπολογιστή τις σχετικές πληροφορίες και επίσης εκτύπωσε το τεκμ. 3.  Υποδείχθηκε δε ότι για την αξία των εξαρτημάτων υπήρχε (και είναι ορθό) άλλη “συντριπτική μαρτυρία, που επιβεβαιώθηκε από τους Μ.Υ.1 και 3” (λογιστή της εν λόγω εταιρείας).  Άρα νόμιμα έχει γίνει δεκτό το έγγραφο.

Ο δικαστής έδωσε αρκετές - και ικανοποιητικές εξηγήσεις - γιατί δεν μπορούσε να συμφωνήσει με την άποψη του Μ.Υ.1.  Επισημαίνουμε τις βασικές.  Ο μάρτυς ανέφερε ότι το όχημα της εφεσείουσας δεν πρέπει να ήλθε σε επαφή με το δεξιό τροχό του άλλου οχήματος.  Ήταν κατηγορηματικός στο σημείο αυτό.  Σχημάτισε δε αυτή τη γνώμη από το γεγονός ότι εντόπισε στο μπροστινό δεξιό άκρο του προφυλακτήρα του Patrol κόκκινη μπογιά (χρώμα του αυτοκινήτου της εφεσείουσας).  Η επαφή των δύο οχημάτων, κατά τη μαρτυρία του, περιορίστηκε μόνο στο σημείο εκείνο χωρίς να είχε εμπλακεί και ο δεξιός τροχός.  Όμως η γνώμη αυτή αντιμάχεται τη μαρτυρία της ίδιας της εφεσείουσας που είπε ότι το αυτοκίνητο της ετρίβη στον δεξιό τροχό του Nissan. (βλ. και την παραγρ. 11 του δικογράφου της υπεράσπισης). Περαιτέρω ο μάρτυς απέδωσε τη ζημία σε πολύ ισχυρό κτύπημα που δέχθηκε το Patrol, το οποίο δε θα μπορούσε να οδηγηθεί μακρυά από τον τόπο του δυστυχήματος μετά απ’ αυτό, όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση, υπονοώντας ότι ενεπλάκη σε άλλο περιστατικό.  Η εισήγηση όμως για κατοπινή σύγκρουση έμεινε μετέωρη χωρίς να προσκομισθεί οτιδήποτε που να την υποστηρίζει.  Υπό τις συνθήκες αυτές το δικαστήριο ορθά απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1.

Όπως προεκτέθηκε, ο συνήγορος επικέντρωσε τα βέλη της κριτικής του στο Μ.Ε.5.  Παρατηρούμε πρώτα ότι δεν αμφισβητήθηκε η δυνατότητα του μάρτυρα να έχει άποψη στα θέματα που ρωτήθηκε. Ας σημειωθεί ότι έχει 30 χρόνια πείρα ως μηχανικός αυτοκινήτων και η γνώμη του βασίστηκε ουσιαστικά στα γεγονότα που ο ίδιος παρατήρησε όταν επιδιόρθωνε το όχημα. Η δε άποψη του δεν συνεπαγόταν πολύπλοκες πνευματικές ή θεωρητικές διαδικασίες και υπολογισμούς. Μπορούσε επομένως να αξιολογηθεί η άποψη του για τα αίτια της ζημίας και να γίνει αποδεκτή.  Μας ενισχύουν τα παρα[*833]κάτω από το σύγγραμμα Expert Evidence Law & Practice του Τristram Hadgkinson (1990) σελ. 126:

“What these cases suggest, with varying degrees of clarity, is what is logical, namely that it is the issue which determines the admissiblity of the particular field. If the issue requires a sophisticated level of inferential reasoning in the expression of an opinion on a central question in the proceedings, a witness will not be heard, or if he is heard little weight will be attached to his evidence, if his field is one which does not itself require, in its regular study or practice, a similar level and type of inferential reasoning.  Where, however, the issue is more in the nature of fact, albeit fact of a specialist kind, a witness whose specialist field does not entail inferential reasoning of a sophisticated kind may be permitted to give evidence.”

Δεν είναι ορθό ότι ο πρωτόδικος δικαστής έδρασε εδώ ως πραγματογνώμων.  Δεν μας υποδείχθηκε το παραμικρό που να δείχνει ότι εξέφρασε τεχνικές ή άλλες απόψεις, που βρίσκονται μέσα στο απαγορευμένο για το δικαστή πεδίο γνώσης του ειδικού.  Φυσικά η εφαρμογή των κανόνων της λογικής δεν είναι έξω από τα όρια της δικαστικής συλλογιστικής, αλλά είναι το κύριο εργαλείο για την εκλογίκευση του μαρτυρικού υλικού και την εξαγωγή συμπερασμάτων.

Έχουμε εξετάσει ό,τι τέθηκε ενώπιον μας αναφορικά με την αξιοπιστία της μαρτυρίας. Δε διακρίνουμε οτιδήποτε που μπορούσε να μας οδηγήσει σε αναθεώρηση των σχετικών διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστή.  Το ζήτημα εξάλλου βρίσκεται, κατ’ εξοχήν, στο πεδίο της κρίσης του.  Επεμβάσεις μπορεί να γίνουν μόνο στα αυστηρά πλαίσια που καθόρισε η νομολογία.  Και αυτό δε συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.

Η έφεση απορρίπτεται.  Με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο