(2002) 1 ΑΑΔ 854
[*854]21 Ιουνίου, 2002
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΤΑΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος Αρ. 3,
ν.
ΧΡΙΣΤΟΥ ΡΟΔΟΥΛΗ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10697)
Αστικά αδικήματα ― Λίβελλος ― Δυσφήμηση ― Δημοσίευση επιστολής σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας με δυσφημηστικό περιεχόμενο ― Αρχές με βάση τις οποίες κρίνεται κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημηστικό ― Υπεράσπιση έντιμου και δίκαιου σχόλιου ― Δεν επιτυγχάνει όταν ο εναγόμενος υπήρξε ένοχος κακής πίστης.
Αστικά αδικήματα ― Λίβελλος ― Αποζημιώσεις ― Ύπαρξη πρόκλησης εκ μέρους του ενάγοντος με τη δημοσίευση επιστολής σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας που προηγήθηκε της δυσφημηστικής επιστολής του εναγομένου στην ίδια εφημερίδα η οποία κρίθηκε δυσφημηστική για τον ενάγοντα ― Δεν λήφθηκε υπόψη στην επιδίκαση των αποζημιώσεων ― Επιδικασθέν ποσό £7.000 μειώθηκε κατ’ έφεση σε £4.500.
Αποζημιώσεις ― Λίβελλος ― Δυσφήμηση ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου στην περίπτωση αποζημιώσεων για δυσφήμηση.
Στις 3.9.92 ο εφεσείων-εναγόμενος δημοσίευσε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος επιστολή στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρονταν στοιχεία τα οποία, όπως ισχυρίσθηκε ο εφεσίβλητος-ενάγων στην έκθεση απαιτήσεώς του ήταν δυσφημηστικά για τον ίδιο εφόσον ερμηνεύθηκαν ή μπορούσαν να ερμηνευθούν και/ή εγένετο αντιληπτό «ότι ο ενάγων είναι πρόσωπο αμφιβόλου διανοητικής καταστάσεως και/ή κακεντρεχής και/ή πρόσωπο ανεύθυνο και/ή άξιο περιφρόνησης και/ή χλεύης και/ή ανέντιμο».
Του πιο πάνω δημοσιεύματος προηγήθηκε στις 27.8.92 επιστολή του εφεσίβλητου-ενάγοντα στην ίδια εφημερίδα η οποία αναφερόταν, με[*855]ταξύ άλλων, και στον εφεσείοντα-εναγόμενο αφήνοντας αιχμές αναφορικά με τις απόψεις του στο εθνικό θέμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δημοσίευμα του εφεσείοντος-εναγομένου ήταν δυσφημηστικό και επεδίκασε στον εφεσίβλητο-ενάγοντα αποζημιώσεις £7.000 απορρίπτοντας την απαίτησή του για τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Ο εφεσείων-εναγόμενος ήγειρε στην έκθεση υπεράσπισής του την υπεράσπιση του έντιμου και δίκαιου σχόλιου. Το Δικαστήριο την απέρριψε θεωρώντας ότι υπήρξε κακή πίστη εκ μέρους του εφεσείοντος-εναγομένου.
Ο εφεσείων-εναγόμενος εφεσίβαλε την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης επικεντρώνονται αποκλειστικά στις θέσεις ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε θεωρώντας το δημοσίευμα ως δυσφημηστικό και ότι οι αποζημιώσεις που επιδικάσθηκαν ήταν υπερβολικές υπό τις περιστάσεις. Με ξεχωριστό λόγος έφεσης ο συνήγορος του εφεσείοντος προβάλλει ότι το Δικαστήριο έδωσε υπερβολική βαρύτητα στην υπεράσπιση του έντιμου σχόλιου, αφού εν πάση περιπτώσει, όπως είπε, η υπεράσπιση αυτή δεν είχε προωθηθεί ούτε πρωτόδικα πέραν από την έκθεση υπεράσπισης και περαιτέρω δήλωσε πως εγκαταλειπόταν.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το κριτήριο ως προς το κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημηστικό είναι ποια θα ήταν η αντίληψη του ορθά σκεπτόμενου συνηθισμένου κοινού πολίτη. Περαιτέρω το Δικαστήριο αποφασίζει το κατά πόσο ένα κείμενο είναι δυσφημηστικό ή όχι με βάση τη λογική του ερμηνεία, αποδίδοντας τόσο στην ολότητα του όσο και σε συγκεκριμένες λέξεις και φράσεις τη συνηθισμένη φυσική τους έννοια, όπως θα την αντιληφθούν λογικοί άνθρωποι με συνηθισμένη ευφυΐα και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη πιθανολογήσεις που κάποιος θα μπορούσε να εξαγάγει, χωρίς αυτές να είναι λογικές.
2. Το επίδικο δημοσίευμα είναι δυσφημηστικό αφού περιέχει λέξεις δυσφημηστικές για το πρόσωπο του εφεσίβλητου-ενάγοντος σύμφωνα με το κριτήριο που καθιερώθηκε από τη νομολογία. Το επιχείρημα του συνηγόρου του εφεσείοντος-εναγομένου ότι λέξεις όπως «παρανοϊκός» δεν εξυπονοούν την πλήρη έννοια με την οποία ο όρος χρησιμοποιείται στην ψυχιατρική, μπορεί να είναι ορθό αλλά τούτο δεν αφαιρεί την δυσφημηστική έννοια της λέξης. Η διαπίστωση όμως του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το γε[*856]γονός και μόνο της αναφοράς στον εφεσίβλητο-ενάγοντα ως παιδίατρο καθιστά το λιβελλογράφημα ως άμεσα πλήττον τον εφεσίβλητο-ενάγοντα στην ιδιότητα του ιατρικού επαγγέλματος, δεν ευσταθεί.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στο δημοσίευμα του εφεσίβλητου-ενάγοντος που προηγήθηκε και με το οποίο αφήνονταν σοβαρές αιχμές, μεταξύ άλλων, και κατά του εφεσείοντος-εναγομένου αναφορικά με τις απόψεις του οι οποίες συνέβαλαν στο να δοθεί «πισώπλατη μαχαιριά» στην εθνική μας υπόθεση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κάμνει καμμία αναφορά στο προηγηθέν αυτό δημοσίευμα και καταλήγει χωρίς άλλη αιτιολογία με τη φράση «θεωρώ σαν δίκαιες αποζημιώσεις το ποσό των £7.000».
4. Ο πρωτόδικος Δικαστής, καταλήγοντας στο συμπέρασμά του ότι ο εφεσείων-εναγόμενος υπήρξε ένοχος κακής πίστης που από μόνη της «εξωστρακίζει την προβαλλόμενη υπεράσπιση του δικαίου ή ευλόγου ή εντίμου σχολίου», παραγνώρισε την ύπαρξη πρόκλησης εκ μέρους του εφεσίβλητου-ενάγοντος με το προηγηθέν δημοσίευμα του, που ήταν σχετική μαρτυρία και θα έπρεπε να αξιολογηθεί, αφού έτεινε να αποδείξει τη μη ύπαρξη κακοβουλίας.
5. Στην κατάληξή του το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα των συνεπειών στην καρριέρα του εφεσίβλητου-ενάγοντος και ούτε διευκρίνησε κατά πόσο κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, η σχετική αναφορά του στην απόφαση, λήφθηκε υπόψη.
6. Το ποσό αποζημιώσεων που επιδικάσθηκε, είναι, υπό τις περιστάσεις, έκδηλα υπερβολικό. Για τον λόγο αυτό αντικαθίσταται με ποσό £4.500. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντος για ποσό £4.500.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με το ήμισυ των εξόδων της έφεσης υπέρ του εφεσείοντος. Το πρωτόδικο διάταγμα για έξοδα παραμερίσθηκε και αντικαταστάθηκε με διάταγμα εναντίον του εφεσείοντος για έξοδα στην κλίμακα στην οποία εμπίπτει το κατ’ έφεση επιδικασθέν ποσό.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
D.D.S.A. Pharmaceutical Ltd v. The Times Newspapers [C.A.] [1973] 1 Q.B. 21,
[*857]Byrne v. Diane [1937] 1 K.B. 833,
Papadopoullos v. Kirix Publishing Co. Ltd (1963) C.L.R. 290,
Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι Δίας Λτδ κ.ά. ν. Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893,
Αλήθεια ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 285.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 30/11/99 (Αρ. Αγωγής 7745/92) με την οποία αποδέχθηκε την αγωγή του ενάγοντα και έκρινε ότι η επιστολή του εναγομένου η οποία δημοσιεύτηκε στις 3/9/92 στην εφημερίδα “Φιλελεύθερος” συνιστούσε δυσφημηστικό δημοσίευμα κατά του ενάγοντα και επεδίκασε υπέρ αυτού αποζημιώσεις £7.000.
Κ. Βελάρης, για τον Εφεσείοντα - Εναγόμενο Αρ. 3.
Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσίβλητο - Ενάγοντα.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο Δανός καθηγητής Erik Siesby είχε επισκεφθεί την Κύπρο για να συζητήσει με διάφορες προσωπικότητες και να ετοιμάσει έκθεση για λογαριασμό κάποιας Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Δανίας. H έκθεση που τελικά ετοίμασε ήταν απαράδεκτη για την Κύπρο, αφού, μεταξύ άλλων, αναφέρετο στον Ντενκτάς ως Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου, ισχυριζόταν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία καλύπτει μόνο το 63% του εδάφους της νήσου και παρέλειπε να κάμει αναφορά στις μαζικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ελληνοκυπρίων. Όπως ήταν φυσικό, η έκθεση προκάλεσε αντιδράσεις, με αποτέλεσμα να δούν το φως της δημοσιότητας διάφορα δημοσιεύματα στις εφημερίδες.
Στις 27.8.92 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» η πιο κάτω επιστολή του εφεσίβλητου-ενάγοντα:
[*858]«Κύριε Κατσαμπά,
Αναφέρομαι στο σχόλιο σας ημερομηνίας 16.8.92 για την έκθεση του Δανού εισηγητή για τα ανθρώπινα δικαιώματα με τίτλο «η οδυνηρή έκπληξη που μας ήρθε από την Βιέννη – Να εκτιμήσουμε τον παράγοντα «χρόνο».
Ήταν πράγματι οδυνηρή έκπληξη αλλά όχι ανεξήγητη αν δούμε τα ονόματα των ανθρώπων με τους οποίους ήλθε σε επαφή ο Δανός Erik Siesby για να συντάξει την έκθεση του. Εκτός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως δημοσιεύτηκε στον Τύπο αναφέρεται το όνομα του Τζόσεφ Παγιάτα, διευθυντή της Αρχής Λιμένων, του Δώρου Μιχαήλ, πολιτικού (;) – δημοσιογράφου, του Λέλλου Δημητριάδη, του Νίκου Περιστιάνη, της Λόριας Μαρκίδου- Υπουργείον Εξωτερικών, του Μιχάλη Ατταλίδη και του Κύπρου Χρυσοστομίδη, δικηγόρου.
Είναι μήπως τυχαία η επιλογή των ανθρώπων αυτών οι περισσότεροι από τους οποίους είναι γνωστοί Νεοκύπριοι;
Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι απόψεις Ελλήνων της Κύπρου πιθανόν να συνέβαλαν σ΄αυτή την πισώπλατη μαχαιριά που δόθηκε στην Εθνική μας υπόθεση. Και για να μην είμαι άδικος στην κρίση μου καλώ τους πιο πάνω να εκφράσουν τις προσωπικές τους απόψεις και να σχολιάσουν τις θέσεις του Δανού εισηγητή.»
Στις 3.9.92 στη σελ. 5 του «Φιλελεύθερου» δημοσιεύτηκε επιστολή του εφεσείοντα-εναγόμενου, στην οποία μεταξύ άλλων, αναφέρονταν τα ακόλουθα, τα οποία και παρατίθενται στην Έκθεση Απαίτησης του εφεσίβλητου-ενάγοντα ως συνιστούντα δυσφημιστικό δημοσίευμα εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου:
«Φίλε κ. Κατσαμπά,
Αν την επιστολή στην οποία ο Δρ. Χρ. Ροδούλης αναφέρθηκε στο πρόσωπο μου δεν την δημοσιεύατε στην στήλη σας (27 Αυγούστου) θα την παράβλεπα εντελώς σαν τόσο εξωφρενική που να πλήττει μάλλον τις διανοητικές ικανότητες και την πολιτική κρίση του συγγραφέα της παρά οποιονδήποτε άλλο.
Η ουσία αυτού που λέει ο κ. Ροδούλης είναι ότι δεν είναι ανεξήγητη η οδυνηρή έκπληξη της έκθεσης Siesby αν δούμε με ποιούς ήλθε σε επαφή ο κ. Siesby για να συντάξει την έκθεση του, [*859]και ρωτά: «Είναι μήπως τυχαία η επιλογή των ανθρώπων αυτών οι περισσότεροι από τους οποίους είναι γνωστοί Νεοκύπριοι;» Και τέλος ο κ. Ροδούλης αναφέρεται σε «πισώπλατες μαχαιριές στην εθνική μας υπόθεση» και καλεί τους κατονομαζόμενους (μεταξύ των οποίων και εμένα) να εκφράσουν τις προσωπικές τους απόψεις και να σχολιάσουν την έκθεση Siesby, προφανώς για να κρίνει τον πατριωτισμό του καθενός ο υπερπατριώτης κ. Ροδούλης.
Πραγματικά δεν συνηθίσαμε να βλέπουμε τέτοιου είδους επιστολές στον «Φιλελεύθερο». Τις βλέπουμε στα μέσα που ελέγχει κάποιος σκοτεινός δημοσιογραφίσκος που σε ιδιαίτερες κουβέντες ισχυρίζεται ότι ηδονίζεται με τη μυρωδιά του αίματος και ότι τον τρώει η παλάμη του να κρατήσει όπλο, και που έχει ιδιαίτερα επιλέξει να αφιερώνει πολλά και ασύστολα ψεύδη για να σπιλώσει το όνομα μου, και άλλων, γύρω από το θέμα της ελληνικότητας και του Κυπριακού.
Με την επιστολή του ο κ. Ροδούλης δημιούργησε την εντύπωση ότι ανήκει στην ίδια, ευτυχώς μικρή, αλλά δηλητηριώδη κατηγορία ανθρώπων που πιστεύουν ότι ενισχύουν τον δικό τους «πατριωτισμό» και «ελληνικότητα» με το να αμφισβητήσουν τον πατριωτισμό και την ελληνικότητα άλλων. Αλλά δε δίδω το δικαίωμα στον οποιοδήποτε κ. Ροδούλλη να αμφισβητεί την ελληνικότητα, τον πατριωτισμό και αγωνιστικότητά μου, όταν από το 1974 έχω αφιερώσει όλο μου το χρόνο καθιστώντας γνωστές στη διεθνή κοινότητα τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής και κατοχής που επικρατούν στην Κύπρο, και για να πείσω για την ανάγκη τερματισμού τους.
Το γεγονός ότι τις δραστηριότητες μου αυτές δεν τις διατυμπάνισα σε διασκέψεις τύπου για να αυτοπροβληθώ και δεν νοιάσθηκα αν από τα αποτελέσματα των προσπαθειών μου άλλοι απολάμβαναν προβολή και δημοσιότητα, ίσως να πληρώνεται ακριβά στον τόπο μας, όπου η αυτοπροβολή και η επιφάνεια συχνά κυριαρχούν της πραγματικότητας και της ουσίας όταν πρόκειται να κριθεί το έργο ενός ατόμου.
Η προσφορά μου για την ελευθερία και ενότητα της Κύπρου και για την εθνική και φυσική επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού είναι αποτυπωμένη στα βιβλία κι άρθρα που έχω γράψει, στις διαλέξεις που έχω κάνει και στις ενέργειες μου ως Διευθυντής της Υπηρεσίας Διεθνών Σχέσεων της Βουλής και τελευταία ως Πρέσβης της Δημοκρατίας.
[*860]
Καλώ με τη σειρά μου τον κ. Ροδούλη να δηλώσει δημόσια ποια εθνική δράση έχει να παρουσιάσει και γιατί έχει το θράσος να διορίζει τον εαυτό του κριτή του πατριωτισμού άλλων. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ένα παιδίατρος θα μπορούσε να είναι τόσο κακεντρεχής ή παρανοϊκός και τόσο αποπροσανατολισμένος που να συμβάλει σε μια γενική σύγχυση και παραπληροφόρηση που να κάνει ένα εμπεριστατωμένο δημόσιο διάλογο ανέφικτο και που να δίδει την ευκαιρία σε κάθε απατεωνίσκο να κρύβεται πίσω από τον δικό του ρητορικό πατριωτισμό και να καταφέρεται εναντίον εργατών της ελευθερίας της Κύπρου.
Δεν «είμαι» οποιουδήποτε
Προτού καταπιαστώ με το συγκεκριμένο ζήτημα της έκθεσης Siesby θα ήθελα να ξεκαθαρίσω και κάτι άλλο. Δε γνωρίζω αν ο κ. Ροδούλης συμπεριλαμβάνει και εμένα στην αναφορά του στους Νεοκύπριους. Θέλω πάντως να δηλώσω ότι δεν είμαι μέλος οποιουδήποτε κόμματος, παρατάξεως ή πολιτικής ομάδας και ούτε και «είμαι» οποιουδήποτε. Για πολλοστή φορά επίσης δηλώνω δημόσια για όποιον δεν είναι «τυφλός» τα τ΄ωτα τον τε νουν . . .» ότι δεν είμαι και ουδέποτε υπήρξα μέλος οποιασδήποτε ομάδας που ονομάζεται «Νεοκύπριοι», και δεν αναγνωρίζω το δικαίωμα σ΄οποιονδήποτε να μου κολλά αυτή την ετικέττα. Απορρίπτω με βδελυγμία τις έννοιες που έχουν συνδεθεί από δημοσιογραφίσκους κι άλλους με την ετικέττα του Νεοκύπριου, δηλαδή του αφελληνισμού της Κύπρου και της υποστήριξης της τουρκικής κατοχής.
Ενόψει των πιο πάνω καλώ τον κ. Ροδούλη, αν έχει την στοιχειώδη εντιμότητα, να δηλώσει δημόσια αν μου αποδίδει αυτήν την ετικέττα, την έννοια που της αποδίδει και τα στοιχεία που έχει για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του.
Για το «Νεοκυπριακό»
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Δυστυχώς δεν έχω υπερφυσικές ικανότητες και κανένας, συμπεριλαμβανομένου του κ. Ροδούλη και άλλων υπερπατριωτών, δεν μπορεί να εγγυηθεί εκατόν τοις εκατόν επιτυχία στο να πείσει κάποιο, ακόμη και για ένα θέμα όπου το δίκαιο και η ηθική είναι ξεκάθαρα, όπως στο Κυπριακό το να κατηγορηθούν όμως αυτοί [*861]που έκαναν την προσπάθεια ότι ευθύνονται για τις προκαταλήψεις, τα απαράδεκτα στοιχεία, και τις παραλείψεις της εκθέσεως Siesby αποτελεί κακοήθεια και αισχρότητα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νέα αβάσιμα της έκθεσης
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ορθά λοιπόν παρατηρεί ο κ. Κατσαμπάς στο σχόλιο του στις 29.8.1992 ότι επιστολές τύπου Ροδούλη οφείλονται στο φανατισμό. Σ΄αυτό το πάθος πρέπει να αναζητήσουμε τις «πισώπλατες μαχαιριές» ενάντια στην υπόθεση της Κύπρου και όχι στις έντιμες προσπάθειες ευσυνείδητων εργατών του δικαίου του κυπριακού λαού.»
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας και θ΄αναφερθούμε σ΄αυτές πιο κάτω στην απόφαση)
Ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού παρέθεσε διάφορες σχετικές νομικές αρχές και νομολογία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πιο πάνω δημοσίευμα του εφεσείοντα-εναγόμενου ήταν δυσφημιστικό και επεδίκασε στον εφεσίβλητο-ενάγοντα αποζημιώσεις £7.000, απορρίπτοντας την απαίτησή του για τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Ένα από τα παράπονα του εφεσείοντα-εναγόμενου, το οποίο αρχικά προβλήθηκε στην παράγραφο 5 της Έκθεσης Υπεράσπισης, ήταν ότι η αγωγή του εφεσίβλητου-ενάγοντα έπασχε γιατί δεν καθόριζε τις λέξεις και/ή φράσεις γύρω από τις οποίες επικεντρωνόταν το παράπονό του και ο ισχυρισμός του για το τι αποτελούσε λίβελλο εναντίον του. Παρόλον ότι ο εφεσείων-εναγόμενος επεφύλασσε τα δικαιώματά του να ζητήσει περαιτέρω λεπτομέρειες, δεν το έπραξε. Στην ενώπιόν μας διαδικασία ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα-εναγόμενου κ. Βελάρης, τόσο στο περίγραμμα του, όσο και προφορικά, προώθησε παρόμοιο θέμα, αναφερόμενος και στην υπόθεση D.D.S.A. Pharmaceutical Ltd v. The Times Newspapers [C.A.] [1973] 1 Q.B. 21, 26 και στο σύγγραμμα Carter Ruck on Libel and Slander 4th Ed. Butterworths 1992 σελ.38. To πρωτόδικο Δικαστήριο είχε θεωρήσει ορθή την παράθεση, όπως αναφέρει, ολόκληρου του επίδικου άρθρου (παρόλον ότι, όπως φαίνεται και όπως αναφέρει και στην Έκθεση Υπερασπίσεως του ο εφε[*862]σείων-εναγόμενος, μέρος του άρθρου μόνο καταγράφηκε στην Έκθεση Απαίτησης).
Ασχέτως του ποιά είναι η ορθή θέση και του ποιά θα ήταν η κατάληξή μας επί του προκειμένου, δεν θα εξετάσουμε το θέμα αυτό, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης, οι οποίοι επικεντρώνονται αποκλειστικά στις θέσεις ότι ο πρωτόδικος Δικαστής έσφαλε θεωρώντας το δημοσίευμα ως δυσφημιστικό και ότι οι αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν ήταν υπερβολικές υπό τις συνθήκες. Τα πιο πάνω καλύπτονται από τους λόγους έφεσης 1 και 2 αντίστοιχα, οι δε λόγοι έφεσης 3 και 4 εμπίπτουν ουσιαστικά στο λόγο έφεσης 2, που αφορά τις αποζημιώσεις.
Περαιτέρω, θα πρέπει να σχολιάσουμε το θέμα της υπεράσπισης του έντιμου και δίκαιου σχόλιου. Η υπεράσπιση αυτή είχε προταθεί στην Έκθεση Υπεράσπισης του εφεσείοντα-εναγόμενου και της επιλήφθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντάς την και θεωρώντας ότι υπήρξε κακή πίστη εκ μέρους του εφεσείοντα-εναγόμενου. Ο κ. Βελάρης με το λόγο έφεσης 5 προβάλλει ότι το Δικαστήριο έδωσε υπερβολική βαρύτητα σε αυτό το θέμα, αφού εν πάση περιπτώσει, όπως είπε, η υπεράσπιση αυτή δεν είχε προωθηθεί ούτε πρωτόδικα πέραν από την Έκθεση Υπεράσπισης και περαιτέρω δήλωσε πως εγκαταλειπόταν.
Όπως φαίνεται, η υπεράσπιση αυτή δεν είχε αποσυρθεί ρητώς από τον εφεσείοντα-εναγόμενο πρωτόδικα, παρόλον ότι δυνατόν να μην είχε τελικά προωθηθεί και είναι ίσως γι΄αυτό που ασχολήθηκε με το θέμα ο πρωτόδικος Δικαστής. Εν πάση όμως περιπτώσει, αφού απορρίφθηκε η υπεράσπιση αυτή, το γεγονός δεν μπορεί να επηρεάσει ή να έχει καμμία σημασία για την έκβαση της παρούσας έφεσης, παρά μόνο στο μέτρο που θα αναφέρουμε πιο κάτω.
Στην Έκθεση Απαίτησης του εφεσίβλητου-ενάγοντα, παράγραφοι 6 και 7, τις οποίες παραθέτουμε γίνεται αναφορά στα επί μέρους δυσφημιστικά, κατά τον εφεσίβλητο-ενάγοντα, στοιχεία του επίδικου δημοσιεύματος:
«6. Δια του πιο πάνω δυσφημιστικού δημοσιεύματος ο ενάγων υπέστη ανεπανόρθωτη ζημιά στην φήμη του, αμφισβητήθηκαν δημοσίως τα πατριωτικά του αισθήματα και/ή πολιτικές του πεποιθήσεις, και διαστρεβλώθηκαν οι πολιτικές του θέσεις και/ή απόψεις και εμειώθη σημαντικά η όλη προσωπικότητα, υπόληψη, αξιοπρέπεια και το κύρος του στο κοινωνικό και/ή επαγγελματικό του χώρο.
[*863]
7. Περαιτέρω δια του πιο πάνω δυσφημιστικού δημοσιεύματος προτάσεων, φράσεων, λέξεων και/ή λιβέλλου, ο εναγόμενος υπ΄αρ. 3 εννοούσε και/ή ήταν δυνατόν να εκληφθεί ότι εννοούσε και/ή υπονοούσε και/ή ερμηνεύθηκε και/ή μπορούσε να ερμηνευθεί και/ή εγένετο αντιληπτό ότι ο ενάγων είναι πρόσωπο αμφιβόλου διανοητικής καταστάσεως, και/ή κακεντρεχής και/ή πρόσωπο ανεύθυνο, και/ή άξιο περιφρόνησης και/ή χλεύης και/ή ανέντιμο.»
Ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε τα ακόλουθα (σελ. 27 της πρωτόδικης απόφασης):
«Πρόκειται για ένα λιβελλογράφημα κατά του προσώπου του ενάγοντα και της ιδιότητας του ιατρικού του επαγγέλματος και της αξιοπρέπειας του εφόσον θέτει υπό αμφισβήτηση:
- τη διανοητική του ικανότητα
- εφόσον λέγει ανήκει σε δηλητηριώδη κατηγορία ανθρώπων
- τον χαρακτηρίζει κακεντρεχή, παρανοϊκό και αποπροσανατολισμένο
- αμφισβητεί την εντιμότητα του
- τον ειρωνεύεται ακόμα σαν υπερπατριώτη, ενώ σε άλλο μέρος του λιβελλογραφήματος αμφισβητείται η οποιαδήποτε εθνική του δράση και ότι ακόμα δημιουργεί με το δικό του άρθρο σύγχιση και ενεργεί από φανατισμό και πάθος για τους άλλους.»
Αν κάποιος μελετήσει προσεκτικά τους ισχυρισμούς για δυσφήμιση που περιέχονται στις παραγράφους 6 και 7 της Έκθεσης Απαίτησης θα παρατηρήσει πως τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν καλύπτονται πλήρως από το πιο πάνω δικόγραφο. Για παράδειγμα, παρόλον ότι περιέχεται τούτο στο επίδικο δημοσίευμα, δεν υπάρχει ισχυρισμός δυσφήμισης για την αναφορά στο ότι ο εφεσίβλητος ανήκει σε «δηλητηριώδη κατηγορία ανθρώπων» ή ότι ενήργησε κάτω από φανατισμό. Ούτε, όμως, το θέμα αυτό έχει εγερθεί με λόγο έφεσης ενώπιον μας και ως εκ τούτου θα το αγνοήσουμε.
Παραπονείται αναφορικά με το εύρημα για δυσφημιστικό περιεχόμενο του δημοσιεύματος ο εφεσείων-εναγόμενος, υποστηρίζοντας πως το Δικαστήριο δεν ερμήνευσε ορθά τις επίδικες λέξεις ή φράσεις μέσα στο πνεύμα ολόκληρου του κειμένου, δίδοντας υπερ[*864]βολική βαρύτητα στη γραμματική έννοια και ερμηνεία των λέξεων και παραγνωρίζοντας ότι το δημοσίευμα ήταν αποτέλεσμα της προηγηθείσας και δημοσιευθείσας επιστολής του εφεσίβλητου-ενάγοντα, η οποία είχε προσβάλει σοβαρά τα αισθήματα του εφεσείοντα-εναγόμενου.
Οι αρχές με βάση τις οποίες κρίνεται κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό, είναι ευρέως νομολογημένες και θεωρούμε περιττό να τις επαναλάβουμε. Αρκεί να πούμε ότι το κριτήριο είναι ποιά θα ήταν η αντίληψη του ορθά σκεπτόμενου συνηθισμένου κοινού πολίτη (Byrne v. Diane [1937] 1 K.B. 833; Gatley on Libel and Slander 8η έκδοση σελ. 42-50 και Tassos Papadopoullos v. Kirix Publishing Co. Ltd (1963) C.L.R. 290), όπως αναφέρεται και στην πρωτόδικη απόφαση. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα συγγράμματα και τη νομολογία, το Δικαστήριο αποφασίζει το κατά πόσο ένα κείμενο είναι δυσφημιστικό ή όχι, με βάση τη λογική του ερμηνεία, αποδίδοντας τόσο στην ολότητα του όσο και σε συγκεκριμένες λέξεις και φράσεις τη συνηθισμένη φυσική τους έννοια, όπως θα την αντιληφθούν λογικοί άνθρωποι με συνηθισμένη ευφυΐα και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη πιθανολογήσεις που κάποιος θα μπορούσε να εξαγάγει, χωρίς αυτές να είναι λογικές.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και ιδιαίτερα τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν εκ μέρους του εφεσείοντα-εναγόμενου και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάτω από τις οποιεσδήποτε περιστάσεις της περίπτωσης δεν έπαυε το δημοσίευμα να είναι δυσφημιστικό, με επίκεντρο τις λέξεις και φράσεις που έχουμε υπογραμμίσει σ΄αυτό, με τον τρόπο που περιγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση. Το επιχείρημα του κ. Βελάρη ότι λέξεις όπως «παρανοϊκός» δεν εξυπονοούν την πλήρη έννοια με την οποία ο όρος χρησιμοποιείται στην ψυχιατρική, μπορεί να είναι ορθός, αλλά τούτο δεν αφαιρεί τη δυσφημιστική έννοια της λέξης. Τείνουμε όμως να διαφωνήσουμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το γεγονός και μόνο της αναφοράς στον εφεσίβλητο-ενάγοντα ως παιδίατρο καθιστά το λεβελλογράφημα ως άμεσα πλήττον τον εφεσίβλητο-ενάγοντα στην ιδιότητα του ιατρικού επαγγέλματος.
Όσον αφορά το ύψος των αποζημιώσεων, έχουμε, αφού εξετάσαμε τα ενώπιον μας στοιχεία, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο πρωτόδικος Δικαστής δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στο δημοσίευμα του εφεσίβλητου-ενάγοντα που προηγήθηκε και την πρόκληση που περιείχε. Με το δημοσίευμα αυτό αφήνονταν σοβαρές αιχμές, μεταξύ άλλων, και κατά του εφεσείοντα-εναγόμενου, πως η επιλογή του έγινε, όπως και των άλλων, όχι τυχαία, αλλά για να βολέψει [*865]τις γνώμες που θα εδίδοντο στο Δανό καθηγητή, ούτως ώστε να συντάξει την απαράδεκτη αυτή του έκθεση και επιπρόσθετα αφήνετο να νοηθεί ότι οι απόψεις, μεταξύ άλλων, και του εφεσείοντα συνέβαλαν στο να δοθεί «πισώπλατη μαχαιριά» στην εθνική μας υπόθεση.
Στο σύγγραμα Mc Gregor on Damages 13th Ed. para 1317, σελ. 978 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Ιf the plaintiff has provoked the defendant into the defamatory statement, this is evidence to disprove malice in mitigation of damages. The best illustration is Watts v. Fraser. The plaintiffs had libeled the defendants and this was allowed as evidence in mitigation since it formed “the provocation by which the defendants were goaded by the plaintiff himself to do the act.”»
Tο πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εκτιμήσει τη σημασία του δημοσιεύματος αυτού και την πρόκληση που συνιστούσε και να κάμει εύρημα επί τούτου. Απλά, κατά την εξέταση και απόρριψη της απαίτησης του εφεσίβλητου-ενάγοντα για τιμωρητικές αποζημιώσεις, αναφέρει μόνο επί του προκειμένου ότι η δυσφήμιση του εφεσίβλητου-ενάγοντα έγινε «κατόπιν που προηγήθηκε αρθρογραφία από μέρους του ενάγοντα τεκμ. 2(α)». Αντίθετα και προηγουμένως στην ίδια σελίδα (31) της απόφασης, όπου το Δικαστήριο περιγράφει τους παράγοντες που έλαβε υπόψη για τον καθορισμό των συνήθων αποζημιώσεων, δεν κάμνει καμμία αναφορά στο προηγηθέν αυτό δημοσίευμα και καταλήγει χωρίς άλλη αιτιολογία με τη φράση «θεωρώ σαν δίκαιες αποζημιώσεις το ποσό των £7.000».
Το πιο πάνω απόσπασμα από τον Mc Gregοr που παραθέσαμε, μας οδηγεί όμως και σε κάτι άλλο πολύ σημαντικό. Εξετάζοντας την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, που εν πάση περιπτώσει, όπως δηλώθηκε, είχε εγκαταλειφθεί, ο πρωτόδικος Δικαστής απορρίπτοντάς την, κατάληξε στο συμπέρασμα πως ο εφεσείων-εναγόμενος υπήρξε ένοχος κακής πίστης, αφού αποδείχθηκε «κακοβουλία που από μόνη της εξωστρακίζει την προβαλλόμενη υπεράσπιση του δικαίου ή ευλόγου ή εντίμου σχολίου». Καταλήγοντας όμως ο πρωτόδικος Δικαστής στο συμπέρασμα αυτό παραγνώρισε την ύπαρξη πρόκλησης εκ μέρους του εφεσίβλητου-ενάγοντα με το προηγηθέν δημοσίευμα του, που, όπως αναφέρεται στο πιο πάνω απόσπασμα, ήταν σχετική μαρτυρία και θα έπρεπε να αξιολογηθεί, αφού έτεινε να αποδείξει τη μη ύπαρξη κακοβουλίας.
Ένα άλλο παράπονο του εφεσείοντα-εναγομένου είναι ότι χω[*866]ρίς να υπάρχει μαρτυρία γι΄αυτό, θεώρησε κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων ως σχετικό παράγοντα επηρεασμό και ζημιά που υπέστη ως παιδίατρος. Ο ίδιος ο εφεσίβλητος-ενάγων είχε απλώς αναφερθεί αόριστα σε κάτι τέτοιο αλλά παραδέχθηκε ότι δεν μπορούσε να κρίνει αν πράγματι μειώθηκε το εισόδημα του, ή αν είχε κάποια συγκεκριμένη χρηματική απώλεια επί του προκειμένου. Ο πρωτόδικος Δικαστής έκαμε αναφορά στη σελ. 12 της απόφασης του ότι σύμφωνα με τον εφεσίβλητο υπήρξαν συνέπειες στην καρριέρα του και ότι θα καλούσε μάρτυρες για να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς του, κάτι που, όπως παρατηρούμε, δεν πραγματοποιήθηκε στο τέλος. Όμως στην κατάληξή του ο πρωτόδικος Δικαστής δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με το θέμα και ούτε διευκρίνισε κατά πόσο κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων η πιο πάνω αναφορά του σε επηρεασμό της καρριέρας του εφεσίβλητου-ενάγοντα, λήφθηκε υπόψη.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, υπέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα-εναγόμενου, το ποσό που επιδικάστηκε ως αποζημιώσεις ήταν εν πάση περιπτώσει υπερβολικό και θα έπρεπε το Εφετείο να επέμβει. Ενδεικτικά αναφέρθηκε σε πολύ σοβαρότερες περιπτώσεις, συγκρίνοντας τα ποσά που επιδικάστηκαν εκεί και ιδιαίτερα στην Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι Δίας Λτδ και Άλλοι ν. Σταύρου Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893, όπου υπήρξε απρόκλητος ισχυρισμός ότι ο ενάγων, ανώτερος υπάλληλος των Κυπριακών Αερογραμμών απελύθη στα πλαίσια κάθαρσης, ενώ στην πραγματικότητα είχε αφυπηρετήσει οικειοθελώς και στην οποία επικυρώθηκαν αποζημιώσεις £7.000 που είχαν επιδικαστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Είναι νομολογημένη αρχή ότι το Εφετείο επεμβαίνει στον καθορισμό αποζημιώσεων μόνο όπου διαπιστώνεται εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά τις αρχές που εφαρμόστηκαν ή όταν το ποσό των αποζημιώσεων είναι έκδηλα υπερβολικό ή ανεπαρκές, κάτω από τις συνθήκες της υπόθεσης. Ακόμα, όσον αφορά την περίπτωση αποζημιώσεων για δυσφήμιση, η προσέγγιση είναι πιό περιοριστική, αφού το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όπου κρίνει ότι το ποσό συνιστά καθ΄ολοκληρία εσφαλμένη εκτίμηση της ζημιάς που υπέστη ο ενάγων. (Δέστε μεταξύ άλλων Αλήθεια ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 285).
Έχοντας κατά νου τα όσα αναφέραμε πιο πάνω στην απόφαση μας και ιδιαίτερα την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστή να αξιολογήσει και να χρησιμοποιήσει ως ουσιαστικό παράγοντα την πρό[*867]κληση που περιείχετο στο δημοσίευμα του εφεσίβλητου-ενάγοντα που προηγήθηκε του επίδικου σε συνδυασμό με το αναιτιολόγητο και ακροσφαλές εύρημα ότι υπήρξε κακοβουλία εκ μέρους του εφεσείονα-εναγόμενου, που σίγουρα θα επηρέασε τον υπολογισμό των αποζημίωσεων, κρίνουμε υπό τας περιστάσεις ότι το ποσό που επιδικάστηκε συνιστά εσφαλμένη εκτίμηση και είναι έκδηλα υπερβολικό ώστε να δικαιολογείται επέμβαση μας.
Ενόψει των πιο πάνω αντικαθιστούμε το ποσό των £7.000 που δόθηκε πρωτόδικα με ποσό £4.500, παραμερίζοντας την πρωτόδικη απόφαση επί του σημείου αυτού και εκδίδοντας απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα για ποσό £4.500.
Εν όψει του ότι η έφεση επιτυγχάνει μόνο μερικώς, επιδικάζεται το ήμισυ των εξόδων της έφεσης υπέρ του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο διάταγμα για έξοδα παραμερίζεται και αντικαθίσταται με διάταγμα εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου 3 για έξοδα στην κλίμακα στην οποία εμπίπτει το κατ’ έφεση επιδικασθέν ποσό.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με το ήμισυ των εξόδων της έφεσης υπέρ του εφεσείοντος. Το πρωτόδικο διάταγμα για έξοδα παραμερίζεται και αντικαθίσταται με διάταγμα εναντίον του εφεσείοντος για έξοδα στην κλίμακα στην οποία εμπίπτει το κατ’ έφεση επιδικασθέν ποσό.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο