Χατζηχριστοφή Κώστας ν. Πιερή Γεωργίου και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 873

(2002) 1 ΑΑΔ 873

[*873]21 Ιουνίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΦΗ,

Εφεσείων-Καθ’ ου η αίτηση Αρ. 1,

ν.

ΠΙΕΡΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή,

ν.

ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση Αρ. 2.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11121)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ― Πλεονασμός ― Πότε ο απολυθείς εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων για τους σκοπούς του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67 όπως τροποποιήθηκε).

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ― Πλεονασμός ― «Περιορισμός του όγκου εργασίας» στο Άρθρο 18(γ)(vii) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67) ― Ποία η ορθή ερμηνεία του ― Απόφαση στην υπόθεση Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 703.

Δίκη ― Δικαστής ― Διατύπωση άποψης δικαστού πάνω σε σημείο το οποίο δεν είναι αναγκαίο για να αποφασισθεί η υπόθεση ― Δεν έχει δεσμευτική ισχύ και δεν μπορεί έγκυρα να αποτελεί αντικείμενο έφεσης.

Ο εφεσείων ο οποίος διέθετε γκαράζ για επιδιόρθωση αυτοκινήτων ετερμάτισε τις υπηρεσίες του εφεσίβλητου ο οποίος ήταν υπάλληλός του στο γκαράζ.  Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών για αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της απασχόλησής του από τον εφεσείοντα.  Το Δικαστήριο τον δικαίωσε [*874]και έκρινε ότι δικαιούται σε αποζημιώσεις στη βάση του Άρθρου 3(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67 όπως τροποποιήθηκε).

Το κύριο επίδικο θέμα, όπως είχε προσδιοριστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο ο εφεσίβλητος «απολύθηκε από τον εργοδότη λόγω μείωσης του όγκου εργασιών, όπως προβλήθηκε από τον εργοδότη».

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε δοθεί μαρτυρία από εγκεκριμένο λογιστή, ο οποίος διαχώρισε τα εισοδήματα σε εισπράξεις εξαρτημάτων και σε εισπράξεις από επιδιορθώσεις.  Όπως εξήγησε ο μάρτυρας τα περισσότερα εισοδήματα ήταν από τα εξαρτήματα και ότι η δουλειά του εφεσίβλητου συνδέετο μόνο με τις επιδιορθώσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του πιο πάνω μάρτυρα ως αναξιόπιστη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο εφεσείων στη μαρτυρία του δεν αναφέρθηκε στο διαχωρισμό μεταξύ των εισπράξεων από επιδιορθώσεις και από εξαρτήματα και στην τυχόν σημασία που θα είχε αναφορικά με τις συνολικές εισπράξεις.  Αντίθετα ο εφεσείων δέκτηκε τις εισπράξεις που δήλωνε στο Φ.Π.Α. ως συνολικά εισοδήματα των εργασιών του.  Για το λόγο αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο διαχωρισμός αυτός επινοήθηκε εκ των υστέρων, αφού τα εισοδήματα της επιχείρησης που ήταν γνωστά στο Ταμείο Πλεονασμού που ο ίδιος ο Εργοδότης έδωσε, δεν «βόλευαν» την υπόθεση αφού δεν έδειχναν μείωση των εργασιών.

Το τελικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου ήταν ότι ο εφεσείων «δεν απέδειξε πραγματικές συνθήκες πλεονασμού και συγκεκριμένα μείωση του όγκου των εργασιών της επιχείρησης του ως λόγο τερματισμού των υπηρεσιών του αιτητή».

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση και υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις του Άρθρου 18(γ)(vii) του Νόμου 24/67.  Ο συνήγορός του υπέβαλε ότι η πιο πάνω διάταξη εισάγει «δύο ξεχωριστούς και αυτοτελείς λόγους πλεονασμού, αυτού που οφείλεται (α) στον περιορισμό του όγκου της εργασίας, και (β) στον περιορισμό του όγκου της επιχείρησης».  Το Δικαστήριο δεν εξέτασε καθόλου και αγνόησε το σκέλος της διάταξης που αναφέρεται στον περιορισμό του όγκου της εργασίας του συγκεκριμένου εργοδοτούμενου ήτοι του εφεσίβλητου.  Επομένως το Δικαστήριο “έσφαλλε όταν εξέτασε το λόγο πλεονασμού του Άρθρου 18(γ)(vii) ως ενιαίον”.

[*875]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Όταν ο Νόμος αναφέρεται σε «περιορισμό του όγκου εργασίας» σαφώς εννοεί περιορισμό ή μείωση του όγκου της εργασίας του συγκεκριμένου εργοδότη.

2.  Η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το σκέλος της επίμαχης διάταξης που αναφέρεται στον περιορισμό του όγκου της εργασίας του συγκεκριμένου εργοδότη δεν ευσταθεί.  Δεν υποστηρίζεται από την ορθή ερμηνεία της επίμαχης διάταξης. Η τελευταία δεν επιβάλλει υποχρέωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει τον περιορισμό του όγκου της εργασίας του συγκεκριμένου εργοδοτουμένου.  Αυτό που επιβάλλει είναι η εξέταση του όγκου της εργασίας της επιχείρησης του εργοδότη.  Και αυτό είναι που έχει κάμει το πρωτόδικο Δικαστήριο.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας. Έδωσε με σαφήνεια τους λόγους που το οδήγησαν στα ευρήματά του που σχετίζονται με την αξιοπιστία και δεν υπάρχει σφάλμα στην επίδικη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου.

4.  Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία η εποχιακή ή περιοδική μείωση του όγκου της εργασίας η οποία αφήνει ανεπηρέαστο τον όγκο της εργασίας επιμετρούμενο μέσα στο σύνηθη κύκλο της εμπορικής δραστηριότητας του εργοδότη, δε συνιστά λόγο για τον τερματισμό της απασχόλησης λόγω πλεονασμού και ο όγκος των εργασιών μιας επιχείρησης έχει όχι μόνο εποχιακές αλλά και καθημερινές αυξομειώσεις και διακυμάνσεις. Η επίδικη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στόχευε να υποδείξει ότι έστω και αν κατά το χρόνο της απόλυσης είχε σημειωθεί μείωση του όγκου της εργασίας αυτή ήταν εποχιακή και δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη ενόψει της νομολογίας.

5.  Τα όσα λέχθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την απόρριψη της μαρτυρίας του λογιστή δεν αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης και δεν μπορούν έγκυρα να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης.

6.  Τα όσα έλαβαν χώρα μετά την απόλυση του εφεσείοντος δεν μπορούν να διαδραματίσουν οποιοδήποτε ρόλο.

7.  Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση στο Ταμείο Πλεο[*876]νάζοντος Προσωπικού ως πλεονάζων δεν αποτελεί απόδειξη ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του ήταν δικαιολογημένος.  Είναι δικαίωμα ενός εργοδοτουμένου, ο οποίος απολύεται, να διεκδικήσει τα οποιαδήποτε δικαιώματα του, τα οποία θεωρεί ότι του παρέχει ο Νόμος.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 703,

Α/φοι Γαλαταριώτη Λτδ ν. Γρηγορά κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1985,

Cybarco Ltd ν. Βρυωνίδου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1187,

Meletiou a.o. v. Lemis (1969) 1 C.L.R. 558,

Christodoulou v. Menicou a.o. (1966) 1 C.L.R. 17,

Kyriacou v. A. Kortas & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 581,

Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286,

Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 298,

Αγησιλάου ν. Χρίστου (1986) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713,

Μαυρίδης ν. Dharaghji κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013,

Ioannou v. Mavridou (1972) 1 C.L.R. 107,

Koudellaris v. Christoforou a.o. (1975) 1 C.L.R. 366,

Powell v. Straatham Maror Nursing Home [1935] A.C. 243,

Paphos Stone C. Estates Ltd κ.ά. ν. Χριστοδουλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 2110,

Hindle v. Percival Boats Ltd [1969] 1 All E.R. 836.

Έφεση.

Έφεση από τον καθ’ ου η αίτηση 1 κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λεμεσού που δόθηκε στις 23/5/01 [*877](Αρ. Αγωγής 722/99) με την οποία έχει κριθεί ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσίβλητου στις 31.5.98 ήταν άδικος και αδικαιολόγητος και κατά συνέπεια παράνομος και ότι ο εφεσίβλητος δικαιούται σε αποζημιώσεις (βλ. Άρθρο 3(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67 όπως έχει τροποποιηθεί).

Δ. Χατζηνέστορος, για τον Εφεσείοντα.

Καμία εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για τον Εφεσίβλητο-Kαθ’ ου η αίτηση αρ. 2.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποία έχει κριθεί ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσίβλητου στις 31.5.98 ήταν άδικος και αδικαιολόγητος και κατά συνέπεια παράνομος και ότι ο εφεσίβλητος δικαιούται σε αποζημιώσεις (βλ. άρ. 3(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67 όπως έχει τροποποιηθεί).

Τα πιο κάτω γεγονότα αποτέλεσαν κοινό έδαφος:

Ο εφεσείων διατηρούσε επιχείρηση ως μηχανικός αυτοκινήτων.  Άρχισε τις εργασίες του από την Αμμόχωστο «όπου διέθετε ιδιωτικό υποστατικό επιδιόρθωσης αυτοκινήτων (γκαράζ)». Ένας από τους εργοδοτούμενους του ήταν και ο εφεσίβλητος. Μετά την τουρκική εισβολή επαναδραστηριοποιήθηκε στη Λεμεσό. Συναντήθηκε με τον εφεσίβλητο και συμφώνησαν να εργαστεί και να αρχίσει την απασχόληση του στο γκαράζ της Λεμεσού.  Οι εργασίες του γκαράζ στη Λεμεσό συνεχίστηκαν μέχρι την ημερομηνία τερματισμού των υπηρεσιών του εφεσίβλητου.

Το κύριο επίδικο θέμα, όπως έχει προσδιοριστεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν κατά πόσο ο εφεσίβλητος «απολύθηκε από τον εργοδότη λόγω μείωσης του όγκου εργασιών, όπως προβλήθηκε από τον εργοδότη».

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντα ο ίδιος αλλά και οι [*878]υπάλληλοι του συμπεριλαμβανομένου και του εφεσίβλητου ήταν μηχανικοί αυτοκινήτων παλαιού τύπου και η πελατεία τους διέθετε τέτοιας μορφής αυτοκίνητα.  Με την εξέλιξη της τεχνολογίας δεν είχαν την δυνατότητα επιδιόρθωσης αυτοκινήτων νέου τύπου.  Εξάλλου πολλοί από τους παλαιούς πελάτες τους είτε απεβίωσαν είτε λόγω ηλικίας έπαυσαν να είναι πελάτες τους, αφού ταυτόχρονα τα παλαιού τύπου αυτοκίνητα αποσύρονταν από την αγορά, με αποτέλεσμα αυτό σε συνδυασμό με την αδυναμία επιδιόρθωσης νέου τύπου αυτοκινήτων, να μειώσει τον όγκο των εργασιών της επιχείρησης.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την πιο πάνω εκδοχή του εφεσείοντα.  Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Είναι δύσκολο να αποδεχθούμε την πιο πάνω θέση, δεδομένου ότι η επιχείρηση του γκαράζ στην Λεμεσό και μέχρι την απόλυση του Αιτητή διάνυσε μετά την εισβολή μια μακρότατη περίοδο περίπου 24 ετών και δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι η επιχείρηση επιβίωσε με τους παλαιούς πελάτες της Αμμοχώστου και δεν ανανεώθηκε με νέους πελάτες από την Λεμεσό.

Εξάλλου, αντεξεταζόμενος ο εργοδότης από τον δικηγόρο του Αιτητή, διαφοροποιήθηκε από την πιο πάνω θέση και δέκτηκε ότι μπορούσαν να επιδιορθώσουν και άλλου τύπου αυτοκίνητα, αλλά δεν είχαν τα απαιτούμενα εργαλεία.

Η πιο πάνω κρίση μας ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο Εργοδότης σε ανύποπτο χρόνο και όταν του ζητήθηκε απέστειλε προς το Ταμείο Πλεονασμού καταστάσεις των εισπράξεων του για σκοπούς του Φ.Π.Α. και αντεξεταζόμενος από τη συνήγορο του Ταμείου δέχθηκε το περιεχόμενο των εν λόγω καταστάσεων και τα συγκεκριμένα πιο κάτω εισοδήματα για την περίοδο από:

1.12.95  μέχρι 30.11.96    Λ.Κ.28,145.57 σεντ

1.12.96      ‘‘    30.11.97    Λ.Κ.29,098.73 σεντ

Ιανουάριο  ‘‘    Μάιο 98      Λ.Κ.14,139.56 σεντ

Ο Εργοδότης μας ανέφερε ότι είναι με βάση τα πιο πάνω στοιχεία που έκρινε ότι θα έπρεπε να απολυθεί ο Αιτητής.  Από τα εν λόγω όμως στοιχεία είναι φανερό ότι δεν υπήρξε μείωση, δεδομένου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο τερματισμού των υπηρεσιών του Αιτητή (31.5.98) και όχι για ολόκληρο το έτος, αλλά μόνο για περίοδο 5 μηνών οι εισπράξεις της επιχείρησης ήταν Λ.Κ.14,139.56.

[*879]

Εξάλλου ο ίδιος ο Εργοδότης αντεξεταζόμενος από το Ταμείο αποδέχθηκε ότι η εργασία εκυμαίνετο στα ίδια επίπεδα και δεν υπήρχε μείωση του κύκλου εργασιών.

Παρόλο ότι η πιο πάνω τοποθέτηση του Εργοδότη θα ήταν αρκετή για την τελική κρίση στην υπόθεση του, εντούτοις δεν θα αφήσουμε ασχολίαστο το γεγονός ότι ο Εργοδότης και πάλι αντεξεταζόμενος από το Ταμείο μας ανέφερε ότι η δουλειά στο γκαράζ ανθούσε κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, λόγω του ότι πιο εύκολα υφίσταντο βλάβες τα αυτοκίνητα, όπως μας είπε, και ότι την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων και μετά, υπήρχε πτώση.  Αυτό το γεγονός επιβεβαίωσε και ο Αιτητής με την μαρτυρία του.

Όμως, ο Εργοδότης απέλυσε τον Αιτητή την 3.5.98, την ώρα που για το πρώτο μόνο πεντάμηνο οι εισπράξεις ήταν £14,139.56, που ήταν ούτως ή άλλως περίπου το ήμισυ των εισπράξεων σε σχέση με τα προηγούμενα έτη και χωρίς να αναμένει την εξέλιξη της επερχόμενης καλοκαιρινής περιόδου, που ακολουθούσε αμέσως μετά την απόλυση του Αιτητή.»

Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε δοθεί μαρτυρία και από τον Κλαύδιο Θεοχάρους. Ο τελευταίος είναι εγκεκριμένος λογιστής. Δεν ήταν ο λογιστής της επιχείρησης του εφεσείοντα, αλλά ο εφεσείων του ανέθεσε «ενώ εκκρεμούσε η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου, να συντάξει έκθεση για την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης».

Στην έκθεση του διαχώρισε τα εισοδήματα σε εισπράξεις εξαρτημάτων και σε εισπράξεις από επιδιορθώσεις. Όπως φαίνεται στην έκθεση και όπως εξήγησε ο μάρτυρας τα περισσότερα εισοδήματα ήταν από τα εξαρτήματα και ότι η δουλειά του εφεσίβλητου συνδέετο μόνο με τις επιδιορθώσεις.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του πιο πάνω μάρτυρα ως αναξιόπιστη, γιατί «δεν έκαμε καθόλου καλή εντύπωση».  Παρατήρησε επίσης:

(α)  Ενώ ο εφεσείων δεν διατηρούσε καν βιβλία για την επιχείρηση του, «ο πιο πάνω μάρτυρας – λογιστής ανέφερε ότι στήριξε την έκθεση του (Τεκμ. 1) στα βιβλία που κρατούσε ο Εργοδότης αλλά και σε τιμολόγια που του έδωσε ο ίδιος για κάθε αυτοκίνητο».      

(β)  Ενώ ανέφερε ότι γνώριζε την κατάσταση του γκαράζ γιατί το επισκέπτετο κάθε μέρα, παραδόξως όμως δεν γνώριζε για την απόλυση του εφεσίβλητου. Παρουσίασε την κατάσταση του γκαράζ πιο ζοφερή και από τον ίδιο τον Εργοδότη λέγοντας ότι τα τελευταία δύο χρόνια η δουλειά εμειώνετο συνεχώς.

Τέλος το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο εφεσείων στη μαρτυρία του δεν αναφέρθηκε στο διαχωρισμό μεταξύ των εισπράξεων από επιδιορθώσεις και από τα εξαρτήματα και στην τυχόν σημασία που θα είχε αναφορικά με τις συνολικές εισπράξεις.  Αντίθετα ο εφεσείων δέκτηκε τις εισπράξεις που δήλωνε στο Φ.Π.Α. ως συνολικά εισοδήματα των εργασιών του.  Για το λόγο αυτό το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο διαχωρισμός αυτός επινοήθηκε εκ των υστέρων, αφού τα εισοδήματα της επιχείρησης που ήταν γνωστά στο Ταμείο Πλεονασμού που ο ίδιος ο Εργοδότης έδωσε, δεν «βόλευαν» την υπόθεση αφού δεν έδειχναν μείωση των εργασιών.

Ήταν το τελικό συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο εφεσείων «δεν απέδειξε πραγματικές συνθήκες πλεονασμού και συγκεκριμένα μείωση του όγκου των εργασιών της επιχείρησης του ως λόγο τερματισμού των υπηρεσιών του αιτητή».

Ως εκ τούτου – κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – «ο τερματισμός των υπηρεσιών του Αιτητή στις 31.5.98 ήταν άδικος και αδικαιολόγητος (unfair dismissal) και κατά συνέπεια παράνομος και ο Αιτητής με βάση το άρθρο 3(1) του Νόμου δικαιούται σε αποζημιώσεις.» 

Η έφεση.

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και/ή εφάρμοσε τις διατάξεις του άρ. 18(γ)(vii)* του Νόμου 24/67. Ο κ. Χατζηνέστωρος, εκ μέρους του εφεσείοντα, υποστήριξε ότι η πιο πάνω διάταξη εισάγει «δύο ξεχωριστούς και [*881]αυτοτελείς λόγους πλεονασμού, αυτού που οφείλεται (α) στον περιορισμό του όγκου της εργασίας, και (β) στον περιορισμό του όγκου της επιχείρησης».

Οι λόγοι αυτοί είναι ανεξάρτητοι.  Σε μια επιχείρηση – συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος – πιθανόν να υπάρχει πλεονασμός λόγω περιορισμού του όγκου της εργασίας ή λόγω περιορισμού του όγκου της επιχείρησης, δεν αποκλείεται όμως να υπάρχουν και οι δυο λόγοι σωρευτικά.  Η απουσία του συνδετικού «και» από τη διάταξη και η παρεμβολή του διαζευτικού «ή» δεν αφήνει καμιά αμφιβολία περί τούτου.

Ο κ. Χατζηνέστωρος υπέβαλε ότι όταν ο νομοθέτης αναφέρει στην υπό κρίση διάταξη «περιορισμός του όγκου της εργασίας» και μάλιστα στον ενικό, εννοεί τον περιορισμό του όγκου εργασίας του συγκεκριμένου εργοδοτουμένου ή εργοδοτουμένων και όχι τον περιορισμό του όγκου της επιχείρισης που πιθανόν να ταυτίζεται με αυτό που λέγεται «μείωση του κύκλου εργασιών».   ’Ηταν η θέση του κ. Χατζηνέστωρος πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ερμηνεύοντας λάθος το άρθρο εξέτασε τους λόγους πλεονασμού που αναφέρονται στο πιο πάνω άρθρο ως ενιαίον λόγο πλεονασμού και αφιέρωσε σχεδόν το σύνολο της απόφασης του στο θέμα εάν μειώθηκε ή όχι ο κύκλος εργασιών της επιχείρησης.  Ως απόρροια του πιο πάνω λάθους το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε μόνο τον ένα λόγο ήτοι αυτόν που αναφέρεται στον περιορισμό του όγκου της επιχείρησης ή όπως τον αποκαλεί του κύκλου εργασιών.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε καθόλου και αγνόησε το άλλο σκέλος της διάταξης που αναφέρεται στον περιορισμό του όγκου της εργασίας του συγκεκριμένου εργοδοτουμένου ήτοι του εφεσίβλητου.  Επομένως – κατέληξε ο κ. Χατζηνέστωρος – το Πρωτόδικο Δικαστήριο «έσφαλλε όταν εξέτασε τον λόγο πλεονασμού του αρ. 18(γ) (νιι) ως ενιαίον».  Παρόλο «ότι υπήρχε αρκετή σχετική μαρτυρία και παρόλο ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντα αγόρευσε επί του σημείου αυτού το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου και παρεγνώρισε τον σχετικό λόγο».

Η εισήγηση του κ. Χατζηνέστωρος ότι ο όρος «περιορισμός του όγκου της εργασίας» στο επίμαχο άρ. 18(γ)(νιι) αναφέρεται στον όγκο εργασίας του συγκεκριμένου εργοδοτούμενου δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όταν ο Νόμος αναφέρεται σε «περιορισμό του όγκου της εργασίας» σαφώς εννοεί περιορισμό ή μείωση του όγκου της εργασίας του συγκεκριμένου εργοδότη.  Αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν η ερμηνεία που προτείνεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο τότε το επίμαχο άρθρο θα έκαμνε ρητή αναφορά στον εργοδοτού[*882]μενο και το εδάφιο (γ)(νιι) του άρ. 18 θα είχε ως εξής:

«(γ) εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων όταν η απασχόλησις του ετερματίσθη ένεκα οιουδήποτε των ακόλουθων άλλων λόγων της επιχειρήσεως:

(νιι) περιορισμού του όγκου της εργασίας του ή της επιχειρήσεως.»

Στην υποπαράγραφο (νιι) θα είχαμε την προσθήκη του άρθρου «του» η οποία δεν υπάρχει στην επίμαχη διάταξη.

Η ερμηνεία στην οποία έχουμε καταλήξει βρίσκει έρεισμα στα λεχθέντα στην Α. Ιάσωνος Λτδ. ν. Χρίστου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 703, 706:

«Ο όγκος εργασίας προσδιορίζεται με βάση σταθερό παρονομαστή που αντανακλά τον όγκο της εργασίας του εργοδότη στο πλαίσιο του συνήθους κύκλου της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και η σημασία που ενέχει ο όρος ‘όγκος εργασίας’ στο πλαίσιο του άρ. 18(γ)(νιι) του Ν. 24/67 (όπως έχει τροποποιηθεί).»

(Βλ. και Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ ν. Γρηγορά κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1985:  «Η πρόσληψη υπαλλήλου για να εκτελεί με τα ίδια μέσα τα καθήκοντα της εφεσίβλητης, καταδείχνει με βεβαιότητα ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της εφεσίβλητης δεν οφειλόταν ούτε και σε περιορισμόν του όγκου της εργασίας των εφεσειόντων»).

Ενόψει της ερμηνείας στην οποία έχουμε καταλήξει η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το σκέλος της επίμαχης διάταξης που αναφέρεται στον περιορισμό του όγκου της εργασίας του συγκεκριμένου εργοδοτούμενου δεν ευσταθεί. Δεν υποστηρίζεται από την ορθή ερμηνεία της επίμαχης διάταξης. Η τελευταία δεν επιβάλλει υποχρέωση στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει τον περιορισμό του όγκου της εργασίας του συγκεκριμένου εργοδοτουμένου. Αυτό που επιβάλλει είναι η εξέταση του όγκου της εργασίας της επιχείρησης του εργοδότη.  Και αυτό είναι που έχει κάμει το Πρωτόδικο Δικαστήριο.  Αφού ορθά προσδιόρισε ως κύριο επίδικο θέμα το κατά πόσο ο εφεσίβλητος απολύθηκε λόγω «μείωσης του όγκου των εργασιών» στο τέλος κατέληξε με τη διαπίστωση ότι ο εργοδότης «δεν απέδειξε πραγματικές συνθήκες πλεονασμού και συγκεκριμένα μείωση του όγκου των εργασιών της επιχείρησης του».  Κρίνουμε, επομένως, ότι το [*883]Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα εντός των πλαισίων που προδιαγράφονται από το Νόμο. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Ο εφεσείων υποστήριξε, επίσης, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν εστήριξε τα ευρήματα και/ή συμπεράσματα του στην υπάρχουσα μαρτυρία και/ή τα ευρήματα και/ή συμπεράσματα συγκρούονται και/ή δεν συνάδουν και/ή δεν απορρέουν από την προσκομισθείσαν μαρτυρίαν και/ή είναι αντίθετα με αυτή και/ή παρέκαμψε και/ή αγνόησε ουσιώδη μαρτυρία και/ή δεν προέβηκε στην ορθή εφαρμογή του νόμου στα γεγονότα».

Ο πιο πάνω λόγος της έφεσης σχετίζεται κυρίως με τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσείοντα και εκείνης του λογιστή Θεοχάρους.

Θέματα που σχετίζονται με ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων βρίσκονται πρωταρχικά μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αν «με βάση τη μαρτυρία στην ολότητά της ήταν εύλογα επιτρεπτό να καταλήξει το Δικαστήριο όπως κατάληξε, τότε το Εφετείο δεν επεμβαίνει» (Cybarco Ltd v. Βρυωνίδου (2001) 1 A.A.Δ. 1187, Meletiou and another v. Lemis (1969) 1 C.L.R. 558, Christodoulou v. Menicou and others (1966) 1 C.L.R. 17, Kyriacou v. A. Kortas & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 581, Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286, Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Αγησιλάου ν. Χρίστου (1986) 1(Ε) Α.Α.Δ.  713, Μαυρίδης ν. Dharaghji και Άλλων (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013 και Ioannou v. Mavridou (1972) 1 C.L.R. 107).

Για να επέμβει το Εφετείο πρέπει να καταδειχθεί ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν εσφαλμένη και το βάρος τέτοιας απόδειξης το φέρει ο εφεσείων (Kyriacou (πιο πάνω) και Cybarco Ltd (πιο πάνω)).

Αναφορικά με τα συμπεράσματα όπου τα γεγονότα δεν αμφισβητούνται και η υπόθεση βασίζεται επί των συμπερασμάτων που μπορούν να εξαχθούν από τα γεγονότα το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως το Πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίσει επί της υπόθεσης (Koudellaris v. Christoforou and Others (1975) 1 C.L.R. 366, 372, Cybarco Ltd (πιο πάνω) και Powell v. Straatham Maror Nursing Home [1935] A.C. 243, 267).

Στην παρούσα υπόθεση είναι πρόδηλο από την εκκαλούμενη απόφαση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας.  Έδωσε δε με σαφήνεια [*884]τους λόγους που το οδήγησαν στα ευρήματα του που σχετίζονται με την αξιοπιστία.  Θεωρούμε τους λόγους που δόθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο καθόλα έγκυρους.  Δεν παρέχεται, επομένως, περιθώριο επέμβασης μας.  Τονίζουμε ότι το τελικό συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε σαν πραγματικό βάθρο τις καταστάσεις που είχε υποβάλει ο ίδιος ο εφεσείων μέσω του λογιστή του.  Έχοντας υπόψη το περιεχόμενο των καταστάσεων εκείνων σε συνάρτηση με τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία, δεν έχουμε διακρίνει οποιοδήποτε σφάλμα στην επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η θέση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων έπρεπε να αναμένει την εξέλιξη της επερχόμενης καλοκαιρινής περιόδου που ακολουθούσε αμέσως μετά την απόλυση του αιτητή έχει επικριθεί από τον κ. Χατζηνέστωρος.  Ο τελευταίος υπέβαλε ότι η κρίση αυτή ευρίσκεται εκτός του Νόμου.

Της πιο πάνω αναφοράς είχε προηγηθεί το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο ο εφεσείων «απέλυσε τον αιτητή την 31.5.98 την ώρα που για το πρώτο πεντάμηνο οι εισπράξεις ήταν £14,139.56 που ήταν ούτως ή άλλως περίπου το ήμισυ των εισπράξεων σε σχέση με τα προηγούμενα έτη».  Αμέσως μετά την επίδικη αναφορά το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην Ιάσωνας (πιο πάνω) σελ. 706 σύμφωνα με την οποία «εποχιακή ή περιοδική μείωση του όγκου της εργασίας η οποία αφήνει ανεπηρέαστο τον όγκο της εργασίας επιμετρούμενο μέσα στο σύνηθη κύκλο της εμπορικής δραστηριότητας του εργοδότη, δε συνιστά λόγο για τον τερματισμό της απασχόλησης λόγω πλεονασμού και  ο όγκος των εργασιών μιας επιχείρησης έχει όχι μόνο εποχιακές αλλά και καθημερινές αυξομειώσεις και διακυμάνσεις».

Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στην επίδικη αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Αυτό που ήθελε να υποδείξει το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι έστω και αν κατά το χρόνο της απόλυσης είχε σημειωθεί μείωση του όγκου της εργασίας αυτή ήταν εποχιακή και δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη ενόψει της νομολογίας.  Η αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην καλοκαιρινή περίοδο είχε σαν έρεισμα τη μαρτυρία σύμφωνα με την οποία κατά την καλοκαιρινή περίοδο υπήρξε αύξηση στον όγκο της εργασίας.

Μετά που είχε απορρίψει τη μαρτυρία του λογιστή το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

[*885]

«Παρόλο ότι δεν μπορούμε να δεχθούμε αυτή τη μαρτυρία, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, επιπρόσθετα κρίνουμε, πως τα εξαρτήματα είναι απόλυτα συνυφασμένα με τις εργασίες ενός γκαράζ  όπως αυτές επιτελούνται στον τόπο μας και άρρηκτα συνδεδεμένα με την εργασία του μηχανικού αυτοκινήτου.  Ακόμα όμως και κάτω από αυτές τις περιστάσεις και αν ελαμβάναμε ως αληθή αυτό τον διαχωρισμό και πάλι οι εισπράξεις από επιδιορθώσεις, που είναι σύμφωνα με την έκθεση για το 1996 Λ.Κ.9,477, για το 1997 Λ.Κ.10,021 και για το έτος απόλυσης του Αιτητή 1998 Λ.Κ.8,671 δεν μπορεί να σημαίνει μείωση του όγκου εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 18(γ)(νιι) του Νόμου.»

Η ορθότητα των πιο πάνω θέσεων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει αμφισβητηθεί.  Έχει υποστηριχθεί ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε «ως παγκοίνως γνωστό και απέδωσε σ’ αυτό δικαστική γνώση που είχε εφαρμογή και στο γκαράζ του εφεσείοντα πως τα εξαρτήματα είναι απολύτως συνυφασμένα με τις εργασίες ενός γκαράζ ...».

Υπενθυμίζουμε ότι τα όσα λέχθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο λέχθηκαν μετά την απόρριψη της μαρτυρίας του λογιστή.  Δεν αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης και δεν μπορούν έγκυρα να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης.  Είναι επί του προκειμένου άμεσα σχετικό το πιο κάτω απόσπασμα από την Paphos Stone C. Estates Ltd κ.ά. ν. Χριστοδουλίδη κ.ά. (2000) 1 A.A.Δ. 2110:

«Με την απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας, η οποία κρίθηκε αναξιόπιστη, σφραγίσθηκε η μοίρα της υπεράσπισης της.  Εφόσο δεν έγινε δεκτή η θέση της η οποία σχετιζόταν με τους λόγους απόλυσης και - αντίθετα - έγινε δεκτή η θέση του εφεσίβλητου, η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης του λόγου του τερματισμού το οποίο έφερε (Βλ. Αριστείδου ν. R. K. Super Beton Ltd (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 114).

Τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο μετά την απόρριψη της μαρτυρίας που παρουσιάσθηκε από την εφεσείουσα λέχθηκαν ‘εν παρόδω’ και ως εκ περισσού. Ήταν αχρείαστα. Λέχθηκαν πάνω στην υποθετική βάση της τυχόν αποδοχής ως αληθούς της μαρτυρίας του μάρτυρα της εφεσείουσας. Ωστόσο πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι υποθέσεις αποφασίζονται και νομικά ζητήματα επιλύονται μόνο πάνω στη βάση των πραγματικών περιστατικών που γίννονται δεκτά από το δικαστήριο και ποτέ πάνω σε υποθετική βά[*886]ση. Τα όσα λέχθηκαν εν παρόδω δεν αποτελούν μέος του λόγου (ratio) της απόφασης. Δεν ήταν αναγκαία για να αποφασισθεί η υπόθεση. Δεν έχουν δεσμευτική ισχύ και δεν μπορούν έγκυρα να αποτελούν αντικείμενο έφεσης (Βλ. Flower v. Ebbw Vale Steel, Iron & Coal Co. Ltd [1934] 2 K.B. 132, 134:  ‘If a judge thinks it desirable to give his opinion on some point which is not necessary for the decision of the case, that of course has not the binding weight of the decision of the case, and the reasons for the decision’.

Σε μετάφραση: ‘Αν ένας δικαστής το θεωρεί επιθυμητό να διατυπώσει την άποψη του πάνω σε ένα σημείο το οποίο δεν είναι αναγκαίο για να αποφασισθεί η υπόθεση, αυτό βέβαια δεν φέρει το δεσμευτικό βάρος της απόφασης της υπόθεσης και των λόγων για την απόφαση’).”

Με άλλο λόγο έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ετερμάτισε τις υπηρεσίες του εφεσίβλητου άδικα και αδικαιολόγητα (unfair dismissal) και κατά συνέπεια παράνομα και ότι ο εφεσίβλητος με βάση το άρθρο 3(1) του Νόμου δικαιούται σε αποζημιώσεις. 

Ο κ. Χατζηνέστωρος υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψη, εκτός των πιο πάνω λόγων έφεσης και το ουσιώδες γεγονός ότι δεν έγινε έκτοτε άλλη πρόσληψη και ο εφεσίβλητος ουδέποτε αντικαταστάθηκε.  Το «στοιχείο αυτό της μη αντικατάστασης αποτελεί ισχυρή μαρτυρία (strong evidence) όπως αναφέρει ο Λόρδος Denning στην μειοψηφούσα απόφαση στην Hindle v. Percival Boats Ltd [1969] 1 All E.R. 836, ότι ο εφεσίβλητος ήταν πλεονάζων». Υποστήριξε επίσης ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το ουσιώδες γεγονός ότι μετά τον τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσίβλητου τελικά το γκαράζ έκλεισε και ότι ο ίδιος ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού επικαλούμενος ότι είναι πλεονάζων.

Όπως έχουμε ήδη υποδείξει το επίδικο συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στα στοιχεία που παρουσίασε ο ίδιος ο εφεσείων μέσω του λογιστή του. Έχουμε, επίσης, υποδείξει (βλ. σελ. 201-202) ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προσδιορίσει ορθά το επίδικο θέμα ήτοι κατά πόσο ο αιτητής απολύθηκε λόγω μείωσης του όγκου εργασιών.  Έχοντας υπόψη το επίδικο θέμα και τη μαρτυρία – τις καταστάσεις που παρουσίασε ο ίδιος ο εφεσείων – η οποία έχει οδηγήσει στο επίδικο συμπέρασμα θεωρούμε ότι τα όσα έχουν λάβει χώραν μετά την απόλυση του εφεσείοντα δεν μπορούν, κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, να διαδρα[*887]ματίσουν οποιοδήποτε ρόλο. Άλλωστε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα (βλ. σελ. 13 των πρακτικών), ο τελευταίος στις 30.12.2000 έδωσε διάφορα εργαλεία της εργασίας του – πάγκους, κρίκους, κομπρεσόρους κλπ. – στο γιό του ο οποίος ασχολείται με συναφές επάγγελμα.

Τέλος το γεγονός ότι ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού ως πλεονάζων δεν αποτελεί απόδειξη ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του ήταν δικαιολογημένος.  Είναι δικαίωμα ενός εργοδοτουμένου, ο οποίος απολύεται, να διεκδικήσει τα οποιαδήποτε δικαιώματα του, τα οποία θεωρεί ότι του παρέχει ο Νόμος.

Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης ο κ. Χατζηνέστωρος υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ασχολήθηκε με το θέμα της εποχιακής απασχόλησης και με την απόφαση Ιάσωνος (πιο πάνω). Υπέβαλε ότι η εποχιακή απασχόληση δεν αποτέλεσε λόγο απόλυσης του εφεσίβλητου και δεν ήταν επίδικο θέμα.  Υπέβαλε, επίσης, ότι η αύξηση της εργασίας τους καλοκαιρινούς μήνες συνέβαινε κάθε έτος και δεν υπήρχαν συνθήκες εποχιακής απασχόλησης στο γκαράζ.

Έχουμε ήδη αναφερθεί στις περιστάσεις που οδήγησαν το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην αναφορά του στην Ιάσωνος (πιο πάνω).   Η αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην υπόθεση εκείνη – όπως έχουμε ήδη υποδείξει – αποτελούσε τη θέση της νομολογίας έναντι της μαρτυρίας σύμφωνα με την οποία είχε σημειωθεί μείωση του όγκου της εργασίας κατά το χρόνο της απόλυσης.  Αποτελούσε μια θεώρηση της νομικής προσέγγισης και δεν συνιστά καθόλου ενασχόληση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με θέμα το οποίο δεν ήταν επίδικο.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο