Parma Brokerage Ltd ν. Αντώνη Αντωνίου (2002) 1 ΑΑΔ 888

(2002) 1 ΑΑΔ 888

[*888]21 Ιουνίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

PARMA BROKERAGE LTD,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

ν.

ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11061)

 

Έφεση ― Οι εφέσεις συζητούνται στη βάση των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και των λόγων που αμφισβητούν την ορθότητά τους ― Όταν οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν προσβάλλονται, η ενασχόληση με τις νομικές αρχές που επικαλείται ο συνήγορος των εφεσειόντων μόνο ακαδημαϊκή σημασία μπορεί να έχει.

Οι εφεσείοντες-ενάγοντες (οι εφεσείοντες) είναι χρηματιστές.  Στις 4.8.99 ο πελάτης τους Α. Αντωνίου τους έδωσε εντολή να του αγοράσουν 450 μετοχές της Λαϊκής Τράπεζας.  Οι εφεσείοντες αγόρασαν τις επίδικες μετοχές έναντι ποσού Λ.Κ.3185,19 σεντ.  Λόγω λάθους οι επίδικες μετοχές εγγράφηκαν στο όνομα του εφεσίβλητου-εναγόμενου (ο εφεσίβλητος) ο οποίος φέρει το ίδιο όνομα με τον πιο πάνω πελάτη των εφεσειόντων.  Όταν οι εφεσείοντες αντελήφθηκαν το λάθος αγόρασαν ισάριθμες μετοχές - σε ψηλότερη όμως τιμή από τις επίδικες - και τις μεταβίβασαν στο όνομα του πελάτη τους.

Οι εφεσείοντες αξίωσαν με αγωγή τους εναντίον του εφεσίβλητου:

α) Αποζημιώσεις της τάξεως των Λ.Κ.7000.

β) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται ο εφεσίβλητος να τους επιστρέψει τις επίδικες μετοχές.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στη διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν τις αξιούμενες αποζημιώσεις.  Γι’ αυτό εξέδωσε μόνο διάταγμα εναντίον του εφεσίβλητου για την επιστροφή ή επανεγγραφή των μετοχών στο όνομα των εφεσειόντων.

[*889]Αναφορικά με τα έξοδα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ των εφεσειόντων έξοδα μέχρι και τις 17.11.2000, που ήταν η ημέρα έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας.  Επεδίκασε τα έξοδα που δημιουργήθηκαν μετά την πιο πάνω ημερομηνία υπέρ του εφεσίβλητου.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση και υποστήριξαν ότι η μη επδίκαση αποζημιώσεων ήταν εσφαλμένη.  Υπέβαλαν ότι σύμφωνα με τη νομολογία λάθος ως προς την ταυτότητα προσώπου προς το οποίο δίδεται περιουσιακό στοιχείο θεωρείται ουσιαστικό λάθος και ότι η περιουσία δεν μεταβιβάζεται στο πρόσωπο τούτο το οποίο θεωρείται υπεύθυνο για παράνομη οικειοποίηση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει μαρτυρία για την αξία των μετοχών στις 3.11.2000, ημέρα κατά την οποία τα αποδεικτικά στοιχεία δόθηκαν στον εφεσίβλητο μέσω του δικηγόρου του ή τουλάχιστο μετά τις 29.2.2000 ημέρα κατά την οποία οι εφεσείοντες ζήτησαν από τον εφεσίβλητο να μεταβιβάσει τις μετοχές στο όνομά τους ή να πληρώσει την αξία τους, δεν έχει προσβληθεί.

2.  Από την πιο πάνω διαπίστωση, συνάγεται με ασφάλεια ότι η ευθύνη του εφεσίβλητου για πληρωμή αποζημιώσεων αρχίζει από την ημερομηνία που του είχαν δοθεί τα αποδεικτικά στοιχεία για το λάθος.

3.  Οι σχετικές με το θέμα των στοιχείων και της απόδειξης ζημίας διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έχουν προσβληθεί.  Έπεται πως τα σχετικά συμπεράσματα του έχουν παραμείνει άτρωτα.  Για το λόγο αυτό η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίφθηκε. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα λόγω μη καταχώρησης περιγράμματος αγόρευσης από τον εφεσίβλητο.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Papadopoulos v. National Bank of Greece (1979) 1 C.L.R. 10.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες - χρηματιστές κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 6/3/01 (Αρ. Αγωγής 1321/00) με την οποία απέρριψε την αγωγή τους για [*890]αποζημιώσεις κατά του εναγομένου αφού έκρινε ότι η ζημιά που είχαν υποστεί οι ενάγοντες στις 29.10.1999 από τη διαφορά στην αξία των μετοχών που αγοράστηκαν την πρώτη αγορά από αυτές της δεύτερης φοράς προκλήθηκε αποκλειστικά από πράξεις ή λανθασμένες ενέργειες των εναγόντων και όχι του εναγομένου.

Χρ. Χρυσάνθου, για τους Εφεσείοντες.

Ο Εφεσίβλητος παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες-ενάγοντες (οι εφεσείοντες) είναι εγγεγραμμένοι χρηματιστές. Στις 4.8.99 κάποιος πελάτης τους, ο Αντώνης Αντωνίου από την Παλλουριώτισσα, τους έδωσε εντολή να του αγοράσουν 450 μετοχές (οι επίδικες μετοχές) της Λαϊκής Τράπεζας.  Οι εφεσείοντες αγόρασαν τις επίδικες μετοχές έναντι ποσού Λ.Κ.3185,19 σεντ. Λόγω λάθους οι επίδικες μετοχές εγγράφηκαν στο όνομα του εφεσίβλητου-εναγομένου (ο εφεσίβλητος) ο οποίος φέρει το ίδιο όνομα με τον πιο πάνω πελάτη των εφεσειόντων.  Μετά που οι εφεσείοντες είχαν αντιληφθεί το λάθος αγόρασαν – στις 29.10.99 – 450 μετοχές και τις μεταβίβασαν στο όνομα του πελάτη τους.  Οι μετοχές αυτές, όμως, αγοράστηκαν σε ψηλότερη τιμή από τις επίδικες.

Με εντολή του δικηγόρου τους ημερ. 29.2.2000 οι εφεσείοντες ζήτησαν από τον εφεσίβλητο να μεταβιβάσει τις μετοχές στο όνομα τους ή να πληρώσει την αξία τους.

Ο εφεσίβλητος δεν συμμορφώθηκε.  Στις 28.3.2000 οι εφεσείοντες με αγωγή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) αξίωσαν από τον εφεσίβλητο:

(α)  Αποζημιώσεις της τάξεως των Λ.Κ.7000 λόγω λανθασμένης ή/και άνευ ανταλλάγματος εγγραφής των επιδίκων μετοχών στο όνομα του εφεσίβλητου.

(β)  Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται ο εφεσίβλητος να επιστρέψει τις επίδικες μετοχές στους εφεσείοντες.

Με την υπεράσπιση του ο εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι μόλις ειδοποιήθηκε από τους εφεσείοντες μετέβη στα γραφεία τους.  Συνά[*891]ντησε κάποιο διευθυντή τους ο οποίος του μίλησε για το λάθος αλλά δεν του παρουσίασε οποιαδήποτε στοιχεία που να αποδεικνύουν το λάθος.  Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι ο ίδιος «αγόραζε και αγοράζει συνεχώς χιλιάδες μετοχές της Λαϊκής Τράπεζας δια τις οποίες υπάρχουν εκκρεμότητες οι οποίες δεν έχουν διευκρινισθεί».

Στις 17.11.2000 πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ο δικηγόρος του εφεσίβλητου έκαμε την πιο κάτω δήλωση:

«Ενόψει του γεγονότος ότι στις 3.11.00 μας έχoυν δοθεί από την πλευρά των Εναγόντων δύο αντίγραφα contract note για αγορά μετοχών τα οποία αποδεικνύουν ότι πράγματι οι 450 μετοχές, οι επίδικες μετοχές, έχουν μεταβιβασθεί επ’  ονόματι του Εναγομένου εκ λάθους, ενόψει και του υπάρχοντος ενδιάμεσου συντηρητικού απαγορευτικού διατάγματος, το οποίο απαγορεύει στον πελάτη μου την πώληση, μεταβίβαση των μετοχών αυτών, ο Εναγόμενος είναι έτοιμος σήμερα να δεχθεί απόφαση δια να μεταβιβάσει τις ειρημένες εις τους Ενάγοντες αφού οι ίδιοι επέλεξαν να τους καταστούν αδιαπραγμάτευτες με το ειρημένο συντηρητικό διάταγμα.  Ο πελάτης μου επίσης δηλώνει ότι ενόψει της θέσης του αυτής δεν αποδέχεται οποιαδήποτε ευθύνη για την εσφαλμένη αυτή ενέργεια των Εναγόντων και ως εκ τούτου δεν αποδέχεται οποιαδήποτε έξοδα εις βάρος του αποδεχόμενος την απόφαση, αντίθετα ζητεί όπως όλα τα έξοδα μέχρι σήμερα αποδοθούν προς όφελος του.  Αυτά τα έχω δηλώσει για σκοπούς πρακτικού ενόψει της διαδικασίας που υπάρχει για κατάθεση του απαιτούμενου ποσού στο Δικαστήριο, πράγμα το οποίο δεν μένει εδώ αλλά γίνεται για να είμαστε έτοιμοι να δηλώσουμε για την περιουσία του.»

Στη συνέχεια ο δικηγόρος των εφεσειόντων δήλωσε:

«Οι μετοχές που προσφέρονται πάντοτε τις διεκδικούσαν οι Ενάγοντες, αλλά ο χρόνος κατά τον οποίον έγινε η εκδίκαση ήταν πολύ νωρίτερα αμέσως μετά από την πράξη.  Η απαίτηση από τους Ενάγοντες προς τον Εναγόμενο ήταν και θα αποδειχτεί με την μαρτυρία ότι ειδοποιήθηκε για το λάθος και ζήτησε την αποκατάσταση και μπορούσε να γίνει πολύ εύκολα με μια δωρεάν μεταβίβαση ................................................».

Ακολούθως  τα δύο μέρη παρουσίασαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου την μαρτυρία τους.

Μετά την λήξη της ακροαματικής διαδικασίας οι εφεσείοντες εξασφάλισαν τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως με την οποία [*892]προστέθηκαν οι πιο κάτω ισχυρισμοί:

«Η ζημιά των Εναγόντων αποτελείται από το ότι οι Ενάγοντες αγόρασαν μέσω χρηματιστηρίου διά δεύτερη φορά 450 μετοχές της Λαϊκής Τραπέζης και επλήρωσαν ΛΚ12,20 κατά μετοχή ήτοι το συνολικό ποσό ΛΚ5.511,97 σεντ. Τούτο συνέβει αμέσως μετά την παράλειψη του Εναγομένου να μεταβιβάσει διά δωρεάς στο όνομα του πραγματικού αγοραστή μετοχές που καταχωρήθηκαν στο όνομά του.»

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε και σχολίασε την προσαχθείσα μαρτυρία δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου όπως την είχε διατυπώσει στην υπεράσπιση του (βλ. σελ. 210, πιο πάνω).   Ως αποτέλεσμα της αποδοχής της εκδοχής του εφεσίβλητου το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε τις πιο κάτω διαπιστώσεις:

(α)  Στη συνάντηση που είχε ο εφεσίβλητος με κάποιο από τους διευθυντές των εφεσειόντων ζήτησε να του δώσουν κάποια στοιχεία με τα οποία να αποδεικνύεται ότι πράγματι έγινε λάθος στη μεταβίβαση μετοχών και ότι είχαν εγγραφεί οι επίδικες μετοχές στο όνομα του λόγω λάθους των εφεσειόντων.  Επίσης σε κατοπινό στάδιο όταν ο εφεσίβλητος επανειλημμένα ζητούσε στοιχεία οι εφεσείοντες παρέλειψαν να τον εφοδιάσουν με τέτοια στοιχεία.

(β)  Η δεύτερη πράξη, δηλαδή η αγορά των 450 μετοχών μετά που ανακαλύφθηκε το λάθος έγινε στις 29.10.1999.  Οι μετοχές αυτές αγοράστηκαν σε ψηλότερη τιμή από τις πρώτες οι οποίες μεταβιβάστηκαν κατά λάθος στον εφεσίβλητο.  Η αγορά των μετοχών όμως στις 29.10.1999 έγινε συνεπεία του λάθους των εφεσειόντων και για να ικανοποιήσουν τον πελάτη τους, όχι τον εφεσίβλητο.  Ο εφεσίβλητος μπορεί μέχρι αυτή την ημερομηνία να αρνείτο την μεταβίβαση των μετοχών, αλλά δικαιολογημένα, αφού δεν γνώριζε επακριβώς εάν έγινε οποιοδήποτε λάθος ή εάν μεταβιβάστηκαν μετοχές στο όνομα του συνεπεία λάθους.  Η πρώτη επικοινωνία με τον εφεσίβλητο έγινε τις προηγούμενες μια-δυο μέρες της 29.10.1999.

(γ)  Μέχρι τις 29.2.2000 δεν είχε σταλεί οποιοδήποτε έγγραφο στον εφεσίβλητο. Οποιαδήποτε έγγραφα εστάλησαν πολύ αργότερα στο δικηγόρο του εφεσίβλητου.

(δ)  Η αξία των μετοχών είναι μεταβαλλόμενη. Τα αποδεικτικά στοιχεία στον εφεσίβλητο εδόθησαν μέσω του δικηγόρου του [*893]στις 3.11.2000.  Δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για την αξία των μετοχών στις 3.11.2000 ή τουλάχιστον μετά τις 29.2.2000 για να καθορίσει το Δικαστήριο τη ζημιά που είχαν υποστεί οι εφεσείοντες συνεπεία της άρνησης του εφεσίβλητου να μεταβιβάσει τις μετοχές, χρονικό διάστημα που υποτίθεται θα έπρεπε να πεισθεί ο εφεσίβλητος για το λανθασμένο της μεταβίβασης.  Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι ούτε μετά τις 29.10.1999, ημερομηνία αγοράς των μετοχών για τον πελάτη των εφεσειόντων, υπάρχει μαρτυρία για την αξία των μετοχών.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε με τη διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν τις αξιούμενες αποζημιώσεις. Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Εναπόκειται στον ενάγοντα σε κάθε περίπτωση να αποδείξει με κατάλληλη μαρτυρία τα κονδύλια που συνιστούν ειδική ζημιά. Η απόδειξη ειδικών ζημιών κινείται μέσα σε αυστηρά πλαίσια (Ηρακλέους ν. Πέτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239).  Οι ενάγοντες δεν απέδειξαν τις αξιούμενες αποζημιώσεις.  Η ζημιά που είχαν υποστεί οι ενάγοντες στις 29.10.1999 από τη διαφορά στην αξία των μετοχών που αγοράστηκαν την πρώτη αγορά από αυτές της δεύτερης φοράς προκλήθηκε αποκλειστικά από πράξεις ή λανθασμένες ενέργειες των εναγόντων και όχι του εναγομένου. Οι ενάγοντες δεν δικαιούνται οποιοδήποτε ποσό αποζημίωσης.»

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω καταλήξεων του το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα εναντίον του εφεσίβλητου για την επιστροφή ή επανεγραφή των μετοχών στο όνομα των εφεσειόντων.

Αναφορικά με τα έξοδα το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ των εφεσειόντων έξοδα μέχρι και τις 17.11.2000. Επεδίκασε τα έξοδα που δημιουργήθηκαν μετά την πιο πάνω ημερομηνία υπέρ του εφεσιβλήτου.

Η έφεση.

Η απόρριψη της αξίωσης των εφεσειόντων για αποζημιώσεις προσβλήθηκε  με τον ένα – και μοναδικό - λόγο της έφεσης.  Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η μη επιδίκαση αποζημιώσεων ήταν εσφαλμένη. Υπέβαλαν ότι σύμφωνα με τη νομολογία λάθος ως προς την ταυτότητα προσώπου προς το οποίο δίδεται περιουσιακό στοιχείο θεωρείται ουσιαστικό λάθος και ότι η περιουσία δεν μεταβιβάζεται στο πρόσωπο τούτο το οποίο θεωρείται υπεύθυνο για παρά[*894]νομη οικειοποίηση.  Μέτρο των αποζημιώσεων - συνέχισαν - όταν «στερεί ο εναγόμενος τον ενάγοντα από έγγραφο αξιών (security of money) είναι η αξία του κατά το χρόνο της αδικοπραξίας» και ότι κατά γενικό κανόνα ο ενάγων ο οποίος «έχει στερηθεί του περιουσιακού του στοιχείου δικαιούται στην αξία του μαζί με οποιαδήποτε ειδική απώλεια η οποία είναι το φυσικό αποτέλεσμα της παράνομης οικειοποίησης».

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων έκαμε αναφορά στην Papadopoulos v. National Bank of Greece (1979) 1 C.L.R. 10  στην οποία ποσό της τάξεως των ΛΚ2267,23 είχε πιστωθεί κατά λάθος στο λογαριασμό του εναγομένου.  Το Εφετείο έκρινε ότι «ο εναγόμενος ευρίσκετο εν αδίκω. Από τη στιγμή που ειδοποιήθηκε ότι το υπόλοιπο του ήταν πιστωτικό πρέπει να είχε αντιληφθεί ότι υπήρχε κάποιο λάθος και όφειλε να ειδοποιήσει την Τράπεζα περί τούτου αντί να παραμείνει σιωπηλός και να εισπράξει τα χρήματα».

Παρατηρούμε:

Με την έφεση δεν έχουν προσβληθεί οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (έχουν παρατεθεί στις σελ. 892-893, πιο πάνω). Συγκεκριμένα δεν έχουν προσβληθεί οι πιο κάτω διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:

(α)  Ότι ο εφεσίβλητος «αρνείτο μέχρι τις 29.10.99 την μεταβίβαση των μετοχών, αλλά δικαιολογημένα αφού δεν γνώριζε επακριβώς εάν έγινε οποιοδήποτε λάθος ή εάν μεταβιβάστηκαν μετοχές στο όνομα του συνεπεία λάθους».

(β)  Ότι τα αποδεικτικά στοιχεία δόθηκαν στον εφεσίβλητο μέσω του δικηγόρου του στις 3.11.2000· και ότι δεν υπάρχει μαρτυρία για την αξία των μετοχών στις 3.11.2000 ή τουλάχιστον μετά τις 29.2.2000.

Συνάγεται με ασφάλεια από τη δεύτερη πιο πάνω διαπίστωση  του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ευθύνη του εφεσίβλητου για πληρωμή αποζημιώσεων αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία του είχαν δοθεί τα αποδεικτικά στοιχεία για το λάθος.  Αυτό το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου συνάδει με τα νομολογηθέντα στην Papadopoulos (πιο πάνω).  Η ευθύνη για επιστροφή περιουσιακού στοιχείου που περιέρχεται σε κάποιο πρόσωπο λόγω λάθους αρχίζει από τη στιγμή που τίθενται υπόψη του στοιχεία που αποδεικνύουν το λάθος.

[*895]Οι σχετικές με το θέμα των στοιχείων και της απόδειξης ζημίας διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έχουν προσβληθεί.  Έπεται πως τα σχετικά συμπεράσματα του έχουν παραμείνει άτρωτα. Για το λόγο αυτό η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Δεν θα ασχοληθούμε με τις νομικές αρχές που έχουν τεθεί με την πιο πάνω επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων. Θεωρούμε μια τέτοια ενασχόληση ακαδημαϊκή άσκηση.  Οι εφέσεις συζητούνται στη βάση των διαπιστώσεων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και των λόγων που αμφισβητούν την ορθότητα τους.  Εδώ οι διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έχουν προσβληθεί. Δεν παρέχεται, επομένως, περιθώριο για την εφαρμογή των πιο πάνω αρχών.  Έπεται πως η εξέταση τους είναι αχρείαστη.

Οι εφεσείοντες στο λόγο Β της έφεσης απλώς αναφέρουν «έξοδα» χωρίς να δίδουν οποιαδήποτε αιτιολογία. Ούτε στο περίγραμμα αγόρευσης τους έχουν εξηγήσει γιατί το σχετικό διάταγμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένο.  Επομένως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν μπορεί να τύχει δικαστικής εξέτασης.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Καμία διαταγή για έξοδα γιατί ο εφεσίβλητος δεν καταχώρισε περίγραμμα αγόρευσης.

Η�έφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα λόγω μη καταχώρησης περιγράμματος αγόρευσης από τον εφεσίβλητο.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο