(2002) 1 ΑΑΔ 896
[*896]27 Ιουνίου, 2002
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙO OIKOΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΑ ΣΩΤΗΡΗ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
ν.
1. ΣΩΤΗΡΗ ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
2. SOTIRIS ANDREOU LTD.,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Έφεση Αρ. 134)
Οικογενειακό Δικαστήριο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Δικαιοδοσία επίλυσης διαφορών ― Διεκδίκηση κυριότητας μεριδίου από τη σύζυγο σε ακίνητη περιουσία που αποκτήθηκε από εταιρεία του συζύγου της μετά το γάμο τους, και την οποία κατ’ ισχυρισμόν, κατείχε η εν λόγω εταιρεία σαν θεματοφύλακας της συζύγου ― Κατά πόσο αποτελούσε περιουσιακή διαφορά μεταξύ των συζύγων για την εκδίκαση της οποίας αποκλειστική δικαιοδοσία είχε το Οικογενειακό Δικαστήριο ή κατά πόσο δικαιοδοσία εκδίκασης της επίδικης διαφοράς είχε το πολιτικό δικαστήριο.
Οικογενειακό Δικαστήριο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Δικαιοδοσία Δικαστηρίου ― Εκκρεμείς διαδικασίες ― Άρθρο 3 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου Αρ. 34(Ι)/96 ― Εφαρμοστέες αρχές.
Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Έννοια του όρου “περιουσία” ― Δεν περιλαμβάνει περιπτώσεις προσώπων που δεν είναι ή δεν ήσαν σύζυγοι.
Λέξεις και Φράσεις ― “Οικογενειακές σχέσεις”, είναι “σχέσεις που αναφέρονται στη δημιουργία της οικογένειας ή δημιουργούνται στο πλαίσιο μιας οικογένειας”.
Πολιτική δικονομία ― Αναστολή διαδικασίας ― Με βάση τη Δ.33, θ.10 [*897]των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Κατά πόσο ήταν ενδεδειγμένη ενόψει της κατάληξης του Δικαστηρίου για έλλειψη δικαιοδοσίας και για εσφαλμένη συνένωση διαδίκου.
Η υπόθεση αυτή είχε καταχωρηθεί αρχικά στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 23.7.91. Πέντε περίπου χρόνια αργότερα παραπέμφθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Νόμου 34(Ι)/96. Το Οικογενειακό Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει τη διαφορά μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Νόμος 232/91 όπως τροποποιήθηκε), και ανέστειλε τη διαδικασία όσον αφορά την εφεσίβλητη-εναγόμενη-καθ’ ης η αίτηση αρ. 2 εταιρεία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμηνεύοντας το Άρθρο 3 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου Αρ. 34(Ι)/96 σε συνδυασμό με το Άρθρο 2 του Νόμου 232/91 (όπως τροποποιήθηκε), κατέληξε ότι η αξίωση της αιτήτριας εναντίον της καθ’ ης η αίτηση 2 δεν αποτελούσε “περιουσιακή διαφορά” κατά την έννοια του Άρθρου 2 του Ν. 232/91, πρώτο γιατί η αγωγή καταχωρίστηκε πριν την έναρξη του Νόμου 232/91 και δεύτερο, γιατί πάντοτε η έννοια της “περιουσίας” στο Ν. 232/91 ήταν περιουσία μεταξύ συζύγων και πρώην συζύγων.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση και προέβαλε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερμήνευσε ορθά το Άρθρο 3 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου Αρ. 34(Ι)/96.
2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί η αγωγή της συζύγου να στρέφεται εναντίον τρίτων προσώπων φυσικών ή νομικών και λανθασμένα ερμήνευσε τα Άρθρα 14(Γ) και 14(Δ) του Νόμου 232/91.
3) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε τα Άρθρα 15 και 19 του νόμου.
4) Λανθασμένα εφαρμόσθηκε η Δ.33, θ.10 και αναστάληκε η διαδικασία εναντίον της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας. Έπρεπε η αγωγή-αίτηση εναντίον της εταιρείας να απορριφθεί και το όνομα της να διαγραφεί.
[*898]Αποφασίστηκε ότι:
1. Η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε όλα τα θέματα που εγέρθηκαν με τους λόγους έφεσης είναι ορθή.
2. Από το περιεχόμενο των διατάξεων των Άρθρων 14(Γ) και 14(Δ) προκύπτει σαφώς ότι η εξουσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου να διατάξει ακύρωση μεταβίβασης που έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του Άρθρου 14(Α) ή η εξουσία να επιλαμβάνεται αιτήσεων για δόλια διάθεση περιουσίας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι διευρύνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για επίλυση περιουσιακών διαφορών που επεκτείνεται και σε αξιώσεις μεταξύ μη συζύγων. Σύμφωνα με το Άρθρο 15 του Νόμου (Ν. 232/91) η αξίωση είναι ενοχική και προσωποπαγής όπως έχει ερμηνευθεί στη Ντ. Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 656.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ερμηνεία του Άρθρου 19 αλλά απλώς άντλησε εξ αντιδιαστολής επιχείρημα ότι αγώγιμο δικαίωμα μόνο μεταξύ συζύγων υφίσταται και όχι έναντι οποιουδήποτε τρίτου. Εξάλλου το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι ολόκληρο το Κεφάλαιο ΙΙΙ του νόμου αναφέρεται σε διαφορές συζύγων και δεν καλύπτει περιπτώσεις προσώπων που να μην είναι σύζυγοι. Η θέση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθή.
4. Ενόψει της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε δικαιοδοσία με βάση το νόμο και ότι κακώς συνενώθηκε η εφεσίβλητη εταιρεία στην αγωγή, δεν ετίθετο θέμα αναστολής της διαδικασίας με βάση τη Δ.33, θ.10 αλλά απόρριψης και διαγραφής του ονόματος της εταιρείας από την αγωγή. Η υπόθεση αυτή διαφοροποιείται από την αυθεντία Annita Glafkou Michaelidou v. Gregoriou & Others (1988) 1 C.L.R. 88.
Η έφεση απορρίφθηκε επί της ουσίας με έξοδα. Η διαταγή του πρωτόδικου δικαστηρίου διαφοροποιείται ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δαδακαρίδης ν. Δαδακαρίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 566,
Λογγίνου ν. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347,
[*899]Παπαϊωάννου κ.ά ν. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 656,
Michaelidou v. Gregoriou a.o. (1988) 1 C.L.R. 88.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 13/10/00 (Αρ. Αγωγής 28/96) με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε στην εμπεριστατωμένη απόφασή του ότι δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της διαφοράς μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Νόμος 232/91 όπως τροποποιήθηκε), και ανέστειλε τη διαδικασία όσον αφορά την εφεσίβλητη-εναγομένη-καθ΄ης η αίτηση αρ. 2 εταιρεία.
Αθ. Σπύρου και Σ. Παπακυριακού, για την Εφεσείουσα.
Γ. Κονναρής, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα στις 23.7.1991 καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αγωγή εναντίον του συζύγου της Σωτήρη Ανδρέου (εναγόμενος 1 στην αγωγή) και της εταιρείας SOTIRIS ANDREOU LTD. (εναγομένης 2-εφεσίβλητης στην παρούσα έφεση) με την οποία αξιούσε τα κάτωθι:-
“α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι το ½ μερίδιο της ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται εγγεγραμμένη ή που πρόκειται να εγγραφεί επ’ ονόματι του Εναγομένου 1 και/ή της Εναγομένης Εταιρείας και αποκτήθηκε από αυτούς μετά τον γάμο του Εναγομένου 1 με την Ενάγουσα, κατέχεται από αυτούς σαν θεματοφύλακες της Ενάγουσας.
β) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι το 1 μερίδιο της κινητής περιουσίας που αποκτήθηκε από τον Εναγόμενο 1 και/ή την Εναγομένη Εταιρεία μετά τον γάμο του Εναγομένου 1 με την Ενάγουσα και που βρίσκεται σήμερα στο όνομα του Εναγομένου 1 και/ή της Εναγομένης Εταιρείας και/ή στην κατοχή και/ή στην χρήση και/ή έχουν και/ή ο ένας από αυτούς έχει δικαιώματα επί αυτής, κατέχεται από αυτούς σαν θεματοφύλακες της Ενάγουσας.
γ) Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάζει τον Εναγόμενο 1 [*900]και/ή την Εναγομένη Εταιρεία και/ή και τους δύο από αυτούς να εγγράψουν και/ή μεταβιβάσουν στο όνομα της Ενάγουσας το ½ μερίδιο της ακίνητης και κινητής περιουσίας όπως περιγράφεται πιο πάνω.
δ) Διαζευκτικά αποζημιώσεις πέραν των ΛΚ.500.000- για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή άλλως πως.”
Πέντε περίπου χρόνια αργότερα το Επαρχιακό Δικαστήριο παρέπεμψε την αγωγή στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου 34(1)/96 και της δόθηκε νέος αριθμός ως αίτηση 28/96.
Μετά την παραπομπή της αγωγής στο Οικογενειακό Δικαστήριο καταχωρήθηκε τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα, προδήλως κατόπιν διαταγής του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Ως επακόλουθο καταχωρήθηκε και τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης ως επίσης και τροποποιημένη Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση.
Στην Έκθεση Υπεράσπισης εγείρεται η ακόλουθη προδικαστική ένσταση που αφορά την εφεσίβλητη-εναγόμενη:-
“1. Οι Εναγόμενοι-Καθ΄ων η αίτησις φέρουν προδικαστικήν ένστασιν και ισχυρίζονται ότι η αίτησις εναντίον των Εναγομένων-Καθ΄ων η Αίτησις 2 πρέπει να απορριφθή και/ή δεν δύναται να προχωρήσει επειδή ουδεμία σχέσιν έχουν μετά της Εναγούσης-Αιτήτριας, είναι Νομικόν πρόσωπον αι δραστηριότηται και αι σχέσεις του οποίου ρυθμίζονται υπό του Καταστατικού του και ουδεμία υποχρέωσις ή δικαίωμα μετόχου ή διευθυντού δεσμεύει τούτο και εν πάση περιπτώσει η περιουσία του δεν μπορεί να αποτελέση αντικείμενον περιουσιακής διαφοράς των συζύγων είτε είναι διευθυνταί είτε μέτοχοι του Νομικού προσώπου των Εναγομένων-Καθ΄ων η αίτησις 2 και ούτω δεν είναι δυνατόν να υπάρξη βάσις και/ή αξίωσις μεταξύ Εναγούσης-Αιτητρίας και Εναγομένων-Καθ΄ων η αίτησις 2.”
Η εφεσίβλητη εταιρεία με αίτηση της ημερ. 12.6.2000 ζήτησε, με βάση τη Δ.27, θ.1-2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όπως η πιο πάνω προδικαστική ένσταση εκδικαστεί πριν από την ακροαματική διαδικασία. Οι διάδικοι συμφώνησαν και ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου επελήφθη της υπόθεσης. Οι διάδικοι αρκέσθηκαν σε προφορικές αγορεύσεις. Δεν παρουσίασαν καμιά μαρτυρία προφανώς γιατί θεώρησαν ότι το υπό εκδίκαση θέμα ήταν καθαρά νομικό σημείο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε στην [*901]εμπεριστατωμένη απόφαση του ότι δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της διαφοράς μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Νόμος 232/91 όπως τροποποιήθηκε), και ανέστειλε τη διαδικασία όσον αφορά την εφεσίβλητη-εναγομένη-καθ΄ης η αίτηση αρ. 2 εταιρεία.
Εναντίον της απόφασης αυτής η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση προβάλλοντας επτά προς τούτο λόγους.
Με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης προτείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αδικαιολόγητα ερμήνευσε το άρθρο 3 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 34(Ι)/96.
Το άρθρο 3 του πιο πάνω νόμου έχει ως εξής:-
“Εκκρεμείς διαδικασίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου που έχουν ως επίδικο αντικείμενο περιουσιακές διαφορές με βάση το άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε από τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1996, παραμένουν και ολοκληρώνονται ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων νοουμένου ότι άρχισε η ενώπιόν τους ακροαματική διαδικασία με την κατάθεση μαρτύρων, άλλως παραπέμπονται στο στάδιο που βρίσκονται ενώπιον των αρμόδιων Οικογενειακών Δικαστηρίων.”
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμηνεύοντας το πιο πάνω άρθρο σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του Νόμου 232/91 (όπως τροποποιήθηκε) κατέληξε ως εξής:-
“Το πιο πάνω άρθρο, αναφέρεται όχι σε οποιεσδήποτε διαδικασίες περιουσιακών διαφορών που εκκρεμούσαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο αλλά μόνο σε διαδικασίες που εκκρεμούσαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου που είχαν ως επίδικο αντικείμενο περιουσιακές διαφορές με βάση το άρθρο 2 του Ν. 232/91, όπως τροποποιήθηκε. Όπως προαναφέρθη ανωτέρω, αξίωση εναντίον προσώπου το οποίο να μη συνδέεται με την ιδιότητα του συζύγου ή πρώην συζύγου απέναντι στον ενάγοντα, δεν μπορεί να αποτελεί αξίωση “περιουσίας” κατά την έννοια του άρθρου 2, με αποτέλεσμα το Οικογενειακό Δικαστήριο να μην έχει δικαιοδοσία. Συνεπώς το Οικογενειακό Δικαστήριο για να έχει δικαιοδοσία σε υποθέσεις που παραπέμφθησαν σ’ αυ[*902]τό από το Επαρχιακό Δικαστήριο με βάση το άρθρο 34(Ι)/96 θα πρέπει η διαφορά να ήταν “περιουσιακή” κατά την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 232/91, όπως αποφασίστηκε στην Λογγίνου και προπάντων η διαφορά θα πρέπει να είναι μόνο μεταξύ συζύγων. Είμαι της άποψης ότι η αξίωση της Αιτήτριας εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση αρ. 2 δεν αποτελούσε “περιουσιακή διαφορά” κατά την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 232/91 ακόμα και όταν η αγωγή καταχωρίστηκε και εκκρεμούσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Πρώτο, γιατί η αγωγή καταχωρίστηκε πριν την έναρξη σε εφαρμογή του Νόμου 232/91. Δεύτερο, γιατί πάντοτε η έννοια της “περιουσίας” στο Ν. 232/91 ήταν περιουσία μεταξύ συζύγων και πρώην συζύγων. Είναι διαφορετικό το θέμα αν η Αιτήτρια είχε αξίωση με βάση τις αρχές της επιείκειας να στραφεί εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση αρ. 2 στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Αυτό όμως και πάλι δεν μπορούσε να θεωρηθεί περιουσιακή διαφορά μεταξύ συζύγων, αλλά αξίωση της Ενάγουσας έναντι τρίτου, μη συζύγου της Ενάγουσας.”
Η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του Νόμου 232/1991 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 58(1)/99 αναφέρει σχετικά με την ερμηνεία της λέξης “περιουσία” τα εξής:-
“‘περιουσία’ σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους.”
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω ερμηνευτική διάταξη σε συνδιασμό με τα άρθρα 13-21 του ίδιου νόμου κάτω από το κεφάλαιο ΙΙΙ με τίτλο “Συμμετοχή σε περιουσία”, είναι πρόδηλο ότι ρυθμίζουν περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων μόνο και δεν περιλαμβάνει περιπτώσεις προσώπων που δεν είναι ή δεν ήσαν σύζυγοι.
Με βάση το Άρθρο 111.2Α του Συντάγματος η δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων περιορίζεται στις “οικογενειακές σχέσεις” φράση που έχει ερμηνευθεί στην Ι. Δαδακαρίδης ν. Σ. Δαδακαρίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 566 ως “σχέσεις που αναφέρονται στη δημιουργία της οικογένειας ή δημιουργούνται στο πλαίσιο μιας οικογένειας”.
Στην Π. Λογγίνου ν. Θ. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347 αποφασίσθηκε ότι τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα επίλυσης των περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων και εφόσον η διαδικασία έχει ως επίδικο αντικείμενο περι[*903]ουσιακή διαφορά με βάση το άρθρο 2 αυτή εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας των ανεξάρτητα από το ποιά είναι η βάση της αγωγής.
Με τον τρίτο, πέμπτο και έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί η αγωγή της συζύγου να στρέφεται εναντίον τρίτων προσώπων, φυσικών ή νομικών και ότι εσφαλμένα ερμήνευσε τα άρθρα 14(Γ) και 14(Δ) του Νόμου 232/91.
Δεν έχουμε πεισθεί από τα επιχειρήματα που προβάλλονται από την εφεσείουσα στο περίγραμμα του δικηγόρου της ότι οι λόγοι αυτοί της έφεσης ευσταθούν.
Τα άρθρα 14(Γ) και 14(Δ) αναφέρονται σε δόλιες μεταβιβάσεις ή μεταβιβάσεις περιουσίας με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 14(Α) και έχουν ως εξής:-
“14(Γ)(1) Το Δικαστήριο, για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 14Α έχει την εξουσία να εκδίδει ύστερα από αίτηση διάταγμα με το οποίο να παρεμποδίζεται ο καθ΄ου η αίτηση να διαθέσει, να αποξενώσει ή να επιβαρύνει την περιουσία του ή μέρους της.
(2) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την ακύρωση κάθε μεταβίβασης, διάθεσης ή επιβάρυνσης της περιουσίας ή μέρους της, η οποία έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 14Α ή διατάγματος του Δικαστηρίου που εκδίδεται με βάση τις διατάξεις του Νόμου αυτού.
(3) Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, περιουσία που αποκαλύπτεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου στην οποία ο καθ΄ου η αίτηση συνεχίζει να έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον λογίζεται περιουσία για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 14 και ο ιδιοκτήτης υποχρεούται να επαναφέρει την περιουσία εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, σε περίπτωση που αυτή βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ο ιδιοκτήτης ή ο δικαιούχος ιδιοκτήτης είναι ένοχος καταφρόνησης του Δικαστηρίου.
(4) Το Δικαστήριο δύναται σε επείγουσες περιπτώσεις να εκδίδει προσωρινό διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (1) με την ίδια διαδικασία που ακολουθείται για την έκδοση προσωρινού συντηρητικού διατάγματος, δυνάμει του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.
[*904]
14Δ. Σε περίπτωση δόλιας διάθεσης ή μεταβίβασης περιουσίας, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου.”
Από το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών προκύπτει σαφώς ότι η εξουσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου να διατάξει ακύρωση μεταβίβασης που έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 14(Α) ή η εξουσία να επιλαμβάνεται αιτήσεων για δόλια διάθεση περιουσίας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι διευρύνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για επίλυση περιουσιακών διαφορών που επεκτείνεται και σε αξιώσεις μεταξύ μη συζύγων. Σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου (Ν. 232/91) η αξίωση είναι ενοχική και προσωποπαγής όπως έχει ερμηνευθεί στην Ντ. Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Γ. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 656.
Παραπονείται επίσης η εφεσείουσα με τον τέταρτο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε τα άρθρα 15 και 19 του νόμου. Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση αυτή της εφεσείουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τα άρθρα αυτά στο κείμενο της απόφασης του. Το μεν άρθρο 15 δεν το σχολιάζει ή το ερμηνεύει καθόλου. Για το άρθρο δε 19 που έχει ως εξής:-
“19. Σε περίπτωση που ο γάμος λύθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι πρώην σύζυγοι δεν έχουν αγώγιμο δικαίωμα δυνάμει του παρόντος Νόμου.”
Το Δικαστήριο προβαίνει στο εξής σχόλιο:-
“Από το λεκτικό του άρθρου 19 εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι το αγώγιμο δικαίωμα μεταξύ συζύγων ή πρώην συζύγων των οποίων ο γάμος λύθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου 232/91, μόνο μεταξύ αυτών υπό την ιδιότητά τους ως σύζυγοι ή πρώην σύζυγοι μπορεί να υφίσταται, και όχι έναντι οποιουδήποτε τρίτου.”
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προβαίνει σε ερμηνεία του άρθρου 19 αλλά απλώς αντλεί εξ αντιδιαστολής επιχείρημα ότι αγώγιμο δικαίωμα μόνο μεταξύ συζύγων υφίσταται και όχι έναντι οποιουδήποτε τρίτου. Εξάλλου το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί ότι ολόκληρο το Κεφάλαιο ΙΙΙ του νόμου αναφέρεται σε διαφορές συζύγων και δεν καλύπτει περιπτώσεις προσώπων που να μην είναι σύζυγοι. Συμφωνούμε με τη θέση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου και παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφα[*905]ση του:-
“Από τα πιο πάνω, είναι πρόδηλο ότι το κεφάλαιο ΙΙΙ με τίτλο “Συμμετοχή σε Περιουσία” του Ν. 232/91 που απαρτίζεται από τα άρθρα 13-21, αφορούν μόνο διαφορές μεταξύ συζύγων και δεν καλύπτει περιπτώσεις προσώπων που να μην είναι σύζυγοι μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι ένα πρόσωπο δεν μπορεί σε αγωγή περιουσιακής διαφοράς κατά την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 232/91 να είναι Εναγόμενος όταν ο Ενάγων δεν είναι ο σύζυγός του ή πρώην σύζυγός του, και ότι επίσης αντίστροφα ένα άτομο δεν μπορεί να είναι Ενάγων αν ο Εναγόμενος δεν είναι σύζυγος ή πρώην σύζυγός του.”
Με τον έβδομο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προτείνει ότι λανθασμένα εφαρμόσθηκε η Δ.33, θ.10 και αναστάληκε η διαδικασία εναντίον της καθ΄ης η αίτηση εταιρείας. Έπρεπε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης, η αγωγή-αίτηση εναντίον της εταιρείας να απορριφθεί και το όνομα της να διαγραφεί.
Δεν βλέπουμε τη σκοπιμότητα του λόγου αυτού και σε τί θα ωφελούσε την εφεσείουσα τυχόν επιτυχία του λόγου αυτού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε δικαιοδοσία με βάση το νόμο και ότι κακώς συνενώθηκε η εφεσίβλητη εταιρεία στην αγωγή. Κατά συνέπεια δεν ετίθετο θέμα αναστολής της διαδικασίας με βάση τη Δ.33, θ.10 αλλά απόρριψης και διαγραφής του ονόματος της εταιρείας από την αγωγή. Η υπόθεση αυτή διαφοροποιείται από την αυθεντία Annita Glafcou Michaelidou v. Solon Gregoriou and Others (1988) 1 C.L.R. 88.
Η έφεση απορρίπτεται επί της ουσίας με έξοδα.
Η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαφοροποιείται. Η αίτηση όσον αφορά την εφεσίβλητη-καθ΄ης η αίτηση αρ. 2 απορρίπτεται και το όνομα της διαγράφεται από τον τίτλο.
Η έφεση απορρίπτεται επί της ουσίας με έξοδα. Η διαταγή του πρωτόδικου δικαστηρίου διαφοροποιείται ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο