(2002) 1 ΑΑΔ 938
[*938]28 Ιουνίου, 2002
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
UNITED PERLITE INDUSTRIES LTD,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
ν.
SAYAKHAT AIR COMPANY,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10604)
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Απαγορευτικό διάταγμα τύπου Mareva ― Εκδοθέν μετά από μονομερή αίτηση ― Υποχρέωση για πλήρη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων ― Το ουσιαστικό κριτήριο για τα γεγονότα που πρέπει να αποκαλύπτονται είναι αντικειμενικό και η πρόθεση για απόκρυψη είναι άσχετη και ούτε αποτελεί προϋπόθεση για ακύρωση του διατάγματος ― Το τι θεωρείται ουσιώδες σε κάθε περίπτωση είναι οτιδήποτε άπτεται και μπορεί να επιδράσει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για τη χορήγηση ή όχι του αιτούμενου διατάγματος ― Παράλειψη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων οδήγησε σε ακύρωση του επίδικου διατάγματος.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Απαγορευτικό διάταγμα τύπου Mareva ― Εκδοθέν μετά από μονομερή αίτηση ― Το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε προσωρινό διάταγμα τύπου Mareva εκδοθέν στις 10.8.98 στη βάση μονομερούς αίτησης των εφεσειόντων-εναγόντων με το οποίο απαγορευόταν στους εφεσίβλητους-εναγόμενους να απογειώσουν το αεροσκάφος τους από το Αεροδρόμιο Πάφου την 10.8.98 μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. Βάση της απόφασης αυτής ήταν η, κατά την άποψη του Δικαστή απόκρυψη [*939]ουσιωδών γεγονότων στις ένορκες δηλώσεις που υποστήριζαν τη μονομερή αίτηση. Τα γεγονότα αυτά ήταν η ύπαρξη προηγούμενων ναυλωμένων πτήσεων όσο και προγραμματιζόμενες πτήσεις για το 1998 και συγκεκριμένα μετά τις 10.8.98 καθώς επίσης και συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, τεκμ. 33, γιατί όπως το Δικαστήριο έκρινε, οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι θα την επικαλούντο προς υπεράσπισή τους στην αγωγή και γιατί περιείχε ρήτρα για διαιτησία.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τους ακόλουθους λόγους:
1) Οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι δεν αρνήθηκαν τις θέσεις των εφεσειόντων-εναγόντων στις ένορκες δηλώσεις και το Δικαστήριο ως εκ τούτου έπρεπε να αποδεχθεί το περιεχόμενό τους.
2) Το εύρημα ότι ο ενόρκως δηλών γνώριζε ή θα έπρεπε να γνώριζε στοιχεία τα οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι απέκρυψε, δεν είναι ορθό.
3) Τα γεγονότα που το Δικαστήριο θεώρησε ότι απεκρύβησαν, δεν ήταν ουσιώδη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην παρούσα περίπτωση το Εφετείο δεν έχει ικανοποιηθεί ότι υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
2. Το καθήκον για αποκάλυψη σε περιπτώσεις όπου ακούγεται μόνο η μια πλευρά και δεν δίνεται η δυνατότητα αμφισβήτησης στην άλλη, συναρτάται με την καλή πίστη που πρέπει να επιδεικνύεται κάτω από τέτοιες συνθήκες. Το ουσιαστικό κριτήριο για τα γεγονότα που πρέπει να αποκαλύπτονται είναι αντικειμενικό και η πρόθεση για απόκρυψη είναι άσχετη και ούτε αποτελεί προϋπόθεση για ακύρωση του διατάγματος. Το τι θεωρείται ουσιώδες σε κάθε περίπτωση είναι οτιδήποτε άπτεται και μπορεί να επιδράσει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για τη χορήγηση ή όχι του αιτούμενου διατάγματος.
3. Η συμφωνία, τεκμ. 33, παρόλον ότι δυνατό να μην είχε εφαρμογή, εν τούτοις για τους λόγους που το Δικαστήριο αναφέρει, το περιεχόμενό της ήταν σχετικό και έπρεπε να αποκαλυφθεί. Κυρίως όμως η ύπαρξη προηγούμενων πτήσεων και η μελλοντική διεξαγωγή τέτοιων πτήσεων ήταν ουσιώδες γεγονός, αφού με αυ[*940]τό φαινόταν ότι η παρουσία του αεροσκάφους δεν ήταν η μόνη τέτοια παρουσία κατά τον χρόνο εκείνο και το τέλος της αν το αεροπλάνο αναχωρούσε. Έτσι αν αυτό αποκαλυπτόταν στο Δικαστήριο, δυνατόν αυτό να θεωρούσε ότι δεν εδικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις η έκδοση του διατάγματος, αφού ίσως να εκρίνετο πως δεν υπήρχε οτιδήποτε επείγον για την έκδοση του διατάγματος. Είναι η κρίση του Δικαστηρίου που είναι σχετική για το κατά πόσο γεγονότα είναι ουσιώδη και όχι η άποψη του διαδίκου ή του δικηγόρου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co. κ.ά. (1966) 1 C.L.R. 597,
Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598,
R. v. Kensington Income Tax Comrs ex Princess Edmond de Polignac [1917] 1 KB 486.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 23/7/99 (Αρ. Αγωγής 10280/98) με την οποία ακύρωσε το απαγορευτικό διάταγμα τύπου Mareva με το οποίο απαγορευόταν στους εναγόμενους να απογειώσουν το αεροσκάφος τους από το αεροδρόμιο Πάφου την 10/8/98 ή μέχρι παροχής ικανοποιητικής εξασφάλισης.
Σ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Βραχίμης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η αγωγή των εφεσειόντων-εναγόντων εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων είναι για την αξία εμπορευμάτων που παρέδωσαν στους εφεσίβλητους καθώς επίσης και για έξοδα που έκαναν για λογαριασμό τους.
[*941]Στις 10.8.98, μετά από μονομερή αίτηση των εφεσειόντων-εναγόντων, εκδόθηκε απαγορευτικό διάταγμα τύπου Mareva με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/60, με το οποίο απαγορευόταν στους εφεσίβλητους-εναγόμενους να απογειώσουν το αεροσκάφος τους από το Αεροδρόμιο Πάφου την 10.8.98 μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου, ή μέχρι παροχής ικανοποιητικής εξασφαλίσεως. Στο προσωρινό διάταγμα καταχωρήθηκε ένσταση στις 13.8.98. Η αίτηση εκδικάστηκε και σε αυτή κατέθεσαν πολυάριθμοι μάρτυρες. Τελικά το Δικαστήριο, αφού με λεπτομέρεια ανέλυσε τη μαρτυρία και τα γεγονότα και έκαμε τα ευρήματά του και αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία, ακύρωσε το επίδικο προσωρινό διάταγμα, με έξοδα προς όφελος των εφεσιβλήτων-εναγομένων. Βάση της απόφασης αυτής ήταν η , κατά την άποψη του Δικαστηρίου, απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων στις ένορκες δηλώσεις που υποστήριζαν τη μονομερή αίτηση.
Με την έφεσή τους οι εφεσείοντες-ενάγοντες αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης αυτής και αφού εγκατέλειψαν τους λόγους έφεσης Γ, Δ και ΣΤ, που αφορούσαν ορισμένα πραγματικά ευρήματα του Δικαστηρίου, βασίστηκαν στους υπόλοιπους λόγους έφεσης, οι οποίοι μπορεί να συνοψισθούν ως ακολούθως.
Οι λόγοι Α και Β αφορούν την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η παράγραφος 3 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, που υποστήριζε την αίτηση, καθώς και η παράγραφος 6 της αρχικής ένορκης δήλωσης, δεν είχαν αμφισβητηθεί από την άλλη πλευρά και ως εκ τούτου το Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε δεχθεί το περιεχόμενό τους. Με το λόγο έφεσης Ε αμφισβητείται το εύρημα ότι ο ενόρκως δηλών γνώριζε ή θα έπρεπε να γνώριζε στοιχεία τα οποία έκρινε το Δικαστήριο ότι απέκρυψε, και τέλος, με τους λόγους έφεσης Ζ και Η, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι τα γεγονότα που το Δικαστήριο θεώρησε ότι απεκρύβησαν, δεν ήταν ουσιώδη.
Ο ισχυρισμός για μη άρνηση των θέσεων των εφεσειόντων-εναγόντων, κρίνουμε ότι πρέπει να απορριφθεί. Όπως προκύπτει από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς που περιέχονταν στις ένορκες δηλώσεις της άλλης πλευράς και εξέθεσαν τη δική τους εκδοχή και, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αρνήθηκαν και την παράγραφο 6 της ένορκης δήλωσης των αιτητών με την παράγραφο 21 της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την ένσταση. Ως εκ τούτου κρίνουμε πως αυτά ήταν επίδικα θέματα και καλώς δόθηκε απ΄αυτών προφορική μαρτυρία, που είχε ως αποτέλεσμα την αναγκαιότη[*942]τα αξιολόγησης της και ευρήματος από το Δικαστήριο. Επισημαίνουμε πως με την παράγραφο 6 προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι «φέτος μόνο» (δηλαδή το 1998) είχαν ξεκινήσει ναυλωμένες πτήσεις και, σύμφωνα με τις πληροφορίες του ομνύοντα, δεν θα επαλαμβάνονταν τον επόμενο χρόνο καθώς και ότι οι εναγόμενοι δεν έρχονταν σε τακτικές γραμμές στην Κύπρο. Δηλαδή η όλη βάση της αίτησης ήταν η μη ύπαρξη άλλης περιουσίας των εφεσιβλήτων-εναγόντων στην Κύπρο και ότι το αεροπλάνο αυτό ήταν η μόνη τους περιουσία που ήταν ή θα ήταν ποτέ διαθέσιμη στην Κύπρο για να εξασφαλίσει το λαβείν τους, αν τελικά ήταν επιτυχής ή αγωγή τους.
Το Δικαστήριο επί του θέματος αυτού παρατήρησε πως, από την προφορική μαρτυρία που δόθηκε, τόσο από τον ίδιο τον ομνύοντα όσο και από το Μ.Ε.10, προέκυψε ότι υπήρχαν συγκεκριμένες πτήσεις που έγιναν το 1997, καθώς και ότι υπήρξαν ναυλωμένες πτήσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 10.8.98, δηλαδή την ημερομηνία έκδοσης του προσωρινού διατάγματος. Όχι μόνο, όπως επεσήμανε το Δικαστήριο δεν εδόθη μαρτυρία να υποστηρίξει τον ισχυρισμό ότι δεν επρόκειτο να γίνει άλλη πτήση προς την Κύπρο, αλλά από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την πλευρά των ιδίων των αιτητών, προέκυψαν στοιχεία-γεγονότα αντίθετα με τη θέση αυτή. Έκρινε έτσι, τελικά, το Δικαστήριο, ότι ο Μ.Ε. 1, δηλαδή ο ομνύων, γνώριζε ή τουλάχιστον θα μπορούσε, αν ασκούσε τη δέουσα επιμέλεια, να γνωρίζει τόσο για την ύπαρξη των προηγούμενων ναυλωμένων πτήσεων όσο και για τις προγραμματιζόμενες πτήσεις για το 1998 και, συγκεκριμένα, μετά τις 10.8.98. Είναι γι΄αυτές τις πτήσεις που το Δικαστήριο έκρινε πως οι εφεσείοντες-ενάγοντες απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα, όταν ζητούσαν την έκδοση του διατάγματος μονομερώς. Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο θέωρησε πως η μη αποκάλυψη της ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, του τεκμ. 33, ήταν επίσης άλλο στοιχείο που όφειλαν να αποκαλύψουν, γιατί, όπως έκρινε, ήταν φανερό πως οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι θα επικαλούντο τη συμφωνία αυτή προς υπεράσπισή τους στην αγωγή.
Επί των ανωτέρω οι εφεσείοντες-ενάγοντες αμφισβήτησαν ότι το αν έγιναν ή θα εγίνοντο και άλλες πτήσεις ήταν ουσιώδες και ισχυρίστηκαν ότι καμμία υποχρέωση δεν είχαν να αποκαλύψουν την ύπαρξη της συμφωνίας, τεκμ.33, αφού αυτή, για διάφορους λόγους, ουδέποτε είχε τεθεί σε εφαρμογή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε θεωρήσει ουσιώδες το τεκμ.33 για το λόγο που αναφέραμε πιο πάνω, καθώς επίσης και για το γεγονός ότι περιείχε ρήτρα για διαιτησία.
Όπως έχει επανειλημμένα τονισθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι το πιο αρμόδιο για να κρίνει την ενώπιον του μαρτυρία και να [*943]καταλήξει στα πραγματικά του ευρήματα, αφού είναι ενώπιον του που καταθέτουν οι μάρτυρες. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αυτά, εκτός αν είναι εμφανώς εσφαλμένα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία. Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος για να επέμβουμε στα ευρήματα στα οποία κατέληξε η πρωτόδικος Δικαστής και ως εκ τούτου τα επικυρώνουμε.
Είναι νομολογημένο πως, το καθήκον για αποκάλυψη σε περιπτώσεις όπου ακούγεται μόνο η μία πλευρά και δεν δίνεται η δυνατότητα αμφισβήτησης στην άλλη, συναρτάται με την καλή πίστη που πρέπει να επιδεικνύεται κάτω από τέτοιες συνθήκες. (Demstar Ltd ν. Zim Israel Navigation Co. και Άλλοι (1966) 1 C.L.R.. 597). Το ουσιαστικό κριτήριο για τα γεγονότα που πρέπει να αποκαλύπτονται είναι αντικειμενικό και η πρόθεση για απόκρυψη είναι άσχετη και ούτε αποτελεί προϋπόθεση για ακύρωση του διατάγματος. Το τι θεωρείται ουσιώδες σε κάθε περίπτωση είναι οτιδήποτε άπτεται και μπορεί να επιδράσει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για τη χορήγηση ή όχι του αιτούμενου διατάγματος. (Βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χάρης Χρίστου (1998) 1 A.A.Δ. 598). Δε θεωρούμε αναγκαίο να επαναλάβουμε με λεπτομέρεια τη νομολογία επί του θέματος, στην οποία κάμνει εκτενή αναφορά η πρωτόδικος Δικαστής. Θα παραθέσουμε μόνο δύο σχετικά αποσπάσματα από μία Αγγλική απόφαση. Στην R. v. Kensington Income Tax Comrs ex Princess Edmond de Polignac [1917] 1 KB 486, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 509:
“It is perfectly well settled that a person who makes an ex parte application to the Court – that is to say, in the absence of persons who will be affected by that which the Court is asked to do – is under an obligation to the Court to make the fullest possible disclosure of all material facts within his knowledge, and if he does not make that fullest possible disclosure, then he cannot obtain any advantage from the proceedings and he will be deprived of any advantage he may have already obtained by means of the order which has thus wrongly been obtained by him. That is perfectly plain and requires no authority to justify it.”
Επίσης στις σελ. 91-92 διαβάζουμε τα ακόλουθα:
“. . . the court will be astute to ensure that a plaintiff who obtains an injuction without full disclosure – or any ex parte order without full disclosure – is deprived of any advantage he may have derived by that breach of duty . . . The rule requiring full [*944]disclosure seems to me to be one of the most fundamental importance, particularly in the context of the draconian remedy of the Mareva injunction. It is in effect, together with the Anton Piller order, one of the law’s two “nuclear” weapons. If access to such a weapon is obtained without the fullest and frankest disclosure, I have no doubt at all that it should be revoked.”
Με γνώμονα τα πιο πάνω και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, κρίνουμε πως, παρόλον ότι δυνατόν να μην είχε εφαρμογή η συμφωνία, τεκμ.33, εντούτοις για τους λόγους που αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το περιεχόμενο της ήταν σχετικό και θα έπρεπε να είχε αποκαλυφθεί. Κυρίως όμως κρίνουμε πως η ύπαρξη προηγούμενων πτήσεων και η μελλοντική διεξαγωγή τέτοιων πτήσεων ήταν ουσιώδες γεγονός, αφού με αυτό φαινόταν ότι η παρουσία του αεροσκάφους κατά το χρόνο εκείνο δεν ήταν η μόνη τέτοια παρουσία και το τέλος της, αν αναχωρούσε το αεροπλάνο. Έτσι, αν αυτό αποκαλύπτετο στο Δικαστήριο και το γνώριζε, δυνατόν αυτό να θεωρούσε ότι δεν εδικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις η έκδοση του διατάγματος, αφού ίσως να εκρίνετο πως δεν υπήρχε οτιδήποτε επείγον για να εκδοθεί το διάταγμα. Επισημαίνουμε ότι είναι η κρίση του Δικαστηρίου που είναι σχετική για το κατά πόσο γεγονότα είναι ουσιώδη και όχι η άποψη του διαδίκου ή του δικηγόρου του.
Κατά συνέπεια κρίνουμε ότι, κάτω από τις συνθήκες, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενεργούσε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας, όταν αποφάσιζε πως, για το λόγο απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, θα έπρεπε να ακυρώσει το διάταγμα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο