Palatino Developments Limited ν. Telectronics Communication Limited (2002) 1 ΑΑΔ 962

(2002) 1 ΑΑΔ 962

[*962]28 Ioυνίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

PALATINO DEVELOPMENTS LIMITED,

Eφεσείουσα-Εναγόμενη,

ν.

TELECTRONICS COMMUNICATION LIMITED,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10745)

 

Εύρημα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Εύρημα πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ενάγουσα εταιρεία πώλησε στην εναγόμενη εταιρεία τα επίδικα εμπορεύματα δυνάμει τιμολογίων τα οποία δεν είχαν εξοφληθεί ― Έκδοση απόφασης υπέρ της ενάγουσας εταιρείας για το αξιούμενο, με την αγωγή της, ποσό ― Η μαρτυρία είχε αξιολογηθεί σωστά και δεν υπήρχε περιθώριο επέμβασης του Εφετείου.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Αντιφάσεις στη μαρτυρία ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση.

Απόδειξη ― Τιμολόγια ― Δεν έχουν αφ’ εαυτών αποδεικτική δύναμη ― Συνεκτιμούνται στο σύνολο της μαρτυρίας.

Η εφεσείουσα-εναγόμενη (η εφεσείουσα) αρνήθηκε ότι αγόρασε από την εφεσίβλητη-ενάγουσα (η εφεσίβλητη) ηλεκτρικά είδη για τα υποστατικά της στη Λεμεσό.  Για την πιο πάνω συναλλαγή εκδόθηκε το τιμολόγιο τεκμ. 2 (για £864) με βάση το διατακτικό (waybill) τεκμ. 1 που κατάρτισε υπάλληλος της εφεσίβλητης, εν γνώσει της εφεσείουσας, ως αντιπρόσωπός της, και το τεκμ. 3 (για £35) ημερ. 2.7.96 και 1.7.96 αντίστοιχα, στο όνομα της εφεσείουσας. Η εφεσείουσα είχε αναγνωρίσει το χρέος της αλλά παρ’ όλες τις υποσχέσεις που έδινε ο λογαριασμός της παρέμεινε αξόφλητος.

Μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας και αφού απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας σύμφωνα με την οποία ουδέποτε αγόρασε τα εμπορεύματα από την εφεσίβλητη ή είχε άλλη δοσοληψία [*963]με αυτή, το Δικαστήριο δικαίωσε την εφεσίβλητη, δίνοντας απόφαση προς όφελός της για το αξιούμενο ποσό και καταδικάζοντας την εφεσείουσα στα έξοδα της αγωγής.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.  Συνισταμένη των περισσότερων λόγων της έφεσης είναι η υπόθεση ότι η δικαστής κατέληξε στην απόφασή της βασιζόμενη σε μαρτυρία νομικά απαράδεκτη.  Και συγκεκριμένα την εξ ακοής μαρτυρία που περιείχε το διατακτικό, το οποίο κατάρτισε τρίτος, ο οποίος δεν κλήθηκε ως μάρτυρας.  Έτσι η εφεσείουσα στερήθηκε το δικαίωμα να τον αντεξετάσει και να ελέγξει την αξιοπιστία του.  Παρεμπιπτόντως, τίποτε δεν εμπόδιζε την εφεσείουσα να τον καλέσει ως μάρτυρα της.  Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης εγείρουν θέματα αξιοπιστίας της Μ.Ε. 1, η οποία πρώτα ανέφερε ότι το τεκμ. 3 εξέδωσε κάποιος πωλητής της εφεσίβλητης, ενώ αργότερα είπε ότι το εξέδωσε η ίδια και εσφαλμένης αναφοράς του ονόματος του διευθυντή της εφεσείουσας στην πρωτόδικη απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Δικαστήριο δεν κατέληξε στο συμπέρασμα του με βάση εξακοής μαρτυρία.  Ρητά το δικαστήριο αναφέρει ότι τα τιμολόγια αφεαυτών δεν είχαν αποδεικτική δύναμη.  Οι παρακάτω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, βρίσκονται μέσα στα όρια της προσαχθείσας μαρτυρίας και της αξιολόγησης της και μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν την απαίτηση.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο από καθαρή αβλεψία, όταν συνόψιζε τη μαρτυρία της Μ.Ε. 1, δεν ανέφερε το σωστό όνομα του διευθυντή της εφεσείουσας στην πρωτόδικη απόφαση.  Ωστόσο σε τρεις περιπτώσεις μετά αναφέρεται στο κείμενο της απόφασης το σωστό όνομα.

3.  Η αντίφαση για την οποία παραπονέθηκε ο δικηγόρος της εφεσείουσας δεν ήταν του είδους που επενεργεί καταλυτικά στην αξιοπιστία της μαρτυρίας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Subrananian v. The Public Prosecutor [1956] 1 W.L.R. 965.

 

[*964]Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 28/1/00 (Αρ. Αγωγής 767/97) η οποία δέχθηκε τη μαρτυρία της ενάγουσας εταιρείας ότι αυτή πώλησε στην εναγόμενη διάφορα ηλεκτρικά είδη για τα οποία εκδόθηκαν τιμολόγια και εξέδωσε απόφαση προς όφελος της ενάγουσας για τα αξιούμενα ποσά.

Π. Κλεοβούλου, για την Εφεσείουσα.

Κ. Μελάς, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Αμφισβητήθηκε πρωτόδικα η οντότητα της εφεσίβλητης ως εταιρείας περιορισμένης ευθύνης.  Όμως η πρωτόδικη δικαστής έκρινε, με βάση τα γεγονότα, όπως ξετυλίχθηκαν στην ακροαματική διαδικασία, και υπό το πρίσμα της νομολογίας που παραθέτει, ότι δεν ευσταθούσε η εισήγηση της άλλης πλευράς αναφορικά με την υπόσταση της εταιρείας.  Η έφεση δεν επαναφέρει το θέμα.  Και το εκλαμβάνουμε πως δεν υφίσταται πιά.

Η εταιρεία αυτή ασχολείται με την εμπορία ηλεκτρικών και άλλων συναφών ειδών.  Η εκδοχή της ήταν ότι πώλησε τέτοια προϊόντα, περιλαμβανομένου συστήματος video camera και/ή τηλεφώνου που εγκατέστησε στα νεόδμητα υποστατικά της εφεσείουσας, η οποία είναι επίσης συγκροτημένη υπό την ίδια μορφή.  Η τελευταία, όπως και η εφεσίβλητη, έχουν την έδρα τους στη Λεμεσό.  Κατά την ίδια εκδοχή, για την παραπάνω συναλλαγή εκδόθηκε το τιμολόγιο τεκμ. 2 (για £864) και το τεκμ. 3 (για £35), ημερ. 2/7/96 και 1/7/96 αντίστοιχα, στο όνομα της εφεσείουσας.

Η αντίπαλη εκδοχή, όπως διαγράφηκε στο δικόγραφο της Υπεράσπισης και επιχείρησε ο κ. Μάριος Αποστόλου, διευθυντής της εφεσείουσας, να υποστηρίξει ενόρκως, ήταν ότι ουδέποτε αγόρασε τα εμπορεύματα από την εφεσίβλητη ή είχε οποιαδήποτε άλλη δοσοληψία με αυτή.  Δέχθηκε ωστόσο ότι αγόρασε της ίδιας φύσεως εμπορεύματα, αλλά ισχυρίζεται ότι τα προμήθευσε στην εταιρεία του ο Γιάννος Πουλλής από τη Λεμεσό, ο οποίος εμπορεύεται υπό την εμπορική επωνυμία Ycom Telesystems.  Ο τελευταίος μάλιστα υπέβαλε διάφορες προσφορές για ανάληψη εργασιών στο υπό ανέ[*965]γερση τότε κτίριο της εταιρείας, που θα στέγαζε τα γραφεία της.  Τα σχετικά έγγραφα έγιναν δεκτά ως τεκμήρια για τον περιορισμένο σκοπό ότι παραλήφθηκαν από το μάρτυρα, σύμφωνα με τον κανόνα που καθιέρωσε η Subrananian v. The Public Prosecutor [1956] 1 W.L.R. 965.

Η απάντηση της εφεσίβλητης σ’ αυτό είναι ότι ο κ. Πουλλής ήταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, υπάλληλος της εφεσίβλητης ή ότι ενεργούσε, εν γνώση της εφεσείουσας, ως αντιπρόσωπος της.  Το δε τεκμ. 2 εκδόθηκε με βάση το διατακτικό (waybill) τεκμ. 1, που εκείνος κατάρτισε και παρέδωσε στο λογιστήριο.  Στη συνέχεια η λογίστρια της εφεσίβλητης (Μ.Ε.1) ετοίμασε το τεκμ. 2, που υπέγραψε ο διευθυντής της κ. Μάριος Αλεξάνδρου, Μ.Ε.2.  Σημειωτέο ότι το τεκμ. 3 φέρει την υπογραφή της κας Μόνικας Αποστόλου, αδελφής του διευθυντή της εφεσείουσας, η οποία, κατά τον Μ.Ε.1, ήταν υπάλληλος της εφεσείουσας και προέβη στις αγορές τού τεκμ. 3 για λογαριασμό της εφεσείουσας.  Ο αδελφός της συμφώνησε ότι την εργοδοτούσε η εταιρεία του, αλλά έσπευσε να προσθέσει ότι δεν είχε εξουσία να τη δεσμεύει.  Και να εικάσει ότι τα εμπορεύματα τού τεκμ. 3 θα ήταν προσωπική της αγορά.  Για να ενισχύσει, προφανώς, τη θέση του ότι δεν είχε οποιαδήποτε εμπορική σχέση με την εφεσίβλητη είπε πως τα τεκμήρια 1-3 ήλθαν σε γνώση του μόλις την προτεραία της ακρόασης, όταν του τα έδειξε ο δικηγόρος του.

Είναι επίσης η μαρτυρία της Μ.Ε.1 ότι ζήτησε από την κα Αποστόλου να υπογράψει και το τεκμ. 2, αλλά αυτή δεν το θεώρησε απαραίτητο, αφού, όπως της είπε, επρόκειτο να εξοφληθεί εντός των ημερών.  Όμως, παρά τις υποσχέσεις που έδινε από τηλεφώνου στη μάρτυρα, ο λογαριασμός παρέμεινε αξόφλητος.  Κατά τον Μ.Ε.2, την ίδια υπόσχεση έδωσε και στον ίδιο, το δε Οκτώβριο του 1996 μίλησε για το χρέος και με το διευθυντή της εφεσείουσας.  Ούτε ο τελευταίος ούτε η αδελφή του αρνήθηκαν ευθύνη.  Ζήτησαν μόνο παράταση χρόνου για να πληρώσουν.

Μετά από προσεκτική αξιολόγηση της μαρτυρίας και αφού απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία της  εναγόμενης, η δικαστής δικαίωσε την εφεσίβλητη, δίνοντας απόφαση προς όφελος της για το αξιούμενο ποσό και καταδικάζοντας την εφεσείουσα στα έξοδα της αγωγής. 

Συνισταμένη των περισσότερων λόγων της έφεσης είναι η υπόθεση ότι η δικαστής κατέληξε στην απόφαση της βασιζόμενη σε μαρτυρία νομικά απαράδεκτη. Και συγκεκριμένα την εξ ακοής μαρτυρία που περιείχε το διατακτικό, το οποίο κατάρτισε τρίτος, ο [*966]οποίος δεν κλήθηκε ως μάρτυρας.  Έτσι η εφεσείουσα στερήθηκε το δικαίωμα να τον αντεξετάσει και να ελέγξει την αξιοπιστία του.  Παρεμπιπτόντως, τίποτε δεν εμπόδιζε την εφεσείουσα να τον καλέσει ως μάρτυρα της.  Παρεπόμενο λάθος, από την αποδοχή του διατακτικού, ήταν να θεωρηθεί μαρτυρία το περιεχόμενο του τεκμ. 2, που είναι διαβλητό ως προερχόμενο από το διατακτικό.

Θα συνοψίζαμε ως εξής τους υπόλοιπους λόγους.  Η Μ.Ε.1, που το δικαστήριο πίστεψε, υπέπεσε σε σοβαρή αντίφαση, αφού πρώτα ανέφερε ότι το τεκμ. 3 εξέδωσε κάποιος Μιχάλης, πωλητής της εφεσίβλητης, ενώ αργότερα ότι το εξέδωσε αυτή η ίδια.  Δεν εκτιμήθηκε το αρνητικό αυτό στοιχείο για την αξιοπιστία της μάρτυρος.  Περαιτέρω, κακώς δέχθηκε όσα είπε για την κα Αποστόλου γιατί ήταν απλή εικασία ή εξ ακοής μαρτυρία.  Όφειλε να στηριχθεί στην περί του αντιθέτου μαρτυρία του μάρτυρα υπεράσπισης ότι δε δέσμευε την εταιρεία του.  Όμως αναιτιολόγητα την απέρριψε.  Δεν υπάρχει δικαιολογία για το χαρακτηρισμό από το δικαστή της μαρτυρίας του ως “εξωλογικής”.  Επίσης λανθασμένα κρίθηκε, με αφορμή τη φράση στο δικόγραφο της εφεσείουσας πως “δεν αποδέχθηκε τα επίδικα τιμολόγια”, ότι τούτο προϋποθέτει και γνώση της ύπαρξης τους.  Και ότι επομένως υπάρχει  ανακολουθία με την εκδοχή που πρόβαλε ο κ. Αποστόλου (πως δεν τα είχε υπόψη πριν από τη δίκη).

Είναι, τέλος, αυτοτελής λόγος ότι στην πρωτόδικη απόφαση αναφέρεται λανθασμένα το όνομα Μαρίνα Αποστόλου. Τέτοιο πρόσωπο δε φαίνεται, από τη μαρτυρία, να είχε ανάμιξη στην υπόθεση.  Πρόκειται όμως περί καθαρής αβλεψίας, όταν το Δικαστήριο συνόψιζε τη μαρτυρία της Μ.Ε.1.  Ωστόσο σε τρεις περιπτώσεις μετά αναφέρεται στο κείμενο της απόφασης το σωστό όνομα.  Είμαστε αναγκασμένοι να παρατηρήσουμε ότι χρειάζεται περισσότερη προσοχή στη σύνταξη του εφετηρίου.  Θα ήταν αφόρητη κοινοτοπία να επισημάνουμε ότι είναι χρονοβόρα και καταχρηστικά τέτοια επιχειρήματα.  Και το σπουδαιότερο ότι δεν βοηθούν αυτόν που τα προβάλλει.

Η δικαστής εξηγεί - και είναι κατ’ εξοχήν μέσα στις αρμοδιότητες της ως πρωτόδικου δικαστηρίου - ότι η αντίφαση για την οποία παραπονέθηκε ο δικηγόρος της εφεσείουσας “οφείλεται μάλλον στη σύγχυση που είχε στην αντίληψη των σχετικών ερωτήσεων”.  Για να προσθέσει ότι κατά τα άλλα υπήρξε “άψογη μάρτυρας”.  Επομένως δεν έχουμε το είδος αντίφασης που επενεργεί καταλυτικά στην αξιοπιστία της μαρτυρίας.

Ήταν η υπόθεση του κ. Αποστόλου ότι ο κ. Πουλλής εγκατέλει[*967]ψε τις εργασίες που του ανέθεσε χωρίς να τις αποπερατώσει.  Το δε σύστημα που εγκατέστησε δε λειτούργησε.  Παρά ταύτα - αυτή ήταν η μαρτυρία του - τον είχε εξοφλήσει.  Πλήρωσε £4.581.  Το Δικαστήριο θεώρησε αυτή την ιστορία “εξωλογική”.  Πού είναι λοιπόν το οξύμωρο, όταν το δικαστήριο διαπιστώνει πως μια τέτοια συμπεριφορά κακοποιεί τους κανόνες της κοινής λογικής;

Παρέχονται αρκετοί - και σαφείς λόγοι - για την απόρριψη της μαρτυρίας του κ. Αποστόλου.  Και τούτο ανεξάρτητα των αρνητικών εντυπώσεων του Δικαστηρίου για το μάρτυρα από την παραμονή του στο εδώλιο.  Έχουμε μόλις προ ολίγου αναφερθεί σε ένα από αυτούς.  Οι δικαιολογίες και οι εικασίες του σχετικά με την ανάμιξη της αδελφής του είναι άλλο παράδειγμα. Ακόμη προσπάθησε να διαχωρίσει χρονικά τις συναλλαγές του με τον Πουλλή και τη χρονολογία των τιμολογίων, δηλαδή, την πώληση των εμπορευμάτων.  Με επιστέγασμα ότι σταμάτησε η εμπορική σχέση με τον κ. Πουλλή από το Μάιο του 1995.

Όπως σωστά παρατηρεί το Δικαστήριο, τελικά, τα χρονικά αυτά όρια έμειναν ακαθόριστα.  Και εν πάση περιπτώσει οι χρονολογίες που έδωσε ο μάρτυς δε συνάδουν με εκείνες που έθεσε η εφεσείουσα στην παραγρ. 3 της γραπτής Υπεράσπισης.  Είναι μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο που σχολιάστηκε και ο ισχυρισμός στο δικόγραφο ότι “τα τιμολόγια δεν έγιναν ποτέ αποδεκτά” από την εφεσίβλητη, θέση που δεν συνάδει με τη μαρτυρία του κ. Αποστόλου ότι είδε τα τεκμ. 1-3 πριν από τη δίκη.  Έτσι, αιτιολογήθηκε αρκούντως η κρίση για την αξιοπιστία του μάρτυρα υπεράσπισης.

Σε σχέση με το ουσιαστικό ζήτημα, που θίγει η έφεση, είναι φανερό ότι το δικαστήριο δεν κατέληξε στο συμπέρασμα του με βάση εξακοής μαρτυρία.  Ρητά το δικαστήριο αναφέρει ότι τα τιμολόγια αφεαυτών δεν είχαν αποδεικτική δύναμη.  Οι παρακάτω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, βρίσκονται μέσα στα όρια της προσαχθείσας μαρτυρίας και της αξιολόγησης της και μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν την απαίτηση.  Παραθέτουμε τη σχετική περικοπή:

“Από μόνο το τεκμήριο 1 προερχόμενο από άλλο πρόσωπο έστω και υπάλληλο των Εναγόντων δεν θα είχε σημασία, υπάρχει όμως η μη αμφισβήτηση της εγκατάστασης και η προφορική μαρτυρία της Μ.Ε.1 σε σχέση με την κα Μ. Αποστόλου, τη συζήτηση που είχαν και τη διευθέτηση που έγινε μεταξύ τους ότι θα πληρωθούν και τα δύο τιμολόγια από τους Εναγόμενους.  Ακόμα και η μαρτυρία τόσο της Μ.Ε.1 όσο και του Μ.Ε.2 για τις συνομιλίες κατά καιρούς με τους Εναγόμενους με σκοπό την [*968]πληρωμή των τιμολογίων.  Η δικαιολογία που τους δίνονταν είναι ότι ζητούσαν χρόνο.  Τα τιμολόγια δεν έχουν αυτοδύναμη αποδεικτική σημασία, ούτε προβάλλονται σαν τέτοια. Υπάρχουν για να συνεκτιμηθούν στο σύνολο της μαρτυρίας και συνεκτιμούνται με τη προφορική μαρτυρία των Μ.Ε.1 και 2.  (βλ. Chitty on Contracts, 24th ed. p. 739 και Phipson on Evidence 12th ed. p. 1878).

Σαν σύνολο η μαρτυρία αυτή οδηγεί στο εύρημα ότι οι Ενάγοντες πώλησαν στους Εναγόμενους τα επίδικα εμπορεύματα που περιγράφονται στα Τεκμήρια 1 -3 και παρά τις οχλήσεις των Μ.Ε.1 και 2 στην κα Μ. Αποστόλου η οποία δέχθηκε σε επίσκεψη της στο κατάστημα των Εναγόντων την πληρωμή του τιμολογίου τεκμήριο 2 και αγόρασε εμπορεύματα του τιμολογίου 3 και ζήτησε χρόνο για πληρωμή. Το ίδιο έπραξε και ο ΜΥ προς τον Μ.Ε.2 όταν μίλησαν τηλεφωνικά. Η πληρωμή δεν επιτεύχθηκε και ζητείτο προθεσμία για εξόφληση.  Τελικά εγέρθηκε η παρούσα αγωγή.”

Η έφεση είναι αβάσιμη.  Απορρίπτεται.  Με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο