Κρητικού Χριστίνα ν. Π. Γ. Παυλίδης Enterprises Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 969

(2002) 1 ΑΑΔ 969

[*969]1 Ιουλίου, 2002

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΡΗΤΙΚΟΥ,

 

Εφεσείουσα-Εναγομένη,

v.

Π. Γ. ΠΑΥΛΙΔΗΣ ENTERPRISES LTD.,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11011)

 

Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και η σχετική νομολογία υποδεικνύουν ότι οι αποφάσεις των Δικαστηρίων πρέπει να είναι αιτιολογημένες ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με τη διαμόρφωση και την έκταση της αιτιολογίας.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση στρεφόμενη αποκλειστικά εναντίον των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.

Η εφεσίβλητη-ενάγουσα (η εφεσίβλητη) ενοικίασε μια μπυραρία για περίοδο τριών ετών στην εφεσείουσα-εναγόμενη (η εφεσείουσα).  Η εφεσείουσα τερμάτισε τη συμφωνία ενοικίασης κατά τη λήξη του δεύτερου χρόνου.  Ο τερματισμός έγινε με γραπτή ειδοποίηση στις 10.11.95 πριν από τη λήξη του δεύτερου χρόνου.  Η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι ο ιδιοκτήτης της εφεσίβλητης επενέβη παράνομα στην μπυραρία παραβαίνοντας τους όρους της μίσθωσης.

Αντίθετα ο διευθυντής της εφεσίβλητης ισχυρίσθηκε ότι η εφεσείουσα δεν είχε πρόθεση να συνεχίσει τη λειτουργία της επιχείρησης αφού είχε ενοικιάσει δισκοθήκη που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης και κατέληξε στο εύρημα ότι η εφεσείουσα δεν είχε σκοπό να λειτουργήσει την μπυραρία τους τρεις πρώτους χειμερινούς μήνες του 1996 [*970]και ότι οι ενέργειες της εφεσίβλητης εταιρείας δεν είχαν σκοπό να αποστερήσουν από την εφεσείουσα την κατοχή του υποστατικού.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε τόσο διαδικαστικά όσο και νομικά και επίσης ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη.

Αποφασίστηκε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο πριν την διαμόρφωση των ευρημάτων του, ανέλυσε εξονυχιστικά τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από τις δύο πλευρές και αιτιολόγησε επαρκώς την αποδοχή της εκδοχής της εφεσίβλητης και της απόρριψης εκείνης της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ioannidou v. Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235,

Pioneer Candy Ltd v. Tryphon and Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 440,

Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990) 1 C.L.R. 1026,

Βασιλείου ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 C.L.R. 1125,

Ανδρέου ν. Χριστοφόρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 828,

Λάρκος ν. Κατσιαρή (2000) 1 Α.Α.Δ. 1694.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που δόθηκε στις 29/11/00 (Αρ. Αγωγής 597/96) με την οποία αποδέχθηκε την εκδοχή της ενάγουσας εταιρείας, ιδιοκτήτριας μπυραρίας στην Αγία Νάπα την οποία εκμίσθωνε βάσει έγγραφης συμφωνίας στην εναγόμενη, κρίνοντας ότι οι ενέργειες της ενάγουσας δεν συνιστούσαν παράνομη επέμβαση στη λειτουργία της μπυραρίας, ότι η εναγόμενη δεν επροτίθετο να λειτουργήσει τη μπυραρία για τους τρεις πρώτους μήνες του 1996 και ότι αυτή δεν ενομιμοποιείτο να σταματήσει την πληρωμή δυο επιταγών αξίας £5.000,- οι οποίες αντιπροσώπευαν τα ενοίκια των μηνών Φεβρουαρίου και Μαρτίου, 1996.

[*971]Γ. Γεωργιάδης, για την Εφεσείουσα.

Κ. Μούσκος, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Η εφεσίβλητη εταιρεία ήταν ιδιοκτήτρια της μπυραρίας “Monkey Business” στην Αγία Νάπα.  Στις 18/3/94 η εφεσίβλητη μίσθωσε εγγράφως την πιο πάνω μπυραρία στην εφεσείουσα για μια περίοδο 3 χρόνων από τις 18/3/94 έναντι του ετήσιου ενοικίου των £30.000.  Σύμφωνα με το σχετικό έγγραφο η εφεσείουσα θα κατέβαλλε

(α) Τον πρώτο χρόνο £25.000 κατά την ημέρα υπογραφής του εγγράφου και £5.000 στο τέλος του χρόνου,

(β) Το δεύτερο και τρίτο χρόνο £2.500 με εγγυημένες τραπεζικές επιταγές.

Αναφορικά με τη διάρκεια της μίσθωσης υπήρχε ρητή πρόνοια σύμφωνα με την οποία η εφεσείουσα είχε το δικαίωμα τουλάχιστον δύο μήνες πριν από τη λήξη κάθε χρόνου, να ειδοποιεί εγγράφως την εφεσίβλητη για την πρόθεση της να ανανεώσει την πιο πάνω συμφωνία μίσθωσης με τους ίδιους όρους.

Η εφεσείουσα παρέλαβε και λειτούργησε την μπυραρία με τον εξοπλισμό της μετονομάζοντας την επιχείρηση σε Valhala Scandinavian Restaurant και προέβηκε στην ανανέωση της μίσθωσης μετά τη λήξη του πρώτου χρόνου.  Ακολούθως πριν από τη λήξη του δεύτερου χρόνου και πιο συγκεκριμένα στις 10/11/95 η εφεσείουσα ειδοποίησε εγγράφως την εφεσίβλητη ότι τερμάτιζε τη μίσθωση της μπυραρίας κατά τη λήξη του δεύτερου χρόνου.  Το τι επακολούθησε αργότερα αποτέλεσε το αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας.

Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι ο ιδιοκτήτης της εφεσίβλητης Παύλος Παυλίδης επενέβη παράνομα στην μπυραρία και αφού ανέλαβε κατοχή κατά/ή περί το Δεκέμβριο του 1995, παρεμπόδισε την [*972]εφεσείουσα από του να εισέρχεται και να εκμεταλλεύεται την μπυραρία σύμφωνα με τους όρους μίσθωσης.  Προς τούτο η εφεσείουσα ακύρωσε την εξαργύρωση των δύο επιταγών συνολικής αξίας £5.000 που αντιπροσώπευαν τα ενοίκια των μηνών Φεβρουαρίου και Μαρτίου 1996.

Αντίθετα ο διευθυντής της εφεσίβλητης ισχυρίστηκε ότι η εφεσείουσα δεν είχε πρόθεση να συνεχίσει τη λειτουργία της επιχείρησης, αφού είχε ενοικιάσει δισκοθήκη που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι του.  Η εφεσίβλητη είχε διακόψει τελείως τις εργασίες της μπυραρίας από το τέλος Οκτωβρίου και δεν είχε υπαλλήλους ούτε και εξυπηρετούσε πελάτες.  Η σύζυγος του διευθυντή της εφεσίβλητης είχε πρόσβαση στην μπυραρία για να ανοίγει στους πλασιέ που έφερναν εμπορεύματα, για υπαλλήλους του Υγειονομείου και του Δημαρχείου και για να καθαρίζει μόνη της το χώρο της μπυραρίας σαν υπάλληλος της εταιρείας της εφεσείουσας.  Ο γιός της εφεσείουσας ζήτησε από το διευθυντή της εφεσίβλητης να χαρίσει το ποσό των £5.000 για δύο ενοίκια και όταν ο τελευταίος αρνήθηκε, η εφεσείουσα μέσω του δικηγόρου της πληροφόρησε εγγράφως την εφεσίβλητη εταιρεία ότι δεν είχε πρόθεση να προβεί στην ανανέωση της σύμβασης για τον επόμενο χρόνο.  Κατόπιν τούτου η εφεσίβλητη αποφάσισε να συνεχίσει τη λειτουργία της μπυραρίας μετά το Μάρτιο του 1996 όταν θα έληγε κανονικά η μίσθωση της.  Προς τούτο ζήτησε από το γιό της εφεσείουσας να καθαρίσει την μπυραρία από σκουπίδια, ποντικούς και κατσαρίδες, ώστε να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της μέσα στον Ιανουάριο του 1996.  Οταν η εφεσείουσα παρέλειψε να ανταποκριθεί, ο διευθυντής της εφεσίβλητης εισήλθε στο υποστατικό μαζί με τη σύζυγο του και αφού μετακίνησε τα έπιπλα και τα ποτά και τα τοποθέτησε σε μια γωνιά, προέβηκε στον καθαρισμό του υποστατικού.  Όταν η εφεσίβλητη ανέλαβε πλήρη κατοχή του υποστατικού στο τέλος Μαρτίου, δεν υπήρχε οτιδήποτε μέσα στο υποστατικό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβηκε σε μια λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας που προσκομίσθηκε, αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης.  Πιο συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η εφεσείουσα δεν είχε σκοπό να λειτουργήσει την μπυραρία τους τρεις πρώτους χειμερινούς μήνες του 1996, ότι οι ενέργειες της εφεσίβλητης εταιρείας δεν είχαν σκοπό να αποστερήσουν από την εφεσείουσα την κατοχή του υποστατικού και ότι η εφεσείουσα δεν ενομιμοποιείτο να σταματήσει την πληρωμή των δύο επιταγών για το ποσό των £5.000.

 

[*973](β) Η έφεση

Η εφεσείουσα προσβάλλει την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης γιατί κατά την άποψη της το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε τόσο διαδικαστικά και νομικά και επιπρόσθετα γιατί η απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.

Τα διαδικαστικά και νομικά σφάλματα συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων ισχυρισμούς ότι η εφεσίβλητη εισήλθε παράνομα στο υποστατικό, για να προβεί στον καθαρισμό του, ότι οι διαφορές των μαρτύρων της εφεσείουσας πάνω στις οποίες βασίστηκε το Δικαστήριο για να απορρίψει τους ισχυρισμούς της ήταν επουσιώδεις, ότι το μέρος εκείνο της μαρτυρίας του μάρτυρος της εφεσείουσας Ηλία Κρητικού για το οποίο δεν υπήρξε αντεξέταση έπρεπε να γίνει αποδεκτό, και ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη μαρτυρία που δεν περιεχόταν στα δικόγραφα της εφεσίβλητης.  Αναφορικά με το αναιτιολόγητο της πρωτόδικης απόφασης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε μια επιφανειακή ανάλυση της μαρτυρίας του μάρτυρα της εφεσίβλητης, χωρίς αναφορά στα επίδικα θέματα όπως αυτά καθορίζονται στη σχετική δικογραφία και σε βαθμό που να παραβιάζεται το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Έχουμε εξετάσει τους διαδικαστικούς και νομικούς λόγους που έχουν προβληθεί για την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν να ευσταθήσουν έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας.  Συνοπτικά αναφέρουμε ότι η παράλειψη της αντεξέτασης της υπεράσπισης για την εφεσείουσα περιορίστηκε σε μη ουσιώδη θέματα που δεν μπορούσαν να καταστήσουν λανθασμένη τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του.  Για τη μαρτυρία που λήφθηκε υπόψη χωρίς να υπάρχει σχετικός ισχυρισμός στα δικόγραφα (ότι δηλαδή μέσα στο ενοίκιο του πρώτου χρόνου συμπεριλαμβανόταν και ποσό £2.000 που αντιπροσώπευε την αξία του συστήματος κλιματισμού που αγόρασε η εφεσείουσα από την εφεσίβλητη), παρατηρούμε ότι άνκαι δεν υπάρχει ρητή αναφορά προς τούτο, εντούτοις το θέμα καλύπτεται έμμεσα από τη σχετική δικογραφία που αναφέρεται στην καταβολή του ενοικίου, σημειώνοντας ότι ουδεμία ένσταση προβλήθηκε από την εφεσείουσα όταν παρετίθετο σχετική προφορική μαρτυρία από την εφεσίβλητη.

Αναφορικά με τις διαφορές που επισημάνθηκαν στη μαρτυρία των δύο μαρτύρων της υπεράσπισης που λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο όταν αποφάσιζε την απόρριψη της εκδοχής του, παρατηρούμε ότι δεν ήταν επουσιώδεις και ασήμαντες, αλλά [*974]ουσιώδεις που μπορούσαν να οδηγήσουν στη μη αποδοχή της μαρτυρίας τους.

Η εισήγηση επίσης ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Τόσο το άρθρο 30.2 του Συντάγματος όσο και η σχετική νομολογία πάνω στο θέμα υποδεικνύουν ότι οι αποφάσεις των Δικαστηρίων πρέπει να είναι αιτιολογημένες.  (Ίδε Ioannidou v. Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235, Pioneer Candy Ltd. v. Tryphon and Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 440, Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990) 1 C.L.R. 1026 και Βασιλείου ν. Μενελάου και άλλου (1990) 1 C.L.R. 1125). Στην υπόθεση Pioneer Candy Ltd. v. Tryphon and Sons Ltd (πιο πάνω) τονίστηκε ότι μια αιτιολογημένη απόφαση θα πρέπει να περιέχει

(α)   ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων,

(β)   διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και

(γ)   σαφή δικαστική απόφαση.

Η διαμόρφωση και η έκταση της αιτιολογίας διαφέρει ανάλογα με το περιεχόμενο και από τη φύση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. (Ανδρέου ν. Χριστοφόρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 828 και Λάρκος ν. Κατσιαρή (2000) 1 Α.Α.Δ. 1694. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αιτιολογία μιας δικαστικής απόφασης δεν επιβάλλει τη λεπτομερή παράθεση, ανάλυση και αξιολόγηση όλων των διαφορών που επισημαίνονται στις μαρτυρίες των διαφόρων μαρτύρων.  Η ανάλυση της μαρτυρίας εστιάζεται σε εκείνα τα θέματα που έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα.

Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουμε πεισθεί ότι έχει γίνει μια επιφανειακή ανάλυση της χωρίς αναφορά στα επίδικα θέματα που καθορίζονται στα δικόγραφα.  Αντίθετα παρατηρούμε ότι υπάρχει μια εξονυχιστική, θα λέγαμε, ανάλυση της μαρτυρίας των τριών μαρτύρων που παρουσιάστηκε από τις δύο πλευρές, επαρκής αιτιολογία για την αποδοχή της εκδοχής της εφεσίβλητης και της απόρριψης εκείνης της εφεσείουσας και η διαμόρφωση των ευρημάτων που επακολούθησε.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο