Αντωνίου Αντώνης ν. Μιχάλη Κλασιή (2002) 1 ΑΑΔ 995

(2002) 1 ΑΑΔ 995

[*995]9 Ιουλίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ, Φ/ΔΙ ΑΑ TRAVEL,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

ν.

ΜΙΧΑΛΗ ΚΛΑΣΙΗ, Φ/ΔΙ KLASHIANA HOTEL APTS,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 11080, 11112)

 

Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ― Αναβολή ακροάσεως αγωγής ― Συνιστά θέμα διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ― Η αίτηση για αναβολή συναρτήθηκε προς την ανάγκη τροποποίησης δικογράφου ― Κατά πόσο η απόρριψη της αίτησης για αναβολή ήταν ορθή.

Στις 7.5.01, ημέρα ακρόασης της αγωγής, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτημα του εφεσείοντος-εναγόμενου για αναβολή της ακρόασης το οποίο είχε υποβληθεί κατά την ημέρα εκείνη.  Στις 7.5.01 ήταν επίσης ορισμένη και αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης, η οποία καταχωρήθηκε στις 20.4.01, και η αναβολή είχε ζητηθεί για να επιτευχθεί η τροποποίηση.  Η άλλη πλευρά δεν έφερε ένσταση στην αίτηση τροποποίησης αλλά ούτε και στο αίτημα για αναβολή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για αναβολή χωρίς να ακούσει περαιτέρω τους διαδίκους.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αίτηση για τροποποίηση είχε κατατεθεί από τις 20.4.01 και αν το Δικαστήριο το πληροφορήθηκε μόνο κατά την ημέρα της ακρόασης, γι’ αυτό σίγουρα δεν μπορεί να ευθύνεται ο διάδικος.  Όφειλε το Πρωτοκολλητείο να θέσει την αίτηση εγκαίρως και πριν την ημερομηνία ακρόασης ενώπιον του Δικαστή για τα περαιτέρω.  Εν πάση όμως περιπτώσει, είναι προφανές ότι το Δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική του απόφαση χωρίς καν να ακούσει τις θέσεις και τα επιχειρήματα του αιτητή (αφού ο καθ’ ου η άιτηση δεν έφερε ένσταση) και έτσι του στέρησε το αναφαίρετο και συνταγματικό του δικαίωμα να ακούεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

[*996]2.      Το Δικαστήριο διέπραξε το ίδιο λάθος και αναφορικά με την αίτηση για τροποποίηση δηλαδή απέρριψε την αίτηση για τροποποίηση χωρίς να δώσει ευκαιρία να ακούσει περαιτέρω τα επιχειρήματα του εφεσείοντος.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια γι’ αυτό και το Εφετείο δικαιολογείται να επέμβει στην πιο πάνω απόφαση.

4.  Το Δικαστήριο στην προκείμενη περίπτωση ακολούθησε τη λανθασμένη διαδικασία.  Αφού υπήρχε ήδη κατατεθειμένη η αίτηση για τροποποίηση ενώπιόν του και δεν υπήρχε ένσταση, όφειλε πρώτα να εξετάσει την αίτηση αυτή, αφού άκουε τους διαδίκους και μόνο αν τελικά εγκρινόταν η αίτηση θα ετίθετο θέμα αναβολής, το οποίο θα έπρεπε να εξέταζε ακολούθως.

Ενόψει των πιο πάνω, η επίδικη ενδιάμεση απόφαση, τόσο όσον αφορά το αίτημα για αναβολή όσο και το αίτημα για τροποποίηση ακυρώνεται και παραμερίζεται.

Ως εκ τούτου ακυρώνεται και η όλη διαδικασία που ακολούθησε, καθώς και η τελική απόφαση του Δικαστηρίου και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.  Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.  Τα έξοδα που έχουν ήδη γίνει πρωτόδικα, θα ακολουθήσουν την έκβαση της αγωγής, αλλά εν πάση περιπτώσει δε θα είναι εναντίον των εφεσιβλήτων.

Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση. Εκδόθηκε διαταγή για έξοδα ως ανωτέρω.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Κρέντου ν. General Constructions Co Ltd κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1270.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 7/5/01 (Αρ. Αγωγής 2528/00) με την οποία απέρριψε το αίτημα αναβολής της ακρόασης της υπόθεσης το οποίο αιτήθηκε συνήγορος του εναγομένου καθώς και το αίτημα για τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης του εναγομένου ημερ. 20/4/01.

[*997]Α. Ζαχαρίου, για τον Εφεσείοντα.

Αντ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Η αγωγή στην υπόθεση αυτή καταχωρήθηκε στις 16.6.00 και ορίστηκε για ακρόαση μετά την συμπλήρωση των εγγράφων προτάσεων στις 11.4.01,οπότε και άρχισε η κατάθεση μαρτύρων.  Ακολούθως η συνέχιση της ακρόασης αναβλήθηκε για τις 7.5.01.  Στις 20.4.01, δηλαδή αμέσως μετά τις εορτές του Πάσχα, όπως αναφέρεται στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα-εναγόμενου, εν όψει της μαρτυρίας που είχε δοθεί στις 11.4.01, καταχωρήθηκε αίτηση για τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης του εφεσείοντα-εναγόμενου, η οποία ορίστηκε από το Πρωτοκολλητείο στις 7.5.01 και επιδόθηκε στην άλλη πλευρά.

Κατά την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η αγωγή και η αίτηση, η συνήγορος του εφεσείοντα-εναγομένου επεσήμανε στο Δικαστήριο ότι εκκρεμούσε η αίτηση για τροποποίηση ημερομηνίας 20.4.01, στην οποία, κατά τις πληροφορίες της, δεν θα υπήρχε ένσταση. Το Δικαστήριο τότε ερώτησε αν εζητείτο αναβολή της ακρόασης και η συνήγορος απάντησε ότι αν εγκρίνετο η αίτηση θα έπρεπε, για να συμπληρωθούν τα τροποποιημένα δικόγραφα και να αρχίσει η ακρόαση, να δοθεί αναβολή.  Η άλλη πλευρά δεν ενέστη στην αίτηση τροποποίησης αλλά ούτε και στο αίτημα για αναβολή.  Ακολούθως το Δικαστήριο, χωρίς να ακούσει περαιτέρω τους διαδίκους, επιλήφθηκε του θέματος, αναφέρθηκε σε αυθεντίες και κατέληξε στην απόρριψη του αιτήματος για αναβολή.  Οι λόγοι της απόρριψης, όπως προκύπτει από την απόφαση, ήταν το γεγονός ότι η αίτηση τροποποίησης για την οποία, όπως αναφέρει το Δικαστήριο, πληροφορήθηκε εκείνη την ημέρα, έφερνε το Δικαστήριο ουσιαστικά προ τετελεσμένου γεγονότος και δημιουργούσε καθυστέρηση στην εκδίκαση της αγωγής αφού θα αναβάλλετο η ακρόαση. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε και στη Δημήτρης Κρέντου ν. General Constructions Co Ltd και Άλλου (1997) 1 Α.Α.Δ. σελ. 1270 και, έχοντας υπόψη, όπως ανέφερε, το ότι για το αίτημα της αναβολής το Δικαστήριο ενημερωνόταν για πρώτη φορά την ημέρα της ακρόασης, το απέρριψε. Περαιτέρω προχώρησε και το απέρριψε και για ακόμη ένα λόγο.  Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του, η ομνύουσα ήταν υπάλληλος του δικηγόρου, η οποία, κατά την άποψη του, δε φαινόταν να [*998]γνωρίζει τα γεγονότα και ούτε αποκάλυπτε τις πηγές της.  Εκτός τούτου ο Δικαστής προέβη και σε περαιτέρω σχόλια.  Αναφέρθηκε στην αιτούμενη τροποποίηση και κατέληξε στο συμπέρασμα, αφού εξήγησε τη θέση του, ότι, ακόμη και αν εγίνετο δεκτή η τροποποίηση, «αυτό θα περιέπλεκε τα πράγματα». 

Στην υπόθεση Κρέντου (ανωτέρω), όπως προκύπτει και από το απόσπασμα που παρέθεσε ο πρωτόδικος Δικαστής, το αίτημα για αναβολή υποβλήθηκε την ημέρα της ακρόασης και η αναβολή ήταν μεν για τροποποίηση, αλλά δε βρισκόταν η αίτηση στο φάκελο της υπόθεσης στο στάδιο της υποβολής του σχετικού αιτήματος.  Παρόλον τούτου η αναβολή δόθηκε και το Εφετείο δεν επενέβη.

Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση για τροποποίηση είχε κατατεθεί από τις 20.4.01 και αν το Δικαστήριο το πληροφορήθηκε μόνο κατά την ημέρα της ακρόασης, γι΄αυτό σίγουρα δεν μπορεί να ευθύνεται ο διάδικος. Όφειλε, κατά την άποψη μας, το Πρωτοκολλητείο να θέσει την αίτηση εγκαίρως και πριν την ημερομηνία ακρόασης ενώπιον του Δικαστή για τα περαιτέρω.  Εν πάση όμως περιπτώσει, είναι προφανές ότι το Δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική του απόφαση χωρίς καν να ακούσει τις θέσεις και τα επιχειρήματα του αιτητή (αφού ο καθ΄ου η αίτηση δεν έφερε ένσταση) και έτσι του στέρησε το αναφαίρετο και συνταγματικό του δικαίωμα να ακούεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

Αυτά όσον αφορά την αναβολή.  Όταν απορρίφθηκε το αίτημα για αναβολή η συνήγορος του αιτητή ζήτησε διάταγμα για τροποποίηση, το οποίο να εκδίδετο αμέσως, αφού δεν υπήρχε ένσταση.  Το Δικαστήριο και πάλι, διαπράττοντας το ίδιο λάθος, δηλαδή χωρίς να δώσει την ευκαιρία να ακούσει περαιτέρω τα επιχειρήματα του αιτητή, ανέφερε τα ακόλουθα (σελ. 26 των πρακτικών):  «Έχω αποφασίσει.  Απέρριψα το αίτημα αναβολής που εδραζόταν επί αιτήματος τροποποίησης για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω.  Θα απορρίψω για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω και την αίτηση τροποποίησης.  Η αίτηση τροποποίησης απορρίπτεται.  Καλείται η πλευρά του ενάγοντα να συνεχίσει την υπόθεση της.». 

Είναι, κατά την άποψη μας, προφανές απ΄όσα προαναφέραμε πως το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εσφαλμένα, βασισμένο σε λανθασμένους παράγοντες και στερώντας τον αιτητή του δικαιώματος να ακουστεί και να προβάλει την επιχειρηματολογία του προτού ληφθεί απόφαση πάνω στα επίδικα θέματα, τόσο για την αναβολή όσο και για την τροποποίηση. Κρίνουμε έτσι ότι το Εφετείο δικαιολογείται να επέμβει στην πιο πάνω απόφαση. 

[*999]

Επισημαίνουμε περαιτέρω, πως το Δικαστήριο στην προκείμενη περίπτωση ακολούθησε τη λανθασμένη διαδικασία. Αφού υπήρχε ήδη κατατεθειμένη η αίτηση για τροποποίηση ενώπιόν του και δεν υπήρχε ένσταση, όφειλε πρώτα να εξετάσει την αίτηση αυτή, αφού άκουε τους διαδίκους και μόνο αν τελικά εγκρινόταν η αίτηση θα ετίθετο θέμα αναβολής, το οποίο θα έπρεπε να εξέταζε ακολούθως. Όμως παρατηρούμε πως και σε περίπτωση που εγκρινόταν το αίτημα για τροποποίηση, δεν θα ήταν ίσως απαραίτητο να αναβληθεί η υπόθεση, αλλά θα μπορούσε να συνεχίσει η ακρόαση και να δοθούν οδηγίες για την εν τω μεταξύ και σε μεταγενέστερο στάδιο τροποποίηση των εγγράφων προτάσεων.

Εν όψει των πιο πάνω, η επίδικη ενδιάμεση απόφαση, τόσο όσον αφορά το αίτημα για αναβολή όσο και το αίτημα για τροποποίηση ακυρώνεται και παραμερίζεται. 

Παρόλον ότι δεν έχει προωθηθεί η έφεση επί της ουσίας με το περίγραμμα ή την αγόρευση στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης,  εντούτοις η κατάληξή μας επί της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου έχει το άμεσο αποτέλεσμα να καθιστά το ότι ακολούθησε πρωτόδικα άκυρο.

Ως εκ τούτου ακυρώνεται και η όλη διαδικασία που ακολούθησε, καθώς και η τελική απόφαση του Δικαστηρίου και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.  Τα έξοδα που έχουν ήδη γίνει πρωτόδικα, θα ακολουθήσουν την έκβαση της αγωγής, αλλά εν πάση περιπτώσει δε θα είναι εναντίον των εφεσιβλήτων.

Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση. Εκδίδεται διαταγή για έξοδα ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο