Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου ν. Του Πλοίου "Arabella" (2002) 1 ΑΑΔ 1033

(2002) 1 ΑΑΔ 1033

[*1033]12 Ιουλίου, 2002

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΙΤΗΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Ενάγοντες,

ν.

ΤΟΥ ΠΛΟIΟΥ «ΑRABELLA»,

Εναγομένων.

(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 68/2002)

 

Ναυτοδικείο ― Διάταγμα σύλληψης πλοίου κατόπιν μονομερούς αιτήσεως ― Αίτηση υπό εναγόμενου πλοίου για ακύρωση του διατάγματος για ισχυριζόμενη μη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων ― Ουσιώδη είναι τα γεγονότα τα οποία είναι απαραίτητο για το Δικαστήριο να τα γνωρίζει όταν εξετάζει μια μονομερή αίτηση ― Το κατά πόσο είναι ουσιώδη ή όχι είναι θέμα που εξετάζεται από το Δικαστήριο.

Ναυτοδικείο ― Πρακτική ― Τροποποίηση κλητηρίου εντάλματος ― Δυνατότητα τροποποίησης ― Δ.28, θ.2 των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών ― Ο ενάγων μπορεί να τροποποιήσει μια φορά την ειδική οπισθογράφηση χωρίς άδεια του Δικαστηρίου ― Ενόψει των προνοιών των Καν. 38 και 39 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Κανονισμών το κλητήριο ένταλμα ισοδυναμεί με οπισθογραφημένη απαίτηση.

Ναυτοδικείο ― Διάταγμα σύλληψης πλοίου ― Ένορκη δήλωση για χορήγηση του σχετικού διατάγματος ― Δεν πρέπει να περιέχει διαζευκτικούς ισχυρισμούς ως προς τα γεγονότα ― Το περιεχόμενό της διέπεται από τον Καν. 51 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Κανονισμών ― Εφόσον οι ενάγοντες συμμορφωθούν με τους Κανονισμούς δεν μπορούν να επικριθούν γιατί δεν έχουν προβεί σε μια πιο εκτεταμένη αποκάλυψη γεγονότων.

Ναυτοδικείο ― Διάταγμα σύλληψης πλοίου ― Αίτηση για ακύρωσή του ― Το Δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί τελεσίδικα επί των δικαιωμάτων των μερών ― Το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι [*1034]υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής ― Οπωσδήποτε το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η αξίωση δεν είναι προδήλως αβάσιμη και ενοχλητική.

Ναυτοδικείο ― Μεταφορά αγαθών διά θαλάσσης ― Σε περίπτωση ζημιάς στο φορτίο οι μεταφορείς είναι υπόλογοι για τη ζημιά.

Ναυτοδικείο ― Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου ― Πηγάζει από τα Άρθρα 19(α) και 29(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν. 14/60) και το Άρθρο 1(1)(g)(h) της Αγγλικής Administration of Justice Act, 1956 ― Απαίτηση εναντίον πλοίου για ζημιά κατά τη μεταφορά φορτίου βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου.

Στις 5.4.2002 οι ενάγοντες που είχαν καταχωρήσει αγωγή εναντίον του εναγόμενου πλοίου αξιώνοντας Δολ. ΗΠΑ 80.000 που αντιπροσώπευε την αξία εμπορευμάτων που χάθηκαν ή καταστράφηκαν κατά τη μεταφορά τους με το εναγόμενο πλοίο, εξασφάλισαν διάταγμα σύλληψης του εναγόμενου πλοίου.  Το πλοίο ελευθερώθηκε μετά την κατάθεση εγγύησης ύψους £65.000 από τους εναγόμενους.

Στις 9.4.2002 οι ενάγοντες αποτάθηκαν με μονομερή αίτηση για διάταγμα τροποποίησης του κλητηρίου εντάλματος με την αντικατάσταση του ποσού των Δολ. ΗΠΑ 80.000 με το ποσό των Δολ. ΗΠΑ 300.000.  Το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα.  Στις 9.4.2002 οι ενάγοντες καταχώρησαν δεύτερη αίτηση για έκδοση διατάγματος σύλληψης του εναγόμενου πλοίου.  Το Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση και χορήγησε διάταγμα σύλληψης του πλοίου, το οποίο ήταν επιστρεπτέο στις 12.4.2002.  Οι εναγόμενοι κατέθεσαν εγγύηση και στις 10.4.2002 δόθηκαν οδηγίες για απελευθέρωση του πλοίου.  Στις 24.4.2002 οι εναγόμενοι υπέβαλαν γραπτό αίτημα για έκδοση (α) διατάγματος το οποίο να ακυρώνει τα διατάγματα σύλληψης του εναγόμενου πλοίου ημερ. 5.4.02 και 9.4.02, (β) διατάγματος απελευθέρωσης του πλοίου από τη σύλληψή του και (γ) διατάγματος αποδέσμευσης τερματισμού ή ακύρωσης των εγγυήσεων.  Οι λόγοι για τους οποίους οι εναγόμενοι επιζητούν τις πιο πάνω θεραπείες είναι, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι:

1) Η ένορκη δήλωση των εναγόντων, η οποία συνοδεύει την αίτηση για τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος περιέχει ψευδή στοιχεία που στόχο έχουν την παραπλάνηση του Δικαστηρίου.

2) Η τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος ζητήθηκε παράνομα.

3) Οι ενάγοντες δεν έχουν αγώγιμο δικαίωμα πραγματοπαγές (in rem) εναντίον του πλοίου, γιατί και αν ακόμα αποδεικνύετο ότι η ισχυριζόμενη ζημιά προκλήθηκε κατά τη μεταφορά του φορτίου, υπεύθυνοι για τη ζημιά θα ήταν οι ναυλωτές του πλοίου, οι [*1035]οποίοι θα ήταν υπεύθυνοι σε μια προσωποπαγή (in personam) αγωγή.

4) Οι ενάγοντες απέκρυψαν κακόπιστα τα πραγματικά γεγονότα.

5) Η ένορκη δήλωση είναι εσφαλμένη επειδή σ’ αυτήν προβάλλονται διαζευκτικοί ισχυρισμοί.

Οι ενάγοντες καταχώρησαν ένσταση απορρίπτοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς των εναγομένων.

Ο συνήγορος των εναγομένων (αιτητών) υποστήριξε ότι η ένορκη δήλωση η οποία έχει οδηγήσει στο επίδικο διάταγμα δεν περιέχει όλες τις απαιτούμενες λεπτομέρειες.  Ήγειρε επίσης θέμα έλλειψης δικαιοδοσίας.

Το Ναυτοδικείο απέρριψε την αίτηση των εναγομένων εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές που προκύπτουν σαφώς από τις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Abdul Hamid Borgol and Co. v. The Ship “Akak Progress” (1985) 1 C.L.R. 672,

Cypamar Maritime Agencies v. Του Πλοίου “TIGER” (2001) 1 Α.Α.Δ. 2159,

El Fath Co. v. E.D.T. Shipping κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1255,

Yiannikouris a.o. v. Cyprus Sea Cruises (Limassol) Ltd (No. 3) (1965) 1 C.L.R. 397,

Andreas Sylvestros Ltd v. Adriatica (1983) 1 C.L.R. 343,

Baxter’s Leather Company v. Royal Mail Steam Packet Company [1908] 2 K.B. 626,

Paterson Steamship v. Canadian Wheat [1934] A.C. 538,

Beaumont-Thomas v. Blue Star Line [1939] 3 All E.R. 127,

Domestica Ltd v. Adriatica a.o. (1981) 1 C.L.R. 85,

[*1036]Κύπρος Αντωνίου & Υιός Λτδ κ.ά. ν. Πλοίου “Springwood” (1998) 1 Α.Α.Δ. 215,

Vouniotis Cold Stores Ltd κ.ά. ν. Bulk Carriers Corporation Ltd κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 71,

Dumit v. Ship “Coccinella” (1976) 1 C.L.R. 277,

Πατούρης ν. Hellenic Bank Ltd (2001) 1(Γ) A.A.Δ. 2118,

Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248.

Αίτηση.

Αίτηση από τη δικηγόρο των εναγομένων ημερ. 24/4/02 για έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου το οποίο να ακυρώνει τα διατάγματα σύλληψης του εναγόμενου πλοίου ημερ. 5/4/02 και 9/4/02 ώστε το πλοίο να απελευθερωθεί από τη σύλληψή του καθώς και διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να τερματίζει και ακυρώνει τις εγγυήσεις ημερ. 8/4/02 και 10/4/02 οι οποίες δόθηκαν προς ικανοποίηση απόφασης η οποία τυχόν να εκδίδετο προς όφελος των εναγόντων, ώστε να καταστεί εφικτή η απελευθέρωση του πλοίου.

Αιμ. Θεοδούλου για Γ. Σαββίδη, για τους Εναγομένους-Αιτητές.

Κ. Βελάρης, για τους Ενάγοντες-Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με κλητήριο ένταλμα που καταχώρησαν την 5.4.2002 οι ενάγοντες πρόβαλαν τις πιο κάτω αξιώσεις:

«(1)  Δολ. ΗΠΑ 80.000 (ή το ισάξιο σε Κυπριακό νόμισμα) ποσό που αντιπροσωπεύει αξία εμπορευμάτων που κατεστράφηκαν ή χάθηκαν ενώ μεταφέροντο ή έπρεπε να μεταφερθούν με το πιο πάνω πλοίο ένεκα της αμέλειας των Εναγομένων και/ή λόγω εκ μέρους τους παραβάσεων συμβατικών τους υποχρεώσεων.

(2)  Δολ. ΗΠΑ 15.000 (ή το ισάξιο σε Κυπριακό νόμισμα) για το ξεφόρτωμα και διάθεση του κατεστρεμμένου φορτίου.

(3)Αποζημιώσεις γι’  αμέλεια και/ή παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων.»

[*1037]

Μετά από μονομερή αίτηση οι ενάγοντες εξασφάλισαν διάταγμα σύλληψης του εναγόμενου πλοίου.  Το διάταγμα εκδόθηκε την 5.4.2002 και ήταν επιστρεπτέο στις 10.4.2002.  Σύμφωνα με την παραγ. 2 του διατάγματος σύλληψης ο Αξιωματικός του Ναυτοδικείου μπορούσε να ελευθερώσει το πλοίο κατόπιν οδηγιών του Πρωτοκολλητή μόλις καταχωρηθεί εκ μέρους των εναγομένων εγγύηση που να ικανοποιεί τον Πρωτοκολλητή για το ποσό των £65.000 για την ικανοποίηση απόφασης που τυχόν ήθελε εκδοθεί προς όφελος των εναγόντων.  Οι εναγομένοι κατέθεσαν την πιο πάνω εγγύηση και ο Πρωτοκολλητής κάλεσε τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου να ελευθερώσει το πλοίο.

Την 9.4.2002 οι ενάγοντες αποτάθηκαν με μονομερή αίτηση για διάταγμα «τροποποίησης του κλητηρίου εντάλματος με την αντικατάσταση του ποσού των 80.000 Δολ. ΗΠΑ στην παραγ. 1 με το ποσό των 300.000 Δολ. ΗΠΑ και την αντικατάσταση του ποσού των 15.000 Δολ. ΗΠΑ στην παραγ. 2 με το ποσό των 45.000 Δολ. ΗΠΑ».

Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για τροποποίηση οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι μετά την καταχώριση της αγωγής διαπιστώθηκε ότι πέραν της ποσότητας του φορτίου που βρέθηκε κατεστραμμένο κατά το πρώτο στάδιο της εκφόρτωσης, ποσότητα «εκ. 2000 μ.τ. αξίας 48.000 Δολ. ΗΠΑ ήταν επίσης κατεστραμμένο».  Ισχυρίσθηκαν, επίσης, ότι το γεγονός δεν ήταν γνωστό και δεν μπορούσε να ήταν γνωστό στους ενάγοντες κατά την έγερση της αγωγής.

Με απόφαση του ημερ. 9.4.2002 το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα για τροποποίηση και διέταξε όπως το κλητήριο ένταλμα καταχωρηθεί την 9.4.2002.

Την 9.4.2002 οι ενάγοντες καταχώρησαν δεύτερη αίτηση για έκδοση διατάγματος σύλληψης του εναγόμενου πλοίου.  Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση οι ενάγοντες πρόβαλαν τους πιο κάτω ισχυρισμούς:

Το εναγόμενο πλοίο φέρει σημαία της Μάλτας. Καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους φέρεται ν’ ανήκει στην Harrier Shipping Co. Ltd από την Μάλτα που είναι αλλοδαπή εταιρεία και δεν έχει οποιαδήποτε περιουσία στην Κύπρο.  Το εναγόμενο πλοίο μετέφερε καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους 24.851 περίπου μ.τ. αραβοσίτου (Argentinian maize) περιουσία της Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου από την Αργεντινή προς τη Λεμεσό όπου έπρεπε να ξεφορτωθεί. Κατά τη [*1038]διάρκεια της εκφόρτωσης που άρχισε στις 28.3.2002 οι εκπρόσωποι των εναγόντων αντελήφθησαν ότι ποσότητα 700 περίπου μ.τ. αξίας Δολ. ΗΠΑ 75.600 είχε καταστραφεί και/ή χαθεί και/ή δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί λόγω υγρασίας από την οποία είχε προσβληθεί εν πλώ.  Το φορτίο ήταν συσκευασμένο σε 4 αμπάρια. Μέχρι την 04/04/02 είχαν ξεφορτωθεί χωρίς πρόβλημα τ’ αμπάρια 3 και 4 κι η ζημιά εντοπίσθηκε κατά το ξεφόρτωμα του αμπαριού 1. Μόλις αντελήφθησαν την ζημιά οι αντιπρόσωποι των εναγόντων εφρόντισαν να πείσουν τους εναγομένους και/ή τους αντιπροσώπους τους να καταβάλουν την αξία του πιο πάνω φορτίου πλην όμως αυτό δεν κατέστη κατορθωτό.  Η πιο πάνω ζημιά έγινε κατόπιν αμέλειας του εναγομένου και/ή παράβασης εκ μέρους του των συμβατικών του υποχρεώσεων.  Επειδή το πλοίο αναμενόταν ν’  αναχωρήσει κι αφού οι ενάγοντες θεώρησαν ότι το φορτίο που ήταν στο τελευταίο αμπάρι με αρ. 2 εκ συνόλου 6378 μ.τ. θα ήταν εν τάξει και κατά συνέπεια θα μπορούσε να ξεφωρτωθεί γρήγορα λόγω και του Σαββατοκυριακού που παρενεβάλλετο έσπευσαν στις 5.4.02 να καταχωρήσουν την πιο πάνω αγωγή και να εξασφαλίσουν κατά την ίδια μέρα ένταλμα σύλληψης του πλοίου ως το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου της 5.4.02.  «Συνωδά των σχετικών διαταγών του Δικαστηρίου το εναγόμενο πλοίο κατέθεσε την υπό του Δικαστηρίου καθορισθείσα εγγύηση εκ £65.000 στις 8.4.02 οπότε κι ο Πρωτοκολλητής μ’ επιστολή του προς τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου με την ίδια ημερομηνία τον ειδοποίησε ότι θα μπορούσε να ελευθερώσει το πλοίο».  Στο μεταξύ κατά την ίδια από πάνω ημερομηνία όταν ανοίχθηκε το αμπάρι 2 και ξεφορτώθηκε το εμπόρευμα που ήταν στην επιφάνεια διαπιστώθηκε ότι κι αυτό το αμπάρι περιείχε κατεστραμμένο φορτίο που υπολογίστηκε σε 2000 τ.μ. περίπου αξίας 218.000 Δολ. ΗΠΑ περίπου.  Ένεκα της κατάστασης του κι αυτό θάπρεπε να μεταφερθεί για πέταγμα σε σκουπιδότοπο εκτός Λεμεσού εφ’  όσον ο Δήμος Λεμεσού δεν το εδέχετο στην περιοχή του έναντι επιπρόσθετης δαπάνης 30.000 Δολ. ΗΠΑ. Αμέσως μετά τη διαπίστωση της ζημιάς οι ενάγοντες προσπάθησαν να πείσουν τους εναγομένους ν’  αυξήσουν την σχετική εγγύηση πλην όμως κατέστη αδύνατο.  Επειδή δε το ξεφόρτωμα πλησιάζει να τελειώσει το πλοίο θα φύγει και οι ενάγοντες θα παραμείνουν χωρίς θεραπεία για την επιπρόσθετη ζημιά τους που εντοπίσθηκε αργότερα στο αμπάρι 2.  Τα γεγονότα τα οποία καθιστούν αναγκαία την επανασύλληψη του πλοίου δεν ήσαν και δεν ήταν γνωστά στο στάδιο της αρχικής αίτησης ημερ. 5.4.02 ανωτέρω.

Με απόφαση του ημερ. 9.4.2002 το Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση και χορήγησε διάταγμα σύλληψης του πλοίου, το οποίο ήταν επιστρεπτέο στις 12.4.2002. Σύμφωνα με την παραγ. 2 του διατάγ[*1039]ματος ο Αξιωματικός του Ναυτοδικείου μπορούσε να ελευθερώσει το πλοίο «μόλις καταχωρηθεί εκ μέρους των εναγομένων εγγύηση» της τάξεως των £220.000 για την ικανοποίηση απόφασης που τυχόν ήθελε εκδοθεί προς όφελος των εναγόντων. Οι εναγόμενοι κατέθεσαν την εγγύηση και ο Πρωτοκολλητής – στις 10.4.2002 – έδωσε οδηγίες στον Αξιωματικό του Ναυτοδικείου για απελευθέρωση του πλοίου.

Στις 12.4.2002, ημερομηνία κατά την οποία το δεύτερο διάταγμα σύλληψης του πλοίου ήταν επιστρεπτέο, η συνήγορος των εναγομένων δήλωσε ότι θα καταχωρήσει αίτηση για παραμερισμό του.  Σημειώνεται ότι στις 9.4.2002 η συνήγορος των εναγομένων ζήτησε να υποβάλει προφορικό αίτημα για απελευθέρωση του πλοίου.  Το Δικαστήριο της υπέδειξε να υποβάλει γραπτό αίτημα. Πράγματι στις 24.4.2002 καταχώρησε την αίτηση, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, με την οποία ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

«(Α)  Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να ακυρώνει τα Διατάγματα σύλληψης του εναγόμενου πλοίου ημερομηνίας 05.04.02 και 09.04.02.

(Β)  Διάταγμα του Δικαστηρίου όπως το πλοίο απελευθερωθεί από τη σύλληψη του από το Σεβαστό Δικαστήριο.

(Γ)  Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να αποδεσμεύει, τερματίζει ή ακυρώνει τις εγγυήσεις ημερομηνίας 08.04.02 και 10.04.02 τις οποίες έδωσε η Τράπεζα Κύπρου Λτδ για απελευθέρωση του εναγομένου πλοίου από τη σύλληψη του.»

Οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκονται οι πιο πάνω θεραπείες φαίνονται στην ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση.  Είναι οι εξής:

(1)  Η ένορκη δήλωση των εναγόντων, η οποία συνοδεύει την αίτηση για τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος «περιέχει στοιχεία τα οποία είναι ψευδή και που στόχο είχαν να παραπλανήσουν του Δικαστήριο και που είναι εμφανή από τον φάκελο του Δικαστηρίου».

(2)  Η τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος ζητήθηκε παράτυπα χωρίς ειδοποίηση στους εναγομένους.

(3)  Οι ενάγοντες δεν έχουν αγώγιμο δικαίωμα πραγματοπαγές (in rem) εναντίον του εναγόμενου πλοίου γιατί, και αν ακόμη αποδεικνύετο ότι η ισχυριζόμενη ζημιά προκλήθηκε κατά [*1040]τη μεταφορά του φορτίου, υπεύθυνοι για την ζημιά θα ήταν οι ναυλωτές του πλοίου, που στον ουσιώδη χρόνο ήταν η εταιρεία Cargill International S.A., η οποία εδρεύει στην Γενεύη και επομένως υπεύθυνοι σε μια προσωπαγή (in personam) αγωγή θα ήταν οι ναυλωτές του  πλοίου και όχι οι ιδιοκτήτες του.

(4)  Οι ενάγοντες γνώριζαν τα πιο πάνω (βλ. παραγ. 3) και κακόπιστα απέκρυψαν από το Δικαστήριο τα πραγματικά γεγονότα και εν γνώσει τους παραπλάνησαν το Δικαστήριο.  Παρέλειψαν να αναφέρουν ότι στον ουσιώδη χρόνο ναυλωτές του πλοίου ήταν άλλη εταιρεία.

(5)  Στις ένορκες δηλώσεις των εναγόντων «παραλείπεται να αναφερθούν τα αληθινά γεγονότα σε ότι αφορά τον χρόνο εκφόρτωσης των αμπαριών (Holds), η οποία μέχρι την 9η Απριλίου, δεν είχε ολοκληρωθεί. Παραλείπεται επίσης να αναφερθεί ότι η ζημιά δεν είχε μέχρι τότε υπολογιστεί και ακόμη παραλείπεται να αναφερθεί ότι διεξήγετο έρευνα για εξακρίβωση των αιτίων της ζημιάς, στην παρουσία εκπροσώπων των ιδιοκτητών, των εναγόντων, των ναυλωτών και των φορτωτών του πλοίου, οι οποίες μέχρι τότε δεν είχαν ολοκληρωθεί.  

(6)  Επίσης γίνονται ψευδείς δηλώσεις σε ότι αφορά τον χρόνο αναχώρησης του  πλοίου, την καταστροφή του φορτίου και το κόστος αυτής.

(7)  Στις ίδιες ένορκες δηλώσεις προβάλλονται διαζευκτικοί ισχυρισμοί σε ότι αφορά την ευθύνη του εναγομένου πλοίου.  Συγκεκριμένα στην παράγραφο 6 αναφέρεται ότι η ζημιά έγινε «κατόπιν αμέλειας και/ή παράβασης εκ μέρους του συμβατικών υποχρεώσεων».

Οι ενάγοντες καταχώρησαν ένσταση. Στην ένορκη δήλωση τους που συνοδεύει την ένσταση επαναλαμβάνουν τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην ένορκη δήλωση τους η οποία συνοδεύει την αίτηση τους για έκδοση του δεύτερου διατάγματος σύλληψης του πλοίου.  Προβάλλουν, επίσης, τους πιο κάτω ισχυρισμούς:

(α) Έχουν «βάση αγωγής έναντι του πλοίου» γιατί από τα πρώτα στοιχεία εφαίνετο ότι το πλοίο ήταν ο κύριος αν όχι ο μόνος υπεύθυνος για τη ζημιά τόσο ένεκα παράβασης συμβατικών υποχρεώσεων αλλά και αμέλειας.

[*1041]

(β) Δεν είναι του παρόντος ούτε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας «που το Δικαστήριο θ’ αποφασίσει για το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων».  Αυτό θ’ αποτελέσει το αντικείμενο της δίκης όταν αυτή θα λάβει χώραν οπότε οι εναγομένοι θα έχουν την ευκαιρία να προβάλουν την επιχειρηματολογία τους.

(γ)  Στο στάδιο της έκδοσης του επίδικου διατάγματος το μόνο «που οι ενάγοντες είχαν ν’ αποδείξουν ήταν μια εκ πρώτης όψεως υπόθεση».

(δ) «Καμιά παραπλάνηση δεν έχει γίνει προς το Δικαστήριο» ούτε έχει αποκρυβεί οποιοδήποτε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει την κρίση του Δικαστηρίου.

(ε)  Η τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος ήταν αναγκαία λόγω «της αύξησης του ποσού της απαίτησης η οποία άλλωστε ήταν εντελώς τυπικό  μέτρο χωρίς καμιά απολύτως συνέπεια σε βάρος των εναγομένων.»  

Ο κ. Θεοδούλου, εκ μέρους των εναγομένων (αιτητών), υποστήριξε ότι η ένορκη δήλωση η οποία έχει οδηγήσει στο επίδικο διάταγμα δεν περιέχει όλες τις απαιτούμενες λεπτομέρειες. Συγκεκριμένα δεν αναφέρει μεταξύ ποιών έγινε η συμφωνία, πότε έγινε, πού έγινε.  Αυτά όλα, σύμφωνα με τον κ. Θεοδούλου, έπρεπε να φαίνονται στην ένορκη δήλωση για να μπορεί το Δικαστήριο να εξετάσει αν η αγωγή είναι κατάλληλη να εξεταστεί στην Κύπρο.

Το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης διέπεται από τον Καν. 51 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Κανονισμών.  Σύμφωνα λοιπόν με τον Καν. 51 η ένορκη δήλωση για χορήγηση διατάγματος σύλληψης πλοίου θα πρέπει να περιέχει τη φύση της αξίωσης.  Πρέπει, επίσης, να αναφέρει ότι η αξίωση δεν έχει ικανοποιηθεί και ότι χρειάζεται η βοήθεια του δικαστηρίου για ικανοποίηση της.  Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Καν. 54, το Δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει το διάταγμα σύλληψης παρόλο ότι η ένορκη δήλωση δεν περιέχει όλες τις απαιτούμενες λεπτομέρειες.  Στην Abdul Hamid Borgol and Co. v. The Ship “Akak Progress” (1985) 1 C.L.R. 672 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι εφόσον οι ενάγοντες συμμορφωθούν με τους Κανονισμούς δεν μπορούν να επικριθούν γιατί δεν έχουν προβεί σε μια πιο εκτεταμένη αποκάλυψη γεγονότων.

Στην παρούσα υπόθεση κρίνω ότι η ένορκη δήλωση των εναγό[*1042]ντων ικανοποιεί πλήρως τις προϋποθέσεις που θέτουν οι σχετικοί Κανονισμοί.  Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση των εναγομένων δεν ευσταθεί.

Μια άλλη εισήγηση του κ. Θεοδούλου αναφερόταν στην έλλειψη αγώγιμου δικαιώματος λόγω του ότι υπεύθυνοι για την ζημιά ήταν οι ναυλωτές του πλοίου και οι ιδιοκτήτες του πλοίου δεν έχουν συνδεθεί με τη ζημιά.  Αναφορικά με το αγώγιμο δικαίωμα ο κ. Βελάρης, εκ μέρους των εναγόντων, υπέβαλε ότι από τη στιγμή που το εμπόρευμα φορτώθηκε στο πλοίο σε καλή κατάσταση και βρέθηκε καταστρεμμένο δημιουργείται ευθύνη στο ίδιο το πλοίο.

Στην Cypamar Maritime Agencies v. Του Πλοίου “TIGER”, (2001) 1 A.A.Δ. 2159 (αίτηση για ακύρωση διατάγματος σύλληψης πλοίου)  έθεσα το θέμα ως εξής:

«Η προσέγγιση του Δικαστηρίου σε αιτήσεις ακύρωσης διατάγματος σύλληψης πλοίου προδιαγράφεται στην απόφαση της Ολομέλειας στην The Ship “Gloriana” and Another v. Breidi and Another (1982) 1 C.L.R. 409 (απόφαση Στυλιανίδη, Δ. – όπως ήταν τότε).  Την παραθέτω:

Το Δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί τελεσίδικα επί των δικαιωμάτων των μερών. Είναι αναγκαίο όπως το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής. Οπωσδήποτε το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η αξίωση δεν είναι προδήλως αβάσιμη και ενοχλητική.  Δεν αποτελεί μέρος της λειτουργίας του Δικαστηρίου σ’ αυτό το στάδιο της αντιδικίας να προσπαθήσει να επιλύσει αμφισβητήσεις σε σχέση με γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η αξίωση των μερών ούτε να αποφασίσει δύσκολα νομικά σημεία για τα οποία απαιτείται λεπτομερής επιχειρηματολογία και μελετημένη εξέταση.  Αυτά είναι ζητήματα που πρέπει να εξετάζονται κατά τη δίκη (Βλ. και El Fath Co. v. E.D.T. Shipping κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1255, 1268 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.). Βλ. επίσης Μίχος ν. Α/Π «Αντένα» (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 481, 488 (απόφαση Πογιατζή, Δ.) στην οποία λέχθηκε ότι το στάδιο της εξέτασης διαβήματος για ακύρωση διατάγματος για σύλληψη πλοίου δεν είναι το ενδεδειγμένο για την εξέταση σε βάθος των επιδίκων θεμάτων και της αξιολόγησης της μαρτυρίας για να καταστεί δυνατή η εξαγωγή των αναγκαίων ευρημάτων και/ή συμπερασμάτων).»

Έχει νομολογηθεί ότι σε περίπτωση ζημιάς σε φορτίο κατά τη [*1043]μεταφορά του οι μεταφορείς – εδώ το πλοίο – είναι υπόλογοι για τη ζημιά (βλ. Yiannikouris and Another (No. 3) v. Cyprus Sea Cruises (Limassol) Ltd (1965) 1 CL.R. 397, Andreas Sylvestros Ltd v. Adriatica (1983) 1 C.L.R. 343, Baxter’s Leather Company v. Royal Mail Steam Packet Company [1908] 2 K.B. 626, 630 C.A., Paterson Steamship v. Canadian Wheat [1934] A.C. 538, Beaumont-Thomas v. Blue Star Line [1939] 3 All E.R. 127, Domestica Ltd v. Adriatica and Another (1981) 1 C.L.R. 85, Κύπρος Αντωνίου & Υιός Λτδ κ.ά. ν. Πλοίου “Springwood” (1998) 1 Α.Α.Δ. 215 και Carvers Carriage of Foods by Sea, 12th ed., Vol. 1, p. 19).

Εν όψει των ισχυρισμών των εναγόντων, όπως έχουν τεθεί στην ένορκη δήλωση τους, και της πιο πάνω θέσης της νομολογίας έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση και ότι η αγωγή δεν είναι προδήλως αβάσιμη και ενοχλητική (βλ. Ship Gloriana, πιο πάνω).  Αυτό δεν είναι το κατάλληλο στάδιο για εξέταση των ισχυρισμών των εναγομένων περί ύπαρξης ναυλοσυμφώνου.  Αυτό είναι ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί κατά τη δίκη.

Mε αναφορά στην Vouniotis Cold Stores Ltd κ.ά. ν. Bulk Carriers Corporation Ltd κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 71, ο κ. Θεοδούλου υπέβαλε ότι η αίτηση και η ένορκη δήλωση πρέπει να δείχνουν ότι «το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία». 

H δικαιοδοσία Ναυτοδικείου πηγάζει από τα άρθρα19(α) και 29(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν 14/60) και το άρθρο 1(1)(g)(h) της Αγγλικής Administration of Justice Act, 1956. Έχει δε νομολογηθεί ότι απαίτηση εναντίον πλοίου για ζημιά κατά τη μεταφορά φορτίου βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας (βλ. Dumit v. Ship “Coccinella” (1976) 1 C.L.R. 277).  Κρίνω, επομένως, ότι η απαίτηση των εναγόντων, όπως έχει τεθεί στην ένορκη δήλωση τους, βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας.  Όπως έχει ήδη υποδειχθεί το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που θέτουν οι κανονισμοί.  Οι τελευταίοι δεν απαιτούν όπως γίνεται αναφορά στο θέμα της δικαιοδοσίας.  Πρόσθετα τα λεχθέντα στην Vouniotis (πιο πάνω) λέχθηκαν στα πλαίσια αίτησης για άδεια επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας και δεν τυγχάνουν εφαρμογής στα πλαίσια αίτησης για έκδοση εντάλματος σύλληψης πλοίου.  Όπως  έχει λεχθεί στην El Fath Co. (πιο πάνω), σελ. 1264:  «Δεν είναι με την έκδοση του κλητηρίου εντάλματος που ενεργοποιείται η in rem δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.  Αυτή η ενεργοποίηση είναι το αποτέλεσμα της επίδοσης του κλητηρίου [*1044]εντάλματος ή κατά τον Lord Denning M.R. και της εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης.  Θεωρήθηκε επομένως ότι η πρακτική ήταν νόμιμη.»

Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί.

Περαιτέρω ο κ. Θεοδούλου υπέβαλε ότι η ένορκη δήλωση των εναγόντων είναι εσφαλμένη. Έρεισμα της εισήγησης ήταν η παραγ. 6 της ένορκης δήλωσης των εναγόντων σύμφωνα με την οποία «η πιο πάνω ζημιά έγινε κατόπιν αμέλειας του εναγομένου και/ή παράβασης εκ μέρους του των συμβατικών του υποχρεώσεων».  Ο κ. Θεοδούλου με αναφορά στην El Fath Co. (πιο πάνω), υπέβαλε ότι δεν είναι παραδεκτό να προβάλλονται διαζευκτικοί ισχυρισμοί σε μια ένορκη δήλωση.

Αυτό που έχει αποφασισθεί στην El Fath Co. (πιο πάνω) είναι ότι μια ένορκη δήλωση δεν μπορεί να περιέχει διαζευκτικούς ισχυρισμούς ως προς τα γεγονότα.  Έχει, επίσης, αποφασισθεί - στην El Fath Co. - ότι τα γεγονότα μπορούν να «επιδέχονται διαζευκτικούς νομικούς χαρακτηρισμούς ή να υπάγονται σε διαζευκτικές νομικές έννοιες» (βλ. και Πατούρης ν. Hellenic Bank (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2118).  Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχουν διαζευκτικοί ισχυρισμοί ως προς τα γεγονότα αλλά διαζευκτικοί ισχυρισμοί επί της νομικής βάσης.  Αυτό είναι επιτρεπτό.  Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί.

Ο κ. Θεοδούλου έχει εγείρει και θέμα παράλειψης των εναγόντων να αποκαλύψουν τα πραγματικά γεγονότα καθώς και θέμα ψευδών δηλώσεων.  Τα κατ’ ισχυρισμό μη αποκαλυφθέντα γεγονότα παρατίθενται στις παραγ. 1, 4, 5 και 6 της ένορκης δήλωσης των εναγομένων (βλ. σελ. 1039-1040, πιο πάνω).

Σύμφωνα με τη νομολογία ουσιώδη είναι εκείνα τα γεγονότα τα οποία είναι απαραίτητο για το Δικαστήριο να τα γνωρίζει όταν εξετάζει μια μονομερή αίτηση.  Το κατά πόσον είναι ουσιώδη ή όχι είναι θέμα που εξετάζεται από το Δικαστήριο (Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 265).     

Έχω εξετάσει τα γεγονότα τα οποία δεν έχουν αποκαλυφθεί.   Υπό το φως των απαιτήσεων των Καν. 51-54 και των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, όπως έχουν εκτεθεί στην ένορκη δήλωση των εναγόντων, θεωρώ ότι τα μη αποκαλυφθέντα γεγονότα δεν αποτελούν ουσιώδη γεγονότα στα πλαίσια αίτησης για έκδοση εντάλματος σύλληψης πλοίου.  Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση δεν ευ[*1045]σταθεί.

Μια άλλη συναφής εισήγηση του κ. Θεοδούλου αναφέρεται στην επίκληση ψευδών στοιχείων από τους ενάγοντες.  Θεωρώ ότι κρίση του δικαστηρίου επί της εισήγησης ισοδυναμεί με επίλυση και κρίση αμφισβητήσεων σε σχέση με γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η αξίωση των εναγόντων. Όπως υποδεικνύεται στην Gloriana (βλ. σελ. 1042, πιο πάνω) μια τέτοια πορεία δεν αποτελεί μέρος της λειτουργίας του Δικαστηρίου σ’ αυτό το στάδιο. Έπεται πως δεν θα εξεταστούν οι σχετικοί ισχυρισμοί των εναγομένων.

Ο κ. Θεοδούλου έχει εγείρει και θέμα παράτυπης τροποποίησης του κλητηρίου εντάλματος γιατί η τροποποίηση έγινε μετά από μονομερή αίτηση.

Σύμφωνα με τον Καν. 13 το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος σε οποιοδήποτε χρόνο με τέτοιο τρόπο και με τέτοιους όρους όπως θα θεωρήσει κατάλληλους.  Οι δικοί μας Κανονισμοί δεν περιέχουν πρόνοιες αναφορικά με την πρακτική και διαδικασία της τροποποίησης.  Έτσι μπορούμε να προστρέξουμε στους Παλαιούς Αγγλικούς Διαδικαστικούς Κανονισμούς (βλ. Καν. 237 των δικών μας Κανονισμών).  Ο σχετικός Αγγλικός Διαδικαστικός Κανονισμός είναι η Δ.28, θ.2.  Σύμφωνα με το Annual Practice του 1960, σελ. 622, ο ενάγων μπορεί να τροποποιήσει μια φορά την ειδική οπισθογράφηση χωρίς άδεια του Δικαστηρίου. Σύμφωνα δε με την Δ.28, θ.2 ο ενάγων μπορεί να τροποποιήσει χωρίς άδεια την έκθεση απαίτησης είτε αυτή είναι οπισθογραφημένη ή όχι, μια φορά πριν την εκπνοή της προθεσμίας για καταχώριση της απαίτησης.

Δυνάμει του Καν. 38 των δικών μας Κανονισμών το Δικαστήριο μπορεί να απαιτήσει από τους διαδίκους να αναφέρουν όλα τα γεγονότα που υποστηρίζουν την αξίωση ή την υπεράσπιση. Περαιτέρω με τον Καν. 39 το Δικαστήριο καταγράφει τα αμφισβητούμενα γεγονότα και τα αναγιγνώσκει στους διαδίκους.  Στη συνέχεια η αγωγή μπορεί να προχωρήσει σε ακρόαση με βάση τα καταγραφέντα αμφισβητούμενα γεγονότα. Επίσης, σύμφωνα με τον Καν. 82, το Δικαστήριο μπορεί αντί να υιοθετήσει την διαδικασία που προβλέπεται από τους πιο πάνω Καν. 38 και 39, να διατάξει την καταχώριση δικογράφων.  Έχοντας υπόψη τις πρόνοιες των Καν. 38 και 39 θεωρώ ότι το κλητήριο ένταλμα ισοδυναμεί με οπισθογραφημένη απαίτηση. Μπορεί, επομένως, να τροποποιηθεί μια φορά ακόμη και χωρίς άδεια του Δικαστηρίου.  Εδώ η τροποποίηση έχει συντελεσθεί μετά από άδεια του Δικαστηρίου.  Έπεται πως η εισήγηση για [*1046]παράτυπη τροποποίηση δεν ευσταθεί.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση των εναγομένων απορρίπτεται με έξοδα.

Η�αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο