A.S. Air Control Ltd ν. Ανδρέα Ερωτοκρίτου και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 1056

(2002) 1 ΑΑΔ 1056

[*1056]17 Ιουλίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

A.S. AIR CONTROL LTD,

Εφεσείοντες,

ν.

1. ΑΝΔΡΕΑ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

2. ΑΝΔΡΕΑ Π. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ ΑΚΙΝΗΤΑ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10799)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Διαπιστώσεις, συναγωγή συμπερασμάτων και κατάληξη σε ευρήματα, είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.

Οι εφεσείοντες-ενάγοντες (οι εφεσείοντες) αξίωσαν από τους εφεσίβλητους-εναγόμενους (οι εφεσίβλητοι) το ποσό των £2.205 ως «υπόλοιπο συμφωνιών ή για υπηρεσίες προσφερθείσες και παρασχεθείσες ή τιμολογίων ή παραδεκτού λογαριασμού».  Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν την αξίωση των εφεσειόντων.  Ισχυρίσθηκαν πως είχαν εξοφλήσει τους εφεσείοντες.  Περαιτέρω ισχυρίσθηκαν πως οι εφεσείοντες «εμποδίζονται (estopped) από του να εγείρουν την παρούσα αγωγή και να αξιώνουν χρηματικά ποσά λόγω της μεγάλης παρέλευσης χρόνου και/ή καθυστερήσεως (latches)».  Ο διευθυντής των εφεσειόντων, που κατέθεσε ως μάρτυρας, υπήρξε αόριστος στη μαρτυρία του αναφορικά με τις υπηρεσίες που πρόσφερε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση πως «δεν τα έχω αναλυτικά εδώ αυτή τη στιγμή αλλά μπορώ να τα φέρω».  Οι εφεσίβλητοι, εκτός από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 παρουσίασαν και την μαρτυρία του λογιστή – Ανδρέα Παναγιώτου – ο οποίος ήταν ο εξωτερικός λογιστής των εφεσειόντων.  Ο Παναγιώτου παρουσίασε φωτοαντίγραφο σελίδας του καθολικού των εφεσειόντων στο οποίο σημειώνονται οι συναλλαγές που αφορούν τη συνεργασία των διαδίκων (τεκ. 9).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν την απαίτησή τους και ότι αν είχαν την δυνατότητα και [*1057]την διορατικότητα για να δικογραφήσουν ανάλογα την απαίτηση τους και να αποδείξουν κάθε στοιχείο του τεκ. 9 θα είχαν καλύτερη τύχη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα εναντίον των εναγόντων.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.  Υπέβαλαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και παρέλειψε να την αξιολογήσει «και/ή συνοψίσει και/ή εκτιμήσει ορθά» με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα και να απορρίψει την αγωγή.  Ο συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε πως η απαίτηση στηρίζεται στο διατακτικό τεκ. 3, ότι το εν λόγω έγγραφο αποτελεί αυτόνομη αξίωση και δεν ήταν ανάγκη να υποστηρικτεί από άλλη μαρτυρία.  Η αξίωση των εφεσειόντων δεν ήταν για υπόλοιπο λογαριασμού αλλά για την ξεκάθαρη απαίτηση του τεκ. 3.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει των δικογραφημένων θέσεων των εφεσειόντων, δεν αντιμετώπισε την αξίωση ως αυτόνομη αξίωση για το ποσό της κράτησης και ορθά επεχείρησε να διαπιστώσει κατά πόσο οι εφεσείοντες έχουν στοιχειοθετήσει την ύπαρξη οφειλής και αποδείξει το ύψος της.

2.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωτίστως έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπου αυτά είναι επαρκώς αιτιολογημένα και υποστηρίζονται από το αποδεικτικό υλικό που παρουσιάστηκε στην υπόθεση. Επεμβαίνει μόνο όπου διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση είναι εσφαλμένη ή ανεπαρκής ή τα ευρήματα είναι αβάσιμα.  Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει καταδειχθεί ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο. Λαμβανομένης δε υπόψη της μαρτυρίας επί της οποίας έχει βασισθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, το επίδικο συμπέρασμα του, περί μη απόδειξης της αξίωσης, ήταν δικαιολογημένο.  Ακολουθεί πως η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 20/3/00 (Αρ. Αγωγής [*1058]4699/99) με την οποία απέρριψαν την αγωγή τους με την οποία αξίωναν ποσό £2.205 ως οφειλόμενο προς αυτούς από τους εναγόμενους για υπόλοιπο λογαριασμού για την εκτέλεση μηχανολογικών εργασιών σε οικοδομή των εναγομένων στη Λευκωσία την οποία αυτοί ανέθεσαν στους ενάγοντες.

Μ. Πιερίδης, για τους Εφεσείοντες.

Στ. Ερωτοκρίτου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες-ενάγοντες (οι εφεσείοντες) είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.  Ασχολούνται με την προσφορά και παροχή υπηρεσιών για μηχανολογικούς σκοπούς, για σκοπούς κεντρικού κλιματισμού και άλλους συναφείς σκοπούς.  Κατά την περίοδο 1985-1986 οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι (οι εφεσίβλητοι) ανέθεσαν στους εφεσείοντες την εκτέλεση μηχανολογικών εργασιών σε οικοδομή τους στη Λευκωσία.  Οι εφεσείοντες εκτέλεσαν την ανατεθείσα εργασία.  Με αγωγή τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) η οποία καταχωρήθηκε στις 22.4.99 οι εφεσείοντες αξίωσαν το ποσό των £2.205 ως «υπόλοιπο συμφωνιών ή για υπηρεσίες προσφερθείσες και παρασχεθείσες ή τιμολογίων ή παραδεκτού λογαριασμού».

Στην έκθεση απαίτησης τους πρόβαλαν τους πιο κάτω ισχυρισμούς:

Μέχρι το Μάιο του 1988 εκτέλεσαν και παρέδωσαν όλες τις εργασίες όπως και άλλες επί πλέον εργασίες. Σύμφωνα με διατακτικό του επιβλέποντα μηχανικού, ημερ. 1.6.98, οι εφεσείοντες εδικαιούντο «ή είχαν να παίρνουν» από τις υπηρεσίες τους προς τους εφεσίβλητους το ποσό των £12.420.-, το οποίο «οφείλετο μετά από προσθαφαιρέσεις στις εργασίες». Οι επιβλέποντες μηχανικοί με τελικό πιστοποιητικό-διατακτικό ημερ. 4.7.1989 επιβεβαίωσαν ότι η περίοδος της κράτησης έληξε και κατέστη οφειλόμενο και πληρωτέο και το ποσό των £2.278.- της κράτησης.  Οι εφεσείοντες «επί πλέον πρόσφεραν και παρέσχαν και άλλες υπηρεσίες» στους εφεσίβλητους «επί πιστώσει ή εξυπηρετήσεις και αντί συμφωνηθεισών ή εύλογων ή κατ’ εκτίμηση αμοιβών».  Οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν έναντι διά[*1059]φορα ποσά και ο μεταξύ των διαδίκων λογαριασμός κατά τις 31.7.1990 έδειχνε το υπόλοιπο ποσό των £2.805.- να οφείλεται από τους εφεσίβλητους προς τους εφεσείοντες.  Οι εφεσίβλητοι «κατέβαλαν έναντι το ποσό των £300 στις 14.7.1993 και το ποσό των £300 στις 23.12.1993».  Παρέμεινε ως υπόλοιπο το ποσό των £2.205.-, αντικείμενο της αγωγής.

Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν την αξίωση των εφεσειόντων.  Ισχυρίσθηκαν πως είχαν εξοφλήσει τους εφεσείοντες.  Περαιτέρω ισχυρίσθηκαν πως οι εφεσείοντες «εμποδίζονται (estopped) από του να εγείρουν την παρούσα αγωγή και να αξιώνουν χρηματικά ποσά λόγω της μεγάλης παρέλευσης χρόνου και/ή καθυστερήσεως (latches)».

Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έδωσε μαρτυρία ο Διευθυντής των εφεσειόντων.  Παρουσίασε ανάλυση του επιβλέποντος μηχανικού των εφεσιβλήτων (τεκ. 1) η οποία συνόδευε το πιστοποιητικό τελικής πληρωμής.  Παρουσίασε, επίσης, πιστοποιητικό τελικής πληρωμής του ιδίου μηχανικού, ημερ. 1.6.1988 (τεκ. 2) σύμφωνα με το οποίο οι εργασίες έχουν συμπληρωθεί επιτυχώς και ότι ο εργολάβος – οι εφεσείοντες – δικαιούται στην πληρωμή του ποσού των £12.420.- Σύμφωνα με το ίδιο πιστοποιητικό το ποσό των £2.278.- έχει κρατηθεί ως χρηματικό ποσό κράτησης και θα πληρωθεί στον εργολάβο μετά την εκπνοή της περιόδου συντήρησης και ευθύνης για ελαττώματα στις 1.6.1989.  Τέλος παρουσίασε πιστοποιητικό του επιβλέποντος μηχανικού ημερ. 4.7.1989 σύμφωνα με το οποίο η περίοδος κράτησης έχει εκπνεύσει και ότι το ποσό των £2,278.- το οποίο είχε κρατηθεί ως χρηματικό ποσό κράτησης είναι πληρωτέο στον εργολάβο.

Οι εφεσίβλητοι, εκτός από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 παρουσίασαν και την μαρτυρία του λογιστή – Ανδρέα Παναγιώτου – ο οποίος ήταν ο εξωτερικός λογιστής των εφεσειόντων.  Ο Παναγιώτου παρουσίασε φωτοαντίγραφο σελίδας του καθολικού των εφεσειόντων στο οποίο σημειώνονται οι συναλλαγές που αφορούν τη συνεργασία των διαδίκων (τεκ. 9).

Ο εφεσίβλητος 1 στη μαρτυρία του ανέφερε ότι  μετά από συμφωνία μεταξύ των διαδίκων οι εφεσείοντες ξοφλήθηκαν από χρηματοδοτικό οργανισμό μέσα από συμφωνία ενοικιαγοράς για τα μηχανήματα που εγκαταστάθηκαν στην οικοδομή τους.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η μαρτυρία του Διευθυντή των εφεσειόντων δεν συμπλέει με την εικόνα που παρου[*1060]σιάζουν τα πιο πάνω πιστοποιητικά του Μηχανικού.  

Αναφορικά με το ποσό της κράτησης - £2.278.- - το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε:

«Έστω ότι σε κάθε περίπτωση με τον ένα ή τον άλλο υπολογισμό το ποσόν της κράτησης εκ £2.278 ήταν οφειλόμενο πως από αυτό θα μπορούσε να προκύψει το ποσόν της αξίωσης των £2.205 μετά από  πληρωμές £600.  Θα πρέπει οι άλλες εργασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 8 της έκθεσης απαίτησης να εσυμποσούντο στις £527.  Ο μάρτυρας Λουκά – Διευθυντής των εφεσειόντων - υπήρξε αόριστος επί του προκειμένου.  Σε ερώτηση ‘Πόσες υπηρεσίες πρόσφερες μετά από το συμβόλαιο;  Πόσες έξτρα εργασίες;’, απάντησε ‘Δεν τα έχω αναλυτικά εδώ αυτή τη στιγμή αλλά μπορώ να τα φέρω’.

Ασφαλώς με αυτή την μαρτυρία δεν αποδεικνύεται η αξία της οποιασδήποτε εργασίας ή υπηρεσίας μετά το συμβόλαιο.»

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε, επίσης,  ότι τα πιστοποιητικά του μηχανικού δεν συμπλέουν ούτε με την κατάσταση τεκ. 9.  Απέρριψε τη θέση του εφεσίβλητου 1 «ότι με την είσπραξη του ποσού της ενοικιαγοράς συμφωνήθηκε πως οι ενάγοντες εξοφλούντο». Σε τέτοια περίπτωση – υπέδειξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – «το ζήτημα δεν τελειώνει, θα πρέπει να διαπιστωθεί αν οι ενάγοντες έχουν στοιχειοθετήσει την ύπαρξη οφειλής και αποδείξει το ύψος της». Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Οι ενάγοντες όπως το έθεσε ο συνήγορος τους κατά την αγόρευση του βασίζουν την απαίτηση τους στα έγγραφα του μηχανικού.  Προέκυψε όμως αναμφίβολα από τη μαρτυρία πως οι πλευρές δεν ακολουθούσαν τον τρόπο πληρωμής που καθόριζε ο μηχανικός.  Αρχής γενομένης με τον τρόπο δικογράφησης της απαίτησης τους οι ενάγοντες εγκλωβίστησαν και εξηγώ πως.

Είναι γεγονός αποδεκτό, όπως πιο πάνω  εξήγησα, εναντίον τους πως στις 17.6.1988 εισέπραξαν £20.050.  Με το δεδομένο αυτό προχωρώ να εξετάσω την αξία πλέον των τεκμηρίων 1, 2 και 3 πάνω στα οποία βασίζονται οι ενάγοντες.

Το τεκ. 1 ομιλεί για συμβόλαιο £45.558 και πληρωμή μέχρι 1.6.1988 £30.860.  Εφόσον στις 17.6.1988 πληρώθησαν £20.050, το ποσόν του συμβολαίου φαίνεται να υπερκαλύπτεται. Δεν ήταν έτσι τα πράγματα, το τεκ. 1 περιέχει σφάλμα, γεγονός όμως πα[*1061]ραμένει πως δεν βοηθά την υπόθεση των εναγόντων.  Το ίδιον και το τεκ. 2 που στις 1.6.1988 ομιλεί για οφειλή προς διευθέτηση £14.698.  Έκτοτε επληρώθησαν £20.050.  Το τεκ. 3 δεν μπορεί παρά να ειδωθεί σε συνάρτηση με τα λοιπά τεκμήρια.  Αν το ποσόν της κράτησης πληρώθηκε ενωρίτερα η απελευθέρωση του δεν έχει οιαδήποτε σημασία.  Ούτε και η υπόθεση τους μπορεί να στοιχειοθετηθεί με συνδυασμό του ποσού του συμβολαίου ως εις το τεκ. 1, δηλαδή £45.558 μείον την είσπραξη τους ως εις το τεκ. 9 γιατί ως εξήγησα οι εισπράξεις είναι για αυτούς παραδοχές, δεν προσμετρούν προς όφελος τους αποκλείοντας ότι υπήρξαν άλλες.

Οι ενάγοντες επέλεξαν να αποδείξουν χωρίς κόπο την απαίτηση τους και απέτυχαν.  Αν είχαν την δυνατότητα και την διορατικότητα για να δικογραφήσουν ανάλογα την απαίτηση τους και να αποδείξουν κάθε στοιχείο του τεκ. 9  θα είχαν καλύτερη τύχη.

Ως εκ των ανωτέρω η υπόθεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εναγομένων και εναντίον των εναγόντων όπως τούτα θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Επιδικάζεται ένα σετ εξόδων μόνον.»

Η έφεση.

Οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και παρέλειψε να την αξιολογήσει «και/ή συνοψίσει και/ή εκτιμήσει ορθά» με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα και να απορρίψει την αγωγή.

Ο κ. Πιερίδης, εκ μέρους των εφεσειόντων, υποστήριξε ότι η αξίωση των εφεσειόντων ήταν για το ποσό των £2.205.- βάσει του διατακτικού – τεκ. 3.   Το τελευταίο αναφερόταν στο ποσό της κράτησης - £2.278.  Η απαίτηση, σύμφωνα με τον κ. Πιερίδη, είναι κατά τι μικροτέρα του ποσού που αναγράφεται στο «τεκ. 3 γιατί οι εναγόμενοι μετά τις επιστολές, τεκ. 4, 5 και 6, επλήρωσαν κάποια ποσά και μέρος από τα εν λόγω ποσά αφαιρέθηκε από το ποσό του διατακτικού τεκ. 3 (προφανώς η διαφορά των Λ.Κ.73 χρησιμοποιήθηκε για την εξόφληση άλλης εργασίας όπως ανέφερε ο μάρτυς εναγόντων Λουκά».

Η απαίτηση των εφεσειόντων – επανέλαβε ο κ. Πιερίδης – στηρίζεται στο διατακτικό τεκ. 3. Ήταν η θέση του ότι το εν λόγω έγ[*1062]γραφο αποτελεί αυτόνομη αξίωση και δεν ήτο ανάγκη να υποστηρικτεί από άλλη μαρτυρία.  Δεν χρειαζόταν να προσκομίσουν οι εφεσείοντες μαρτυρία για την αξία της όλης εργασίας και/ή της έξτρα εργασίας, για τις επί πλέον και τις επί έλαττον εργασίες και για τις γενομένες πληρωμές.  Η αξίωση των εφεσειόντων δεν ήταν για υπόλοιπο λογαριασμού αλλά για την ξεκάθαρη απαίτηση του τεκ. 3.

Οι εισηγήσεις του κ. Πιερίδη δεν ευσταθούν.  Η έκθεση απαιτήσεως φαίνεται να περιλαμβάνει μεν το ποσό της κράτησης αλλά δεν είχε αποκλειστικά περιορισθεί στο ποσό της κράτησης.  Αυτό είναι  πρόδηλο από το περιεχόμενο των παραγ. 7, 8 και 9 της έκθεσης απαιτήσεως.  Η παραγ. 7 αναφέρεται στην έκδοση του διατακτικού – τεκ. 3 – το οποίο αναφέρεται στο ποσό της κράτησης - £2.278.  Την παραγ. 7 ακολουθούν οι ισχυρισμοί των παραγ. 8 και 9 σύμφωνα με τους οποίους «οι ενάγοντες επί πλέον προσέφεραν και παρέσχαν και άλλες υπηρεσίες στους εναγομένους επί πιστώσει ή δυνάμει τομολογίων ή εξυπηρετήσεις και αντί συμφωνηθεισών ή ευλόγων ή κατ’ εκτίμηση αμοιβών (βλ. παραγ. 7)·  και ότι «οι εναγόμενοι κατέβαλαν έναντι διάφορα ποσά και ο μεταξύ των διαδίκων λογαριασμός κατά ή περί την 31.7.1990 έδειχνε το υπόλοιπο ποσό των Λ.Κ.2.805 να οφείλεται από τους εναγομένους προς τους ενάγοντες» (βλ. παραγ. 8).

Περαιτέρω το ποσό της αξίωσης δεν αξιώνεται ως ποσό κράτησης αλλά «σαν υπόλοιπο συμφωνιών ή για υπηρεσίες προσφερθείσες και παρασχεθείσες ή τιμολογίων ή παραδεκτού λογαριασμού ...» (βλ. παραγ. 15).

Έχοντας λοιπόν υπόψη τις δικογραφημένες θέσεις των εφεσειόντων θεωρούμε ότι ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιμετώπισε την αξίωση ως αυτόνομη αξίωση για το ποσό της κράτησης και ορθά επεχείρησε να διαπιστώσει κατά πόσο οι εφεσείοντες έχουν στοιχειοθετήσει την ύπαρξη οφειλής και αποδείξει το ύψος της.

Υπενθυμίζουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωτίστως έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου όπου αυτά είναι επαρκώς αιτιολογημένα και υποστηρίζονται από το αποδεικτικό υλικό που παρουσιάστηκε στην υπόθεση.  Επεμβαίνει μόνο όπου διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση είναι εσφαλμένη ή ανεπαρκής ή τα ευρήματα είναι αβάσιμα. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχουμε πεισθεί ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο.  Λαμβανομένης δε υπόψη της μαρτυρίας επί της οποίας έχει βασισθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεω[*1063]ρούμε ότι το επίδικο συμπέρασμα του, περί μη απόδειξης τη αξίωσης, ήταν δικαιολογημένο. Ακολουθεί πως η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο