Αντωνίου Γεώργιος Χαραλάμπους ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Ανδριανής Χαραλάμπους Αντωνίου το γένος Γεώργιου Ναθαναήλ ν. Γεστάμη και Σία Λτδ και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 1070

(2002) 1 ΑΑΔ 1070

[*1070]17 Ιουλίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΑΝΔΡΙΑΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΑΘΑΝΑΗΛ,

Εφεσείων-Ενάγων,

ν.

1. ΓΕΣΤΑΜΗ ΚΑΙ ΣΙΑ ΛΤΔ,

2. ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

3. ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

4. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΖΟΥΡΙΔΗ,

5. ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10595)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Διαπιστώσεις, συναγωγή συμπερασμάτων και κατάληξη σε ευρήματα, είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.

Στις 16.4.1991, η αποβιώσασα, Ανδριανή Χ. Αντωνίου, συμφώνησε να πωλήσει κτήμα στην Ορόκλινη της Επαρχίας Λάρνακας, εκτάσεως 22 σκαλών και ενός προσταθίου (το κτήμα) στην εφεσίβλητη 1, αντί συμφωνηθέντος τιμήματος Λ.Κ.48.000. Ακολούθως στις 19.4.1991, μεταβίβασε και ενέγραψε το κτήμα στο όνομα της εφεσίβλητης 1 δυνάμει αγοραπωλησίας.

Στις 6.9.1994 η αποβιώσασα καταχώρησε αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία αξίωνε, και κατά των πέντε εφεσιβλήτων, ομού και/ή κεχωρισμένως, ΛΚ425.000 ή/και οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο ήθελε αποδειχθεί ότι εζημιώθη «ως αποζημιώσεις διά δόλο ή/και ψευδείς παραστάσεις ή/και παράνομη επιρροή των εναγομένων ή/και εκατέρου τούτων ή των αντιπροσώπων τους ή/και άλλως πως».

Σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως ο δόλος ή/και η απάτη ή/και οι [*1071]ψευδείς παραστάσεις ή/και η παράνομη επιρροή συνίσταντο, μεταξύ άλλων, στο ότι οι εφεσίβλητοι 2 και 5 παρέστησαν στην αποβιώσασα ότι ενεργούσαν για λογαριασμό της ως κτηματομεσίτες, χωρίς ουσιαστικό ή ίδιο όφελος από πλευράς της εφεσίβλητης 1, ενώ, στην πραγματικότητα, ο εφεσίβλητος 2, ιδιοκτήτης της εφεσίβλητης 5, ήταν πατέρας κάποιας Κυριακής Δημητριάδου η οποία ήταν μέτοχος και Διευθύντρια της αγοράστριας – εφεσίβλητης 1 και, περαιτέρω, στο ότι όλοι οι εφεσίβλητοι παρέστησαν στην αποβιώσασα ότι οι πιθανότητες και προοπτικές ανάπτυξης του κτήματος ήταν απομακρυσμένες (10-15 χρόνια) ενώ γνώριζαν πολύ καλά ότι οι προοπτικές ανάπτυξής του ήταν άμεσες, εφόσον εγνώριζαν ότι είχε ληφθεί απόφαση, η οποία και προωθείτο, για την συμπερίληψη του κτήματος στην οικιστική περιοχή.  Κατ’ ακολουθίαν, και αφού η αποβιώσασα επείσθη ότι το κτήμα δεν είχε αξία πέραν των Λ.Κ.48.000, απεφάσισε να το πωλήσει στην εφεσίβλητη 1 αντί του εν λόγω ποσού, ενώ η πραγματική του αξία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν πολύ μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα να υποστεί, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, ζημιά Λ.Κ.425.000.

Με την υπεράσπιση, οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς.  Πρόβαλαν τη θέση ότι τα αληθή γεγονότα ήταν ότι κατά το τέλος Μαρτίου 1991, η αποβιώσασα πρότεινε στον εφεσίβλητο 2 ή/και για λογαριασμό της εφεσίβλητης 5 την πώληση του κτήματος αντί του τιμήματος των Λ.Κ.48.000 αφού οι προσφορές που είχε από τρίτα πρόσωπα δεν την ικανοποιούσαν.  Επειδή ο εφεσίβλητος 2 ανέφερε στην αποβιώσασα ότι δεν μπορούσε να αγοράσει το κτήμα μόνος του ο ίδιος, μετά πάροδο δέκα ημερών, η εφεσίβλητη 1, της οποίας μέτοχος ήταν, μεταξύ άλλων, η θυγατέρα του εφεσίβλητου 2, ενδιαφέρθηκε να αγοράσει το κτήμα και το αγόρασε, δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου, αντί τιμήματος Λ.Κ.48.000.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 1, 3, 4 και 5, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποβιώσασα απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή της εναντίον τους ενώ, εναντίον του εφεσίβλητου 2 απέδειξε την υπόθεσή της για απάτη, σύμφωνα με το Άρθρο 36 του Κεφ. 148, με αποτέλεσμα να δικαιούται σε απόφαση εναντίον του για την ζημιά την οποία απέδειξε, ήτοι για το ποσό των Λ.Κ.2.000 πλέον έξοδα στην ανάλογη κλίμακα.

Με την έφεση του διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης (εφεσείοντος) αμφισβητείται η ορθότητα της απόρριψης της αγωγής εναντίον των εφεσιβλήτων 1, 3, 4 και 5, ενώ με την αντέφεση αμφισβητείται η ορθότητα της μερικής επιτυχίας της αγωγής, για το ποσό των Λ.Κ.2.000, εναντίον του εφεσίβλητου 2.

Α.  Έφεση

[*1072]

Οι λόγοι έφεσης αφορούν τα ακόλουθα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

1) Το εύρημα ότι η αποβιώσασα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι εξ αιτίας απόφασης-εισήγησης της τοπικής Συμβουλευτικής Επιτροπής της Ορόκλινης για τη συμπερίληψη του κτήματος στην οικιστική περιοχή, η αγοραία αξία του κτήματος δεν ανήλθε κατά τον ουσιώδη χρόνο πολύ πέραν των Λ.Κ.50.000.

2) Το εύρημα ότι η αποβιώσασα απέτυχε να αποδείξει δόλο ή/και απάτη ή/και την εξαπάτησή της από τους εφεσίβλητους 1, 3, 4 και 5, όπως και το εύρημά του ότι τα Άρθρα 16, 17, 18, 19 και 20 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία στηρίζονται στην ενώπιόν του μαρτυρία ή την αξιολόγησή της, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι δεν έχει εντοπισθεί οτιδήποτε το οποίο να δικαιολογεί την επέμβαση του στην αξιολόγηση της μαρτυρίας όπως αυτή έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ή στα συνεπακόλουθα ευρήματα ή συμπεράσματα στα οποία κατέληξε.

Β.  Αντέφεση

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσίβλητου 2 ότι, έστω και αν ήθελε θεωρηθεί, όπως δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η αγοραία αξία του κτήματος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι στις 16 ή 19.4.1991, ήταν Λ.Κ.50.000, το γεγονός ότι το κτήμα πωλήθηκε για Λ.Κ.48.000, ποσό το οποίο αποδέχθηκε και το κτηματολόγιο, αποδεικνύει αφ’ εαυτού ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα απάτη, από την οποία προκλήθηκε ζημιά, εκ μέρους του εφεσίβλητου 2. Το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιδικάσθηκε στον αποβιώσαντα το ποσό των Λ.Κ.2.000 ως αποζημίωση για απάτη εκ μέρους του εφεσίβλητου 2.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος. Η αντέφεση επιτράπηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος, πρωτόδικα και κατ’ έφεση.

Έφεση.

[*1073]

Έφεση από τον ενάγοντα-διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Ανδριανής Αντωνίου κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 30/6/99 (Αρ. Αγωγής 3669/94) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εναντίον των εναγομένων 1,3,4 και 5 για αποζημιώσεις λόγω άσκησης, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ψυχικής πίεσης, ψευδών παραστάσεων και απάτης επί της αποβιωσάσης με αποτέλεσμα την μεταβίβαση από αυτήν ενός κτήματός της στην εναγόμενη εταιρεία 1 και αντέφεση από τον εναγόμενο 2 για την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η αποβιώσασα απέδειξε την υπόθεσή της κατά του εναγόμενου 2 με βάση το Άρθρο 36 του Κεφ. 148 και εξέδωσε απόφαση εναντίον του για το ποσό των £2.000 πλέον έξοδα.

Α. Μαθηκολώνης, για τον Εφεσείοντα-Ενάγοντα.

Α. Ποιητής, για τους Εφεσίβλητους-Εναγόμενους 1, 2 και 5.

Α. Κλεάνθους, για τους Εφεσίβλητους-Εναγόμενους 3 και 4.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.:  Η Ανδριανή Χ. Αντωνίου (αποβιώσασα), η οποία ήταν ιδιοκτήτρια του κτήματος υπ’ αρ. εγγραφής 8288, Τεμ 314, Φ/ΣΧ XL1/25, στην περιοχή του χωριού Ορόκλινη της Επαρχίας Λάρνακας, εκτάσεως 22 σκαλών και ενός προσταθιού (το κτήμα), συμφώνησε, στις 16.4.1991, να το πωλήσει στην εφεσίβλητη 1, αντί συμφωνηθέντος τιμήματος Λ.Κ.48.000.  Ακολούθως, στις 19.4.1991, μεταβίβασε και ενέγραψε το κτήμα στο όνομα της εφεσίβλητης 1 δυνάμει αγοραπωλησίας.

Μετά δυόμισι περίπου χρόνια, στις 6.9.1994, η αποβιώσασα καταχώρησε αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία αξίωνε, και κατά των πέντε εφεσιβλήτων, ομού και/ή κεχωρισμένους, Λ.Κ.425.000 ή/και οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο ήθελε αποδειχθεί ότι εζημιώθη «ως αποζημιώσεις διά δόλο ή/και ψευδείς παραστάσεις ή/και παράνομη επιρροή των εναγομένων ή/και εκατέρου τούτων ή των αντιπροσώπων τους ή/και άλλως πως».

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαιτήσεως, η συμφωνία της [*1074]16.4.1991 για την πώληση του κτήματος, ως και η συνεπακόλουθη μεταβίβαση και εγγραφή του στο όνομα της εφεσίβλητης 1, έγιναν κατόπιν δόλου ή/και απάτης ή/και ψευδών παραστάσεων ή/και παράνομης επιρροής η οποία ασκήθηκε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, επί της αποβιωσάσης υπό των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 ή/και εκατέρου τούτων ενεργούντων ως αντιπροσώπων και/ή για λογαριασμό της εφεσίβλητης 1 ή/και υπό της εφεσίβλητης 5 διά του εφεσιβλήτου 2 ο οποίος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν Διευθυντής της.  Ο δόλος ή/και η απάτη ή/και οι ψευδείς παραστάσεις ή/και η παράνομη επιρροή συνίσταντο, μεταξύ άλλων, στο ότι οι εφεσίβλητοι 2 και 5 παρέστησαν στην αποβιώσασα ότι ενεργούσαν για λογαριασμό της ως κτηματομεσίτες, χωρίς ουσιαστικό ή ίδιο όφελος από πλευράς της εφεσίβλητης 1, ενώ, στην πραγματικότητα, ο εφεσίβλητος 2, ιδιοκτήτης της εφεσίβλητης 5, ήταν πατέρας κάποιας Κυριακής Δημητριάδου η οποία ήταν μέτοχος και Διευθύντρια της αγοράστριας – εφεσίβλητης 1 και, περαιτέρω, στο ότι όλοι οι εφεσίβλητοι παρέστησαν στην αποβιώσασα ότι οι πιθανότητες και προοπτικές ανάπτυξης του κτήματος ήταν απομακρυσμένες (10-15 χρόνια) ενώ γνώριζαν πολύ καλά ότι οι προοπτικές ανάπτυξής του ήταν άμεσες, εφόσον εγνώριζαν ότι είχε ληφθεί απόφαση, η οποία και προωθείτο, για την συμπερίληψη του κτήματος στην οικιστική περιοχή.  Κατ’ ακολουθίαν, και αφού η αποβιώσασα επείσθη ότι το κτήμα δεν είχε αξία πέραν των Λ.Κ. 48.000, απεφάσισε να το πωλήσει στην εφεσίβλητη 1 αντί του εν λόγω ποσού, ενώ η πραγματική του αξία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν πολύ μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα να υποστεί, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, ζημιά Λ.Κ.425.000.

Με την Υπεράσπιση, οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν όλους τους ισχυρισμούς στην Έκθεση Απαιτήσεως περί δόλου ή/και απάτης ή/και ψευδών παραστάσεων ή/και παράνομης επιρροής επί της αποβιωσάσης.  Πρόβαλαν τη θέση ότι τα αληθή γεγονότα ήσαν ότι κατά ή περί τα τέλη Μαρτίου 1991, η αποβιώσασα πρότεινε στον εφεσίβλητο 2 ή/και για λογαριασμό της εφεσίβλητης 5 την πώληση του κτήματος αντί του τιμήματος των Λ.Κ.48.000 αφού οι προσφορές τις οποίες είχε από τρίτα πρόσωπα δεν την ικανοποιούσαν.  Επειδή ο εφεσίβλητος 2 ανέφερε στην αποβιώσασα ότι δεν μπορούσε να αγοράσει το κτήμα μόνος του ο ίδιος, μετά πάροδο δέκα ημερών, η εφεσίβλητη 1, της οποίας μέτοχος ήταν, μεταξύ άλλων, η θυγατέρα του εφεσίβλητου 2, ενδιαφέρθηκε να αγοράσει το κτήμα και το αγόρασε, δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου, αντί τιμήματος Λ.Κ.48.000.

Κατά την ακρόαση έδωσαν μαρτυρία εννέα μάρτυρες για την αποβιώσασα, ενώ για τους εφεσίβλητους δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία.  Κατατέθηκαν επίσης είκοσι τεκμήρια.

[*1075]

Αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

«Στις 16.4.1991 ο εναγόμενος 2 συνοδευόμενος από τους εναγόμενους 3 και 4 επισκέφθηκε την ενάγουσα στο σπίτι της στην Ορόκλινη και της έκαμε τις προαναφερόμενες ρητές παραστάσεις δηλαδή της είπε:  Ότι ο ίδιος δεν είχε οποιοδήποτε συμφέρον στην πώληση του επίδικου κτήματος, εκτός από την μεσιτεία του, ότι το επίδικο κτήμα δεν θα αξιοποιείτο σύντομα, στα επόμενα 10-15 χρόνια, ότι το ποσό των £45.000.- που της πρόσφεραν οι αγοραστές ήταν η αξία του κτήματος, ότι ο ίδιος ήθελε το καλό της ενάγουσας, ότι η ενάγουσα δεν θα έπρεπε να χάσει την ευκαιρία που της προσφερόταν διότι θα αδικείτο και ότι η ενάγουσα θα έπρεπε να τον εμπιστευθεί.  Μερικά από τα προαναφερόμενα λέχθηκαν στην παρουσία των εναγομένων 3 και 4, οι οποίοι δεν είπαν τίποτε και άλλα λέχθηκαν στην απουσία των εναγομένων 3 και 4, όταν ο εναγόμενος 2 και η ενάγουσα βρίσκονταν μόνοι τους, στην κουζίνα του σπιτιού της ενάγουσας.  Η ενάγουσα δεν είχε αναθέσει την πώληση του επίδικου κτήματός της στον εναγόμενο 2 ή την εταιρεία του εναγόμενη 5.  Ο εναγόμενος 2, όμως, γνώριζε ότι η ενάγουσα είχε κτήματα στην περιοχή και από πρωτοβουλία δική του επισκέφθηκε το σπίτι της στις 16.4.1991, μαζί με τους εναγόμενους 3 και 4 με προφανή σκοπό να πείσει την ενάγουσα να πωλήσει το επίδικο κτήμα στην εναγόμενη 1.  Η ενάγουσα αρχικά δεν επείθετο να πωλήσει το κτήμα της, όμως μετά από τις προαναφερόμενες προτροπές, παραστάσεις και διαβεβαιώσεις του εναγόμενου 2 πείστηκε και πώλησε το επίδικο κτήμα, στην εναγόμενη 1 αντί του ποσού των £48.000.-. Το κτήμα μεταβιβάστηκε από την ενάγουσα στην εναγόμενη 1 στις 19.4.1991.  Ο εναγόμενος 2, κατά τη μεταβίβαση, χρησιμοποίησε πληρεξούσιο έγγραφο της θυγατέρας του Κυριακής Δημητριάδου η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Διοικητική Σύμβουλος και μέτοχος της εναγόμενης 1.  Ο εναγόμενος 2 επίσης, κατά τη μεταβίβαση, χρησιμοποίησε και πληρεξούσιο έγγραφο, μαζί με τον εναγόμενο 3, εκ μέρους δύο άλλων Διοικητικών Συμβούλων της εναγόμενης 1.  Η εναγόμενη 5, στην οποία είναι παραδεκτό ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εναγόμενος 2 ήταν «διευθυντής ή και ο ιδιοκτήτης» εισέπραξε ως κτηματομεσίτης ποσό £1.440.-, ως μεσιτεία για την επίδικη μεταβίβαση.  Από το Μάρτιο του 1991 υπήρχε απόρρητη απόφαση–εισήγηση της τοπικής συμβουλευτικής επιτροπής Ορόκλινης σύμφωνα με την οποία η περιοχή του επίδικου κτήματος θα γινόταν οικιστική – οικοπεδοποιήσιμη περιοχή.  (Παρ’ όλο που δεν ανα[*1076]γράφεται ρητά, στα σχετικά τεκμήρια, ότι το επίδικο κτήμα εμπίπτει σ’ αυτή την περιοχή, αυτό συνάγεται από την αξιόπιστη μαρτυρία των Μ.Ε.4 και 7).  Τον Οκτώβριο 1991 ο αρμόδιος Υπουργός ενέκρινε την προαναφερόμενη απόφαση–εισήγηση, η απόφαση του Υπουργού λήφθηκε την 14.10.1991 και κοινοποιήθηκε την 18.10.1991 ενώ δημοσιεύθηκε το 1993. Από την ημερομηνία της κοινοποίησης του Υπουργού μπορούσαν να υποβάλλονται αιτήσεις οικοπεδοποίησης για την περιοχή του επίδικου κτήματος.  Η αγοραία αξία του επίδικου κτήματος ήταν £50.000.- στις 16 και 19.4.1991.  Το τίμημα των £48.000.- θεωρήθηκε λογικό από το Κτηματολόγιο και πληρώθηκαν ανάλογα μεταβιβαστικά δικαιώματα από τους αγοραστές.  Δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία, στην οποία να μπορεί να βασιστεί το Δικαστήριο, αναφορικά με την οποιαδήποτε υπεραξία που το επίδικο κτήμα απέκτησε και είχε στις 16 ή 19.4.1991 εξ αιτίας της απόφασης – εισήγησης της Τοπικής Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ο Μ.Ε.7 μίλησε για κάποιον επηρεασμό τιμών αλλά δεν καθόρισε ποσό ενώ ο Μ.Ε.9 στην αρχή μίλησε για τετραπλασιασμό της τιμής, στην συνέχεια όμως παραδέχθηκε ότι δεν έκαμε οποιαδήποτε έρευνα ειδικά γι’ αυτό το θέμα. Δεν μπορώ να βασιστώ στη μαρτυρία του Μ.Ε.9 σ’ αυτό το σημείο για τους λόγους που ήδη ανέφερα.  Δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία ότι είτε ο εναγόμενος 2 είτε οποιοσδήποτε άλλος εναγόμενος γνώριζαν, στις 16 ή 19.4.1991, για την απόφαση – εισήγηση της Τοπικής Συμβουλευτικής Επιτροπής.»

Στη συνέχεια, και αφού θεώρησε ότι από την Έκθεση Απαιτήσεως αποκαλύπτονταν δύο αγώγιμα δικαιώματα (α) με βάση τον περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149, ότι ασκήθηκε ψυχική πίεση σύμφωνα με το άρθρο 16, ότι έγινε απάτη σύμφωνα με το άρθρο 17 και ότι έγιναν ψευδείς παραστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 18 και (β) με βάση τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148, ότι έγινε απάτη σύμφωνα με το άρθρο 36, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποβιώσασα απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή της εναντίον των εφεσιβλήτων 1, 3, 4 και 5 ενώ, εναντίον του εφεσίβλητου 2 απέδειξε την υπόθεσή της, σύμφωνα με το άρθρο 36 του Κεφ. 148, με αποτέλεσμα να δικαιούται σε απόφαση εναντίον του για την ζημιά την οποία απέδειξε, ήτοι για το ποσό των Λ.Κ.2.000 πλέον έξοδα στην ανάλογη κλίμακα.

Απορρίπτοντας την αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 1, 3, 4 και 5 το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, καταληκτικά, τα ακόλουθα:

«Παρά το ότι είναι παραδεκτό ότι ο εναγόμενος 2 ήταν, κατά [*1077]τον ουσιώδη χρόνο διευθυντής της εναγόμενης 5, δεν αποδείκτηκε οποιαδήποτε σύνδεση της εναγόμενης 5 με τις πράξεις και ενέργειες του εναγόμενου 2 που εξαπάτησαν την ενάγουσα.  Το ίδιο, κατ’ αναλογία, ισχύει και αναφορικά με την εναγόμενη 1 ενώ, όπως ανέφερα, οι εναγόμενοι 3 και 4 δεν είναι νομικά υπόλογοι για τις πράξεις και ενέργειες του εναγόμενου 2 έστω και αν ήσαν παρόντες όταν ο εναγόμενος 2 έκαμνε κάποιες από τις ψευδείς του παραστάσεις στην ενάγουσα και παρέμειναν σιωπηλοί.»

Με την έφεση του διαχειριστή της περιουσίας της αποβιώσασας Γεωργίου Χ. Αντωνίου (εφεσείοντος) αμφισβητείται η ορθότητα της απόρριψης της αγωγής εναντίον των εφεσιβλήτων 1, 3, 4 και 5, ενώ με την αντέφεση αμφισβητείται η ορθότητα της μερικής επιτυχίας της αγωγής, για το ποσό των Λ.Κ.2.000, εναντίον του εφεσίβλητου 2.

Η ΕΦΕΣΗ

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αποβιώσασα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι εξ αιτίας της απόφασης-εισήγησης της τοπικής Συμβουλευτικής Επιτροπής της Ορόκλινης της 21.3.1991 για την συμπερίληψη του κτήματος στην οικιστική περιοχή, απόφασης η οποία και προωθείτο, η αγοραία αξία του κτήματος δεν ανήλθε, κατά τον ουσιώδη χρόνο (16-19.4.1991), πολύ πέραν των Λ.Κ. 50.000 είναι εσφαλμένο.  Και τούτο για το λόγο ότι το Δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει ορθά και/ή την ολότητα της ενώπιόν του μαρτυρίας, ιδιαίτερα τη μαρτυρία των ΜΕ Προκόπη Χ” Προκόπη, Μάρκου Δημητρίου, Ιωάννη Ιωαννίδη και Παναγιώτη Κινάνη.

Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα ή συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία στηρίζονται στην ενώπιόν του μαρτυρία ή την αξιολόγησή της, είναι γνωστές.  Το ζήτημα ανήκει πρωταρχικά στο Πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από η μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.

Έχουμε μελετήσει με προσοχή τα διάφορα σημεία της μαρτυρίας στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος του εφεσείοντος.  Δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το οποίο να δικαιολογεί την επέμβασή μας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, όπως αυτή έγινε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ή στα συνεπακόλουθα ευρήματα ή συμπεράσματα [*1078]στα οποία κατέληξε. Ιδιαίτερα, τα ευρήματα ή συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι (α) δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι είτε ο εφεσίβλητος 2 είτε οποιοσδήποτε άλλος εφεσίβλητος γνώριζαν, στις 16 ή 19.4.1991, για την εμπιστευτικής φύσεως απόφαση-εισήγηση της τοπικής Συμβουλευτικής Επιτροπής Ορόκλινης της 21.3.1991 και (β) ότι, για πρώτη φορά, τον Οκτώβριο του 1991 η απόφαση της τοπικής Συμβουλευτικής Επιτροπής Ορόκλινης έγινε γνωστή ύστερα από την έγκρισή της από τον Υπουργό Εσωτερικών, με απόφασή του η οποία κοινοποιήθηκε στις 18.10.1991, και, επομένως, η εκτίμηση των μαρτύρων Ιωάννη Ιωαννίδη και Παναγιώτη Κινάνη ότι η αξία του κτήματος, στις 16 ή 19.4.1991, ήταν Λ.Κ. 48.000, κατά τον πρώτο ή Λ.Κ. 50.000, κατά το δεύτερο, ήταν εύλογη, ήταν απόλυτα ορθά.  Πολύ περισσότερο για τον λόγο ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ούτε καν για το κατά πόσο, έστω και αν η απόφαση-εισήγηση της τοπικής Συμβουλευτικής Επιτροπής Ορόκλινης ήταν γνωστή, το γεγονός τούτο και μόνο ανέβασε κατακόρυφα τις τιμές των επηρεαζομένων κτημάτων.  Όπως ορθά διαπίστωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, «Δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία, στην οποία να μπορεί να βασιστεί το Δικαστήριο, αναφορικά με την οποιαδήποτε υπεραξία που το επίδικο κτήμα απέκτησε και είχε στις 16 ή 19.4.1991 εξ αιτίας της απόφασης – εισήγησης της Τοπικής Συμβουλευτικής Επιτροπής».  Σημειώνουμε συναφώς ότι η αγορά από την εφεσίβλητη 1 του παραπλήσιου κτήματος 138/1, για πολύ ψηλότερο τίμημα, όπως και η πώληση του κτήματος του μάρτυρα Μάρκου Δημητρίου, έγιναν όταν πλέον είχε κυκλοφορήσει και έγινε ευρέως γνωστή η τελική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών της 18.10.1991. Της οποίας, μάλιστα, προηγήθηκε άλλη θετική απόφαση της αρμόδιας Πολεοδομικής Αρχής.  Το Τεμ. 138/1 αγοράστηκε από την εφεσίβλητη 1 στις 23.10.1991, το δε κτήμα του Μάρκου Δημητρίου πωλήθηκε στις 4.12.1991.

Ακολουθεί ότι ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Προβάλλονται επίσης ως λόγοι έφεσης ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αποβιώσασα απέτυχε να αποδείξει δόλο ή/και απάτη ή/και την εξαπάτησή της από τους εφεσίβλητους 1, 3, 4 και 5, όπως και το εύρημα του ότι τα άρθρα 16, 17, 18, 19 και 20 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν είναι εσφαλμένα και τούτο για το λόγο ότι με βάση την ολότητα της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας και «με βάση την ορθή αξιολόγησή της» και «από το σύνολο της υπόθεσης που παρουσίασε η ενάγουσα» το Δικαστήριο όφειλε να καταλήξει στο εύρημα ότι η αποβιώσασα απέδειξε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι οι εν λόγω εφεσίβλητοι, προσωπικά ή διά των αντιπροσώπων ή υπαλλή[*1079]λων τους, εξαπάτησαν και/ή άσκησαν ψυχική πίεση και/ή προέβησαν σε ψευδείς παραστάσεις προς την αποβιώσασα με αποτέλεσμα αυτή να προχωρήσει στη διάθεση του κτήματος αντί του ποσού των Λ.Κ. 48.000.

Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Έχουμε ήδη αναφερθεί στις αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα ή συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία στηρίζονται στην ενώπιόν του μαρτυρία ή την αξιολόγησή της.  Από τη σωρεία των σημείων της μαρτυρίας στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος του εφεσείοντος, δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το οποίο να δικαιολογεί την επέμβασή μας στα ευρήματα και συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως αυτά διατυπώνονται στα αποσπάσματα από την απόφασή του τα οποία παραθέσαμε πιο πάνω.  Όσον αφορά ειδικά την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος αναφορικά με τα άρθρα 19 και 20 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149 σύμφωνα με την οποία αυτά ετύγχαναν εφαρμογής και έπρεπε να εφαρμοσθούν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπόθεση, παρατηρούμε ότι ορθά δεν εφαρμόσθηκαν εφόσον, με την αγωγή, η αποβιώσασα δεν επεδίωξε την ακύρωση της συμβάσεως πωλήσεως του κτήματος, αλλά μόνο αποζημιώσεις.

Η ΑΝΤΕΦΕΣΗ

Με την αντέφεση προσβάλλεται το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αποβιώσασα απέδειξε ότι ο εφεσίβλητος 2 διέπραξε εις βάρος της το αστικό αδίκημα της απάτης, σύμφωνα με το άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, με αποτέλεσμα να δικαιούται σε απόφαση εναντίον του για τη ζημιά την οποία απέδειξε, ήτοι για το ποσό των Λ.Κ.2.000.  Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσίβλητου 2, έστω και αν ήθελε θεωρηθεί, όπως δέχθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η αγοραία αξία του κτήματος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι στις 16 ή 19.4.1991, ήταν Λ.Κ.50.000, το γεγονός ότι το κτήμα πωλήθηκε για Λ.Κ.48.000, ποσό το οποίο αποδέχθηκε και το κτηματολόγιο, αποδεικνύει αφ’ εαυτού ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα απάτη, από την οποία προκλήθηκε ζημιά, εκ μέρους του εφεσίβλητου 2.

Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου 2 μας βρίσκει σύμφωνους. Ένα κτήμα του οποίου η αγοραία αξία προσδιορίζεται στις Λ.Κ.50.000, μπορεί κάλλιστα να πωληθεί και για Λ.Κ.48.000 ή Λ.Κ.52.000.  Δεν μπορεί, κάτω από τέτοιες συνθήκες, να γίνεται λόγος για απόδειξη ζημιάς ως αποτέλεσμα απάτης, στην προκειμένη περίπτωση ζημιάς Λ.Κ.2.000.

[*1080]

Ως αποτέλεσμα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.  Η αντέφεση επιτρέπεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος, πρωτόδικα και κατ’ έφεση.  Η πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιδικάσθηκε στην αποβιώσασα το ποσό των Λ.Κ.2.000 ως αποζημίωση για απάτη εκ μέρους του εφεσίβλητου 2, παραμερίζεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος. Η αντέφεση επιτρέπεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος, πρωτόδικα και κατ’ έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο