Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (Αρ. 2) (2002) 1 ΑΑΔ 1118

(2002) 1 ΑΑΔ 1118

[*1118]22 Ιουλίου, 2002

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΡ. 2) ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΔΟΘΗ ΤΗΝ 4.4.2002 ΠΡΟΣ

ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΤΩΝ ΕΠΙΔΙΚΑΣΘΕΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΥΠ’ ΑΡ. 11668/91 ΠΟΣΩΝ, ΤΟΚΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΝ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΥΠ’ ΑΡ. 11668/91

ΜΕΤΑΞΥ:

1. ΙΟΥΛΙΑΣ ΜΙΚΗ ΖΕΜΠΥΛΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ

    ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΜΙΚΗ ΖΕΜΠΥΛΑ Η ΜΙΚΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΖΕΜΠΥΛΑ Η ΜΙΧΑΗΛ Ν.

    ΖΕΜΠΥΛΑ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ

    ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ,

2. ΑΛΚΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ,

3. ΜΑΝΟΥ Μ. ΖΕΜΠΥΛΑ,

Εναγόντων-Καθ΄ων η αίτηση,

v.

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εναγομένης-Αιτήτριας.

(Αίτηση Αρ. 37/2002)

 

[*1119]Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Απόρριψη αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση εντάλματος κατάσχεσης κινητών εναντίον της αιτήτριας, εξ αποφάσεως οφειλέτιδος σε αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και ενώ εκκρεμούσαν διατάγματα μεσεγγυήσεως (writs of attachment) εναντίον της ― Παράλειψη επίδοσης της αίτησης σε όλα τα ενδιαφερομενα μέρη ― Κατάχρηση διαδικασίας με την καταχώρηση εφέσεων τόσο εναντίον της δικαστικής απόφασης στην αγωγή όσο και εναντίον της απόφασης για αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως υπό όρους ― Ύπαρξη εναλλακτικών ένδικων μέσων και απουσία εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν παρέκκλιση από τις βασικές αρχές εκδόσεως προνομιακών ενταλμάτων.

Πολιτική Δικονομία ― Διαταγή μεσεγγυούχου (writ of attachment) ― Κατά πόσο εμποδίζει τους εξ αποφάσεως δανειστές να προχωρήσουν με ένταλμα κινητών.

Προνομιακά Εντάλματα ― Certiorari και Prohibition εναντίον εντάλματος κατάσχεσης κινητών ― Απόρριψη αίτησης για έκδοση Certiorari και Prohibition επειδή δεν καταχωρήθηκε με την αίτηση το ένταλμα κατάσχεσης κινητών.

Στις 4.4.2002 οι εξ αποφάσεως δανειστές-ενάγοντες στην αγωγή 11668/91 καταχώρησαν ένταλμα κατάσχεσης κινητών εναντίον της εξ αποφάσεως οφειλέτιδος-εναγόμενης, αιτήτριας στην παρούσα διαδικασία (η αιτήτρια), προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους που ανερχόταν στο ποσό των £152.198,73 με τόκο προς 8% από 29.11.1996 μέχρις εξοφλήσεως πλέον δικηγορικά έξοδα.  Εναντίον της αιτήτριας είχαν εκδοθεί μεταξύ της 23.3.2001 και 14.2.2002, πέντε διαφορετικά διατάγματα μεσεγγυήσεως για να μην αποξενωθεί διάφορα ποσά, τα οποία υπερέβαιναν κατά πολύ το ποσό της απόφασης εναντίον της, προς όφελος των εξ αποφάσεως δανειστών, των εναγόντων στην πιο πάνω αγωγή.

Όλες οι αιτήσεις μεσεγγυήσεως εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου και τα ως άνω διατάγματα ευρίσκονται σε ισχύ.

Η αιτήτρια, μετά την χορήγηση άδειας, καταχώρησε την παρούσα αίτηση για έκδοση διαταγμάτων Certiorari και Prohibition για να ακυρωθεί το πιο πάνω ένταλμα κατάσχεσης και εκποίησης κινητής περιουσίας.

Η αιτήτρια υποστήριξε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας που είχε εκδώσει το επίδικο ένταλμα ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης ως [*1120]προς τα γεγονότα και το νόμο και ότι υπερέβη τη δικαιοδοσία του διατάσσοντας την αιτήτρια να παραβεί σαφή διατάγματα μεσεγγυήσεως. Ήταν η θέση της αιτήτριας ότι υπήρχαν αλληλοσυγκρουόμενα διατάγματα. Από τη μια οι αιτητές διατάσσονται να μην αποξενωθούν περιουσία που, ως εξ αποφάσεως οφειλέτες, χρεωστούν στον καθ’ ου η αίτηση και από την άλλη το κατώτερο Δικαστήριο εκδίδει ένταλμα κατάσχεσης της κινητής περιουσίας δυνάμει της ίδιας δικαστικής απόφασης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση τόσο επειδή δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία, ήτοι η αιτήτρια δεν επέδωσε την αίτηση διά κλήσεως “σε πάντα ενδιαφερόμενο”, όπως είχε διατάξει το Δικαστήριο όταν παραχωρούσε άδεια, όσο και για λόγους ουσίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Εφόσον το ένταλμα εκτέλεσης κινητής περιουσίας εκδόθηκε νομότυπα (και δεν υπάρχει ισχυρισμός για το αντίθετο) η επίδοση στους αιτητές διαταγμάτων μεσεγγυήσεως, δεν επιφέρει οποιαδήποτε αναστολή του.

2.  Το διάταγμα μεσεγγυούχου εμποδίζει απλώς τους αιτητές εθελουσίως να πληρώσουν τους δανειστές τους αλλά δεν εμποδίζει τους εξ αποφάσεως δανειστές να προχωρήσουν με ένταλμα κινητών.

3.  Πέραν των πιο πάνω το ίδιο το ένταλμα κατάσχεσης κινητής περιουσίας δεν είναι ενώπιον του Δικαστηρίου.  Οι αιτητές δεν το έχουν καταχωρήσει, ως είχαν υποχρέωση. Η παράλειψη αυτή των αιτητών, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι καταλυτική για την τύχη της αίτησης.

4.  Η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και για τον πρόσθετο λόγο ότι υπήρχαν στη διάθεση των αιτητών πολλά ένδικα μέσα για την αναστολή εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης και δεν έχουν στοιχειοθετηθεί εξαιρετικές περιστάσεις για παράκαμψη του κανόνα ότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο δεν χωρεί αίτηση για έκδοση προνομιακών διαταγμάτων.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των αιτητών.

 

[*1121]Αίτηση.

Αίτηση από την αιτήτρια Τράπεζα για έκδοση διαταγμάτων Certiorari και Mandamus ώστε να ακυρωθεί το ένταλμα κατάσχεσης και εκποίησης της κινητής περιουσίας της το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 4/4/02 προς είσπραξη των επιδικασθέντων υπέρ των τριών εναγόντων στην αγωγή υπ’ αρ. 11668/91 ποσών, τόκων και εξόδων.

Κ. Μιχαηλίδης, για τους Αιτητές.

Χρ. Κληρίδης, για τον Καθ΄ου η αίτηση Άλκη Ιωαννίδη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Μετά από άδεια του Δικαστηρίου τούτου καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση για έκδοση διαταγμάτων Certiorari και Prohibition για να ακυρωθεί ένταλμα κατάσχεσης και εκποίησης κινητής περιουσίας που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δυνάμει δικαστικής απόφασης στην αγωγή 11668/91.

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση έχουν εκτεθεί στην απόφαση μου, όταν έδιδα την άδεια για καταχώρηση της παρούσας αίτησης, στην αίτηση υπ’ αριθμό 27/2002 με τον ίδιο τίτλο, ημερομηνίας 25.4.2002.  Συνοπτικά έχουν ως εξής:-

Την 15.3.2001 εκδόθηκε απόφαση εναντίον της αιτήτριας στην αγωγή 11668/91 και διατάχθηκε όπως πληρώσει εξ αδιαιρέτου στους τρεις ενάγοντες το ποσό των £152.198,73 με τόκο προς 8% από 29.11.1996 μέχρι εξοφλήσεως πλέον δικηγορικά έξοδα.

Η αιτήτρια καταχώρησε στις 26.4.2001 έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης η οποία είναι εκκρεμής.

Λόγω της επιμονής των εναγόντων στην αγωγή 11668/91 για την πληρωμή των ποσών της απόφασης, η αιτήτρια καταχώρησε στις 15.6.2001 αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για αναστολή εκτέλεσης της πιο πάνω απόφασης εκκρεμούσης της έφεσης.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο στις 7.2.2002 εξέδωσε απόφαση για αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης υπό την προϋπόθεση ότι η αιτήτρια εντός ενός μηνός θα προέβαινε σε κατάθεση των ποσών στο Δικαστήριο. Επέτρεψε δε περαιτέρω όπως οι ενάγοντες θα μπορούσαν να παραλάβουν τα ποσά αυτά εάν έδιδαν τραπεζική εγγύηση [*1122]προς επιστροφή  του ποσού αν η αιτήτρια επιτύγχανε στην έφεση της.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης για αναστολή, η αιτήτρια καταχώρησε την έφεση 11296 η οποία εκκρεμεί.

Εν τω μεταξύ μεταξύ των ημερομηνιών 23.3.2001 και 14.2.2002 το Επαρχιακό Δικαστήριο σε πέντε διαφορετικές αγωγές εξέδωσε πέντε διαφορετικά διατάγματα μεσεγγυήσεως προς την αιτήτρια να μην αποξενωθεί διάφορα ποσά, τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ το ποσό της απόφασης εναντίον της αιτήτριας, προς όφελος των εξ αποφάσεως δανειστών, των εναγόντων στην αγωγή 11668/91 (writ of attachment).

Όλα τα ποσά μεσεγγύησης, πλην ενός ποσού £10.000 που εξ αποφάσεως χρεώστες είναι όλοι οι ενάγοντες, οφείλονται από τον ένα εκ των τριών εναγόντων, τον Άλκη Ιωαννίδη.

Όλες οι αιτήσεις μεσεγγυήσεως εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου και τα ως άνω διατάγματα εξακολουθούν να ευρίσκονται σε ισχύ.

Λόγω της ύπαρξης των πιο πάνω διαταγμάτων μεσεγγύησης η αιτήτρια, κατόπιν συμβουλής του νομικού της συμβούλου, δεν συνεμορφώθη με τους όρους της αναστολής της εκτέλεσης, ημερ. 7.2.2002, και δεν κατέθεσε το ποσό της απόφασης στο Δικαστήριο.  Έτσι η αναστολή εκτελέσεως έπαυσε να ευρίσκεται σε ισχύ από τις 7.3.2002.

Στις 4.4.2002 οι εξ αποφάσεως δανειστές - ενάγοντες στην αγωγή 11668/91 - κατεχώρησαν ένταλμα κατάσχεσης κινητών.  Δικαστικός επιδότης στις 8.4.2002 μετέβη στα γραφεία της αιτήτριας για να προβεί σε εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος κινητών.

Είναι ο ισχυρισμός των αιτητών ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης ως προς τα γεγονότα και το νόμο και ότι άσκησε δικαιοδοσία που δεν είχε εκ του νόμου να διατάξει και/ή εξαναγκάσει τους αιτητές να παραβούν σαφή διατάγματα μεσεγγυήσεως.  Οι σχετικές παράγραφοι στην έκθεση που συνοδεύει την αίτηση έχουν ως ακολούθως:-

“(17)  Παρ’ όλον ότι οι Καθ΄ων η αίτησις ήσαν ενήμεροι των ως άνω εκδοθέντων διαταγμάτων που απαγόρευαν εις την Αιτήτριαν να πληρώση το επιδικασθέν εις την αγωγήν υπ’ αρ. 11668/91 ποσόν, τόκους και έξοδα αυτοί κατεχώρησαν την [*1123]4.4.2002 το ως άνω ένταλμα κατάσχεσης και εκποίησης της περιουσίας της Αιτήτριας προς τον μοναδικόν σκοπόν όπως εκβιάσουν την πληρωμήν των ποσών αυτών που διετάχθη η Αιτήτρια να μην αποχωρισθή.

(18)  Εν όψει των ως άνω η Αιτήτρια αδυνατεί να πληρώση τα αιτούμενα με το ως άνω ένταλμα ποσά ή οιονδήποτε ποσόν, αφού διετάχθη με τα προρηθέντα διατάγματα να μην αποχωρισθή των ποσών τούτων.

(19)  Εν όψει των ανωτέρω το Επαρχιακόν Δικαστήριον Λευκωσίας ενήργησεν υπό καθεστώς πλάνης ως προς τα γεγονότα και τον νόμον και ήσκησε δικαιοδοσίαν την οποίαν δεν είχεν εκ του νόμου, εφ’ όσον ουδείς δύναται να διατάξη την Αιτήτριαν και πολύ ολιγώτερον το Επαρχιακόν Δικαστήριον Λευκωσίας να παραβιάση τα ως άνω σαφή διατάγματα του ιδίου Δικαστηρίου και να καταφρονήση κατάφωρα τας διαταγάς του Δικαστηρίου και να εκθέση την Αιτήτριαν εις τον βέβαιον κίνδυνον πληρωμής υπό τύπον αποζημιώσεως τα ίδια ποσά εκ δευτέρου λόγω μη συμμορφώσεως προς τα διατάγματα του Δικαστηρίου.

(20)  Το Επαρχιακόν Δικαστήριον Λευκωσίας δεν είχε δικαιοδοσίαν να διατάξη και ή εξαναγκάση την Αιτήτριαν να παραβή κατάφωρα και να περιφρονήση σαφή διατάγματα του ιδίου του Δικαστηρίου και να πληρώση ποσά που διετάχθη να μην αποχωρισθή.”

Η αίτηση αυτή, όπως παραδέχεται και ο δικηγόρος των αιτητών, επιδόθηκε στο δικηγόρο του καθ΄ου η αίτηση-ενάγοντα 2 στην αγωγή 11668/91.  Σύμφωνα με την διαταγή του Δικαστηρίου, όταν παραχωρούσε άδεια, η αίτηση διά κλήσεως επιβάλλετο να επιδοθεί “σε πάντα ενδιαφερόμενο”.  Ενδιαφερόμενοι δε στην παρούσα διαδικασία είναι και οι τρεις ενάγοντες στην αγωγή 11668/91. Το ένταλμα εκτέλεσης κινητών, για το οποίο ζητείται με την παρούσα αίτηση η έκδοση του προνομιακού εντάλματος Certiorari, εκδόθηκε εκ μέρους και των τριών εναγόντων.  Κατά συνέπεια η αίτηση αυτή επιβάλλετο να επιδοθεί και στους τρεις ενάγοντες που είναι “ενδιαφερόμενα μέρη” στην παρούσα διαδικασία. 

Στη γραπτή ένσταση που καταχωρήθηκε στην παρούσα υπόθεση προβάλλεται ότι η αντικανονικότητα και παρατυπία αυτή οδηγεί στην απόρριψη της αίτησης εφόσον ενώπιον του Δικαστηρίου δεν είναι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Το πρόβλημα αυτό επισημάνθη[*1124]κε από την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου του δικηγόρου των αιτητών και του δικηγόρου του καθ΄ου η αίτηση-ενάγοντα αρ. 2 στην αγωγή 11668/91.  Ο δικηγόρος των αιτητών, όμως, με σαφήνεια δήλωσε ότι δεν επροτίθετο να επιδώσει την αίτηση στους ενάγοντες 1 και 3 στην αγωγή 11668/91.

Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον μου, μετά που οι δικηγόροι καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις κατόπιν επιθυμίας των και οδηγιών του Δικαστηρίου, ο δικηγόρος που παρουσιάστηκε για τον κ. Μιχαηλίδη με παρέπεμψε στη γραπτή αγόρευση του τελευταίου και ανέφερε ότι επρόκειτο περί Ομμορύθμου Εταιρείας στην οποία επέδωσαν την αίτηση.

Έχω διεξέλθει τη γραπτή αγόρευση του κ. Μιχαηλίδη στην οποία ουδέν αναφέρεται περί τούτου.  Έχω επίσης διεξέλθει το περιεχόμενο του φακέλου, την αίτηση αυτή καθ’ εαυτή και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει και πουθενά δεν αναφέρεται οτιδήποτε περί ομμορύθμου εταιρείας.  Οι αιτητές δεν επεσύναψαν στην αίτηση το ένταλμα κατάσχεσης κινητών, που είναι το αντικείμενο της παρούσας αίτησης.  Ούτε επεσύναψαν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην αγωγή 11668/91.  Ο ισχυρισμός περί ομμορύθμου εταιρείας παραμένει μετέωρος, αφού δεν υποστηρίζεται από τα γεγονότα και τα έγγραφα που είναι ενώπιον μου.

Παραμένει, έτσι, το ερώτημα εάν επιβάλλετο η επίδοση σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και ποιά είναι η συνέπεια της μη συμμόρφωσης των αιτητών στις δοθείσες οδηγίες του Δικαστηρίου όταν παραχωρείτο η άδεια.

Είναι κανόνας της φυσικής δικαιοσύνης ότι “ουδείς δικάζεται ανήκουστος”. Ο κανόνας αυτός έχει τύχει διά μέσου της νομολογίας γενικής αποδοχής. Είναι βασικό ανθρώπινο δικαίωμα που προστατεύεται τόσο από το νόμο όσο και από το Σύνταγμα (Άρθρο 30.3 του Συντάγματος).  Η συνέπεια δε της παράλειψης επίδοσης της αίτησης σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν μπορεί να είναι άλλη από την απόρριψη της.

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου, θα ασχοληθώ και επί της ουσίας της αίτησης.

Οι λόγοι για τους οποίους εκδίδονται εντάλματα της φύσεως Certiorari για ακύρωση απόφασης κατώτερου Δικαστηρίου περιλαμβάνουν υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας,  έκδηλη παρανομία (error of law on the face of the record), προκατάληψη ή συμφέρον [*1125]από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης και παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

Είναι ο ισχυρισμός των αιτητών ότι το ένταλμα εκτέλεσης κινητών εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας. Δεν παρέχεται, ούτε στην έκθεση που συνοδεύει την αίτηση ούτε στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των αιτητών, κανένα στοιχείο που να διακρίνεται οποιαδήποτε υπέρβαση εξουσίας.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδόσει το ένταλμα με βάση τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.  Δεν έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία του.

Προβάλλεται εκ μέρους των αιτητών ο ισχυρισμός ότι υπάρχουν αλληλοσυγκρουόμενα διατάγματα. Από τη μια οι αιτητές διατάσσονται να μην αποξενωθούν περιουσία που, ως εξ αποφάσεως οφειλέτες, χρεωστούν στον καθ΄ου η αίτηση και από την άλλη το κατώτερο Δικαστήριο εκδίδει ένταλμα κατάσχεσης της κινητής περιουσίας δυνάμει της ίδιας δικαστικής απόφασης.

Έχω καταλήξει ότι η πιο πάνω θέση δεν είναι ορθή.  Στην παρούσα υπόθεση δεν βρισκόμαστε προ δύο αντιφατικών διαταγμάτων.

Η επίδοση διαταγής μεσεγγυούχου δεν έχει σαν αποτέλεσμα να καταστήσει τον εξ αποφάσεως πιστωτή, πιστωτή του μεσεγγυούχου αλλά απλώς αποκτά δικαίωμα να εμποδίσει τον μεσεγγυούχο να πληρώσει τον πιστωτή του.  Όπου όμως το χρέος που καθορίζεται στο διάταγμα είναι εξ αποφάσεως, η επίδοση του διατάγματος μεσεγγυούχου δεν ενεργεί ως αναστολή εκτέλεσης ούτε και εμποδίζει επιδοθείσα ειδοποίηση πτώχευσης (Βλέπε: Halsbury’s Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 17, παράγραφος 535).  Εφόσον το ένταλμα εκτέλεσης κινητής περιουσίας εκδόθηκε νομότυπα (και δεν υπάρχει ισχυρισμός για το αντίθετο) η επίδοση στους αιτητές διαταγμάτων μεσεγγυήσεως, δεν επιφέρει οποιαδήποτε αναστολή του.

Το διάταγμα μεσεγγυούχου εμποδίζει απλώς τους αιτητές εθελουσίως να πληρώσουν τους δανειστές τους αλλά δεν εμποδίζει τους εξ αποφάσεως δανειστές να προχωρήσουν με ένταλμα κινητών.  Στους Halsbury’s (πιο πάνω) στην ίδια παράγραφο 535 στη σημείωση 12, σελίδα 334 αναφέρεται το εξής:-

“Re HB [1904] 1 KB 94 at 97, C.A. Croumier v. Maccolla [1893] 9 TLR 549, C.A. Hence payment to the Sheriff who has levied execution will discharge the garnishee: Turnbull [*1126]v. Robertson [1878] 47 LJQB 294.

Πέραν των πιο πάνω το ίδιο το ένταλμα κατάσχεσης κινητής περιουσίας δεν είναι ενώπιον μου.  Οι αιτητές δεν το έχουν καταχωρήσει, ως είχαν υποχρέωση.  Η παράλειψη αυτή των αιτητών, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι καταλυτική για την τύχη της αίτησης.

Είναι, περαιτέρω, η θέση του καθ΄ου η αίτηση ότι στην παρούσα διαδικασία υπάρχει κατάχρηση διαδικασίας εφόσον οι αιτητές ήδη έχουν καταχωρήσει εφέσεις τόσο εναντίον της δικαστικής απόφασης επί της αγωγής όσο και εναντίον της απόφασης για αναστολή εκτελέσεως.

Είναι καλά θεμελιωμένο από τη νομολογία ότι δεν χωρεί η έκδοση προνομιακού διατάγματος αν ο αιτητής διαθέτει άλλα ένδικα μέσα, εκτός σε σπάνιες περιπτώσεις και κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις (Βλ. Αναφορικά με Γεώργιο Άνθιμο (1991) 1 Α.Α.Δ. 41).

Πράγματι οι αιτητές καταχώρησαν έφεση εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, εκκρεμούσης της έφεσης (στην αγωγή).  Πέραν τούτου οι αιτητές είχαν το δικαίωμα που τους παρέχουν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας να επανέλθουν με το ίδιο αίτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο στη διαδικασία της έφεσης.  Περαιτέρω, σύμφωνα με τη Δ.40 θ.7(β) και 15, οι αιτητές είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν από το Επαρχιακό Δικαστήριο αναστολή της εκτέλεσης του εντάλματος εκτέλεσης κινητής περιουσίας.

Λόγω της πληθώρας των ενδίκων μέσων τα οποία οι αιτητές διέθεταν για την αναστολή εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης, εκκρεμούσης της έφεσης τους, καθώς και για την αναστολή εκτέλεσης του εντάλματος κινητών κρίνω ότι υπάρχει κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας με την παρούσα αίτηση για έκδοση διαταγμάτων Certiorari και Prohibition.  Δεν έχουν στοιχειοθετήσει οι αιτητές εξαιρετικές περιστάσεις που απαιτεί η νομολογία για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων, κατά παρέκκλιση της αρχής.

Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ του καθ΄ου η αίτηση-εναγομένου αρ. 2 στην αγωγή 11668/91.

Η�αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών.

[*1127]


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο