Μιχαηλίδης Ανδρέας ν. Μαίρης Μαυροπούλου (2002) 1 ΑΑΔ 1143

(2002) 1 ΑΑΔ 1143

[*1143]24 Ιουλίου, 2002

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΜΑΙΡΗΣ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση�Αρ. 10959)

 

Πολιτική Δικονομία ― Απόφαση που λήφθηκε λόγω παράλειψης του εναγομένου να καταχωρήσει έκθεση υπεράσπισης ― Αίτηση για παραμερισμό της ― Προϋποθέσεις επιτυχίας της αίτησης είναι η απόδειξη ύπαρξης καλής υπεράσπισης και σοβαρής και εύλογης αιτιολογίας για την καθυστέρηση που σημειώθηκε μεταξύ της έκδοσης της απόφασης και της καταχώρησης της αίτησης για παραμερισμό.

Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με τη σχέση διαδίκου και συνηγόρου σε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση του εφεσείοντος-εναγομένου (ο εφεσείων) για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του λόγω παράλειψης καταχώρησης έκθεσης υπεράσπισης σε αγωγή της εφεσίβλητης-ενάγουσας (η εφεσίβλητη).  Με την εν λόγω αγωγή η εφεσίβλητη αξίωνε από τον εφεσείοντα και ένα άλλο εναγόμενο ποσό £55.000, ως το υπόλοιπο ποσού £75.000 το οποίο, καθώς ισχυριζόταν, τους είχε καταβάλει σε σχέση με τη μεσολάβηση ή την άσκηση επίδρασης από αυτούς, ώστε να πραγματωθεί η από μέρους της επιθυμία για την απόκτηση με αγορά ξενοδοχείου στη Λεμεσό, ενώ εν προκειμένω ο ρόλος που διαδραμάτισαν ήταν αναποτελεσματικός και ζημιογόνος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η από μέρους του εφεσείοντος καθυστέρηση τόσο πριν όσο και μετά την έκδοση απόφασης στην αγωγή αποτελούσε τέτοια αδιαφορία που ισοδυναμούσε με καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας.  Το Δικαστήριο θεώρησε επίσης πως οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο εφεσείων ήταν αόριστοι και δεν αποκάλυπταν συζητήσιμη υπόθεση.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας, μεταξύ άλ[*1144]λων, ότι η καθυστέρηση των περίπου τριών μηνών που σημειώθηκε μεταξύ της έκδοσης της απόφασης και της καταχώρησης της αίτησης για παραμερισμό της, οφείλετο αφ’ ενός σε λόγους υγείας και αφετέρου στην ανάγκη για τη συλλογή στοιχείων που είχε δώσει στην αστυνομία για καταγγελία που η ίδια η εφεσίβλητη παραδέχθηκε ότι είχε κάμει εναντίον του για απόσπαση χρημάτων.

Σε σχέση με το θέμα της εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, ο εφεσείων υποστήριξε ότι τα σχετικά ευρήματα του Δικαστηρίου ισοδυναμούσαν με αξιολόγηση μαρτυρίας μάλλον παρά με εξέταση του κατά πόσο υπήρχε συζητήσιμη υπεράσπιση.

Αποφασίστηκε ότι:

Δεν έχει καταδειχθεί οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη προσέγγιση, τα δε συμπεράσματα στα οποία ήχθη το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογούνται πλήρως ενόψει των νομολογημένων αρχών και των δεδομένων της περίπτωσης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Παρατήρηση Εφετείου: Σε διαδικασία στην οποία ο διάδικος αντιπροσωπεύεται υπό συνηγόρου η δήλωση του συνηγόρου εκ μέρους του διαδίκου εκφράζει, στην έκταση που καλύπτει για τη συγκεκριμένη περίπτωση, τη θέση του διαδίκου.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο 1 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 9/11/00 (Αρ. Αγωγής 5352/99) με την οποία απέρριψε την αίτησή του ημερ. 16/3/00 για παραμερισμό της εναντίον του εκδοθείσας στις 21/12/99 απόφασης για οφειλόμενο προς την ενάγουσα ποσό £55.000, ως η αξίωση της ενάγουσας.

Κ. Βελάρης με Α. Κονναρή και Κονναρή, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Κουδουνάρη για Χρ. Κληρίδη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

[*1145]ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Με αγωγή σε ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα εναντίον του εφεσείοντος (εναγομένου 1) και ενός άλλου εναγομένου,  που καταχωρίστηκε στις 19 Ιουλίου 1999, η εφεσίβλητη αξίωνε από αυτούς £55.000 πλέον τόκο προς 9% ετησίως από 3 Δεκεμβρίου 1997, ως το υπόλοιπο ποσού £75.000 το οποίο, καθώς ισχυριζόταν, τους είχε καταβάλει σε σχέση με τη μεσολάβηση ή την άσκηση επίδρασης από αυτούς, ώστε να πραγματωθεί η από μέρους της επιθυμία για την  απόκτηση με αγορά ξενοδοχείου στη Λεμεσό, ενώ εν προκειμένω ο ρόλος που διαδραμάτισαν ήταν αναποτελεσματικός και ζημιογόνος.

Η αγωγή επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 28 Ιουλίου 1999 και στον άλλο εναγόμενο στις 24 Αυγούστου 1999.  Οι εναγόμενοι παρέλειψαν να καταχωρίσουν σημείωμα εμφάνισης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας οπότε η εφεσίβλητη, με μονομερή αίτηση ημερ. 6 Σεπτεμβρίου 1999 που ορίστηκε για τις 21 Σεπτεμβρίου 1999, ζήτησε την έκδοση απόφασης.  Στις 21 Σεπτεμβρίου 1999 το Δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση για απόδειξη στις 11 Οκτωβρίου 1999.  Kατά τη νέα ημερομηνία, αφού διαπιστώθηκε ότι στο μεταξύ οι εναγόμενοι καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης – στις 5 Οκτωβρίου 1999 ο άλλος εναγόμενος και στις 11 Οκτωβρίου 1999 ο εφεσείων – η αίτηση για απόφαση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης. 

Δημιουργήθηκε όμως και μετά πρόβλημα όταν οι εναγόμενοι  παρέλειψαν να καταχωρίσουν υπεράσπιση εντός της προβλεπόμενης στους Θεσμούς προθεσμίας. Ενόψει τούτου, στις 26 Οκτωβρίου 1999, η εφεσίβλητη καταχώρισε αίτηση διά κλήσεως για την έκδοση απόφασης. Η αίτηση ορίστηκε για τις 22 Νοεμβρίου 1999 και επιδόθηκε έγκαιρα, στις 2 Νοεμβρίου 1999.  Οι εναγόμενοι δεν καταχώρισαν ένσταση.  Κατά την ορισθείσα ημερομηνία οι συνήγοροι των εναγομένων εμφανίστηκαν και ζήτησαν χρόνο να  καταχωρίσουν  υπεράσπιση  ενώ  ο συνήγορος της εφεσίβλητης ζήτησε να οριστεί για ακρόαση.  Το Δικαστήριο  όρισε  την αίτηση για ακρόαση στις 21 Δεκεμβρίου 1999 και παρέσχε στους εναγομένους προθεσμία είκοσι ημερών για καταχώριση ένστασης.  Οι εναγόμενοι δεν το έπραξαν.  Ούτε άλλωστε υπήρχε, με τα αναμφισβήτητα γεγονότα που εκθέσαμε, έδαφος για ένσταση.  Επιπλέον, που είναι εν προκειμένω το σημαντικό, ποτέ δεν αποτάθηκαν βάσει  της Δ.57 για παράταση του χρόνου καταχώρισης υπεράσπισης.

Κατά την 21 Δεκεμβρίου 1999 οι συνήγοροι των εναγομένων και πάλι ζήτησαν αναβολή. Ο συνήγορος του πρώτου, ήτοι του εφεσείοντος, ανέφερε τα εξής για να εξηγήσει γιατί η υπεράσπιση δεν [*1146]είχε ακόμα καταχωριστεί:

«Την περασμένη φορά μας είχε δοθεί χρόνος να καταχωρηθεί υπεράσπιση μέχρι σήμερα πράγμα το οποίο δεν κατέστη δυνατό από πλευράς του Εναγομένου 1 για λόγους που αφορούν μέχρι προ βδομάδας το πρόσωπο μου, λόγω φόρτου εργασίας και λόγω άλλων προσωπικών προβλημάτων, ήταν φόρτος εργασίας και είχε υποβληθεί σε εγχείρηση ο γιος μου, σε δύο εγχειρήσεις στο Νοσοκομείο Λεμεσού και δεν είχα τον ελεύθερο χρόνο για να μπορέσω να δω την υπόθεση παρόλο ότι είναι πολύ σοβαρή, να γράψω την υπεράσπιση και να συναντηθώ μαζί με τον πελάτη μου, ο οποίος από την περασμένη την Πέμπτη της προηγούμενης βδομάδας, πριν από 10 μέρες μέχρι και χθες, ήταν κλινήρης λόγω σοβαρής ίωσης.  Εν τω μεταξύ από την περασμένη Πέμπτη απουσίαζα στη Λάρνακα στο Δικαστήριο και στη Λευκωσία χθες, Πέμπτη και Παρασκευή βρισκόμουν στη Λάρνακα και χθες στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και δεν είχα τον απαιτούμενο χρόνο.  Θα ζητήσω αν είναι δυνατό να παραμείνει για αύριο η υπόθεση ούτως ώστε να δυνηθώ, η υπεράσπιση η οποία είναι έτοιμη, να δακτυλογραφηθεί και να την καταχωρίσω μέχρι αύριο το πρωί η ώρα 8:00.»

Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για αναβολή. Κατ’ ακολουθίαν η εφεσίβλητη προχώρησε κατά την ίδια ημερομηνία σε απόδειξη της υπόθεσής της, με αποτέλεσμα να εκδοθεί τελική απόφαση υπέρ της και εναντίον των εναγομένων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως για το ποσό των £55.000 πλέον τόκο και έξοδα.

Η απόφαση του Δικαστηρίου να μην εγκρίνει το τελευταίο αίτημα για αναβολή δεν εφεσιβλήθηκε.  Όμως στις 16 Μαρτίου 2000, σχεδόν τρεις μήνες μετά την έκδοση της απόφασης και αφού στο μεταξύ η εφεσίβλητη προέβη σε διαδικασία για εκτέλεση, ο εφεσείων καταχώρισε αίτηση διά κλήσεως ζητώντας παραμερισμό της απόφασης.  Παράλληλα δε, στη βάση μονομερούς αίτησής του της ίδιας ημερομηνίας, διατάχθηκε η αναστολή εκτέλεσης μέχρι τη διεκπεραίωση της αίτησης για παραμερισμό.

Στην ένορκη δήλωσή του, η οποία συνόδευε την αίτηση για παραμερισμό, ο εφεσείων παρέσχε ως εξήγηση για τη μη καταχώριση υπεράσπισης τα εξής:

«3.  Δεν κατέστην δυνατόν να καταχωρήσω έκθεσιν υπερασπίσεως επειδή ανέμενον να συλλέξω στοιχεία τα οποία είχον παραδώση εις την Αστυνομία όταν η Ενάγουσα με κατήγγειλε διά [*1147]απόσπασιν χρημάτων.

...............................................................................................................

5.  Έχω πληροφορηθή από τον Δικηγόρον μου ότι εξεδόθη απόφασις εναντίον μου προ των Χριστουγέννων λόγω του ότι δεν κατεχώρησα εγκαίρως Έκθεσιν Υπερασπίσεως, γεγονός το οποίο οφείλεται εις το ότι δεν είχον πάρη τα στοιχεία τα οποία είχον παραδώση εις την Αστυνομία και λόγω λόγων υγείας.»

Αναφορικά δε με το κατά πόσο είχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή καλή τη πίστει συζητήσιμη υπόθεση, ο εφεσείων ανέφερε ότι:

«4. Εγώ παρέλαβα από την Ενάγουσα το ποσόν των Λ.Κ. 35.000,00 διά την εξώφλησιν συμφωνηθείσης αμοιβής και κάλυψιν εξόδων μου διά τας υπηρεσίας τας οποίας της προσέφερα διά την αγορά ενός ξενοδοχείου εις Λεμεσόν. Η συμφωνία έκλεισε και υπεγράφησαν συμβόλαια.

5.  Αργότερα, όταν ηκυρώθη η συμφωνία, η Ενάγουσα με κατήγγειλε εις την Αστυνομία, η οποία μου πήρε κατάθεσιν, όπως και άλλων προσώπων, αλλά δεν με κατηγόρησε.

6.  Εγώ δεν είχον καμμία σχέσιν με τον Εναγόμενον αρ. 2, εκτός του ότι ενεργούσε ως συνοδός και μιλούσε πολλές φορές εκ μέρους και διά λογαριασμόν της Εναγούσης.

7.  Εγώ έχω καλήν υπεράσπισιν διότι δεν έχω εισπράξη αδίκως ή αδικαιολογήτως ή δολίως οιονδήποτε ποσόν από την Ενάγουσα, το ποσόν δε το οποίο εισέπραξα ήτο η συμφωνηθείσα αμοιβή μου διά προσφερθείσας υπηρεσίας ούτε καθ’ οιονδήποτε τρόπον εξηπάτησα την Ενάγουσα και σπατάλησα χρόνον, υπεβλήθην εις έξοδα εκτελών τας οδηγίας της Εναγούσης προς τον σκοπόν εξασφαλίσεως των θελημάτων της και την αγορά ξενοδοχείου.»

Με την εκκαλούμενη απόφαση το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.  Θεώρησε, ως προς το πρώτο ζήτημα, ότι η από μέρους του εφεσείοντος καθυστέρηση, τόσο πριν όσο και μετά την έκδοση της απόφασης στην αγωγή, αποτελούσε «τέτοια αδιαφορία για την αγωγή που ισοδυναμεί με .... καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας».  Εξήγησε σχετικά ότι:

   

«Η αρχική δικαιολογία που δόθηκε ότι ο αιτητής ασθενούσε δεν συνοδεύτηκε με λεπτομέρειες για το είδος της ασθένειας που [*1148]τον εμπόδιζε να δώσει τα αναγκαία στοιχεία στον συνήγορό του προς καταχώρηση της υπεράσπισής του.

Η μεταγενέστερη δε θέση του ότι αυτά τα αναγκαία στοιχεία, εκρατούντο από την αστυνομία δεν είναι αρκετά πειστική.  Δεν δόθηκαν λεπτομέρειες των στοιχείων που κατακρατούσε η Αστυνομία και για το πόσον σημαντικά ήταν αυτά ούτως ώστε να τον εμποδίζουν να καταθέσει την υπεράσπισή του.  Δεν δόθηκαν επίσης λεπτομέρειες για το χρονικό διάστημα που διήρκεσαν και για το πότε έληξαν οι αστυνομικές έρευνες.»

Ως προς το δεύτερο ζήτημα, το οποίο το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως κυρίαρχο, θεώρησε ότι οι προβληθέντες ισχυρισμοί του αιτητή ήταν αόριστοι και δεν αποκάλυπταν συζητήσιμη υπόθεση.  Αυτή η κατάληξη εξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα:

«Αναφέρεται ότι ο αιτητής δεν εισέπραξε άδικα οιονδήποτε ποσόν από την Ενάγουσα.  Πήρε £35000,00 ως αμοιβή για τις υπηρεσίες του καθώς και έξοδα στην εκτέλεση οδηγιών της Ενάγουσας.  Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι τόσον αόριστοι που δεν καταδεικνύουν κατά την άποψή μου συζητήσιμη υπεράσπιση.  Ο αιτητής όφειλε να δώσει λεπτομέρειες των ισχυριζόμενων υπηρεσιών και εξόδων στις οποίες προέβηκε.  Όφειλε επίσης να δώσει λεπτομέρειες για την κατ’ ισχυρισμό σύμβαση αμοιβής των υπηρεσιών του προς την Ενάγουσα.

Οι λακωνικοί ισχυρισμοί περί μη άδικης είσπραξης οιουδήποτε ποσού δεν αποκαλύπτουν συζητήσιμο θέμα εκ μέρους του αιτητή ούτως ώστε να ασκηθεί υπέρ του η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου.  Τέλος δεν δόθηκαν λεπτομέρειες όσον αφορά την σύμβαση αγοράς ξενοδοχείου εκ μέρους της Ενάγουσας που υπεγράφη όπως αναφέρεται, με την βοήθεια του αιτητή.»

Με την έφεση αμφισβητείται η πρωτόδικη θεώρηση με αναφορά και στα δύο ζητήματα που απασχόλησαν.  Προβάλλεται, σε σχέση με το πρώτο, πως δεν λήφθηκε υπόψη η κατά τον εφεσείοντα «ενδεχόμενη ευθύνη» ή ακόμα η «αδιαφορία» του τότε δικηγόρου του, ούτε η ενδεχόμενη αδυναμία διεκδίκησης αποζημίωσης από τον δικηγόρο του σε σχέση με την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία.  Παραπονείται εξάλλου πως «δεν δόθηκε ούτε μια αναβολή» και αναφέρεται στην τελευταία ημερομηνία, την 21 Δεκεμβρίου 1999, ως την πρώτη φορά κατά την οποία ζήτησε κάποιο χρόνο.  Εισηγείται πως αν παρεχόταν λίγος χρόνος για να καταχωρίσει υπεράσπιση, - μια «ολιγοήμερη αναβολή» - η καθυστέρηση για την εφεσί[*1149]βλητη θα ήταν «ασήμαντη» και θα μπορούσε να αντισταθμιστεί με κατάλληλη διαταγή για έξοδα ενώ στον ίδιο προκλήθηκε «αδικία .... δυσανάλογη με τις οποιεσδήποτε παραλείψεις ή παραπτώματά του», με αποτέλεσμα την παραβίαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης αφού, όπως εισηγείται, του στερήθηκε το δικαίωμα να ακουστεί.  Ως προς την καθυστέρηση των περίπου τριών μηνών μετά την έκδοση της τελικής απόφασης, ο εφεσείων παραπέμπει στους δύο λόγους που έδωσε με την ένορκο δήλωσή του, αναφορικά αφενός με την υγεία του και αφετέρου με το ότι χρειαζόταν τα στοιχεία που έδωσε στην αστυνομία για καταγγελία που και η ίδια η εφεσίβλητη παραδέχθηκε ότι είχε κάμει.  Πρόσθεσε δε με την έφεση, έξω από ό,τι τέθηκε πρωτόδικα και επομένως απαραδέκτως, πως ο τότε δικηγόρος του είχε καθυστερήσει να τον ειδοποιήσει για την έκδοση της τελικής απόφασης. 

Σε σχέση με το δεύτερο ζήτημα, της εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης,  ο εφεσείων εισηγείται ότι με την ένορκη δήλωσή του εξέθεσε επαρκή στοιχεία τα οποία μάλιστα ενισχύονταν από άλλο υλικό στο φάκελο και συγκεκριμένα «από γεγονότα που είχε παραδεχθεί η ίδια η Εφεσίβλητη».  Προέβη δε σε εκτενείς αναφορές και συσχετισμούς. Κατά τον εφεσείοντα, η περί του αντιθέτου πρωτόδικη κατάληξη προέκυψε από «σύγχυση μεταξύ της υποχρέωσης να υποβάλει κάποιος εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και της υποχρέωσης να την αποδείξει».  Παραπονείται δε πως «τα ευρήματα του εντ. δικαστή ύστερ’ από ανασκόπηση των εκατέρωθεν ισχυρισμών ότι εκείνοι του εφεσείοντα ήταν αόριστοι και δεν καταδείκνυαν συζητήσιμη υπεράσπιση και ότι δεν δόθηκαν λεπτομέρειες ισοδυναμούν με αξιολόγηση μαρτυρίας μάλλον (που δεν δόθηκε) παρά μ΄ εξέτασή του κατά πόσον υπήρχε συζητήσιμη υπεράσπιση.».

Δεν διακρίναμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη προσέγγιση, τα δε συμπεράσματα στα οποία ήχθη το Δικαστήριο δικαιολογούνται πλήρως ενόψει των νομολογημένων αρχών και των δεδομένων της περίπτωσης.  Η γενική από τον εφεσείοντα αναφορά σε λόγους υγείας και σε στοιχεία τα οποία χρειαζόταν και τα οποία είχε παλαιότερα δώσει στην αστυνομία, χωρίς λεπτομέρειες σε σχέση, μεταξύ άλλων, με τη φύση του προβλήματος υγείας, τη σοβαρότητά του, τη χρονική έκτασή του και τις επιπτώσεις στις δυνατότητές του να ανταποκριθεί, όπως εξάλλου και με τον προσδιορισμό της έλλειψης στοιχείων που, κατά τον ισχυρισμό του, καθιστούσε ανέφικτη τη σύνταξη της υπεράσπισης, τα διαβήματα στα οποία προέβη, αν προέβη, και πότε, για να τα εξασφαλίσει, δεν αποτελούσε έρεισμα για θετική, υπέρ του, κατάληξη ιδιαίτερα μάλιστα αν λάβει κανείς υπόψη τη στάση του αφότου του επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα, [*1150]την παράλειψη του να θέσει στο Δικαστήριο τα  όποια προβλήματά του με αίτηση για παράταση χρόνου αλλά  και την, καθώς παρατηρούμε, αντιφατικότητα – η οποία πρωτοδίκως δεν σχολιάστηκε – μεταξύ  της  εξήγησης  που  ο τότε συνήγορος του εφεσείοντος  έδωσε στις 21 Δεκεμβρίου 2001 και της εξήγησης που ο ίδιος ο εφεσείων έδωσε στην αίτηση για παραμερισμό.  Παρατηρούμε, σε σχέση με το τελευταίο, πως σε διαδικασία στην οποία ο διάδικος αντιπροσωπεύεται υπό συνηγόρου η δήλωση του συνηγόρου εκ μέρους του διαδίκου εκφράζει, στην έκταση που καλύπτει για τη συγκεκριμένη περίπτωση, τη θέση του διαδίκου. και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά.  Δεν μας προσφέρεται σε αυτή τη διαδικασία η δυνατότητα να υπεισέλθουμε στις σχέσεις τους. Το ίδιο, καθώς μας φαίνεται, χαρακτηρίζονταν από γενικότητα και οι ισχυρισμοί του εφεσείοντος αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης, ισχυρισμοί οι οποίοι δεν συσχετίστηκαν με λεπτομέρειες στα κρίσιμα σημεία της διαφοράς και ούτε, κατά την αντίληψή μας, ενισχύονταν από ό,τι προέβαλλε η εφεσίβλητη, ώστε να παρεχόταν έδαφος για κατάληξη πως υπήρχε εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπόθεση.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

H�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο