Ζένιου Πάμπος, Νέδη Π. Ζένιου ν. (Αρ. 2) (2002) 1 ΑΑΔ 1175

(2002) 1 ΑΑΔ 1175

[*1175]25 Ιουλίου, 2002

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΝΕΔΗ Π. ΖΕΝΙΟΥ,

Εφεσείουσα-Καθ’ης η αίτηση,

v.

ΠΑΜΠΟΥ ΖΕΝΙΟΥ (ΑΡ. 2),

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Έφεση Αρ. 128)

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Διαζύγιο ― Ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης για συνεχή διάσταση για πέντε τουλάχιστον χρόνια σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 2 του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικού Νόμου) του 1999 (αρ. 46(Ι)/99) ― Γνωστοποίηση στον αρμόδιο Επίσκοπο ― Κατά πόσο η γνωστοποίηση της πρόθεσης έγερσης αγωγής διαζυγίου που δόθηκε στα πλαίσια αίτησης που καταχωρήθηκε το 1995 για τη λύση του γάμου του συζύγου για ισχυρό κλονισμό που αφορούσε την σύζυγο ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις νέας αίτησης διαζυγίου στη βάση του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικού Νόμου) του 1999 (αρ. 46(Ι)/99).

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Κατά πόσο ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικός Νόμος) του 1999 (αρ. 46(Ι)/99) αντίκειται προς το Άρθρο 111.2(Β) του Συντάγματος και είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικός.

Τεκμήριο νομιμότητας ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς την έννοια και την εφαρμογή του τεκμηρίου της νομιμότητας.

Οικογενειακό Δίκαιο ― Διαζύγιο ― Ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης ― Ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικός Νόμος) του 1999 (αρ. 46(Ι)/99) ― Δεν καθορίζει ότι θα πρέπει να καταμερίζεται η σχετική ευθύνη στον ένα ή στον άλλο διάδικο.

Ο εφεσίβλητος-αιτητής (ο εφεσίβλητος) τέλεσε το γάμο του με την [*1176]εφεσείουσα-καθ’ ης η αίτηση (η εφεσείουσα) την 1.1.93. Από τις 30.11.93 οι διάδικοι βρίσκονται σε διάσταση.  Ο εφεσίβλητος με την αίτηση διαζυγίου υπ’ αρ. 210/99 ζήτησε τη λύση του γάμου του λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης που βασιζόταν σε μια συνεχή διάσταση για πέντε τουλάχιστον χρόνια, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 2 του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικού Νόμου) του 1999 (αρ. 46(Ι)/99).  Η εφεσείουσα ήγειρε πρωτόδικα τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις:

α) Υπάρχει δεδικασμένο από την υπ’ αρ. 44/95 αίτηση διαζυγίου που καταχώρησε ο εφεσίβλητος για τη λύση του γάμου τους με λόγο τον ισχυρό κλονισμό του γάμου που αφορούσε την ίδια και η απορριπτική απόφαση κατέστη τελεσίδικη.

β) Το Άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1999 (αρ. 46(Ι)/99) που εισάγει ως λόγο διαζυγίου τον ισχυρό κλονισμό που αφορά το πρόσωπο του εφεσίβλητου, είναι αντισυνταγματικό γιατί προσκρούει στο Άρθρο 111 του Συντάγματος, όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 95/89.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις και προχώρησε στη λύση του γάμου.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.

Η εφεσείουσα υποστήριξε οτι:

1.  Ο Νόμος 46(Ι)/99 δεν καθορίζει ένα νέο λόγο διαζυγίου, όπως διά πλειοψηφίας αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά ουσιαστικά τροποποιεί το λόγο διαζυγίου του ισχυρού κλονισμού που έχει ήδη καθορισθεί με την τροποποίηση του Άρθρου 111 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 95/89.  Επειδή δε ένα συνταγματικό άρθρο δεν μπορεί να τροποποιηθεί με μια νομοθετική πρόνοια, οι σχετικές διατάξεις του Νόμου 46(Ι)/99 είναι αντισυνταγματικές.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν είχαν ακουσθεί οι απόψεις της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας πριν από τη ψήφιση του Νόμου 46(Ι)/99.

3.  Η μαρτυρία που έχει προσφερθεί δεν ήταν ικανοποιητική για να δώσει την ευχέρεια στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προχωρήσει στη λύση του γάμου και το Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί ποιός από τους διαδίκους ευθύνετο για τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης.

[*1177]4.    Εσφαλμένα κρίθηκε ότι η γνωστοποίηση προς τον Επίσκοπο που είχε σταλεί με την πρώτη αίτηση υπ’ αρ. 44/95 θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις της νέας αίτησης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας πλην του ισχυρισμού της παραγράφου 4 ανωτέρω και αποφάνθηκε ότι: Η δεύτερη αίτηση διαζυγίου βασίζεται στις πρόνοιες του Νόμου 46(Ι)/99 που εισάγει ένα και μόνο λόγο διαζυγίου, που διαφέρει από εκείνο της πρώτης αγωγής. Έκδηλα το βάθρο πάνω στο οποίο βασίστηκε η γνωστοποίηση που δόθηκε στην πρώτη αγωγή δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις του Νόμου 46(Ι)/99.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, σε βάρος του εφεσίβλητου τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Akar v. Attorney General of Sierra Leone [1969] 3 All E.R. 384,

R. v. Gordon [1789] 1 Leach 515,

Scot v. Baker [1968] 2 All E.R. 993.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 5/7/00 (Αρ. Αίτησης 210/99) με την οποία το Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση απόφασης λύσης του γάμου της με τον αιτητή λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης που βασιζόταν σε μια συνεχή διάσταση για πέντε τουλάχιστον χρόνια, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 2 του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικού Νόμου) του 1999 (αρ. 46(I)/99).

Κ. Αιμιλιανίδης, για την Εφεσείουσα.

Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

[*1178]ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα

Τα γεγονότα είναι απλά.  Ο εφεσίβλητος με την αίτηση διαζυγίου υπ’ αρ. 210/99 ζήτησε τη λύση του γάμου του λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης που βασιζόταν σε μια συνεχή διάσταση για πέντε τουλάχιστον χρόνια, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 2 του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικού Νόμου) του 1999 (αρ. 46(Ι)/99).  Από τη μαρτυρία που έδωσε ο εφεσίβλητος χωρίς να καλέσει οποιουσδήποτε άλλους μάρτυρες, προκύπτει ότι είχε τελέσει το γάμο του με την εφεσείουσα την 1/1/93 και ότι και οι δύο είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Από τον πιο πάνω γάμο οι διάδικοι δεν απέκτησαν παιδιά. Από τις 30/11/93 βρίσκονταν σε διάσταση μέχρι την ημερομηνία εκδίκασης της αίτησης διαζυγίου στις 5/7/2000.

Η εφεσείουσα επέλεξε να μην καταθέσει και προς υποστήριξη της θέσης που πρόβαλε για την ύπαρξη δεδικασμένου, κάλεσε μόνο τον Πρωτοκολλητή του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού ο οποίος κατέθεσε το φάκελο της Αίτησης 44/95 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού.  Από το περιεχόμενο του πιο πάνω φακέλου, που αφορά τους ίδιους διαδίκους, φαίνεται ότι η πιο πάνω αίτηση καταχωρήθηκε από τον εφεσίβλητο που ζητούσε τη διάλυση του γάμου του για ισχυρό κλονισμό του γάμου που αφορούσε την εφεσείουσα, σε βαθμό που η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον εφεσίβλητο.  Η αίτηση απορρίφθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού.  Η σχετική έφεση που καταχωρήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο αποσύρθηκε σε κάποιο στάδιο πριν από την ακρόαση και έτσι η απορριπτική απόφαση κατέστη τελεσίδικη.

Η εφεσείουσα στην υπ’ αρ. 210/99 αίτηση ήγειρε πρωτόδικα δύο προδικαστικές ενστάσεις.  Ειδικότερα υποβλήθηκε εκ μέρους της

(α)   Ότι το θέμα του ισχυρού κλονισμού προσκρούει στις αρχές του δεδικασμένου αφού είχε εξεταστεί στην υπ’ αριθμό 44/95 αίτηση και η σχετική απορριπτική απόφαση κατέστη τελεσίδικη,

(β)   Ότι το άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1999 (αρ. 46(I)/99), που εισάγει ως λόγο διαζυγίου τον ισχυρό κλονισμό που αφορά το πρόσωπο του εφεσιβλήτου, είναι αντισυνταγματικό γιατί προσκρούει στο άρθρο 111 του Συντάγματος, όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 95/89.

[*1179]

Δεν υπήρξε αίτημα για προδικαστική εξέταση των πιο πάνω θεμάτων και οι προδικαστικές ενστάσεις εξετάστηκαν μέσα στα πλαίσια της επιχειρηματολογίας των τελικών αγορεύσεων των δικηγόρων των διαδίκων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε ότι

(i) Ο κανόνας του δεδικασμένου δεν ετύγχανε εφαρμογής και

(ii)   Η σχετική τροποποίηση που εισήγαγε με το Νόμο 46(I)/99 τη λύση του γάμου λόγω ισχυρού κλονισμού που βασίζεται σε συνεχή διάσταση για 5 χρόνια δεν είναι αντισυνταγματική,

προχώρησε στην έκδοση απόφασης λύσης του γάμου.

(β) Οι λόγοι έφεσης

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα προσβάλλει την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους που μπορούν να συνοψισθούν στους πιο κάτω:

  (i) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Νόμος 46(I)/99 δεν είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας,

 (ii) Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν είχαν ακουσθεί οι απόψεις της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας πριν από τη ψήφιση του Νόμου 46(I)/99,

(iii) Η μαρτυρία που δόθηκε δεν ήταν ικανοποιητική για να οδηγήσει στη λύση του γάμου και το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει αν ο λόγος του ισχυρού κλονισμού αφορούσε το πρόσωπο του ενάγοντος,

(iv) Εσφαλμένα κρίθηκε ότι η γνωστοποίηση προς τον Επίσκοπο που είχε σταλεί για τους σκοπούς της αίτησης 44/95 ήταν ικανή να καλύψει τις προϋποθέσεις της νέας αίτησης.

(i) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Νόμος 46(I)/99 δεν είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα

Το άρθρο 111.2(Β) του Συντάγματος όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 95/89 προνοεί ότι:

“Β. Το διαζύγιον χωρεί μόνον -

[*1180]

(α) Διά τους εις το Καταστατικόν της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου λόγους ως ούτοι ισχύουν κατά την ημερομηνία ψηφίσεως υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων του περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμου του 1989, εφ’ όσον ούτοι δεν αντίκεινται προς το Σύνταγμα·

(β) όταν αι μεταξύ των συζύγων σχέσεις έχουν κλονισθή τόσον ισχυρώς από λόγον ο οποίος αφορά το πρόσωπον του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βασίμως η εξακολούθησις της εγγάμου σχέσεως να είναι αφόρητος διά τον Ενάγοντα· και

(γ) δι’ οιονδήποτε έτερον λόγον ως νόμος θέλει ορίσει, αφού ακουσθώσιν αι απόψεις της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου.”

Το άρθρο 14 του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Αρ. 23/90) όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 2 του Νόμου 46(I)/99, προνοεί ότι:

“Τα Οικογενειακά Δικαστήρια:

(α) Κατά την εκδίκαση αγωγών διαζυγίου θα εφαρμόζουν το δίκαιο το οποίο καθορίζεται στην παρ. 2(Β) του άρθρου 111 του Συντάγματος:

Νοείται ότι η συνεχής διάσταση των συζύγων για πέντε τουλάχιστο χρόνια συνιστά ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης και το διαζύγιο δύναται να εκδοθεί έστω και αν ο λόγος του ισχυρού κλονισμού αφορά τον ενάγοντα.  Η συμπλήρωση του χρονικού διαστήματος δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν στα πλαίσια προσπάθειας αποκατάστασης των σχέσεων ανάμεσα στους συζύγους και οι οποίες στο σύνολο τους δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες.”

Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η τροποποίηση που έχει επιτευχθεί με το Νόμο 46(I)/99 δεν συνιστά τροποποίηση του άρθρου 111 του Συντάγματος.  Ηταν η θέση της εφεσείουσας ότι ο Νόμος 46(I)/99 δεν καθορίζει ένα νέο λόγο διαζυγίου αλλά ουσιαστικά τροποποιεί το λόγο διαζυγίου του ισχυρού κλονισμού που έχει ήδη καθορισθεί με την τροποποίηση του άρθρου 111 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 95/89. Επειδή δε ένα συνταγματικό άρθρο δεν μπορεί να τροποποιηθεί με μια νομοθετική πρόνοια, οι σχετικές [*1181]διατάξεις του Νόμου 46(I)/99 είναι αντισυνταγματικές.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβηκε σε μια ενδελεχή εξέταση του θέματος κατέληξε δια πλειοψηφίας στο συμπέρασμα ότι η διάταξη του Νόμου 46(I)/99 αποτελεί αυτοτελή λόγο διαζυγίου που εμπίπτει μέσα στις πρόνοιες του άρθρου 111.2(Β)(γ) του Συντάγματος και όχι τροποποίηση του υφιστάμενου λόγου διαζυγίου όπως αυτό καθορίζεται με το άρθρο 111.2(Β)(β) του Συντάγματος.  Ο Δικαστής που διεφώνησε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Νόμος 46(I)/99 θα πρέπει να ερμηνεύεται ως ένας με το βασικό Νόμο 23/90 και έτσι απαιτείτο η τροποποίηση του άρθρου 111.2(Β) του Συντάγματος.

Το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο παρέπεμψε το θέμα προς κρίση από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο με σχετική απόφαση του ημερομηνίας 27/3/2002 αποφάνθηκε ότι ο Νόμος 46(Ι)/99 δεν παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 111.2(Β) του Συντάγματος. Στην πιο πάνω απόφαση τονίζεται ότι η επιφύλαξη που σημειώνεται με τη χρήση του όρου “νοείται” στο Νόμο 46(Ι)/99 δεν συναρτάται άμεσα με το περιεχόμενο της παραγράφου (β) του άρθρου 111.2(Β) και δεν σχετίζεται με κανένα λόγο διαζυγίου που καθορίζει το Σύνταγμα.  Η σημασία που πρέπει να του αποδίδεται είναι καθαρά λεκτική και σχετίζεται με τη χρήση του όρου “ισχυρός κλονισμός”.  Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο Νόμος καθιερώνει ένα νέο λόγο διαζυγίου που δεν συγκρούεται με τις διατάξεις του άρθρου 111.2(Β)(γ) του Συντάγματος.

Συνακόλουθα η εισήγηση της εφεσείουσας ότι ο Νόμος 46(Ι)/99 είναι αντισυνταγματικός, απορρίπτεται.

(ii) Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν είχαν ακουσθεί οι απόψεις της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας πριν από τη ψήφιση του Νόμου 46(I)/99

Το άρθρο 111.2(Β) του Συντάγματος όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 95/89 προνοεί ότι,

“Β. Το διαζύγιον χωρεί μόνον -

(α)          ............................................................................................

(β)          ............................................................................................

(γ)          δι’ οιονδήποτε έτερον λόγον ως νόμος θέλει ορίσει, αφού ακουσθώσιν αι απόψεις της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου.”

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι εφόσον κρίθηκε ότι ο Νόμος [*1182]46(I)/99 είχε εισάξει ένα νέο λόγο διαζυγίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει κατά πόσο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 111.2(Β)(γ) είχαν ακουσθεί προς τούτο οι απόψεις της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου.

Ο εφεσίβλητος επικαλείται το τεκμήριο της νομιμότητας και ισχυρίζεται ότι το τεκμήριο αυτό καλύπτει όλους τους νόμους που θεωρούνται ότι ψηφίσθηκαν με πλήρη τήρηση όλων των προβλεπόμενων διαδικασιών, με ειδική αναφορά στην απόφαση Akar v. Attorney General of Sierra Leone ([1969] 3 All E.R. 384).

Το τεκμήριο omnia praesumantur rite et solemniter esse acta υποδηλεί ότι “Ολα έγιναν σωστά και σύμφωνα με το Νόμο” και εφαρμόζεται συνήθως σε Δικαστικές και επίσημες κρατικές πράξεις.  Το τεκμήριο εφαρμόζεται γενικά για δημόσια αξιώματα που επηρεάζουν το κοινό, έτσι που σε κατηγορία επίθεσης εναντίον ενός αστυνομικού να θεωρείται ως ικανοποιητική η μαρτυρία του αστυνομικού ότι έχει ενεργήσει ως αστυνομικός χωρίς να χρειάζεται ειδική απόδειξη του διορισμού του. (R. v. Gordon [1789] 1 Leach 515).  Σε ποινικές υποθέσεις το τεκμήριο πρέπει να εφαρμόζεται με μεγάλη προσοχή (Scot v. Baker [1968] 2 All E.R. 993), αλλά μπορεί να αντικρουσθεί με σχετικά αδύνατη μαρτυρία εφόσον δημιουργηθούν αμφιβολίες ως προς την εγκυρότητα της πράξης.

Η θέση του εφεσιβλήτου ότι στην παρούσα περίπτωση εφαρμόζεται το τεκμήριο της νομιμότητας είναι ορθή. Στην υπόθεση Akar v. Attorney General of Sierra Leone (πιο πάνω) μια συνταγματική τροποποίηση απαιτούσε την πλειοψηφία των 2/3 των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Σιέρρα Λεόνε.  Η μαρτυρία περιορίσθηκε στην έγκριση του Νόμου χωρίς να δοθούν οποιαδήποτε άλλα στοιχεία ότι είχε εγκριθεί με την απαραίτητη πλειοψηφία των 2/3 των μελών.  Η Δικαστική Επιτροπή του Ανακτοσυμβουλίου αποφάνθηκε ότι μπορούσε να εξαχθεί συμπέρασμα ότι η έγκριση του Νόμου είχε γίνει κατά τον απαιτούμενο τρόπο.  Όπως τονίστηκε από τον Lord Morris of Borth-Y-Gest,

“It was argued that, because the endorsement of Act 12 merely records that the Bill was “passed”, it should be inferred that it was passed in an ordinary manner and not in the special manner (under sub - s.3) of having the support of the votes of not less than two-thirds of all the members of the House. Their Lordships do not think it right to draw any such inference. There is no reason to suppose that there was any irregularity.  It is recorded by the Clerk of the House of Representatives that the Bill was [*1183]passed.  There is no basis for any suggestion that the Bill was not properly passed or for supposing that a procedural requirement was forgotten or ignored.”

Στην παρούσα περίπτωση δεν προβλήθηκε ισχυρισμός ότι υπήρξε οποιαδήποτε ουσιαστική ή διαδικαστική παράλειψη, ότι δηλαδή δεν ακούσθηκαν οι απόψεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου και ο νόμος  θεωρείται έγκυρος σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας.  Συνακόλουθα η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(iii) Η μαρτυρία που δόθηκε δεν ήταν ικανοποιητική για να οδηγήσει στη λύση του γάμου και το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει αν ο λόγος του ισχυρού κλονισμού αφορούσε τον εφεσίβλητο

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίσθηκε μόνο σε εύρημα ότι οι διάδικοι βρίσκονταν σε διάσταση από το Νοέμβριο του 1993 και ότι η διάσταση, που ήταν συνεχής, διάρκεσε για ένα χρονικό διάστημα που υπερέβαινε τα πέντε χρόνια.  Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η μαρτυρία που δόθηκε δεν ήταν ικανοποιητική για να οδηγήσει στη λύση του γάμου και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να προχωρήσει και να αποφανθεί ποιός από τους δύο διαδίκους ήταν υπεύθυνος για τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης.

Έχουμε εξετάσει τη μαρτυρία που έχει προσφερθεί και έχουμε ικανοποιηθεί ότι ήταν ικανοποιητική για να δώσει την ευχέρεια στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προχωρήσει στη λύση του γάμου.

Μια προσεκτική εξέταση της φρασεολογίας του Νόμου 46(I)/99 δεν υποστηρίζει την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αποφασίσει ποιός από τους δύο ήταν υπεύθυνος για τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης.  Είναι ορθό ότι στη σχετική πρόνοια αναφέρεται ότι το διαζύγιο μπορεί να εκδοθεί έστω και αν ο λόγος του ισχυρού κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντα ή της ενάγουσας, αλλά δεν καθορίζεται ότι θα πρέπει να καταμερίζεται η σχετική ευθύνη στον ένα ή στον άλλο διάδικο.

Έπεται ότι η πρωτόδικη απόφαση που δεν αποφαίνεται ως προς το ποιός από τους δύο διαδίκους ήταν υπεύθυνος για τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης, δεν είναι λανθασμένη.  Μια τέτοια απόφαση δεν αποτελούσε ένα αναγκαίο στοιχείο για την επίλυση της επίδικης διαφοράς.

(iv)  Εσφαλμένα κρίθηκε ότι η γνωστοποίηση προς τον Επίσκοπο που [*1184]είχε σταλεί για την πρώτη αίτηση θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις της νέας αίτησης

Το άρθρο 3 του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου (αρ. 22/90) προνοεί ότι προτού καταχωρηθεί μια αγωγή για τη λύση ενός γάμου θα πρέπει να δοθεί προηγούμενη γνωστοποίηση στον αρμόδιο Επίσκοπο, που είναι ο Επίσκοπος του συνήθους τόπου διαμονής του συζύγου ή της συζύγου. Ο Επίσκοπος καλεί γραπτώς τους συζύγους ενώπιον του και καταβάλλει προσπάθεια συνδιαλλαγής των συζύγων (άρθρο 4).  Ακολούθως ο Επίσκοπος δίνει στους συζύγους βεβαίωση αν η προσπάθεια πέτυχε ή απέτυχε ή ότι δεν έγινε τέτοια προσπάθεια (άρθρο 5). Μετά την παρέλευση τριών μηνών από τη λήψη της γνωστοποίησης από τον Επίσκοπο, η προσπάθεια συνδιαλλαγής θεωρείται ότι απέτυχε αν δεν εκδοθεί η σχετική βεβαίωση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5 και καθένας από τους συζύγους δικαιούται να καταχωρήσει αγωγή για τη λύση του γάμου ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου (άρθρο 6).

Στην παρούσα περίπτωση η γνωστοποίηση της πρόθεσης έγκρισης αγωγής διαζυγίου δόθηκε το 1994 από τον εφεσίβλητο μέσα στα πλαίσια της αίτησης 44/95, με την οποία ζητούσε τη διάλυση του γάμου λόγω ισχυρού κλονισμού.  Όπως έχει λεχθεί προηγουμένως η πιο πάνω αίτηση απορρίφθηκε και η σχετική έφεση που καταχωρήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο αποσύρθηκε.

Τέσσερα περίπου χρόνια αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 7/7/99, ο εφεσίβλητος καταχώρησε την αίτηση 210/99 (το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας) με την οποία ζητούσε τη διάλυση του γάμου του που είχε κλονιστεί σοβαρά μετά από πέντε χρόνια συνεχούς διάστασης.  Για την αίτηση αυτή ο εφεσίβλητος απέστειλε στον αρμόδιο Επίσκοπο σχετική γνωστοποίηση στις 22/6/99, αλλά προτού παρέλθει η τρίμηνη προθεσμία μέσα στην οποία θα αναμενόταν η αντίδραση της Εκκλησίας, προχώρησε στις 7/7/99 στην καταχώριση της νέας αίτησης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι αφού δόθηκε γνωστοποίηση της πρόθεσης έγερσης αγωγής διαζυγίου στην αίτηση 44/95 και αφού έκτοτε η συμβίωση των διαδίκων δεν επαναλήφθηκε, δεν υπήρχε νόημα να σταλεί νέα γνωστοποίηση για τους σκοπούς της νέας αίτησης. Έτσι το γεγονός ότι δεν είχε παρέλθει η προθεσμία των 3 μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της νέας γνωστοποίησης (29/6/99) από την ημερομηνία καταχώρισης της νέας αίτησης διαζυγίου (7/7/99), δεν μπορούσε να επηρεάσει την εγκυρότητα της διαδι[*1185]κασίας που ακολούθησε.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η γνωστοποίηση στον Επίσκοπο που στάληκε για τους σκοπούς της πρώτης αίτησης διαζυγίου λανθασμένα βρέθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις της νέας αίτησης.  Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η πιο πάνω προσέγγιση είναι εσφαλμένη και τούτο γιατί αν ο αρμόδιος Επίσκοπος αποφάσιζε να προχωρήσει σε απόπειρα συνδιαλλαγής δεν θα μπορούσε να το πράξει, αφού η πρώτη γνωστοποίηση αφορούσε τους λόγους διαζυγίου όπως αυτοί καθορίζονταν με το Νόμο 22/90, ενώ η δεύτερη αίτηση διαζυγίου βασιζόταν σε νέο λόγο διαζυγίου όπως αυτός καθορίζεται με τις πρόνοιες του Νόμου 46(I)/99.

Η εισήγηση της εφεσείουσας είναι ορθή. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει δικαστική γνώση για τη στάση που τηρεί η Εκκλησία πάνω στο θέμα.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 22/90 η καταχώριση αίτησης διαζυγίου θα πρέπει να συνοδεύεται ταυτόχρονα με την κατάθεση απόδειξης παραλαβής της γνωστοποίησης από τον αρμόδιο Επίσκοπο.

Στην παρούσα περίπτωση η μόνη γνωστοποίηση που καταχωρήθηκε είναι εκείνη που στάληκε για τους σκοπούς της πρώτης αίτησης 44/95. Η έφεση που ασκήθηκε εναντίον της πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης αποσύρθηκε.  Η δεύτερη αίτηση διαζυγίου βασίζεται πάνω στις πρόνοιες του Νόμου 46(Ι)/99 που εισάγει ένα και μόνο νέο λόγο διαζυγίου, που διαφέρει με εκείνο της πρώτης αγωγής.  Έκδηλα το βάθρο πάνω στο οποίο βασίστηκε η γνωστοποίηση που δόθηκε στην πρώτη αγωγή δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις του Νόμου 46(Ι)/99.  Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι, αν ο αρμόδιος Επίσκοπος απεφάσιζε να προχωρήσει σε προσπάθεια συνδιαλλαγής δεν θα μπορούσε να βασισθεί στη γνωστοποίηση που αφορούσε την πρώτη διαδικασία, είναι ορθή.  Η πρώτη γνωστοποίηση δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις ανάγκες της δεύτερης αίτησης.

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα σε βάρος του εφεσιβλήτου τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα, εις βάρος του εφεσίβλητου τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο