Αρέστης Γεώργιος ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 1258

(2002) 1 ΑΑΔ 1258

[*1258]13 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΡΕΣΤΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10796)

 

Πτώχευση ― Ακύρωση της κήρυξης χρεώστη σε πτώχευση ― Προϋποθέσεις ― Άρθρο 31(1) του περί Πτώχευσης Νόμου, Κεφ. 5 ― Κατά πόσο η έκδοση διατάγματος πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την τυχόν αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής.

Εφετείο ― Παρατηρήσεις Εφετείου σε σχέση με αίτημα μηνιαίων δόσεων ― Το Δικαστήριο οφείλει να απορρίψει την αίτηση μηνιαίων δόσεων αντί να διατάξει την πληρωμή μιας συμβολικής ουσιαστικά μηνιαίας δόσης, αν στη βάση των γεγονότων, δεν δικαιολογείται η καταβολή οποιουδήποτε ποσού.

Ο εφεσείων διατάχθηκε να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος του για ποσό £2.500 με μηνιαίες δόσεις εκ £1.60 σεντ εκάστης.  Στη συνέχεια, οι εφεσίβλητοι-καθ’ ων η αίτηση εξασφάλισαν διάταγμα πτώχευσης εναντίον του εφεσείοντος.  Αίτηση του εφεσείοντος για παραμερισμό του διατάγματος πτώχευσης απορρίφθηκε γιατί, σύμφωνα με το εκδικάσαν Δικαστήριο, οι λόγοι που επικαλέσθηκε δεν προβλέποντο από τη σχετική νομοθεσία.  Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι το δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν είχε προβεί σε ικανοποιητική ρύθμιση των χρεών του, μια και υπήρχε διάταγμα πληρωμής μηνιαίων δόσεων. Υποστήριξε επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποφάσισε δικαστικά επί της ένστασης του ότι η διαδικασία πτώχευσης ήταν παράλληλη της διαδικασίας μηνιαίων δόσεων και ότι δεν είχε αποτελεσματική εκπροσώπηση από το δικηγόρο του, με αποτέλεσμα να μην τύχει δίκαιης δίκης.

[*1259]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ακύρωση της κήρυξης χρεώστη σε πτώχευση είναι δυνατή σύμφωνα με το Άρθρο 31(1) του περί Πτώχευσης Νόμου, Κεφ. 5, αν κατά τη γνώμη του δικαστηρίου ο χρεώστης δεν έπρεπε να είχε κηρυχτεί σε πτώχευση ή αν αποδειχτεί κατά τρόπο που ικανοποιεί το δικαστήριο ότι τα χρέη του πτωχεύσαντα πληρώθηκαν εξ ολοκλήρου.

2.  Τα επιχειρήματα του εφεσείοντος θα έπρεπε να εγερθούν κατά τη διαδικασία έκδοσης του διατάγματος παραλαβής και όχι στη διαδικασία του Άρθρου 31(1).  Άλλως το Επαρχιακό Δικαστήριο θα εξέταζε την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό.

3.  Στην παρούσα υπόθεση δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 31(1) για ακύρωση της κήρυξης χρεώστη σε πτώχευση.

4.  Οι εφεσίβλητοι, αν επιθυμούσαν, μπορούσαν να στραφούν εναντίον του εφεσείοντος με διάταγμα παραλαβής, χωρίς προηγουμένως να επιχειρήσουν και επιτύχουν την έκδοση διατάγματος για την εξόφληση του χρέους του με μηνιαίες δόσεις.

5.  Το Δικαστήριο ορθά προχώρησε στη διαδικασία ερήμην του εφεσείοντος αφού ούτε ο ίδιος εμφανίστηκε προσωπικά ούτε διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει μετά που ο συνήγορός του κατά την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος παραλαβής, ζήτησε άδεια να αποσυρθεί διότι ο εφεσείων επιθυμούσε να διορίσει άλλο δικηγόρο.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

Παρατηρήσεις Εφετείου:

Αν τα γεγονότα ήταν τέτοια που να δικαιολογείτο η μη καταβολή οποιουδήποτε ποσού, το Δικαστήριο όφειλε, αντί να διατάξει την πληρωμή μιας συμβολικής ουσιαστικά μηνιαίας δόσης, να απορρίψει την αίτηση.  Η έκδοση τέτοιων διαταγμάτων θα πρέπει κατά κανόνα να αποφεύγεται.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 18/4/00 (Αρ. Αίτησης 11/99) με την οποία απορρίφθηκε αίτησή του για παραμερισμό του  διατάγματος πτώχευσης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις [*1260]7/10/99 αιτήσει της ενάγουσας Τράπεζας.

Α. Ιντιάνος, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ποιητής, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου  θα απαγγελθεί από το Δικαστή  Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Εναντίον του εφεσείοντα εξασφαλίστηκε  από τους καθ’ ων η αίτηση απόφαση για ποσό £2.500, που παρέμεινε ανικανοποίητη. Στη συνέχεια, καταχωρήθηκε αίτηση για εξόφληση του οφειλόμενου ποσού με μηνιαίες δόσεις, που κατέληξε σε διάταγμα για καταβολή μηνιαίας δόσης £1.60 σεντ.

Οι καθ’ ων η αίτηση, προφανώς δυσαρεστημένοι από την απόφαση του Δικαστηρίου, παραιτήθηκαν από τη διαδικασία αυτή και καταχώρησαν αίτηση πτώχευσης. Το σχετικό διάταγμα  εκδόθηκε στις 7.10.1999.

Αίτηση του εφεσείοντα για παραμερισμό του διατάγματος πτώχευσης απορρίφθηκε γιατί, σύμφωνα με το εκδικάσαν δικαστήριο, οι λόγοι που επικαλείται δεν ήταν μέσα σ’ αυτούς που προνοούνται από τη σχετική νομοθεσία, όπως είναι η πλήρης εξόφληση των πιστωτών ή η ικανοποιητική ρύθμιση των χρεών του.

Εναντίον της απόρριψης της αίτησής του άσκησε την παρούσα έφεση.  Ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο εφεσείων δεν έχει προβεί σε ικανοποιητική ρύθμιση των χρεών του, μια και υπήρχε διάταγμα πληρωμής μηνιαίων δόσεων.  Η παραίτηση από τους εφεσίβλητους του δικαιώματος εφαρμογής του διατάγματος μηνιαίων δόσεων, που έγινε με επιστολή τους προς τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερ. 15.4.1999, δεν είναι νομικά βάσιμη. Έτσι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης για έκδοση διατάγματος πτώχευσης, αφού τα χρέη του εφεσείοντα ρυθμίστηκαν νόμιμα.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποφάσισε δικαστικά επί της ένστασής του ότι η διαδικασία πτώχευσης ήταν παράλληλη της διαδικασίας μηνιαίων δόσεων, ενώ τέλος, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι δεν είχε αποτελεσματική εκπροσώπευση από το δικηγόρο του, με αποτέλεσμα να μην τύχει δίκαιης δίκης.

[*1261]Ακύρωση της κήρυξης χρεώστη σε πτώχευση είναι δυνατή σύμφωνα με το άρθρο 31(1) του περί Πτώχευσης Νόμου, Κεφ.5, αν κατά τη γνώμη του δικαστηρίου ο χρεώστης δεν έπρεπε να είχε κηρυχτεί σε πτώχευση ή αν αποδειχτεί κατά τρόπο που ικανοποιεί το δικαστήριο ότι τα χρέη του πτωχεύσαντα πληρώθηκαν εξ ολοκλήρου. Στην αίτηση που υπέβαλε ο εφεσείων, δεν φαίνεται καθαρά επί ποίου άρθρου βασίζει το αίτημά του, μια και αναφέρει απλώς το Κεφ. 5. Υποθέτουμε ότι αναφέρεται στο άρθρο 31, αφού άλλη πρόνοια για παραμερισμό της διαδικασίας πτώχευσης δεν προνοείται.

Τα επιχειρήματα του εφεσείοντα θα έπρεπε να εγερθούν κατά τη διαδικασία έκδοσης του διατάγματος παραλαβής και όχι στη διαδικασία του άρθρου 31(1). Άλλως το Επαρχιακό Δικαστήριο θα εξέταζε την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό.

Από την άλλη το ότι το χρέος του εφεσείοντα παραμένει ανεξόφλητο δεν αμφισβητείται.  Συνεπώς ούτε η δεύτερη περίπτωση του άρθρου 31 ισχύει.  Η πτώχευση είναι μια διαδικασία, σύμφωνα με την οποία, ο χρεώστης αποξενώνεται του ελέγχου της περιουσίας του, που περιέρχεται σε πρόσωπο που διορίζεται για το σκοπό αυτό. Η περιουσία που ξεκαθαρίζει, διανέμεται μεταξύ των προσώπων στα οποία ο πτωχεύσας οφείλει χρήματα.  Η κήρυξη κάποιου σε πτώχευση έχει επιπτώσεις στη ζωή του.

Στην παρούσα υπόθεση, παρά την ύπαρξη διατάγματος καταβολής του χρέους με μηνιαίες δόσεις, οι καθ’ ων η αίτηση, «παραιτούμενοι» του διατάγματος αυτού, προχώρησαν σε διαδικασία πτώχευσης του εφεσείοντα.  Το πρώτο θέμα που εγείρεται και θα πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την τυχόν αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής. 

Στην υπόθεση Panaou v. HajiChristofi and Others (1962) 2 C.L.R. 19, 23, τονίστηκε ότι η εκτέλεση δικαστικής απόφασης είναι ένα θέμα το οποίο βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο και την επίβλεψη του δικαστηρίου και δεν μπορεί να επιτραπεί να χρησιμοποιείται για σκοπούς αχρείαστης καταπίεσης ή για οποιονδήποτε άλλο σκοπό από τη δέουσα ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης, πάντοτε κάτω από τον έλεγχο του δικαστηρίου.

Η αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής χωρίς αμφιβολία δεν αποτελεί διαδικασία εκτέλεσης δικαστικής απόφασης.  Οι εφεσίβλητοι, είχαν προηγουμένως επιλέξει να επιδιώξουν την είσπραξη του λαβείν τους μέσω μιας άλλης δικαστικής διαδικασίας, η οποία [*1262]προφανώς δεν επέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. 

Διερωτώμαστε κατά πόσο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από την εφαρμογή διατάγματος πληρωμής μηνιαίων δόσεων το οποίο έχει ο ίδιος αξιώσει.  Όμως δεν είναι του παρόντος να εξετάσουμε τις τυχόν συνέπειες που μια τέτοια ενέργεια έχει. Οι εφεσίβλητοι, αν επιθυμούσαν, μπορούσαν να στραφούν εναντίον του εφεσείοντα με διάταγμα παραλαβής, χωρίς προηγουμένως να επιχειρήσουν και επιτύχουν την έκδοση διατάγματος για την εξόφληση του χρέους του με μηνιαίες δόσεις. 

Αφήνουμε ανοικτό το ερώτημα κατά πόσο, κάτω από τις περιστάσεις, η επιδίωξη έκδοσης διατάγματος παραλαβής δυνατόν να ήταν καταχρηστική διαδικασία. Το επιχείρημα αυτό θα έπρεπε να είχε εγερθεί κατά το χρόνο εκδίκασης της αίτησης. Δεν μπορεί να εγείρεται σ’ αυτό το στάδιο και συνεπώς δεν μπορούμε να το εξετάσουμε.

 

Τέλος ούτε και ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι δεν εκπροσωπήθηκε σωστά από δικηγόρο ευσταθεί. Στις 7.10.1999, ημερομηνία έκδοσης τους διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του, ο συνήγορός του ζήτησε άδεια να αποσυρθεί διότι ο εφεσείων επιθυμούσε το διορισμό άλλου δικηγόρου.  Όμως, ο εφεσείων παρέλειψε είτε να εμφανιστεί προσωπικά, είτε να διορίσει άλλο δικηγόρο.  Το Δικαστήριο ορθά προχώρησε στη διαδικασία ερήμην του.

Πριν όμως τελειώσουμε, θα πρέπει να σχολιάσουμε την έκδοση του διατάγματος εξόφλησης του χρέους διά μηνιαίων δόσεων ύψους £1.60σεντ.  Δεν γνωρίζουμε τις περιστάσεις και τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του δικαστή που εξέδωσε το διάταγμα και ο οποίος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι ο ίδιος με τον εκδικάσαντα την υπό εξέταση αίτηση.  Το ποσό που ορίστηκε ως μηνιαία δόση ήταν ευτελές.  Αν τα γεγονότα ήταν τέτοια που να δικαιολογείται η μη καταβολή οποιουδήποτε ποσού, το Δικαστήριο όφειλε, αντί να διατάξει την πληρωμή μιας συμβολικής ουσιαστικά μηνιαίας δόσης, να απορρίψει την αίτηση.  Η έκδοση τέτοιων διαταγμάτων θα πρέπει κατά κανόνα να αποφεύγεται.

Εν όψει όλων των πιο πάνω κρίνουμε ότι η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο