Rousounides & Soteriou Trading Limited και Άλλος ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2002) 1 ΑΑΔ 1274

(2002) 1 ΑΑΔ 1274

[*1274]13 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. ROUSOUNIDES & SOTERIOU TRADING LIMITED,

2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΟΥΣΟΥΝΙΔΗΣ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11065)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα εκδοθέν μετά από μονομερή αίτηση ― Έφεση εναντίον σχετικού διατάγματος ― Παράλειψη προώθησης εκδίκασης της υπόθεσης μέσα στα πλαίσια της οποίας είχε εκδοθεί το διάταγμα μέχρι και την ακρόαση της έφεσης ― Διατάχθηκε από το Εφετείο ο άμεσος τερματισμός της ισχύος του εκδοθέντος διατάγματος.

Εκδίκαση υποθέσεων εντός ευλόγου χρόνου ― Αποτελεί συνταγματική επιταγή θεμελιακής σημασίας ― Τόσο το Δικαστήριο όσο και οι διάδικοι έχουν ευθύνη να επιδιώκουν την ταχεία εκδίκαση υπόθεσης.

Η παρούσα έφεση έχει σαν στόχο την ακύρωση διατάγματος αναστολής λειτουργίας του κέντρου αναψυχής των εφεσειόντων το οποίο είχε εκδοθεί στις 22.3.2001. Κατά την ακρόαση της έφεσης στις 21.6.2002, το Εφετείο, αφού πληροφορήθηκε ότι η υπόθεση για λειτουργία του κέντρου αναψυχής άνευ αδείας στα πλαίσια της οποίας είχε εκδοθεί το πιο πάνω διάταγμα, δεν είχε τύχει οποιουδήποτε χειρισμού εφόσον ο φάκελος ήταν στο Εφετείο, διέταξε όπως τερματίσει την ισχύ του εκδοθέντος διατάγματος για το λόγο ότι η συνέχισή του θα συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Το Εφετείο στηρίχθηκε επίσης στη θεμελιακή αρχή της συνταγματικής επιταγής για συμπλήρωση της εκδίκασης των υποθέσεων εντός ευλόγου χρόνου.  Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι:

1.  Η φύση της παρούσας υπόθεσης, που είναι ποινική υπόθεση και που αφορά συνεχές αδίκημα και η ύπαρξη του προσωρινού διατάγματος, καθιστούσαν επιβεβλημένη την επιτάχυνση της εκδίκασης της [*1275]υπόθεσης, ιδιαίτερα εφ’ όσον το ενδιάμεσο διάταγμα προνοούσε αναστολή της λειτουργίας του κέντρου, το οποίο εξυπάκουε κρίση, έστω και εκ πρώτης όψης, ότι όντως το αδίκημα υφίστατο.  Θα μπορούσε ακόμα να υπάρξει αμφιβολία για τη συμβατότητα τέτοιου διατάγματος με τη συνταγματική αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας.  Το ενδιάμεσο διάταγμα το οποίο έχει τέτοιες προεκτάσεις δεν πρέπει να αφήνεται σε ισχύ για περισσότερο χρόνο από τον εύλογα αναγκαίο για την εκδίκαση της υπόθεσης στα πλαίσια της οποίας εκδίδεται.

2.  Τόσο οι διάδικοι όσο και το δικαστήριο είχαν ευθύνη να προωθήσουν την ταχεία εκδίκαση της υπόθεσης.  Αντί τούτου, η υπόθεση αφέθη εντελώς αδρανής για δεκαπέντε ολόκληρους μήνες, τιθέμενη ενώπιον διαφόρων δικαστών, ενώ το σημαντικότατο αυτό διάταγμα συνέχιζε να είναι σε ισχύ.  Τούτο είναι ανεπίτρεπτο.

3.  Μόνη αρμόζουσα ενέργεια είναι υπό τις συνθήκες ο άμεσος τερματισμός της ισχύος του εκδοθέντος διατάγματος.

Διαταγή ως ανωτέρω. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Louis Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης του Επαρχιακού�Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 22/3/01 (Αρ. Αγωγής 25204/00) με την οποία εκδόθηκε το αιτηθέν από τον Κ.Ο.Τ. διάταγμα αναστολής της λειτουργίας του κέντρου αναψυχής των αιτητών μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής με την οποία, με βάση κατηγορητήριο από τον Κ.Ο.Τ. εναντίον τους οι αιτητές εκατηγορούντο για λειτουργία κέντρου αναψυχής, περιγραφόμενου ως καφετέριας, χωρίς άδεια λειτουργίας από τον Κ.Ο.Τ., κατά παράβαση του Άρθρου 18(1)(β) των περί Κέντρων Αναψυχής Νόμων του 1985 και 1991.

Μ. Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Κίτσιος, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

[*1276]ΝΙΚHΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Στις 20.12.2000 κατεχωρήθη κατηγορητήριο από τον Εφεσίβλητο ΚΟΤ εναντίον των Εφεσειόντων με το οποίο εκατηγορούντο για λειτουργία κέντρου αναψυχής, περιγραφόμενου ως καφετέριας, χωρίς άδεια λειτουργίας από τον ΚΟΤ, κατά παράβαση του άρθρου 18(1)(β) των περί Κέντρων Αναψυχής Νόμων του 1985 και 1991, το οποίο προνοεί:

“18.-(1) Παν πρόσωπον το οποίον-

.......................................................................................................

(β)  διατηρεί ή λειτουργεί κέντρον άνευ αδείας λειτουργίας·

........................................................................................................

είναι ένοχον αδικήματος .........................................................”

Ταυτόχρονα κατεχωρήθη και αίτηση με την οποία εζητείτο διάταγμα όπως οι Εφεσείοντες αναστείλουν τη λειτουργία του κέντρου μέχρι εκδίκασης της υπόθεσης.  Το διάταγμα εζητήθη βάσει του άρθρου 18(6)(α) το οποίο προνοεί:

“Το Δικαστήριον ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορία προσαφθείσα εναντίον προσώπου τινός, δι’ αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβασιν του εδαφίου (1) δύναται κατόπιν EX PARTE αιτήσεως να διατάξη αναστολήν πάσης εργασίας αναφορικώς προς την ανέγερσιν, κατασκευήν, διατήρησιν ή λειτουργίαν κέντρου μέχρι της τελικής εκδικάσεως της υποθέσεως αναφορικώς προς ην προσήφθη η κατηγορία:

Νοείται ότι η έκδοσις τοιούτου διατάγματος υπόκειται εις τας διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1972 και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.”

Ο ευπαίδευτος δικαστής ενώπιον του οποίου ετέθη η αίτηση εξέδωσε το διάταγμα στις 22.3.2001 κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας εφ’ όσον έκρινε ότι η αίτηση έπρεπε να επιδοθεί και οι Εφεσείοντες κατεχώρησαν ένσταση. Η απόφαση του εφεσιβλήθηκε στις 30.3.2001 και είναι έτσι ενώπιον μας.

[*1277]Κατά την ακρόαση στις 21.6.2002 διερωτηθήκαμε για την τύχη της όλης υπόθεσης και απευθυνθήκαμε στους ευπαιδεύτους συνηγόρους για να μας πληροφορήσουν σχετικά, εφ’ όσον, παρελθόντων δεκαπέντε μηνών από της έκδοσης του διατάγματος, θα αναμέναμε ότι η ίδια η υπόθεση θα είχε ήδη εκδικασθεί και ο σκοπός του ενδιάμεσου διατάγματος θα είχε έτσι παύσει να υφίσταται.  Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι μας πληροφόρησαν όμως ότι η υπόθεση δεν είχε τύχει οποιουδήποτε χειρισμού έκτοτε εφ΄όσον ο φάκελος ήταν στο Εφετείο, έχοντας έτσι, όπως προκύπτει, ουσιαστικά τεθεί εκτός προγράμματος δικαστηρίου και συνηγόρων εν αναμονή του αποτελέσματος της έφεσης.

Δεν προτιθέμεθα να ασχοληθούμε με την ουσία της έφεσης.  Προτιθέμεθα να τερματίσουμε την ισχύ του εκδοθέντος διατάγματος για το λόγο ότι η συνέχισή του θα συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Στην υπόθεση Louis Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, υπεδείχθη η ορθή διάσταση ενδιάμεσης θεραπείας σε συνάρτηση με το πλαίσιο της όλης υπόθεσης.  Δίδοντας την απόφαση του Εφετείου, ο Πικής, Δ. (ως ήτο τότε) είπε στις σελίδες 1465-1466:

“Πριν τελειώσουμε, θέλουμε να επισύρουμε την προσοχή σε μια απαράδεκτη τακτική. Παρά την επιμονή των εφεσειόντων στην εξασφάλιση επειγόντως ενδιάμεσης θεραπείας, παρέλειψαν να προωθήσουν την εκδίκαση της υπόθεσης, παραλείποντας μέχρι και την ακρόαση της έφεσης, τριάμισυ περίπου χρόνια μετά την αγωγή, να καταχωρήσουν την έκθεση με την απαίτησή τους.  Θέλουμε να τονίσουμε ότι η παροχή ενδιάμεσης θεραπείας δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέτρο συνυφασμένο με την πιθανότητα εξασφάλισης ανάλογης θεραπείας κατά τη δίκη.  Η δίκη είναι η καθιερωμένη διαδικασία για τον καθορισμό και διακήρυξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων.  Το κύριο έρεισμα για την παροχή προσωρινής θεραπείας είναι η αντικειμενική αδυναμία της άμεσης διεξαγωγής της δίκης.  Επομένως βαρύνεται ο διάδικος που την επιδιώκει να προλειάνει, το ταχύτερο, το έδαφος για την εκδίκαση της υπόθεσης.”

Θεμελιακής σημασίας ως προς τα ανωτέρω είναι βέβαια και η συνταγματική επιταγή για συμπλήρωση της εκδίκασης των υποθέσεων εντός ευλόγου χρόνου. 

Εδώ επρόκειτο για ποινική υπόθεση, η εκδίκαση της οποίας αναμένεται, ως εκ της φύσεως της, να γίνεται ακόμα ταχύτερα από ότι της πολιτικής αγωγής. Τοσούτο μάλλον αφού επρόκειτο για συνε[*1278]χές αδίκημα, εξ ου και το νόημα της νομοθετικής πρόνοιας για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος.  Και μάλιστα η ίδια η ύπαρξη του προσωρινού διατάγματος επέβαλλε η εκδίκαση της υπόθεσης να επιταχύνετο ιδιαίτερα, εφ’ όσον το ενδιάμεσο διάταγμα προνοούσε αναστολή της λειτουργίας του κέντρου, το οποίο εξυπάκουε κρίση, έστω και εκ πρώτης όψης, ότι όντως το αδίκημα υφίστατο. Από αυτή την άποψη θα μπορούσε ακόμα να υπάρξει αμφιβολία για την συμβατότητα τέτοιου διατάγματος προς τη συνταγματική αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας, αφού η έκδοση προσωρινού διατάγματος στη βάση μαρτυρίας ότι επιτελείται αδίκημα βασίζεται, στο βαθμό εκείνο, στην κατ’ ισχυρισμό ενοχή του κατηγορούμενου, απαγορεύοντας του να κάνει εκείνο ακριβώς το οποίο δεν έχει ακόμα διαπιστωθεί νόμιμα ότι αποτελεί ποινικό αδίκημα.  Το θέμα βέβαια δεν έχει εγερθεί ενώπιον μας με αυτή τη διάσταση, το θίγουμε όμως για να τονίσουμε ότι ενδιάμεσο διάταγμα το οποίο έχει τέτοιες προεκτάσεις σίγουρα δεν πρέπει να αφήνεται σε ισχύ για περισσότερο χρόνο από όσο είναι εύλογα αναγκαίος για την εκδίκαση της υπόθεσης στα πλαίσια της οποίας εκδίδεται.

Στην περίπτωση αυτή η σπουδή την οποία επέδειξε ο Εφεσίβλητος για εξασφάλιση του διατάγματος ταυτόχρονα με την καταχώρηση της υπόθεσης δεν είχε οποιαδήποτε συνέχεια, όπως όφειλε να είχε, ιδιαίτερα υπό το βάρος για τους κατά τεκμήριο αθώους Εφεσείοντες του πλέον εκδοθέντος διατάγματος. Ευθύνη όλων ήταν να επιδιωχθεί η συντομότατη δυνατή εκδίκαση της υπόθεσης για σκοπούς και οριστικής διάγνωσης της οποιασδήποτε ποινικής ευθύνης των Εφεσειόντων και διασφάλισης ότι το εκδοθέν διάταγμα, που εδόθη ακριβώς για να καταστήσει την εκδίκαση της υπόθεσης αποτελεσματική, δεν καταργούσε το λόγο και τα όρια της ύπαρξής του, καθιστάμενο ουσιαστικά αυτοσκοπός.  Ήταν ευθύνη του Εφεσίβλητου να προωθήσει την υπόθεσή του σε ακρόαση, όπως και των Εφεσειόντων να επιδιώξουν όπως τούτο εγίνετο. Αλλά ήταν και ευθύνη του δικαστηρίου, το οποίο είναι επιφορτισμένο με το καθήκον αποτελεσματικής εφαρμογής των συνταγματικά προνοουμένων ως προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα για ταχεία διάγνωση ποινικής ευθύνης, να μην αφήσει την υπόθεση να εκφύγει του ελέγχου του αλλά να την προγραμματίσει για την τάχιστη δυνατή εκδίκαση αμέσως μετά από την έκδοση του διατάγματος. Αντί τούτου, η υπόθεση αφέθη εντελώς αδρανής για δεκαπέντε ολόκληρους μήνες, τιθέμενη ενώπιον διαφόρων δικαστών, όπως μας ελέχθη, ενώ το σημαντικότατο αυτό διάταγμα συνέχιζε να είναι σε ισχύ.  Τούτο είναι ανεπίτρεπτο.

Στερείται σοβαρότητας όσο και αξίας η δικαιολογία που επεδιώχθη να δοθεί για τη θεμελιακή αποτυχία εκδίκασης της υπόθε[*1279]σης, ότι δηλαδή ο φάκελος ήταν στο Εφετείο, ως να μην ήταν δυνατή η τέτοια διευθέτηση, εκκρεμούσας της έφεσης, με κατασκευή υποκατάστατου φακέλου ή άλλως πως, που θα επέτρεπε την εκδίκαση μιας εξ άλλου απλής υπόθεσης με μόλις δύο αναφερόμενους στο κατηγορητήριο μάρτυρες. Ακόμα όμως, παρατηρούμε ότι ο φάκελος της υπόθεσης ήρθε στο Ανώτατο Δικαστήριο στις 27.9.2001, δηλαδή έξι ολόκληρους μήνες μετά από την έκδοση του διατάγματος.  Η υπόθεση θα μπορούσε έτσι εν πάση περιπτώσει να είχε εκδικασθεί πολύ πριν ο φάκελος έρθει στο Εφετείο για την έφεση.

Μόνη αρμόζουσα ενέργεια υπό τις συνθήκες είναι ο άμεσος τερματισμός της ισχύος του εκδοθέντος διατάγματος, το οποίο έπαυσε από πολλού να εξυπηρετεί το σκοπό για τον οποίο εξεδόθη και συνιστά πλέον κατάχρηση της διαδικασίας, εκφράζοντας την άκρα απαρέσκεια και απογοήτευση μας για την πορεία της υπόθεσης, αποκαλυπτική ελλείψεως στοιχειώδους ενδιαφέροντος για την τήρηση θεμελιακών αρχών του δικαίου.

Δεν θα υπάρξει βέβαια οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο