Ευθυμίου Κώστας ν. Παρασκευά Γεωργίου (2002) 1 ΑΑΔ 1280

(2002) 1 ΑΑΔ 1280

[*1280]13 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11046)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Αξιολόγηση μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος για επέμβαση από το Εφετείο.

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Βάρος αποδείξεως για ύπαρξη αμέλειας ― Βρίσκεται στην πλευρά του ενάγοντος.

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι ενώ οδηγούσε το φορτηγό του στο δρόμο Λεμεσού-Πάφου προς Πάφο, ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα όταν οδηγός αυτοκινήτου που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος του, το όχημα οδηγήθηκε στο παγκέττο και στην προσπάθεια του οδηγού του να το επαναφέρει στο δρόμο άλλαξε πορεία και συγκρούστηκε στη δεξιά πλευρά λεωφορείου που προπορευόταν του φορτηγού και πλαγιοδρομώντας κατηυθύνθηκε προς το φορτηγό.  Ο εφεσείων δεν απέφυγε τη σύγκρουση παρά το γεγονός ότι οδήγησε το φορτηγό αριστερότερα.  Το φορτηγό κτύπησε στη δεξιά του πλευρά.  Ο εφεσείων υπέδειξε ως σημείο σύγκρουσης στην κανονική πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του.  Ο εφεσίβλητος δεν πρόσφερε μαρτυρία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος ως εντελώς αναξιόπιστη και απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντος εναντίον του εφεσίβλητου για αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες που ισχυρίζετο ότι είχε υποστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης του αυτοκινήτου του με το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου.  Αν και απέρριψε την αγωγή για το λόγο ότι δεν είχε αποδειχθεί αμέλεια του εφεσίβλητου το Δικαστήριο προχώρησε να αποφασίσει και τις αποζημιώσεις σε περίπτωση που η απόφασή του στο θέμα της ευθύνης ανατρέπετο από το Εφετείο.

[*1281]Με την έφεση προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν απεδείχθη αμέλεια εναντίον του εφεσίβλητου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η άποψη αναξιοπιστίας που το Δικαστήριο σχημάτισε για τον εφεσείοντα δεν αντιστρατεύεται την αποδεκτή μαρτυρία, προφορική ή πραγματική γι’ αυτό δεν δικαιολογείται η ανατροπή της.

2.  Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του εφεσείοντος ήταν εντελώς αναξιόπιστη δεν προσβάλλεται με τους λόγους έφεσης.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι η σύγκρουση έγινε όντως στην πλευρά του εφεσίβλητου διότι τα ίχνη τροχοπέδησης του ήταν σ’ εκείνη την πλευρά.  Διαπίστωσε ότι τα ίχνη τροχοπέδησης του εφεσίβλητου αντιστρατεύονταν τη θέση του εφεσείοντος ότι η σύγκρουση έγινε στη δική του πλευρά και ότι το σημείο σύγκρουσης δεν μπορούσε να προσδιοριστεί με βάση τη μαρτυρία.  Δεδομένου δε ότι ο εφεσείων είχε το βάρος αποδείξεως, κρίθηκε ότι δεν απέδειξε τον ισχυρισμό του για αμέλεια του εφεσίβλητου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 25/1/01 (Αρ. Αγωγής 2121/94) με την οποία απορρίφθηκε αγωγή του εφεσείοντα εναντίον του εφεσίβλητου για αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και ζημιές που ισχυρίζετο ότι υπέστη ως αποτέλεσμα τραυματισμού του και ζημιών στο αυτοκίνητό του σε σύγκρουση μεταξύ του αυτοκινήτου του και του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου κρίνοντας ότι δεν απεδείχθη αμέλεια εκ μέρους του εφεσίβλητου.

Καμιά εμφάνιση για τον Εφεσείοντα.

Α. Χαραλάμπους για Κ. Τσιρίδη, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚHΤΑΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δι[*1282]καστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Η έφεση προέρχεται από απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αγωγή του Εφεσείοντα εναντίον του Εφεσίβλητου για αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και ζημιές που ισχυρίζετο ότι υπέστη ως αποτέλεσμα τραυματισμού του και ζημιών στο αυτοκίνητό του σε σύγκρουση μεταξύ του αυτοκινήτου του και του αυτοκινήτου του Εφεσίβλητου. Αν και απέρριψε την αγωγή για το λόγο ότι δεν απεδείχθη αμέλεια του Εφεσίβλητου, ο ευπαίδευτος δικαστής προχώρησε να αποφασίσει και τις αποζημιώσεις σε περίπτωση που η απόφαση του στο θέμα της ευθύνης μπορούσε να ανατραπεί από το Εφετείο. Θα απασχολήσει και εμάς βέβαια πρώτα η πτυχή της έφεσης που αφορά την ευθύνη, αφού μόνο σε περίπτωση επιτυχίας της πτυχής αυτής ενδεχομένως να καθίσταται αναγκαίο να εξετάσουμε και τις άλλες διαστάσεις της.

Κατά την ακρόαση μόνο μάρτυρες του Εφεσείοντα ακούστηκαν, αφού ο Εφεσίβλητος δεν πρόσφερε μαρτυρία.  Η εκδοχή του Εφεσείοντα ήταν η εξής:

Οδηγούσε το φορτηγό του με αριθμό εγγραφής ST564 στο δρόμο Λεμεσού-Πάφου προς Πάφο ακολουθώντας ένα λεωφορείο με αριθμό εγγραφής TUM500.  Αφού τον προσπέρασε ένα αυτοκίνητο Mercedes, τον πέρασε εξ αντιθέτου ερχόμενο ένα άλλο αυτοκίνητο.  Πίσω από αυτό ακολούθησε άλλο αυτοκίνητο, με αριθμό εγγραφής ΧΗ952, ο οδηγός του οποίου απώλεσε τον έλεγχο του και το αυτοκίνητο οδηγήθηκε στο παγκέτο, εις δε την προσπάθεια του οδηγού να το επαναφέρει στο δρόμο το αυτοκίνητο δεν οδηγήθηκε στην κανονική πλευρά του και συγκρούσθηκε στη δεξιά πλευρά του λεωφορείου και πλαγιοδρομώντας κατευθύνθηκε προς το φορτηγό.  Ο Εφεσείων προσπάθησε να οδηγήσει το φορτηγό αριστερώτερα, χωρίς όμως να αποφευχθεί η σύγκρουση του αυτοκινήτου στη δεξιά πλευρά του φορτηγού. Ας σημειωθεί επίσης ότι στον αστυνομικό που εξέτασε το δυστύχημα ο Εφεσείων υπέδειξε ως σημείο σύγκρουσης σημείο στην κανονική πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του.

Υπήρχε επίσης η μαρτυρία του οδηγού του λεωφορείου.  Και αυτός ανέφερε ότι τον προσπέρασε το Mercedes και ότι το ΧΗ952 οδηγείτο ζικ-ζακ και συγκρούσθηκε πρώτα στο λεωφορείο και μετά στο φορτηγό.

Αξιολογώντας τη μαρτυρία αυτή, ο ευπαίδευτος δικαστής την απέρριψε ως αναξιόπιστη σε βαθμό που, όπως το έθεσε (σ. 12) “δεν [*1283]μπορώ να προσδώσω σε αυτούς οποιοδήποτε βαθμό αξιοπιστίας”.  Οι διαπιστώσεις του ήσαν οι ακόλουθες (σελίδες 13-14):

“Στις 28.8.92 ο Ενάγοντας οδηγούσε το φορτηγό όχημα ST564 στον κύριο δρόμο Λεμεσού-Πάφου με κατεύθυνση την Πάφο και ακολουθούσε το μικρό λεωφορείο TUM500.  Το φορτηγό όχημα του Ενάγοντα ακολουθούσαν άλλα αυτοκίνητα.  Κατά τον αυτό τόπο και χρόνο ο Εναγόμενος οδηγούσε το βαν αυτοκίνητο ΧΗ952 εξ αντιθέτου από Πάφο προς Λεμεσό.  Παρά το Χα Ποτάμι ένα Μερσεντές που ακολουθούσε το φορτηγό όχημα του ενάγοντα, προσπέρασε με μεγάλη ταχύτητα το φορτηγό και το μικρό λεωφορείο με αποτέλεσμα να αναγκάσει τον Εναγόμενο να κάμει βίαιη χρήση των φρένων του και στη συνέχεια να συγκρουστεί πλευρικά με το μικρό λεωφορείο και ακολούθως μετωπικά με τη δεξιά εμπρόσθια πλευρά του βαν με την επίσης δεξιά εμπρόσθια πλευρά του φορτηγού αυτοκινήτου. .......  Είναι εύρημά μου ότι το άγνωστο Μερσεντές που προσπέρασε το φορτηγό και το λεωφορείο με μεγάλη ταχύτητα όπως λέχθηκε, προκάλεσε δυσχέρεια και δίλημμα στον Εναγόμενο ο οποίος οδηγούσε εξ αντιθέτου.”

Προβαίνοντας στις διαπιστώσεις αυτές, ο ευπαίδευτος δικαστής βασίσθηκε και στην κατάθεση του Εφεσίβλητου η οποία βρισκόταν στο φάκελο της ποινικής δίκης για αμελή οδήγηση εναντίον του Εφεσίβλητου που είχε κατατεθεί ως τεκμήριο με τη συγκατάθεση του Εφεσίβλητου “με όλα τα έγγραφα που ευρίσκονται σε αυτόν”.  Και οι δύο πλευρές εισηγήθησαν ότι η κατάθεση αυτή αποτελούσε μαρτυρία, ο δε ευπαίδευτος δικαστής θεώρησε ότι οι αναφορές που εγίνοντο στην κατάθεση ήσαν δεκτές σαν απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου τους.  Στην κατάθεση του ο Εφεσίβλητος έλεγε τα ακόλουθα:

“... επρόσεξα από απέναντι μου να έρχονται δύο αυτοκίνητα και ένα αυτοκίνητο μάρκας Μερσεντές να τα προσπερνά με μεγάλη ταχύτητα.  Και παρ΄ολίγον να συγκρουστεί με το αυτοκίνητο που προπορευόταν του δικού μου.  Εγώ επάτησα τα στόπερ του αυτοκινήτου μου για να μην συγκρουστώ με το προπορευόμενον αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα να χάσω τον έλεγχο του αυτοκινήτου μου και να πάει προς την δεξιά πλευρά του δρόμου με αποτέλεσμα να συγκρουστώ με τα δύο αυτοκίνητα που ερχόνταν απέναντι μου.  Επειδή το συμβάν έγινε απότομα δεν μπορούσα να λάβω άλλα μέτρα για ν΄αποφύγω την σύγκρουσην.”

Ακόμα, βασίσθηκε στο σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχή[*1284]ματος που είχε ετοιμάσει ο αστυνομικός που είχε εξετάσει το δυστύχημα και παρουσιάσθηκε ως τεκμήριο.  Στο σχεδιάγραμμα αυτό, τα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του Εφεσίβλητου είναι σε ευθεία γραμμή και εξ ολοκλήρου στην κανονική πλευρά της πορείας του, τα δε ίχνη τροχοπέδησης του φορτηγού του Εφεσείοντα είναι και αυτά εξ ολοκλήρου στην κανονική πλευρά της πορείας του με κλίση προς τα αριστερά.  Ο ευπαίδευτος δικαστής απεφάσισε επίσης ότι δεν υπήρχε ενώπιον του επαρκής και ικανοποιητική μαρτυρία για να προσδιορίσει το σημείο σύγκρουσης, απορρίπτοντας τόσο το σημείο που είχε υποδείξει ο Εφεσείων, που απείχε σχεδόν 2 μ. από το κέντρο του δρόμου, όσο και το σημείο που είχε προσδιορίσει ο αστυνομικός που εξέτασε το δυστύχημα, που ήταν περίπου στη διαχωριστική γραμμή του δρόμου.  Η κατάληξή του ήταν ότι (σ. 21):

“Από τη μαρτυρία που παρουσίασε ο Ενάγοντας δεν μπορώ να δω πώς υπήρξε αμελής ο Ενάγοντας ή και με ποιο τρόπο παραβίασε νομικές υποχρεώσεις που είχε προς αυτόν. Τα ίχνη τροχοπέδησης του οχήματος του ευρίσκονται στην πορεία του πέραν από τη διαχωριστική γραμμή του οδοστρώματος. Σημείο σύγκρουσης δεν έχει εντοπισθεί από την προσαχθείσα μαρτυρία γεγονός που αφήνει την υπόθεση του Ενάγοντα μετέωρη.  Το Δικαστήριο χωρίς θετική μαρτυρική βάση δεν μπορεί να υιοθετήσει από μόνο του σημείο σύγκρουσης [βλέπε Κώστας Ασπρής ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 694].

Από την αναφορά του Εναγομένου στην κατάθεση του δεν προκύπτει ότι πηγαίνοντας προς τα δεξιά υπερέβη καθ’οιονδήποτε τρόπο την διαχωριστική γραμμή του οδοστρώματος και βρέθηκε στη λανθασμένη πλευρά του δρόμου. Σημείο σύγκρουσης δεν υπάρχει για να συσχετισθεί τούτο με την αναφορά του Εναγομένου.  Υπάρχουν όμως τα ίχνη τροχοπέδησης του που δείχνουν ξεκάθαρα ότι σε καμιά περίπτωση δεν ξέφυγε της πορείας του και να εισέλθει στη λανθασμένη πλευρά του δρόμου.  Από την άλλη φαίνεται ολοκάθαρα ότι ο Εναγόμενος βρέθηκε και προ διλήμματος και αγωνίας του τι έπρεπε να πράξει βλέποντας το άγνωστο Μερσεντές να προσπερνά τα δύο εξ αντιθέτου οχήματα.  Η χρήση των φρένων του ήταν η μόνη λογική, αποφευκτική κίνηση που μπορούσε να κάμει και έκαμε χρήση των φρένων του.  Με αυτά τα δεδομένα δεν ευρίσκω να μετετέθη οποιοδήποτε βάρος απόδειξης στους ώμους του Εναγομένου και ως εκ τούτου είναι η απόφαση μου ότι στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε αμέλεια εις βάρος του Εναγομένου.”

[*1285]Με τους λόγους έφεσης 1 και 4 (εν μέρει) προσβάλλεται ως λανθασμένη και αστήρικτη η κατάληξη του ευπαίδευτου δικαστή ότι δεν απεδείχθη αμέλεια εναντίον του Εφεσίβλητου. Η αιτιολογία που παρατίθεται δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη σαφήνεια, συνοχή και αποτελεσματικότητα.  Λέγεται ότι το δικαστήριο όφειλε να είχε αποφασίσει αν το σημείο σύγκρουσης ήταν το υποδειχθέν από τον Εφεσείοντα ή το υποδειχθέν από τον αστυνομικό.  Καμία τέτοια υποχρέωση δεν είχε το δικαστήριο. Κατ΄αρχή, η εισήγηση αυτή παραγνωρίζει το ότι, όπως παρατηρεί και ο ευπαίδευτος δικαστής, η μαρτυρία του Εφεσείοντα απερρίφθη ως εντελώς αναξιόπιστη και το ότι η διαπίστωση αυτή δεν προσβάλλεται στους λόγους έφεσης.  Ποία βαρύτητα θα μπορούσε λοιπόν να δοθεί στον προσδιορισμό από τον Εφεσείοντα του σημείου σύγκρουσης, τοσούτο μάλλον αφού αυτό δεν υποστηριζόταν από οποιαδήποτε άλλη αποδεκτή μαρτυρία, προφορική ή πραγματική;  Όσο για το άλλο σημείο που προσδιόρισε ο αστυνομικός, τονίζουμε απλώς ότι δεν είναι αρμοδιότητα του ερευνώντος το δυστύχημα αστυνομικού να υποδείξει το σημείο σύγκρουσης ως να ήταν κριτής και δικαστής της υπόθεσης, παρά μόνο να παραθέσει τα πραγματικά στοιχεία που παρατήρησε ώστε το δικαστήριο να τα αξιολογήσει ανάλογα.  Και εδώ το δικαστήριο εξήγησε γιατί, με αναφορά στο ότι τα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του Εφεσίβλητου, που συνιστούσαν αδιαμφισβήτητη πραγματική μαρτυρία, ήταν εξ ολοκλήρου στην πλευρά του, δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν το αναφερθέν από τον αστυνομικό ως το σημείο στο οποίο υπήρχαν θραύσματα γυαλιού που εν πάση περιπτώσει εκάλυπταν έκταση 1-1½ μέτρου, ούτε να προσδιορίσει το ίδιο το σημείο σύγκρουσης ελλείψει μαρτυρίας.  Να παρατηρήσουμε μάλιστα ότι υπήρξαν δύο συγκρούσεις, η πρώτη με το λεωφορείο και η δεύτερη με το φορτηγό, και δύο σημεία στα οποία υπήρχαν θραύσματα γυαλιών, που, εφ΄όσον το δεύτερο σημείο ευρίσκετο πιο πίσω από το άλλο προς τη Λεμεσό, συνηγορούσαν εναντίον του σημείου στο οποίο αναφέρθηκε ο αστυνομικός ως το σημείο σύγκρουσης.

Λέγεται επίσης ότι εσφαλμένα το δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του οδηγού του λεωφορείου που υποστήριζε την εκδοχή του Εφεσείοντα και δεν έλαβε υπ΄όψη του τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και του οδηγού του λεωφορείου ως προς τη συμπεριφορά του αυτοκινήτου του Εφεσίβλητου. Δεν επεξηγείται όμως γιατί θα έπρεπε να ανατρέψουμε την άποψη αναξιοπιστίας που το δικαστήριο σχημάτισε για τον Εφεσείοντα και τον εν λόγω μάρτυρα, η οποία ήταν στα πλαίσια της δικής του κρίσης και την οποία δεν αντιστρατεύεται οποιαδήποτε άλλη αποδεκτή μαρτυρία, προφορική ή πραγματική.

[*1286]Τα όσα άλλα λέγονται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 1 και εν μέρει και στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 4, δεν συνιστούν αιτιολογία αλλά αποσπασματικές αναφορές και γενικά ερωτήματα που δεν αφορούν εν πάση περιπτώσει θέματα ουσίας.  Συνοπτικά λέγουμε ότι, ως προς τα αφορώντα τη σημασία που ο ευπαίδευτος δικαστής έδωσε στα  ίχνη τροχοπέδησης του Εφεσίβλητου, αυτά, όπως παρατήρησε και ο ίδιος, δεν αμφισβητήθησαν καθόλου από τον Εφεσείοντα κατά την ακρόαση.  Το μόνο που χρήζει κάποιας ειδικής αναφοράς είναι το σχόλιο ότι, άνκαι το δικαστήριο βασίσθηκε στο ότι τα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του Εφεσίβλητου ήταν στην πλευρά του για να μην αποδεχθεί τα προαναφερθέντα σημεία σύγκρουσης, δεν βασίσθηκε και στο ότι τα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του Εφεσείοντα ήσαν επίσης στην πλευρά του και να καταλήξει ότι η σύγκρουση έγινε στην πλευρά του Εφεσείοντα.

Ο τρόπος που τίθεται το θέμα όμως αποκαλύπτει την αδυναμία του συλλογισμού και παραγνωρίζει την ουσία του πράγματος.  Ο ευπαίδευτος δικαστής δεν διαπίστωσε ότι η σύγκρουση έγινε όντως στην πλευρά του Εφεσίβλητου διότι τα ίχνη τροχοπέδησης του ήσαν σε εκείνη την πλευρά.  Διαπίστωσε ότι τα ίχνη τροχοπέδησης του Εφεσίβλητου αντιστρατεύονταν τη θέση του Εφεσείοντα ότι η σύγκρουση έγινε στη δική του πλευρά και ότι το σημείο σύγκρουσης δεν μπορούσε να προσδιορισθεί με βάση τη μαρτυρία.  Δεδομένου δε ότι ο Εφεσείων είχε το βάρος απόδειξης, κρίθηκε ότι δεν απέδειξε τον ισχυρισμό του για αμέλεια του Εφεσίβλητου. 

Λέγεται ακόμα ότι το δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι το φορτηγό του Εφεσείοντα βρέθηκε στην τελική του θέση στο άκρο του παγκέτου της πορείας του.  Παρατηρούμε μόνο ότι η τελική θέση των οχημάτων δεν διαφωτίζει ως προς το επίδικο θέμα.

Λέγεται τέλος ότι το δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία του ΜΕ5, μηχανολόγου μηχανικού και εκτιμητή αυτοκινήτων, ως προς το πώς έγινε η σύγκρουση.  Το δικαστήριο βέβαια δεν έλαβε υπ΄όψη του καθόλου τη μαρτυρία του ΜΕ5 ως προς το πού έγινε η σύγκρουση, και πολύ ορθά, αφού ο μάρτυρας δεν ήταν ειδικός.  Για τον ίδιο λόγο όμως δεν έπρεπε να είχε επιτραπεί καθόλου η εξέταση του μάρτυρα ως προς το εν λόγω θέμα.

Εφ’ όσον οι λόγοι έφεσης 1 και 4 (εν μέρει) που αφορούν το θέμα της ευθύνης δεν επιτυγχάνουν, δεν θα ασχοληθούμε με τους άλλους λόγους έφεσης που θα είχαν νόημα μόνο αν η εφεσιβαλλόμενη απόφαση επί της  ευθύνης ανατρέπετο.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εφε[*1287]σίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο