Χαραλάμπους Άννα Νικολάου ν. Κ. & Τ. Andreou Ltd και Άλλου (2002) 1 ΑΑΔ 1296

(2002) 1 ΑΑΔ 1296

[*1296]13 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΝΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

ν.

1. K. & T. ANDREOU LTD.,

2. ΚΥΠΡΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11120)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην ― Διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.17, θ.10 ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου ― Επιδίωξη του Δικαστηρίου πρέπει να είναι η εξισορρόπηση αφενός, του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του και αφετέρου η ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας-εφεσείουσας για επαναφορά της αγωγής της εναντίον του εφεσίβλητου 2 που είχε απορριφθεί όταν τόσο αυτή όσο και ο δικηγόρος της απουσίαζαν από το Δικαστήριο κατά την ακρόαση της αγωγής.

Η εφεσείουσα καταχώρησε εναντίον της επίδικης απόφασης την παρούσα έφεση προσβάλλοντας: (α) τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι δεν προέβαλε σοβαρό λόγο για την απουσία της κατά την ακρόαση και (β) τα σχόλια και τις παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά την ανάλυση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων.  Τέλος προέβαλε τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση με βάση τη Δ.33,θ.5.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Γνώμονας για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην πρέπει να είναι η ανάγκη εξισορρόπησης αφενός της ανάγκης διασφάλισης του δικαιώματος του κάθε διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του και [*1297]αφετέρου της ανάγκης για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο.

2.  Η αδιαφορία του διαδίκου ή διαγωγή που καταδεικνύει καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου οδηγεί σε αποτυχία της αίτησης επαναφοράς.

3.  Στη Μεσολογγίτης and others v. Koutas κρίθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει εξουσία δυνάμει της Δ.33, θ.4 και 5 να διατάξει επαναφορά απορριφθείσας αγωγής.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ορθά ευρήματα και δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

5.  Ο λόγος έφεσης β) ανωτέρω δεν αποτελεί το λόγο (ratio) της απόρριψης της αίτησης της εφεσείουσας.  Ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελέσει έγκυρο λόγο έφεσης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Mesolongitis a.o. v. Koutas (1986) 1 C.L.R. 161,

Toumbouros Est. Ltd v. Ιωαννίδου κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1512,

Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,

Lambert v. Mainland Market [1977] 2 All E.R. 826,

Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941,

Λουκαΐδου ν. Γερολέμου (2000) 1 Α.Α.Δ. 333,

Μουγής ν. Σπανούδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 997,

Stylianou v. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 529.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 12/6/01 (Αρ.�Αγωγής 5440/01) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για επαναφορά της [*1298]αγωγής την οποία άσκησε κατά των εναγομένων για παράβαση της συμφωνίας πώλησης σ’ αυτήν τριών διαμερισμάτων στη Λάρνακα, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησής της από την ενάγουσα.

Σ. Δράκος, για την Εφεσείουσα.

Α. Πλουτάρχου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Την 2.6.1995 η εφεσείουσα, δυνάμει αγοραπωλητηρίου εγγράφου αγόρασε από τους εφεσιβλήτους αρ. 1 τρία διαμερίσματα οικοδομικού συγκροτήματος στην οδό Τήνου αρ. 25 στη Λάρνακα έναντι του συμφωνηθέντος ποσού των £66.000.  Ο εφεσίβλητος αρ. 2 υπέγραψε ως εγγυητής την πιο πάνω συμφωνία.

Στις 21.12.1995 η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων με την οποία ζητούσε επιστροφή του ποσού των £66.000 και αποζημιώσεις λόγω παράβασης της συμφωνίας και διαζευκτικά διάταγμα εναντίον των εφεσιβλήτων αρ. 1 για εγγραφή των τριών διαμερισμάτων επ’ ονόματι της.

Μετά πάροδο πέντε ολόκληρων χρόνων η αγωγή ορίσθηκε για ακρόαση στις 19.2.2001 και ώρα 10.30 πμ.  Τόσο ο δικηγόρος της ενάγουσας όσο και η ίδια η ενάγουσα ήταν απόντες αφού κλήθηκαν επανηλειμμένα από το Δικαστήριο να παρουσιαστούν.  Αφού παρήλθαν 45 λεπτά το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα των εφεσιβλήτων και απέρριψε την αγωγή με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας λόγω μη προώθησης της.  Το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου έχει ως εξής:-

“Πράγματι η ώρα είναι 11:15 π.μ..  Ο συνήγορος της ενάγουσας έχει φωναχθεί κατ’ επανάληψη και είναι απών.  Η ενάγουσα επίσης έχει φωναχθεί και είναι απούσα και το Δικαστήριο θα πρέπει να παρατηρήσει ότι η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 10:30 π.μ. όταν στις 30.1.01 είχε ζητηθεί από κοινού αναβολή λόγω του ότι θα επανασυζητείτο η υπόθεση ενόψει κάποιων σκέψεων για διευθέτηση.

............................................................................................................

............................................................................................................

Παραταύτα και ενώ για την ενάγουσα είχε εμφανιστεί συνήγο[*1299]ρος εκ μέρους της στις 30.01.2001, σήμερα ουδείς εμφανίζεται ούτε η ενάγουσα είναι παρούσα.  Λόγω και του προχωρημένου της ώρας το Δικαστήριο θα δεχθεί το αίτημα για απόρριψή της και απορρίπτει την αγωγή με έξοδα υπέρ των εναγομένων και εις βάρος της ενάγουσας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.”

Την επομένη μέρα η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση στο Δικαστήριο για επαναφορά  της αγωγής της.  Η αίτηση συνοδεύετο από μακροσκελή ένορκη δήλωση της το περιεχόμενο της οποίας θα σχολιάσουμε πιο κάτω.

Στην αίτηση της αιτήτριας καταχωρήθηκε γραπτή ένσταση συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση του εφεσιβλήτου αρ. 2.

Οι διάδικοι επέλεξαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία να μην αντεξετάσουν τους ενόρκως δηλούντες στην αίτηση και στην ένσταση.  Περιορίστηκαν μόνο σε αγορεύσεις ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναλύει και σχολιάζει το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων και των θέσεων των δύο πλευρών και αφού προβαίνει σε εκτενή αναφορά στις αρχές που έθεσε η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος κατέληξε, ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια του, στην απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας. Το καταληκτικό της επίδικης απόφασης που αποτελεί και το λόγο της (ratio) έχει ως εξής:-

“Προβάλλει, ωστόσο, από το ιστορικό της υπόθεσης συμπεριφορά που δεν συνάδει με τη διαγωγή που πρέπει να επιδεικνύει κάθε διάδικος σεβόμενος τη δικαστική διαδικασία και τα δικαιώματα του αντιδίκου του και που φθάνει στο σημείο να θεωρηθεί περιφρονητική υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.

Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη μου την ανάγκη τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων χάριν του δημοσίου συμφέροντος αφενός και το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί αφετέρου και αφού συνεκτίμησα τους καθοριστικούς προαναφερθέντες παράγοντες άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ασκώ την διακριτική μου ευχέρεια εναντίον της αιτήτριας.  Θεωρώ την κατάληξη αυτή ως αρμόζουσα προς αποτροπή υπονόμευσης της δικαιοσύνης, που θα επαπειλείτο να θεωρηθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης, υπό τα δεδομένα που υπάρχουν.”

[*1300]Η εφεσείουσα καταχώρησε εναντίον της επίδικης απόφασης την παρούσα έφεση προβάλλοντας οκτώ προς τούτο λόγους.

Οι λόγοι έφεσης μπορούν να καταταχθούν σε τρεις ενότητες.  Οι λόγοι Α, ΣΤ, Ζ και Η προσβάλλουν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν πρόβαλε σοβαρό λόγο για την απουσία της κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ότι η επαναφορά θα επηρέαζε τους εναγομένους, ότι αποτελούσε διαγωγή περιφρονητική υπό τις περιστάσεις προς το Δικαστήριο και ότι λανθασμένα άσκησε τη διακριτική του εξουσία.  Οι λόγοι Γ, Δ και Ε προσβάλλουν σχόλια και παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά την ανάλυση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων που σαφώς δεν αποτελούν το λόγο (ratio) της επίδικης απόφασης.  Τέλος, με το λόγο Β προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο με βάση τη Δ.33, θ.5 δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση.

Αρχίζοντας από τον τελευταίο λόγο παρατηρούμε ότι επιτυχία του λόγου αυτού θα είχε ως αποτέλεσμα την επιτυχία μεν της έφεσης αλλά κανένα πρακτικό αποτέλεσμα για την εφεσείουσα.  Εν πάση όμως περιπτώσει το θέμα έχει λυθεί από τη νομολογία στις αποφάσεις Mesolongitis and Others v. Koutas (1986) 1 C.L.R. 161 και Τοumbouros Est. Ltd. v. Ιωαννίδου κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1512.

Στη Mesolongitis κρίθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει εξουσία δυνάμει της Δ.33, θ.4 και 5 να διατάξει επαναφορά απορριφθείσας αγωγής.  Ο λόγος της Mesolongitis επιβεβαιώθηκε στη νεώτερη απόφαση Toumbouros.

O λόγος αυτός της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Ως προς την πρώτη ενότητα των λόγων έφεσης έχουμε να παρατηρήσουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εκτεταμένη ανάλυση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων της εφεσείουσας.  Κατέληξε να μην την αποδεχθεί παραθέτοντας τους λόγους που το οδήγησαν σ’ αυτό το συμπέρασμα με προεξάρχοντα λόγο την αντίθεση προς τα πρακτικά του Δικαστηρίου. Αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του:-

“Πέραν αυτού, τίθενται εν αμφιβόλω και άλλοι ισχυρισμοί της αιτήτριας αναφορικά τόσο με την παρουσία της ίδιας κατά τον χρόνο απόρριψης της αγωγής όσο και ως προς την ανάμιξη άλλων δικηγόρων στην υπόθεση προ της απόρριψης της αγωγής.  Είναι φανερό ότι η αιτήτρια υποστηρίζει ότι βρισκόταν στο χώρο του Δικαστηρίου κατά την ημέρα της ακρόασης με κύριο [*1301]στόχο να δείξει την ύπαρξη ενδιαφέροντος εκ μέρους της για την επίδικη αγωγή.  Ωστόσο το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης την διαψεύδει καθόσον όχι μόνο δεν φαίνεται ότι ήταν παρούσα κατά τον ουσιώδη χρόνο παρότι φωνάχθηκε τόσο η ίδια όσο και ο δικηγόρος της επανειλημμένα, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο, αλλά και σε καμιά άλλη προγενέστερη δικάσιμο δεν φαίνεται να παρευρέθηκε στο Δικαστήριο.”

Και πιο κάτω το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει:-

“Προκύπτει από τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης ότι παρόλο που η υπόθεση ήταν παλιά, γεγονός που είχε ωθήσει το Δικαστήριο να την ορίσει σε σύντομο χρόνο για ακρόαση, η πλευρά της αιτήτριας παραγνωρίζοντας ότι η καταχώρηση αίτησης τροποποίησης κατά την ημέρα της ακρόασης θα οδηγούσε σε περαιτέρω καθυστέρηση της υπόθεσης, θεώρησε ως δεδομένο ότι θα της δοθεί αναβολή, αδιαφορώντας για την όποια περαιτέρω καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι η αγωγή καταχωρήθηκε στις 21/12/1995 με κλητήριο ένταλμα γενικώς οπισθογραφημένο. Έκθεση Απαιτήσεως καταχωρήθηκε στις 13/12/1999 και αφού προηγήθηκαν δύο αιτήσεις επαναφοράς της αγωγής εκ μέρους της αιτήτριας καταχωρηθείσες στις 15/12/1998 και 11/2/1999.”

Τα πλαίσια άσκησης της διακριτικής εξουσίας σε αίτηση παραμερισμού απόφασης οριοθετούνται στην υπόθεση Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R.. 204. Στη σελίδα 210 αναφέρονται τα εξής από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε):-

“In exercising its discretion, the Court must strive to balance two considerations fundamental for the administration of justice:  The need to uphold effectively, on the one hand, the right of a party to be heard in his cause, and the need to ensure the expeditious transaction of judicial business, on the other. The speedy determination of judicial causes is not merely a matter of convenience but an all important factor for the effective vindication of the rights of the citizen. This principle is closely associated with another consideration likewise important for the administration of justice, that is, the need to uphold finality of judgments.  If a party is lightly allowed to re-open a case, the imprint of finality, attaching to a judgment, with all that goes with it, and the certainty it imports in the management of human affairs, will disappear with grave consequence to the administration of justice. (See, Observations of Magaw L.J. in Lambert v. [*1302]Mainland Market [1977] 2 All E.R. 826, at p. 833 (c-d)).

The effect of the case law is that the Court must not be astute to unseat a party from his right to be heard in his cause, so long as he discloses merits.  But the Court may, nevertheless, decline to re-open the case if his conduct is such as to strike at the root of the administration of justice. Where the conduct of the party applying to set aside judgment is inexcusable, contumelious to the extent of gross disregard for the judicial process or the rights of his adversary, the Court may, in its discretion, refuse to set aside judgment.”

Και κατά ελεύθερη μετάφραση:-

“Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το δικαστήριο πρέπει να προσπαθεί να ισοζυγίζει δύο παράγοντες οι οποίοι είναι θεμελιώδεις για την απονομή της δικαιοσύνης.  Την ανάγκη αποτελεσματικής διασφαλίσεως από τη μια, του δικαιώματος ακροάσεως του διαδίκου και την ανάγκη διασφαλίσεως ταχείας διεκπεραιώσεως των δικαστικών υποθέσεων, από την άλλη.  Η ταχεία διεκπεραίωση δικαστικών υποθέσεων δεν αποτελεί απλώς ζήτημα ευχέρειας αλλά ένα καθ’ όλα αποφασιστικό παράγοντα για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων των πολιτών.  Αυτή η αρχή είναι στενά συνδεδεμένη με ένα άλλο παράγοντα ο οποίος είναι εξίσου σημαντικός για την απονομή της δικαιοσύνης, δηλαδή την ανάγκη να υποστηριχθεί η τελεσιδικία.  Εάν επιτραπεί σε ένα διάδικο εύκολα να επανανοίγει την υπόθεσή του η σφραγίδα της τελεσιδικίας με όλες τις συνέπειες που επιφέρει, και η βεβαιότητα που ενέχει στη διαχείριση των ανθρώπινων υποθέσεων, θα εξαφανισθούν με σοβαρές συνέπειες στην απονομή της δικαιοσύνης (Βλ. παρατηρήσεις του Λόρδου Δικαστή Megaw στην Lambert v. Mainland Market [1977] 2 All E.R. 826, 833).

To αποτέλεσμα της νομολογίας είναι ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει σπουδή να αποστερήσει διάδικο να τύχει ακρόασης στην υπόθεση του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση.  Ωστόσο το δικαστήριο, μπορεί, οπωσδήποτε, να αρνηθεί να επανανοίξει μια υπόθεση εάν η συμπεριφορά ενός διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης.  Οσάκις η διαγωγή του διαδίκου ο οποίος αιτείται παραμερισμό απόφασης δεν δύναται να συγχωρεθεί λόγω εμφανούς καταφρονήσεως της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου το Δικαστήριο μπορεί κατά την άσκηση της δια[*1303]κριτικής του ευχέρειας να αρνηθεί ακύρωση της απόφασης.”

Γνώμονας για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι η ανάγκη εξισορρόπησης αφενός της ανάγκης διασφάλισης του δικαιώματος του κάθε διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του και αφετέρου της ανάγκης για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος) και για τελεσιδικία της απόφασης (Βλ. Phylactou (πιο πάνω), Milouca Motor Trading Ltd. v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941 και Έλσα Λουκαΐδου ν. Ανδρέα Γερολέμου (2000) 1 Α.Α.Δ. 333).

Σύμφωνα με τη νομολογία, στοιχεία που καθιστούν μοιραία την τύχη αίτησης επαναφοράς είναι η αδιαφορία του διαδίκου ή διαγωγή που καταδεικνύει καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου και η εκδίκαση της διαφοράς σε εύλογο χρόνο, δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και βαρύνει τις δικαστικές αρχές. Στη Μουγής ν. Σπανούδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 997 έχουν λεχθεί τα εξής από τον Καλλή, Δ.:-

“Το δικαίωμα του εφεσείοντα να ακουσθεί - το οποίο επικαλείται - διασφαλίζεται από το άρθρο 30.3 (β) και (γ) του Συντάγματος.  Ωστόσο αυτό το δικαίωμα πρέπει να συμβαδίζει με το δικαίωμα της ακρόασης μέσα σε εύλογο χρόνο.  Έχει δε νομολογηθεί ότι η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και συγχρόνως εχέγγυο για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας της δικαστικής εξουσίας (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988).”

 

Έχουμε καταλήξει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ευρήματα τα οποία ήσαν εύλογα εν όψει της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του και άσκησε εύλογα τη διακριτική του ευχέρεια.  Το Εφετείο δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος.  Όπως αναφέρει ο Πικής, Π. στην υπόθεση Milouca, “εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει· δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος.  Αυτή παραμένει στο Δικαστήριο (πρωτόδικο) στο οποίο εναποτίθεται.  Είναι υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας που αναθεωρείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το Εφετείο. (Βλ. Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. [*1304]962).”

Το Ανώτατο Δικατήριο είναι πολύ προσεκτικό στο να επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας κατώτερου Δικαστηρίου.  Επεμβαίνει μόνο στην απόφαση του εάν υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή αρχής δικαίου ή εάν η άσκηση της διακριτικής εξουσίας είναι καθαρά εσφαλμένη (Βλ. Νεάρχου (πιο πάνω) και Stylianou v. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 529).

Για τους πιο πάνω λόγους η ενότητα των λόγων έφεσης Α, ΣΤ, Ζ και Η απορρίπτεται ως αβάσιμη.

Η τελευταία ενότητα των λόγων έφεσης Γ, Δ και Ε αναφέρεται σε επί μέρους σχόλια και παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την ανάλυση των γεγονότων της υπόθεσης και δεν αποτελούν τον λόγο (ratio) της απόρριψης της αίτησης της εφεσείουσας.  Ως εκ τούτου δεν μπορούν να αποτελέσουν έγκυρους λόγους έφεσης.  Ουσιαστικά οι λόγοι αυτοί απαντώνται από την απάντηση μας στους άλλους λόγους έφεσης που εξετάσαμε, όπως π.χ. ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε τα πρακτικά του Δικαστηρίου που απέρριψε την αγωγή της εφεσείουσας.  Τα πρακτικά, αυτά, τα οποία παρατίθενται και στην πρωτόδικη απόφαση είναι σαφή και δεν παρατηρήσαμε καμιά παρερμηνεία στην επίδικη δικαστική απόφαση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο