Antoniou A. & C. Resort Ltd ν. Eleonora Hotel Apartments Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 1321

(2002) 1 ΑΑΔ 1321

[*1321]13 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

A. & C. ANTONIOU RΕSORT LTD.,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

ν.

ELEONORA HOTEL APARTMENTS LTD.,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10997)

 

Συμβάσεις ― Παράνομη σύμβαση ― Η παρανομία κατά τη συνομολόγηση σύμβασης οδηγεί σε ακυρότητά της ― Δεν επιτρέπεται η αποκόμιση οικονομικού οφέλους στη βάση άκυρης σύμβασης ― Το συμβαλλόμενο μέρος που αποκόμισε τέτοιο όφελος οφείλει να το επιστρέψει ή να αποζημιώσει το μέρος από το oποίο το προσπορίστηκε ― Άρθρο 65 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Η εφεσείουσα ενοικίασε από την εφεσίβλητη συγκρότημα ξενοδοχειακών διαμερισμάτων, το οποίο σύμφωνα με τη μαρτυρία, εστερείτο άδειας λειτουργίας από τον ΚΟΤ, απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη άσκηση των εργασιών του.  Εστερείτο επίσης σχετικής άδειας πώλησης οινοπνευματωδών ποτών και μετάδοσης μουσικής.  Το ενοικιαστήριο έγγραφο υπεγράφη στις 3.1.1996.  Πριν τη λήξη του πρώτου έτους η εφεσείουσα εγκατέλειψε το μίσθιο το οποίο και επεστράφη στην εφεσίβλητη, η οποία όμως ασκώντας τα δικαιώματά της διεκδίκησε και παρέλαβε το ποσό των £25.000 δυνάμει τραπεζικής εγγύησης που η εφεσείουσα παρέδωσε σ’ αυτήν για την πιστή τήρηση των όρων του συμβολαίου ενοικίασης.

Η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης απαιτώντας αποζημιώσεις για δόλο/απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις και για αποζημιώσεις και/ή επιστροφή των £25.000 της τραπεζιτικής εγγύησης.  Προσέτι ζητούσε δήλωση του Δικαστηρίου ότι η μεταξύ τους γραπτή συμφωνία ενοικιάσεως, ημερ. 3.1.1996, είναι άκυρη, ανεφάρμοστη και ανίσχυρη.

Με ανταπαίτησή της η εφεσίβλητη διεκδικούσε διάφορες αποζη[*1322]μιώσεις για ζημιές που υπέστη λόγω παράβασης της συμφωνίας από την εφεσείουσα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα δεν είχε δικαιολογία να τερματίσει τη συμφωνία, και οι ισχυρισμοί περί δόλου και ψευδών παραστάσεων δεν ευσταθούσαν.  Η εφεσίβλητη καλώς είχε εξαργυρώσει την εγγυητική και πρόσθετα θα δικαιούτο σε αποζημιώσεις ύψους £47.423.-.  Λόγω όμως της συμμετοχής των διαδίκων σε άκυρη συμφωνία λόγω συνομολόγησης και εκτέλεσης σύμβασης η οποία παρέβαινε το Άρθρο 77(1) του Κεφ. 149, η όλη δικαιοπραξία των μερών σ’ αυτή μιαίνεται από παρανομία και συνεπώς δεν μπορούν να αντληθούν δικαιώματα εκατέρωθεν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τόσο την αγωγή όσο και την ανταπαίτηση.

Η εφεσείουσα καταχώρησε έφεση και η εφεσίβλητη αντέφεση.

Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι ήταν εσφαλμένη η απόρριψη της απαίτησής της για επιστροφή ή αποζημίωση του ποσού της εγγυητικής εξ £25.000 επί τη βάσει των προνοιών του Άρθρου 65 του Κεφ. 149.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

Στην παρούσα υπόθεση, με δεδομένο ότι η συμφωνία ενοικίασης ήταν άκυρη γιατί κατά τη συνομολόγηση της δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 77(1), η ρευστοποίηση και είσπραξη εκ μέρους της εφεσίβλητης της τραπεζικής εγγύησης, αποτελούσε απόκτηση οφέλους δυνάμει της άκυρης συμφωνίας και ως τέτοιο, δυνάμει του Άρθρου 65, οφείλει να το επιστρέψει ή να αποζημιώσει την εφεσείουσα, πρόσωπο από το οποίο το προσπορίστηκε.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αντέφεση και αποφάνθηκε ότι από άκυρη συμφωνία δεν νοείται ο προσπορισμός οφέλους εκ μέρους οποιουδήποτε των συμβαλλομένων. Δικαίωμα αποζημίωσης μπορεί να προκύψει από τη διάρρηξη έγκυρης συμφωνίας και όχι από συμφωνία εξ αρχής ατελέσφορης.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση. Η αντέφεση απορρίφθηκε. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

[*1323]

Kier (Cyprus) Ltd v. Trenco Constructions Ltd (1981) 1 C.L.R. 30,

Papadopoulou v. Polycarpou (1968) 1 C.L.R. 352.

Cur. adv. vult.

Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση από την ενάγουσα εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 11/12/00 (Αρ. Αγωγής 310/97) με την οποία απέρριψε την αγωγή της για αποζημιώσεις λόγω δόλου ή απάτης και επιστροφή σ’ αυτήν του ποσού των £25.000 της τραπεζικής εγγύησης το οποίο η ενάγουσα παρέδωσε στην εναγόμενη εταιρεία για την πιστή τήρηση του μεταξύ τους συμβολαίου ενοικίασης διαμερισμάτων της ενάγουσας προς την εναγόμενη και την οποία η εναγόμενη ενεργοποίησε όταν αυτή εγκατέλειψε πρόωρα το μίσθιο και αντέφεση από την εναγόμενη εταιρεία λόγω απόρριψης της ανταπαίτησής της για αποζημιώσεις για ζημιές τις οποίες υπέστη λόγω παράβασης συμφωνίας.

Ε. Ερωτοκρίτου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Ποιητής, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την 3.1.1996 η εφεσείουσα εταιρεία συμφώνησε με την εφεσίβλητη εταιρεία την ενοικίαση και λειτουργία του συγκροτήματος ξενοδοχειακών διαμερισμάτων γνωστό ως “Eleonora Hotel Apartments”. Υπογράφηκε προς τούτο ενοικιαστήριο έγγραφο.

Με την ανάληψη της λειτουργίας του συγκροτήματος από την εφεσείουσα παρουσιάστηκαν καθοριστικές δυσκολίες που εμπόδιζαν την ομαλή λειτουργία του.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου το συγκρότημα εστερείτο άδειας λειτουργίας από τον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού (ΚΟΤ), απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη άσκηση των εργασιών του. Ακόμα στερείτο σχετικής άδειας πώλησης οινοπνευματωδών ποτών και σχετικής άδειας μετάδοσης μουσικής. Ένεκα τούτων το συγκρότημα υπολει[*1324]τουργούσε με συνέπεια, κατά την εφεσείουσα, να υφίσταται ζημίες.  Τελικά πριν τη λήξη του πρώτου έτους της ενοικίασης η εφεσείουσα εγκατέλειψε το μίσθιο (το συγκρότημα) το οποίο και επεστράφη στην εφεσίβλητη, η οποία όμως, ασκώντας τα δικαιώματα της διεκδίκησε και παρέλαβε το ποσό των £25.000 δυνάμει Τραπεζιτικής εγγύησης που η εφεσείουσα παρέδωσε σ’ αυτήν για την πιστή τήρηση των όρων του συμβολαίου ενοικίασης.

Η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης απαιτώντας αποζημιώσεις για δόλο/απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις και για αποζημιώσεις και/ή επιστροφή των £25.000 της Τραπεζιτικής εγγύησης.  Προσέτι ζητούσε δήλωση του Δικαστηρίου ότι η μεταξύ τους γραπτή συμφωνία ενοικιάσεως, ημερ. 3.1.1996, είναι άκυρη, ανεφάρμοστη και ανίσχυρη.

Με ανταπαίτηση της η εφεσίβλητη διεκδικούσε διάφορες αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστη λόγω παράβασης της συμφωνίας από την εφεσείουσα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια μακρά και εμπεριστατωμένη απόφαση κατέληξε ως εξής:-

“Απορρέει από την ολότητα της ανάλυσης που προηγήθηκε ότι οι ενάγοντες αδικαιολόγητα τερμάτισαν τη συμφωνία και εγκατέλειψαν πρόωρα το “Ελεονώρα” και οι σχετικές αιτιάσεις περί δόλου και ψευδών παραστάσεων δεν ευσταθούν.  Πρόσθετα, οι εναγόμενοι καλώς είχαν εξαργυρώσει την εγγυητική και ότι πρόσθετα θα δικαιούνταν σε αποζημιώσεις ύψους £47.423,- όπως αναλύθηκε αμέσως πριν.

Λόγω όμως της συμμετοχής αμφοτέρων των διαδίκων σε άκυρη και μη εκτελεστή συμφωνία λόγω συνομολόγησης και εκτέλεσης σύμβασης κατά παράβαση του άρθρου 77(1) του Κεφ. 149, η όλη δικαιοπραξία τους μιαίνεται από παρανομία και συνεπώς δεν μπορούν να αντληθούν οποιαδήποτε δικαιώματα εκατέρωθεν.  Τόσο η αγωγή όσο και η ανταπαίτηση συνεπώς απορρίπτονται χωρίς καμιά διαταγή για τα έξοδα, των διαδίκων στερουμένων αυτών λόγω της συμμετοχής τους σε άκυρη και μη εκτελεστή σύμβαση.”

Το πρωτόδικο Δικαστηριο αφού ανέλυσε τη μαρτυρία και τη νομολογία επί του θέματος κατέληξε ότι η συμφωνία ενοικίασης δεν ήταν έγκυρη και εκτελεστή, στο βαθμό που υπερβαίνει το ένα έτος, ως προνοεί το άρθρο 77(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149[*1325]Θεώρησε ότι η συμφωνία ήταν παράνομη (illegal) και συνεπώς δεν ετύγχανε εφαρμογής το άρθρο 65 του Νόμου, και όπως αναφέρει στην απόφαση του πρωτόδικο Δικαστήριο, “επομένως δεν μπορούν να αποδοθούν οποιαδήποτε ποσά πίσω στους ενάγοντες είτε από την εγγυητική είτε με βάση οποιαδήποτε άλλη νομική αξίωση εφόσον η συμφωνία ενοικίασης είναι άκυρη και μη εκτελεστή.”

Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.  Προβάλλονται τρεις λόγοι έφεσης.  Στον πρωταρχικό λόγο έφεσης αναφέρεται ως εσφαλμένη η απόρριψη της απαίτησης της εφεσείουσας για επιστροφή ή αποζημίωση του ποσού της εγγυητικής εξ £25.000 επί τη βάσει των προνοιών του άρθρου 65 του Κεφ. 149.

Με αντέφεση της η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε σ’ αυτήν, με βάση την ανταπαίτηση της, τις αποζημιώσεις που βρήκε ότι είχε υποστεί, και ανέρχονται στο ποσό των £45.500.

Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον μας ο δικηγόρος της εφεσείουσας δεν αμφισβήτησε το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η σύμβαση ήταν άκυρη με βάση το άρθρο 77(1) του Νόμου.

Το άρθρο 65 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 έχει ως εξής:-

“65.  Αν η συμφωνία αποδειχτεί εξ υπαρχής άκυρη, ή η σύμβαση καταστεί άκυρη το πρόσωπο που προσπορίστηκε οποιοδήποτε όφελος δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας ή σύμβασης υποχρεούται να αποκαταστήσει το όφελος αυτό ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο από το οποίο προσπορίστηκε αυτό.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύοντας το πιο πάνω άρθρο ανέφερε τα εξής:-

“Το λεκτικό του άρθρου αυτού δεν αφήνει αμφιβολία ότι η οποιαδήποτε ακυρότητα της συμφωνίας θα πρέπει να ανακαλυφθεί εκ των υστέρων ή, αν πρόκειται περί συμβάσεως, να καταστεί άκυρος.

.............................................................................................................

...............................................................................................................

Η έννοια του “discovery” εμπεριέχει την εκ των υστέρων ανακάλυψη ότι μια συμφωνία είναι άκυρος λόγω του ότι είτε τα ουσιαστικά στοιχεία της συμφωνίας που καταστούσαν αυτή άκυ[*1326]ρη, είτε οποιοιδήποτε νομοθετικοί περιορισμοί που θα επηρέαζαν τη συνομολόγηση της, δεν ήταν γνωστοί ή σε εφαρμογή κατά τη σύναψη της.

Εδώ, όπως έχει διαφανεί μέσα από την ανάλυση του άρθρου 77 και των συνθηκών υπογραφής της συμφωνίας ενοικίασης, οι νομοθετικές πρόνοιες ήταν σαφέστατες και οι συμβαλλόμενοι όφειλαν να γνώριζαν τις πρόνοιες αυτές και να συμμορφώνοντο χωρίς οποιαδήποτε επίδειξη αμέλειας ή παράλειψης εκ μέρους τους.  Έχει γίνει πιο πάνω εύρημα ότι οι συμβαλλόμενοι στην ουσία αδιαφόρησαν και αμέλησαν ως προς τη σύνταξη και προσυπογραφή της συμφωνίας ενοικίασης κατά τρόπο που να την ενέτασσε στο πλαίσιο του άρθρου 77.  Ένας διάδικος δεν μπορεί να εκμεταλλευθεί τη δική του παράλειψη ή συμμετοχή στην παρανομία για να αντλήσει οποιαδήποτε δικαιώματα ούτε και μπορεί βάσιμα να παραπονείται (“ex turpo causa non oritur actio”).”

To πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε τη σύμβαση ενοικίασης ως παράνομη και αφού παρέθεσε τη σχετική νομολογία και αποσπάσματα από τους Halsbury’s Laws of England (3η Έκδοση, Τόμος 8, παράγραφος 258) κατέληξε ότι η ενάγουσα δεν εδικαιούτο να απαιτήσει επιστροφή του ποσού της τραπεζικής εγγύησης λόγω ακριβώς του παρανόμου της συναλλαγής.

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Παράνομη σύμβαση είναι αυτή που η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας δεν είναι νόμιμος γιατί είτε είναι απαγορευμένος από οποιοδήποτε νόμο, είτε συνιστά απάτη, είτε επιφέρει βλάβη στο πρόσωπο ή την περιουσία άλλου ή αντίκειται στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια πολιτική (τάξη) (Βλέπε: άρθρο 23 του Κεφ. 149).  Δυνάμει δε του άρθρου 24 του ίδιου κεφαλαίου τέτοια συμφωνία είναι παράνομη και κατά συνέπεια άκυρη εξ υπαρχής.  Όλη η νομολογία στην οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να απορρίψει την απαίτηση της εφεσείουσας για επιστροφή του ποσού της τραπεζικής εγγύησης, που εισέπραξε η εφεσίβλητη, αναφέρεται στο παράνομο της αντιπαροχής και όχι στην ακυρότητα της σύμβασης που προκύπτει από τη μη συμμόρφωση στις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 77(1) του Νόμου για την έγκυρη συνομολόγηση της σύμβασης. Στην παρούσα υπόθεση όμως τόσο η αντιπαροχή όχι και ο σκοπός της συμφωνίας δεν ήταν παράνομος όπως διαλαμβάνει το άρθρο 23.

Το άρθρο 65 έτυχε εφαρμογής στην υπόθεση Kier (Cyprus) Ltd v. Trenco Constructions Ltd (1981) 1 C.L.R. 30 και Anthoulla [*1327]Papadopoulou v. Polycarpou (1968) 1 C.L.R. 352.

Στην τελευταία απόφαση (Anthoulla Papadopoulou) η εφεσείουσα, ούσα ανήλικη, πώλησε και μεταβίβασε στην εφεσίβλητη ακίνητο το οποίο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της. Δεκατρία χρόνια αργότερα καταχώρησε αγωγή ζητώντας την επιστροφή του ακινήτου. Το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η συμφωνία ήταν άκυρη και διέταξε την επιστροφή του ακινήτου στην εφεσείουσα.  Εφαρμόζοντας δε το άρθρο 65 του Νόμου, διέταξε την καταβολή από την εφεσείουσα αποζημίωσης προς την εφεσίβλητη.

Στην παρούσα υπόθεση, με δεδομένο ότι η συμφωνία ενοικίασης ήταν άκυρη γιατί κατά τη συνομολόγηση της δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 77(1), η ρευστοποίηση και είσπραξη εκ μέρους της εφεσίβλητης της τραπεζικής εγγύησης, αποτελούσε απόκτηση οφέλους δυνάμει της άκυρης συμφωνίας και ως τέτοιο, δυνάμει του άρθρου 65, οφείλει να το επιστρέψει ή να αποζημιώσει την εφεσείουσα, πρόσωπο από το οποίο το προσπορίστηκε.

Για τους πιο πάνω λόγους ο πρωταρχικός λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

Ένεκα της πιο πάνω κατάληξης μας δεν θεωρούμε αναγκαίο να ασχοληθούμε με τους δύο άλλους λόγους έφεσης.

Με την αντέφεση της η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν επεδίκασε προς όφελος της εφεσίβλητης-εναγομένης, με βάση την ανταπαίτηση της, το ποσό των £45.500 που βρήκε ότι αυτή δικαιούται ως αποζημιώσεις. Η αιτιολογία του λόγου της αντέφεσης, όπως διαγράφεται στην ειδοποίηση αντέφεσης είναι παντελώς αβάσιμη. Την παραθέτουμε αυτούσια:-

“(α)  Εάν για οποιοδήποτε λόγο το Ανώτατο Δικαστήριο αποδεχθή την έφεση των εναγόντων τότε αμέσως αυτό θα συνεπάγεται και απόφαση υπέρ των εναγομένων για το ποσό το οποίο ήβρε το Δικαστήριο ότι ανέρχεται στις £27.500.- πλέον £18.000.-

 (β)  Εάν η συμφωνία δεν είναι παράνομη για τους εφεσείοντες τότε δεν είναι παράνομη ούτε και για τους εφεσίβλητους και ήδη υπάρχει το εύρημα του Δικαστηρίου για τη ζημιά, το οποίο δεν έχει εφεσιβληθή.”

Κατ’ αρχήν η απάντηση δίδεται από την απόφαση μας όταν εξετάζαμε (πιο πάνω) τους λόγους έφεσης.  Κρίνουμε ότι η συμφωνία [*1328]ενοικίασης έπασχε από ακυρότητα ένεκα του ότι δεν τηρήθηκαν κατά τη συνομολόγηση της οι προϋποθέσεις του άρθρου 77(1), επιβεβαιώνοντας έτσι την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την πιο πάνω κατάληξη του ασχολήθηκε και με την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης.  Θα απέδιδε, όπως αναφέρει, στην εφεσίβλητη τα ενοίκια της περιόδου 1997-98, συμποσούμενα σε £45,250 μείον £12.000 που τους απέφερε την ίδια περίοδο η ενοικίαση του συγκροτήματος σε κάποιον κ. Παπουή.  Είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα απέδιδε αποζημιώσεις για απώλεια ενοικίων για την περίοδο, μέχρι τη λήξη του ενοικιαστηρίου εγγράφου, μιας συμφωνίας όμως η οποία έπασχε από ακυρότητα, αφού από την 3.1.1997 η συμφωνία ενοικίασης ήταν άκυρη. Από άκυρη δε συμφωνία δεν νοείται ο προσπορισμός οφέλους εκ μέρους οποιουδήποτε των συμβαλλομένων.  Δικαίωμα αποζημίωσης μπορεί να προκύψει από τη διάρρηξη έγκυρης συμφωνίας και όχι από συμφωνία εξ αρχής ατελέσφορης.

Ως εκ τούτου ο λόγος της αντέφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης για το ποσό των £25.000.

Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς καμιά διαταγή για έξοδα.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση. Η αντέφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο