Πρωτοπαπά Πολυξένη Πολυβίου, διά του πληρεξουσίου αντιπροσώπου της Ιωάννη Πολυβίου Πρωτοπαπά ν. Φαίδρας Πολυβίου Πρωτοπαπά και Άλλου (2002) 1 ΑΑΔ 1329

(2002) 1 ΑΑΔ 1329

[*1329]13 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΠΟΛΥΒΙΟΥ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ, ΔΙΑ ΤΟΥ

ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ

ΙΩΑΝΝΗ ΠΟΛΥΒΙΟΥ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

ν.

1. ΦΑΙΔΡΑΣ ΠΟΛΥΒΙΟΥ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ,

2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10836)

 

Πληρεξούσιο έγγραφο ― Πραγματοποίηση μεταβιβάσεων ακινήτων με τη χρήση πληρεξουσίου εγγράφου επ’ ονόματι του πληρεξουσίου αντιπροσώπου ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε ορθή ερμηνεία στο πληρεξούσιο έγγραφο ― Κατά πόσο εγείρετο θέμα εφαρμογής των αρχών που διέπουν τα καταπιστεύματα (trusts) και των σχετικών αρχών της επιείκειας.

Η εφεσείουσα και η εφεσίβλητη 1 είναι αδελφές.  Ο εφεσίβλητος 2 είναι γιός της εφεσίβλητης 1.  Η εφεσείουσα μετανάστευσε στη Νότιο Αφρική από το 1948, όπου έκτοτε παραμένει μόνιμα.

Στις 17.6.1985 η εφεσείουσα παρεχώρησε Γενικό Πληρεξούσιο Έγγραφο στην εφεσίβλητη 1 για να εκτελέσει όλες τις ενέργειες που αναφέρονται σ’ αυτό.  Μεταξύ των πράξεων αυτών περιλαμβάνετο και η δωρεά κτημάτων μη εξαιρουμένου και του ίδιου του Πληρεξούσιου αντιπροσώπου της.  Η εφεσείουσα όμως υπέγραψε, μία εβδομάδα προηγουμένως, στις 10.6.1985, και άλλο πληρεξούσιο έγγραφο πανομοιότυπο με αυτό της 17.6.1985.  Με βάση το τελευταίο πληρεξούσιο, η εφεσίβλητη μεταβίβασε μεταξύ των ετών 1986-1989 την επίδικη κτηματική περιουσία επ’ ονόματι της. Ακολούθως δε σε μεταγενέστερο χρόνο μεταβίβασε τα ίδια κτήματα στο όνομα του γιού της, εφεσίβλητου αρ. 2.

Το 1995, η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον των εφεσιβλή[*1330]των ζητώντας την επιστροφή των κτημάτων και επανεγγραφή επ’ ονόματι της.  Ισχυρίζεται στην αγωγή της ότι οι εφεσίβλητοι άσκησαν δόλο εναντίον της και/ή καταχράστηκαν της εμπιστοσύνης της.  Στην υπεράσπιση τους οι εφεσίβλητοι αρνούνται την άσκηση οποιουδήποτε δόλου ή κατάχρηση εμπιστοσύνης προς την εφεσείουσα και ότι η εγγραφή των κτημάτων στο όνομα της εφεσίβλητης αρ. 1 ήταν νόμιμη, σύμφωνα με την επιθυμία της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αφού κατέληξε ότι δεν καταδείχθηκε προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι η ενάγουσα παροτρύνθηκε ή εξαπατήθηκε ή ξεγελάστηκε και υπέγραψε άλλης φύσης τύπου ή περιεχομένου έγγραφο από αυτό που εννοούσε να υπογράψει. Το Δικαστήριο είχε απορρίψει τις θέσεις της εφεσείουσας επειδή πέρασαν πολλά χρόνια για να καταχωρηθεί η αγωγή της παρόλο ότι τόσο η ίδια όσο και η οικογένειά της, μεταξύ των ετών 1985 και 1995 ήλθαν κατ’ επανάληψη στην Κύπρο.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι:

1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το περιεχόμενο του πληρεξουσίου εγγράφου.

2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει τις αρχές δικαίου που διέπουν τα καταπιστεύματα (Trust) και τις σχετικές αρχές του δικαίου της επιείκειας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η εφεσείουσα, όπως και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επιβεβαιώνουν, γνώριζε το σαφές περιεχόμενο του πληρεξουσίου εγγράφου που παραχώρησε στην εφεσίβλητη 1. Γνώριζε ότι έδωσε εξουσία σ’ αυτήν να εγγράψει στο όνομα της, δυνάμει δωρεάς, την επίδικη περιουσία.  Τούτο ενισχύεται από το γεγονός, το οποίο επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η εφεσείουσα γνώριζε από πολύ παλιά για τις επίδικες μεταβιβάσεις των ακινήτων.

2.  Όταν οι πρόνοιες του πληρεξουσίου εγγράφου είναι σαφείς, ούτε ο νόμος ούτε καμιά αρχή ή η νομολογία, επιβάλλει στον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο για κάθε πράξη να ζητά να λαμβάνει εκ των προτέρων νέα εξουσιοδότηση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

[*1331]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Foster v. Machinon [1869] L R I C P70,

Cyprus Development Bank v. Κυριάκου (1989) 1 Α.Α.Δ. 96,

Μακρής ν. Χ”Ευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203,

Saunders v. Anglia Building Society [1970] 2 All E.R. 961.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 12/5/00 (Αρ.�Αγωγής 2436/95) με την οποία απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς της για άσκηση δόλου ή απάτης εκ μέρους των εναγομένων, αδελφής και ανεψιού της, εναντίον της και έκρινε ότι αυτοί νόμιμα ενήργησαν μεταβιβάζοντας ακίνητη περιουσία της ενάγουσας επ’ ονόματί τους, δικαίωμα το οποίο η ίδια η ενάγουσα τους παραχώρησε βάσει σχετικού Πληρεξουσίου Εγγράφου, απέρριψε δε την αξίωσή της για επανεγγραφή των κτημάτων επ’ ονόματί της.

Αιμ. Λεμονάρης, για την Εφεσείουσα.

Γ. Καζαντζής, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα είναι μόνιμη κάτοικος Νοτίου Αφρικής.  Μετανάστευσε σ’ αυτή τη χώρα από το 1948.  Η εφεσίβλητη αρ. 1 είναι αδελφή της εφεσείουσας και μόνιμη κάτοικος Κύπρου.  Ο εφεσίβλητος αρ. 2 είναι γυιός της εφεσίβλητης αρ. 1 και ανηψιός της εφεσείουσας.

Κατά τον ουσιώδη χρόνο η εφεσείουσα ήταν κάτοχος και εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια αριθμού τεμαχίων γης στο χωριό Κοράκου, τα οποία περιγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης της στην αγωγή αρ. 2436/95 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

Στις 17.6.1985 η εφεσείουσα παρεχώρησε Γενικό Πληρεξούσιο Έγγραφο στην εφεσίβλητη αρ. 1 για να εκτελεί όλες τις ενέργειες και [*1332]πράξεις που αναφέρονται σ’ αυτό.  Μεταξύ των πράξεων αυτών περιλαμβάνετο και η δωρεά κτημάτων μη εξαιρουμένου και του ίδιου του Πληρεξούσιου αντιπροσώπου της. Η εφεσείουσα όμως υπέγραψε, μία εβδομάδα προηγουμένως, στις 10.6.1985, και άλλο πληρεξούσιο έγγραφο πανομοιότυπο με αυτό της 17.6.1985.  Με βάση το τελευταίο πληρεξούσιο, της 10.6.1985, η εφεσίβλητη μεταβίβασε μεταξύ των ετών 1986-1989 την επίδικη κτηματική περιουσία επ’ ονόματι της.  Ακολούθως δε σε μεταγενέστερο χρόνο μεταβίβασε τα ίδια κτήματα στο όνομα του γιου της, εφεσίβλητου αρ. 2.

Αρκετά χρόνια μετά, το 1995, η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων ζητώντας την επιστροφή των κτημάτων και επανεγγραφή επ’ ονόματι της.  Ισχυρίζεται στην αγωγή της ότι οι εφεσίβλητοι άσκησαν δόλο εναντίον της και/ή καταχράστηκαν της εμπιστοσύνης της.  Στην υπεράσπιση τους οι εφεσίβλητοι αρνούνται την άσκηση οποιουδήποτε δόλου ή κατάχρηση εμπιστοσύνης προς την εφεσείουσα και ότι η εγγραφή των κτημάτων στο όνομα της εφεσίβλητης αρ. 1 ήταν νόμιμη, σύμφωνα με την επιθυμία της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε εκτεταμένα την ενώπιον του παρουσιασθείσα μαρτυρία κατέληξε σε ευρήματα αξιολόγησης, στις σελίδες 33 και 34 της απόφασης του, ως εξής:-

“Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την ενάγουσα και τον εναγόμενο 1 όταν έδιδαν μαρτυρία ενώπιον μου και να σταθμίσω τις θέσεις, δηλώσεις, ισχυρισμούς και παραδοχές τους, αλλά και την υπόλοιπη δοθείσα μαρτυρία.

Χωρίς μα χωρίς κανένα δισταγμό αποδέχομαι τη μαρτυρία του εναγομένου 2. Απορρίπτω τις θέσεις που υποστήριξε η ενάγουσα που παρόλο που έλαβε γνώση προ πολλού για τις γενόμενες μεταβιβάσεις της περιουσίας της στο όνομα της αδελφής της, εφόσο τόσο η ίδια, ο σύζυγος και τα παιδιά τους ήρθαν κατ’ επανάλειψη στην Κύπρο μεταξύ 1985 και 1995, σύμφωνα και με την παραδοχή της ενάγουσας εντούτοις η αγωγή καταχωρήθηκε καθυστερημένα Μάρτη του 1995.  ............................................

.............................................................................................................

Πέραν τούτου, αποφασίζω ότι η ενάγουσα ήξερε το σαφές περιεχόμενο του Πληρεξουσίου Εγγράφου που παραχώρησε στην αδελφή της και μάλιστα είχε πάντα μαζί της το τεκμήριο 1 που είναι πανομοιότυπο με το τεκμήριο 15 εκτός από τη διαφορά στην ημερομηνία υπογραφής τους.”

[*1333]Και στη σελίδα 36 απαντώντας σε εισηγήσεις του δικηγόρου της εφεσείουσας κατέληξε:-

“Η ενάγουσα ήξερε λοιπόν ότι με αυτά τα πληρεξούσια παραχωρούσε όλες τις εξουσίες και δυνατότητες που αναφέρονται σε αυτά, συμπεριλαμβανομένης και της δωρεάς της περιουσίας της, προς κάθε τρίτο πρόσωπο ακόμα και προς τον ίδιο τον εαυτό της εναγομένης 1.  Έτσι όλοι οι ισχυρισμοί περί υπάρξεως ή ασκήσεως δόλου ή κατάχρησης εμπιστοσύνης καταρρίπτονται.”

Και κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εξής:-

“Δεν έχει καταδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι η ενάγουσα είτε παροτρύνθηκε ή εξαπατήθηκε ή άλλως πως ξεγελάστηκε και υπέγραψε άλλης φύσης τύπου ή περιεχομένου εγγράφου από αυτό που εννοούσε να υπογράψει. (Foster v. Machinon [1869] L R I C P70, Cyprus Development Bank v. Κυριάκου (1989) 1 A.A.Δ. 96, Ανδρέας Σταύρου Μακρής ν. Χ”Ευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203, Saunders v. Anglia Building Society [1970] 2 All E.R. 961).

Είναι λοιπόν εύρημα και απόφαση μου ότι η ενάγουσα με την υπογραφή των τεκμηρίων 1 και 15 και δη του τεκμηρίου 15 με το οποίο η εναγομένη 1 πραγματοποιούσε τις μεταβιβάσεις στο όνομα της την περιουσία που προηγούμενα ανήκε στην ενάγουσα και τούτο με τις Δηλώσεις κτηματολογίου που ανάφερα κατ’ επανάλειψη στην απόφαση μου (Δες προς τούτο και τα τεκμήρια 3, 4, 5, 6, 7 και 8) εκ των προτέρων ενέκρινε και σαφώς εννοούσε την τέτοια εξέλιξη διά δωρεάς όπερ την εμποδίζει να έρθει εκ των υστέρων να αναιρέσει τη δωρεά που έκαμε προς την αδελφή της εναγομένη 1 που τελειοποιήθηκε (was perfected) με τις γενόμενες μεταβιβάσεις εφόσον πρόκειται για αστική περιουσία σε αντιδιαστολή με τη δωρεά αντικειμένων που τελειοποιείται με την απλή παράδοση μιας τέτοιας κινητής περιουσίας.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους είναι εύρημα και απόφαση μου ότι η ενάγουσα δεν μπορεί να επιτύχει σε καμιά από τις θεραπείες που αξιώνει.”

Με τέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως εσφαλμένη.

Με τους πρώτους δύο λόγους η εφεσείουσα εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το περιεχόμενο του [*1334]πληρεξουσίου εγγράφου.  Ισχυρίζεται η εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προσέγγισε το θέμα της ερμηνείας του πληρεξουσίου εγγράφου εφαρμόζοντας κανόνες που διέπουν τις συμβάσεις ενώ στην παρούσα υπόθεση το πληρεξούσιο είναι μονομερές έγγραφο.  Και επί πλέον παρεγνώρισε το γεγονός ότι ο κύριος σκοπός του πληρεξουσίου ήταν η διαχείριση της περιουσίας από την εφεσίβλητη και όχι η εγγραφή της επ’ ονόματι του πληρεξουσίου αντιπροσώπου, δηλαδή της εφεσίβλητης.

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας δεν αναλύει επαρκώς τους πιο πάνω ισχυρισμούς στο περίγραμμα αγόρευσης του ούτε ειδικά μας παραπέμπει σε αυθεντίες που τις υποστηρίζουν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παραθέτει τις αρχές που ισχύουν για την ερμηνεία εγγράφων προχώρησε να τονίσει ότι το περιεχόμενο του είναι σαφές χωρίς να υπεισέρχεται καμιά αμφισβήτηση ως προς το σκοπό που συνομολογήθηκε.  Χρησιμοποίησε τη γραμματική ερμηνεία η οποία υπό τις περιστάσεις ορθά εφαρμόστηκε.  Η εφεσείουσα διατύπωσε εγγράφως εκείνο ακριβώς που εννοούσε και το οποίο εκφράζεται με τις λέξεις οι οποίες πρέπει να ερμηνευθούν όπως διατυπώνονται στο πληρεξούσιο έγγραφο, που αναφέρει: “.... δωρίζει, ανταλλάσσει, κτήματα μου μη εξαιρουμένου και του ίδιου του Πληρεξουσίου αντιπροσώπου μου .....”.

Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι η εξουσία της εφεσίβλητης, ως πληρεξουσίου αντιπροσώπου, να πραγματοποιεί δωρεές περιορίζεται από το ίδιο το έγγραφο και από τις γενικές πρόνοιες του νόμου δεν ευσταθεί γιατί αντίθετες είναι οι πρόνοιες του πληρεξουσίου εγγράφου.

Με τους λόγους έφεσης 3 και 4 η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει τις αρχές δικαίου που διέπουν τα καταπιστεύματα (Trust) και τις σχετικές αρχές του δικαίου της επιείκειας.  Ισχυρίζεται η εφεσείουσα ότι με το πληρεξούσιο έγγραφο η εφεσίβλητη κατέστη εμπιστευματοδόχος της και σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τα εμπιστεύματα ήταν υποχρεωμένη να τηρεί συνετή και έντιμη διαχείριση της περιουσίας της και δεν ήταν δυνατό να αποκομίσει ίδιον όφελος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρεται σε έκταση στις αρχές που διέπουν τη δημιουργία καταπιστεύματος, παραπέμποντας στη νομολογία κατέληξε ως εξής:-

“Στην προκειμένη περίπτωση το σαφές περιεχόμενο των τεκμηρίων 1 και 15 και οι σαφείς εντολές που δίδονται με αυτά στην [*1335]εναγομένη 1 και ελλείψει άλλης επιτρεπτής νομικά προσαγωγής μαρτυρίας (Λαζάρου ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1 Α.Α.Δ. 168, Γεωργιάδης ν. Γεωργιάδης (1988) 1 Α.Α.Δ. 428, Polycarpou v. Polycarpou (1982) 2 C.L.R. 182 και Mavros v. Theodorou (1984) 1 C.L.R. 635) αλλά και οι όλες περιστάσεις που περιβάλλουν την όλη συμπεριφορά των διαδίκων τόσο κατά τη στιγμή υπογραφής των τεκμηρίων 1 και 15 αλλά και μεταγενέστερα, προς τούτο αποδεχόμενος τη μαρτυρία του εναγομένου 2 και απορρίπτοντας αυτή της ενάγουσας και του αδελφού της Γιάννη, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο να οδηγήσει το Δικαστήριο ότι με τη συνομολόγηση των τεκμηρίων 1 και 15 δημιουγήθηκε σχέση εμπιστευματοδόχου και εμπιστευματοπαρόχου που να αποκλείει ή να μην επιτρέπει τη διά δωρεάς μεταβίβαση των κτημάτων της ενάγουσας στο όνομα της εναγομένης 1 και έτσι δεν είναι καν ανάγκη να εξετάσω το θέμα αμέλειας ή παράβασης καθήκοντος από μέρους της εναγομένης 1 γιατί αυτή ποτέ δεν ενήργησε έξω από τα περιθώρια του τεκμηρίου 15 ή άλλως πως ενάντια στο σαφές περιεχόμενο του.”

Έχουμε καταλήξει ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας υπόψη τις νομικές αρχές και τη νομολογία επί του θέματος, απέρριψε την εισήγηση της εφεσείουσας. Οι σαφείς και αναντίλεκτες πρόνοιες του πληρεξουσίου εγγράφου καθώς και τα ευρήματα του ως προς τη μαρτυρία καθιστούν ως ορθά τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε.  Στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπήρξε καταπίστευμα ούτως ώστε να υποστηριχθεί ότι απέκλειε την διά δωρεάς μεταβίβαση των κτημάτων της εφεσείουσας στο όνομα της εφεσίβλητης αρ. 1.  Η εφεσίβλητη αρ. 1 δεν ενήργησε εκτός των προνοιών του πληρεξουσίου εγγράφου.

Η εφεσείουσα, όπως και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επιβεβαιώνουν, γνώριζε το σαφές περιεχόμενο του πληρεξουσίου εγγράφου που παραχώρησε στην εφεσίβλητη 1.  Γνώριζε ότι έδωσε εξουσία σ’ αυτήν να εγγράψει στο όνομα της, δυνάμει δωρεάς, την επίδικη περιουσία.  Τούτο ενισχύεται από το γεγονός, το οποίο επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η εφεσείουσα γνώριζε από πολύ παλιά για τις επίδικες μεταβιβάσεις των ακινήτων. Η εφεσείουσα επισκεπτόταν κατά περιόδους την Κύπρο καθώς και ο σύζυγος και τα τέκνα της και είχαν γνώση για τις μεταβιβάσεις αυτές.  Από τη μαρτυρία της ίδιας καθώς και τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 2, την οποία δέχθηκε το Δικαστήριο, η εφεσείουσα πραγματοποίησε κατ’ επανάληψη επισκέψεις στην Κύπρο μεταξύ των ετών 1985-1995.  Εν τούτοις, παρά το γεγονός ότι περιήλθαν σε γνώση της οι επίδικες μεταβιβάσεις από τότε, εν τούτοις δεν έπραξε οτιδή[*1336]ποτε μέχρι το 1995 που καταχώρησε την αγωγή.  Η επί πολλά χρόνια απραξία της εφεσείουσας συνάδει με τον ισχυρισμό ότι σαφής πρόθεση της ήταν όπως εγγραφούν τα επίδικα ακίνητα επ’ ονόματι της αδελφής της, εφεσίβλητης 1.

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας, σε εύστοχη παρατήρηση μέλους του Εφετείου (αν η εφεσίβλητη 1 δώριζε τα κτήματα σε τρίτο πρόσωπο θα υπήρχε έδαφος για μομφή της) ότι τότε έπρεπε να πάρει νέα εξουσιοδότηση από τον εντολέα (εφεσείουσα).

Αυτή η θέση δεν είναι καθόλου ορθή.  Απάντηση είναι οι σαφείς πρόνοιες του πληρεξουσίου εγγράφου.  Ούτε ο νόμος ούτε καμιά αρχή ή η νομολογία επιβάλει στον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο, παρά τις σαφείς πρόνοιες του πληρεξουσίου εγγράφου, για κάθε πράξη να ζητά να λάβει εκ των προτέρων νέα εξουσιοδότηση.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο