Μιχαήλ Βάσω ν. Ανδρέα Ονουφρίου (2002) 1 ΑΑΔ 1349

(2002) 1 ΑΑΔ 1349

[*1349]13 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΒΑΣΩ ΜΙΧΑΗΛ ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΑΝΔΡΕΑ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10972)

 

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Προσωπικές βλάβες ― Μείωση ικανότητας προς εργασία ― Κοπέλα ηλικίας 22 ετών, μαγείρισσα σε πιτσαρία, είχε υποστεί σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση με απώλεια αισθήσεων και έφερε θλαστικά τραύματα σε όλο το πρόσωπο που είχαν συρραφεί, παρουσίαζε απώλεια τριών δοντιών από την άνω γνάθο και ρινορραγία ― Τοποθέτηση τριών οδοντιατρικών εμφυτευμάτων και υποβολή της σε επιδιορθωτική επέμβαση ρινός ― Ανάγκη διενέργειας μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης για βελτίωση των ουλών ― Πρόκληση κεφαλαλγιών και ζαλάδων οι οποίες βελτιώθηκαν σταδιακά σε ένταση και διάρκεια ― Δημιουργία ψυχολογικών προβλημάτων ― Επιδίκαση μέσα στα πλαίσια των γενικών αποζημιώσεων ποσού £20.000 στο οποίο περιλαμβανόταν και η αποζημίωση για μείωση της ικανότητάς της προς εργασία ― Αυξήθηκε κατ’ έφεση σε £28.000 ― Αποδοκιμασία του Εφετείου στον τρόπο υπολογισμού των αποζημιώσεων στην παρούσα υπόθεση.

Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Ανάγκη εξειδίκευσης και απόδειξης.

Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Απώλεια εισοδημάτων μητέρας της ενάγουσας για το διάστημα που την φρόντιζε ― Κατά πόσο η ενάγουσα εδικαιούτο να αποζημιωθεί για τα εισοδήματα αυτά.

Αποζημιώσεις ― Απώλεια μελλοντικών απολαβών ― Υπολογισμός τους στη βάση ενός κατ’ αποκοπήν ποσού ― Πότε υιοθετείται ― Η δυνατότητα αυτή δεν απαλλάσσει τους ενάγοντες από την υποχρέωση να αποδείξουν την υπόθεσή τους ούτε επιτρέπει στα Δικαστήρια τον εντελώς [*1350]αυθαίρετο υπολογισμό γενικών αποζημιώσεων στις οποίες θα περιλαμβάνεται γενικά και χωρίς αιτιολόγηση κάποιο ποσό ως απώλεια μελλοντικών απολαβών.

Αποζημιώσεις ― Απώλεια μελλοντικών απολαβών ― Μέχρι την ημέρα ακρόασης επιδικάζεται ως ειδική ζημία.

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Τόκος ― Επιδίκαση πρωτοδίκως τόκου από την ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων στο οποίο συμπεριλήφθηκε και ποσό που αφορούσε ζημιά που αντιστοιχούσε σε μείωση ικανότητας προς εργασία ― Με ποίο τρόπο χειρίσθηκε το θέμα το Εφετείο.

Η εφεσείουσα ηλικίας 22 ετών τραυματίστηκε σοβαρά το βράδυ της 6.10.1997, όταν το μοτοποδήλατό της συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος στη οδό Γρίβα Διγενή στη Λεμεσό.  Η εφεσίβλητη, που είχε υποστεί τις σωματικές βλάβες που εκτίθενται στο πιο πάνω εισαγωγικό σημείωμα, παρέμεινε σε κώμα για κάποιο χρονικό διάστημα και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα. Το Δικαστήριο της επιδίκασε υπό μορφή αποζημιώσεων το ποσό των £20.000, ποσό στο οποίο περιλαμβανόταν και η αποζημίωση για μείωση της ικανότητας της για εργασία.

Η εφεσείουσα εργοδοτείτο ως μαγείρισσα σε πιτσαρία με απολαβές κατά τον ουσιώδη χρόνο £354 μηνιαίως.  Παρέμεινε εκτός εργασίας από τις 6.10.1997, ημέρα τραυματισμού της. Το Δικαστήριο όμως δέχθηκε ότι από τις 18.4.2000 μπορούσε να αρχίσει να εργάζεται.

Η εφεσείουσα παρέλειψε να παρουσιάσει μαρτυρία που να προδιαγράφει την απώλεια των μελλοντικών της εισοδημάτων.  Προτίμησε να προωθήσει την εκδοχή της ολικής απώλειας εισοδήματος, παριστάνοντας ότι είναι εντελώς ανίκανη προς εργασία.  Στηρίκτηκε στο επιχείρημα ότι κατά την περιστασιακή απασχόλησή της στον πατέρα της δεν αμοίβεται ως εργοδοτούμενη.  Δηλαδή η σχέση τους δεν είναι σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου, αλλά σχέση γονιού και παιδιού και συνεπώς κανένα ποσό δεν πρέπει να υπολογίζεται σχετικά ως εισόδημα.  Το Δικαστήριο απέρριψε αυτή την εκδοχή της εφεσείουσας.

Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσείουσα δικαιούται, λόγω απώλειας των απολαβών της μέχρι 18.4.2000, δηλαδή για περίοδο περίπου τριάντα μηνών και δεκατριών ημερών, συνολικό ποσό £10.773.  Περαιτέρω, δέκτηκε ότι απέδειξε τα έξοδα μελλοντικής εγχείρησης για βελτίωση των ουλών, που ανέρχονται στις £700, τα οποία και της επιδίκασε, αλλά στην απουσία μαρτυρίας για μεταφορικά και φάρμακα, [*1351]δεν της επιδίκασε σχετικά οποιοδήποτε ποσό.

Τελικά το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της για ποσό £20.000 υπό μορφή γενικών και £15.473 υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση προσβάλλοντας τα ευρήματα του Δικαστηρίου επί της ιατρικής μαρτυρίας.  Ισχυρίσθηκε επίσης ότι εσφαλμένα υπολογίστηκε η μελλοντική απώλεια απολαβών μέσα στα πλαίσια των γενικών αποζημιώσεων ως ένα συνολικό ποσό.  Ισχυρίζεται ότι υπήρχαν τα δεδομένα για υπολογισμό της απώλειάς της με τη μέθοδο του συντελεστή, ενώ το Δικαστήριο παρέλειψε να καθορίσει το ποσό που κατά την απόφαση αφορά τη μελλοντική απώλεια της, λόγω μείωσης της ικανότητάς της για εργασία.

Ο εφεσίβλητος άσκησε αντέφεση προσβάλλοντας το επιδικασθέν ποσό των γενικών αποζημιώσεων ως υπερβολικά υψηλό.  Παραπονείται επίσης για την επιβολή τόκου προς 8% από 6.10.1997, ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος επί του ποσού των £20.000 που επιδικάστηκε στην εφεσείουσα υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων.  Ισχυρίζεται ότι το εν λόγω ποσό, εφόσον περιλάμβανε και ζημιά, προς μείωση ικανότητας για εργασία, δεν θα έπρεπε να φέρει τόκο.

Αποφασίστηκε ότι:

A. Έφεση

1.  Από τη στιγμή που το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή της για ολική απώλεια εισοδημάτων, η εφεσείουσα παρέμεινε ουσιαστικά χωρίς μαρτυρία ως προς το ύψος των απωλειών της στο συγκεκριμένο τομέα.

2.  Η δυνατότητα του Δικαστηρίου να υπολογίζει χωρίς τη μέθοδο του συντελεστή την απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων δεν απαλλάσσει τους ενάγοντες από την υποχρέωσή τους να αποδείξουν την υπόθεσή τους όσο καλύτερα μπορούν, ούτε και επιτρέπει στο δικαστήριο τον εντελώς αυθαίρετο υπολογισμό γενικών αποζημιώσεων στις οποίες θα περιλαμβάνεται γενικά και χωρίς αιτιολόγηση κάποιο ποσό ως απώλεια απολαβών.

3.  Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε ακριβώς αυτό.  Εν όψει της έλλειψης σχετικής μαρτυρίας επιδίκασε κάποιο ποσό ως απώλεια μελλοντικών απολαβών μέσα στα πλαίσια των γενικών αποζημιώσεων, χωρίς όμως να το προσδιορίσει.

4.  Ενόψει της παράλειψης του δικαστηρίου να υπολογίσει χωριστά [*1352]τις απώλειες για μελλοντικές απολαβές, το Εφετείο αδυνατεί να κρίνει κατά πόσο η πραγματική της απώλεια μελλοντικών απολαβών έχει αποζημιωθεί. Όμως η αντίκρυση της υπόθεσης στο σύνολό της οδηγεί στη διαπίστωση ότι το ποσό των £20.000 δεν αντιπροσωπεύει τις απώλειες της εφεσείουσας και πρέπει να αυξηθεί.

     Το Δικαστήριο υπολόγισε τις απώλειες των μελλοντικών απολαβών της εφεσείουσας μετά τις 18.4.2000 μέσα στα πλαίσια των γενικών αποζημιώσεων ενώ θα έπρεπε να είχε επιδικάσει και κάποιο ποσό ως απώλεια απολαβών, υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων, μεταξύ της 18.4.2000 και της έκδοσης της απόφασης, επτά σχεδόν μήνες αργότερα.  Το ποσό είναι χαμηλό και γι’ αυτόν τον λόγο αυξάνεται στις £28.000.

5.  Η εφεσείουσα δεν δικαιούται να αποζημιωθεί για τα εισοδήματα που η μητέρα της απώλεσε όταν τη φρόντιζε, αφού δεν της είχε καταβάλει το ποσό αυτό.  Το γεγονός και μόνο ότι η μητέρα της εγκατέλειψε την εργασία της για να την φροντίζει δεν είναι αρκετό για να επιδικαστούν ανάλογες αποζημιώσεις.

Β. Αντέφεση

1.  Ο πρώτος λόγος της αντέφεσης απορρίπτεται ενόψει της διαπίστωσης του Εφετείου ότι το ύψος των αποζημιώσεων ήταν χαμηλό.

2.  Το επιχείρημα του εφεσίβλητου ως προς τον τόκο είναι ορθό.  Ενόψει όμως των δυσκολιών της υπόθεσης και της έλλειψης στοιχείων επιδικάζεται τόκος προς 8% από 6.10.1997, ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος μέχρι αποπληρωμής επί του ποσού των £20.000.  Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στην πιο πάνω απόφαση εντελώς εμπειρικά, στην προσπάθειά του να φτάσει σε ένα δίκαιο αποτέλεσμα.

Η έφεση επιτράπηκε. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιήθηκε ως ανωτέρω, με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου. Διατάχθηκε όπως τα έξοδα της αντέφεσης βαρύνουν την εφεσείουσα.

Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 13/11/00 (Αρ. Αγωγής 7362/97) με την οποία επεδίκασε υπέρ αυτής και εναντίον του εναγομένου ποσό £20.000,- υπό μορφή γενικών και £15.473 υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων για τον τραυματισμό της σε τροχαίο [*1353]ατύχημα όταν το μοτοποδήλατο το οποίο οδηγούσε συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ο εναγόμενος.

Αντέφεση από τον εναγόμενο όσον αφορά το ύψος του ποσού των  £20.000 που επιδικάσθηκε στην εφεσείουσα ως γενικές αποζημιώσεις ως επίσης και τον τόκο που έφερε το ποσό αυτό.

Κ. Μελάς, για την Εφεσείουσα.

Α. Γιωρκάτζης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή  Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα, ηλικίας τότε 22 ετών, τραυματίστηκε το βράδυ της 6.10.1997, όταν το μοτοποδήλατο που οδηγούσε στην οδό Γρίβα Διγενή, στη Λεμεσό, συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος. 

Λόγω της κατάστασής της, μετά τον τραυματισμό της, μεταφέρθηκε στο Νευροχειρουργικό  Τμήμα του Νοσοκομείου Λευκωσίας, όπου ετέθη σε αναπνευστήρα μέχρι τις 9.10.1997. Είχε υποστεί σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση, έφερε δε θλαστικά τραύματα σε όλο το πρόσωπο. 

Κατά την άφιξή της στο νοσοκομείο δεν ήταν σε θέση να επικοινωνεί με το περιβάλλον.  Οι κόρες των οφθαλμών ήταν ισομεγέθεις και αντιδρούσαν στο φως.  Αντιδρούσε στον πόνο, ενώ μπορούσε να απαντά σε απλές ερωτήσεις, άνκαι ήταν νυσταλέα. Έφερε θλαστικές κακώσεις σε όλο το πρόσωπο που είχαν συρραφεί, ενώ παρουσίαζε απώλεια τριών οδόντων από την άνω γνάθο και ρινορραγία. Ακτινολογική εξέταση  έδειξε την ύπαρξη λεπτού υποσκληρίδιου αιματώματος.

Αντιμετωπίστηκε συντηρητικά με ελεγχόμενο υπεραερισμό των πνευμόνων για 72 ώρες.  Προοδευτικά  το επίπεδο συνείδησης βελτιώθηκε και η εφεσείουσα ήταν σε θέση να επικοινωνεί με το περιβάλλον και να εκτελεί εντολές.

Στις 13.10.1997, αφού παρουσίασε σταδιακά βελτίωση, μεταφέρθηκε πίσω στο Νοσοκομείο Λεμεσού, για συνέχιση της φυσιοθεραπείας και κινησιοθεραπείας, όπου και παρέμεινε μέχρι τις 20.1.1997.

Ο Δρ. Διέτης, Ανώτερος Ειδικός Νευροχειρούργος, που ήταν ο [*1354]θεράπων ιατρός της στο Νοσοκομείο Λευκωσίας, αναφέρει σε πιστοποιητικό του ημερ. 10.4.1998 ότι η συντηρητική θεραπευτική αγωγή που έτυχε απέδωσε και δεν προβλέπεται ο τραυματισμός μακροχρόνια να της αφήσει οποιαδήποτε νευρολογικά κατάλοιπα.

Σε εξέταση που της έγινε στις 14.10.1997 η εφεσείουσα παρουσίαζε αμνησία για το τραυματικό γεγονός, διαταραχή μνήμης, κεφαλαλγία και ζάλη.

Μετά την απόλυσή της από το Νοσοκομείο Λεμεσού συνέχισε να προσέρχεται τακτικά για εξέταση στα εξωτερικά ιατρεία.  Εξακολουθούσε να παραπονείται για κεφαλαλγία περιοδικού τύπου, ζάλη, διαταραχή μνήμης και συγκέντρωσης στα πλαίσια μεταδιασειστικού συνδρόμου. Για περίοδο τριών μηνών, επειδή η ίδια αδυνατούσε να φροντίζει τον εαυτό της, την φρόντιζε η μητέρα της.

Σύμφωνα με το Δρα Γαλατόπουλο τα συμπτώματα μετατραυματικού αγχώδους συνδρόμου που παρουσίαζε είναι νευρωσικά συμπτώματα που ακολουθούν ένα έντονο ψυχικό τραύμα.

Εξέταση που έγινε στις 6.4.1999 διαπίστωσε λεπτή, γραμμμοειδή σαν ρυτίδα ουλή στη μέση μετωπιαία χώρα που φέρει κάθετα προς το μεσόφρυο μήκους 3.5 εκ., μικρή ανεπαίσθητη ουλή στη δεξιά γωνιά του στόματος, στο άνω χείλος και υπερχρωστική ουλή στο αριστερό γόνατο διαστάσεων 3Χ2 εκ., καθώς και άλλη μικρότερη, ανεπαίσθητη, στην κνήμη από εγκαύματα εκ τριβής. 

Σύμφωνα με το Δρα Μαντά, πλαστικό χειρουργό, με την πάροδο του χρόνου αναμένεται μικρή ακόμα βελτίωση των ουλών και κυρίως αυτής του αριστερού γόνατος,  ενώ η ουλή της γωνίας του στόματος ήδη δεν αποτελεί αισθητικό πρόβλημα.  Υπάρχει δυνατότητα χειρουργικής βελτίωσης των ουλών στο πρόσωπο, η οποία θα τις βελτιώσει χωρίς να τις εξαφανίσει, με απαιτούμενη δαπάνη γύρω στις £400, περίπου.

Η εφεσείουσα παρουσίαζε αισθητικό πρόβλημα και στη μύτη, συνεπεία ασυμμετρίας του ρινικού σκελετού. Της τοποθετήθηκαν τρία οδοντιατρικά εμφυτεύματα, ενώ υποβλήθηκε σε επιδιορθωτική επέμβαση ρινός.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι κατά το χρόνο της ακρόασης η εφεσείουσα υπέφερε μόνιμα από κεφαλαλγία και ζάλη που ήταν έντονες τους πρώτους μήνες, συμπτώματα τα οποία άνκαι υποχώρησαν σταδιακά, σε κάποιο βαθμό παρέμεναν μέχρι την ακρόαση της υπό[*1355]θεσης.  Η εφεσείουσα παρουσίαζε ακόμα αλλαγές στη συμπεριφορά, όπως ανυπομονησία, ευερεθιστικότητα και γενικά νευρικότητα και φραστική επιθετικότητα, αλλά  δεν παρουσίαζε αλλαγή προσωπικότητας. 

Το Δικαστήριο δέκτηκε την κατάθεσή της στο βαθμό που δεν συγκρουόταν με την ιατρική μαρτυρία, άνκαι επεσήμανε ότι σε ορισμένα σημεία, όπως για παράδειγμα όταν κατέθετε ότι η κατάσταση της υγείας της δεν της επέτρεπε να εργαστεί, η μαρτυρία της είχε έντονο το στοιχείο της υπερβολής.  Αντίθετα, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσείουσα, με τη σωστή ενθάρρυνση, μπορούσε να εργάζεται σταδιακά και της επιδίκασε υπό μορφή αποζημιώσεων το ποσό των £20.000, ποσό στο οποίο περιλαμβανόταν και η αποζημίωση για μείωση της ικανότητάς της για εργασία.

Η εφεσείουσα εργοδοτείτο ως μαγείρισσα σε πιτσαρία με απολαβές κατά τον ουσιώδη χρόνο £354 μηνιαίως. Παρέμενε εκτός εργασίας από την ημερομηνία τραυματισμού της. Το Δικαστήριο δέκτηκε όμως ότι από τις 18.4.2000 μπορούσε να αρχίσει να εργάζεται.

 

Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσείουσα δικαιούται, λόγω απώλειας των απολαβών της μέχρι 18.4.2000, δηλαδή για περίοδο περίπου τριάντα μηνών και δεκατριών ημερών, συνολικό ποσό £10.773. Περαιτέρω, δέκτηκε ότι απέδειξε τα έξοδα μελλοντικής εγχείρησης για βελτίωση των ουλών, που ανέρχονται στις £700, τα οποία και της επιδίκασε, αλλά στην απουσία μαρτυρίας για μεταφορικά και φάρμακα, δεν της επιδίκασε σχετικά οποιοδήποτε ποσό. 

Τελικά το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της για ποσό £20.000 υπό μορφή γενικών και £15.473 υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων.

Η εφεσείουσα παραπονείται ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των γιατρών Μ.Ε.4 Χριστόδουλου Γαλατόπουλου και Μ.Υ.2 Χρ. Μέση και Μ.Υ.3 Γ. Δωρίτη, τόσο σχετικά με την ανάπτυξη μετατραυματικού αγχώδους συνδρόμου, όσο και σχετικά με την ικανότητά της για εργασία.  Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά όσα αναφέρθηκαν από τους Γαλατόπουλο και Δωρίτη σχετικά με τα προβλήματα που θα είχε σε πιθανή εργοδότησή της στο μέλλον, και ότι παρέλειψε να λάβει υπ’ όψιν ότι σύμφωνα με την ενώπιόν του μαρτυρία η εφεσείουσα δεν μπορούσε να εργαστεί.  Ισχυρίζεται ακόμα ότι ο Δρ. Δωρίτης, αντίθετα με το Γαλατόπουλο, δεν έδωσε εξηγήσεις για [*1356]την αόριστη θέση του.

Το Δικαστήριο που είχε την ευκαιρία να δει τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν, στο βαθμό που οι γιατροί διαφωνούσαν μεταξύ τους, προτίμησε να δεχθεί ως ορθή τη μαρτυρία των γιατρών Μέση και Δωρίτη, γιατί θεώρησε ότι έδωσαν περισσότερα επιστημονικά κριτήρια.  Για την κατάσταση της εφεσείουσας αμέσως μετά τον τραυματισμό της, τις κακώσεις της και τον κίνδυνο που διέτρεξε, προτίμησε τη μαρτυρία του Μ.Ε.7 Δρα Ανδρέα Διέτη. 

Ο μεν Δρ. Γαλατόπουλος υποστήριξε ότι η εφεσείουσα ανέπτυξε μετατραυματικό αγχώδες σύνδρομο, σε αντίθεση με τους Μέση και Δωρίτη οι οποίοι υποστήριξαν ότι τέτοιο σύνδρομο δεν μπορεί να αναπτύξει ένα άτομο το οποίο απώλεσε τις αισθήσεις του κατά το δυστύχημα.  Εν πάση περιπτώσει, κατά την εξέταση από αυτούς η εφεσείουσα δεν παρουσίαζε τέτοια συμπτώματα ή αν παρουσίαζε, είχαν ήδη υποχωρήσει. 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε ο Δρ. Γαλατόπουλος, που ήταν ένας από τους θεράποντες της γιατρούς, δεν ισχυρίστηκε ότι ήταν ανίκανη προς εργασία.  Μίλησε απλώς για προβλήματα που θα δημιουργούνται, όπως διαπληκτισμοί με τους συναδέλφους της και δυσκολίες προσαρμογής της σε ωράριο.  Δεν απέκλεισε τη δυνατότητα να εργάζεται έστω και για λίγες ώρες.  Όσον αφορά  δε τις κεφαλαλγίες και ζαλάδες, δέκτηκε ότι δεν είναι ιδιαίτερο πρόβλημα, γιατί έχουν βελτιωθεί και σε ένταση και σε διάρκεια. 

Η εφεσείουσα αναφέρει στο περίγραμμα αγόρευσής της λόγους για τους οποίους, σύμφωνα με τη γνώμη της, η μαρτυρία του Δρα Δωρίτη ήσαν ασαφής και μη πειστική.  Δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις της.  Ο συγκεκριμένος μάρτυς απέφυγε να προσδιορίσει για παράδειγμα το χρόνο μέσα στον οποίο η εφεσείουσα θα ήταν έτοιμη να ασχοληθεί πλήρως, γιατί, όπως ανέφερε, η επιστροφή στην πλήρη απασχόληση θα έπρεπε να γίνει σιγά σιγά και ο χρόνος δεν μπορούσε βέβαια να προσδιοριστεί.  Όσον αφορά δε την επιμονή ότι κατέστη πλήρως ανίκανη για εργασία για ψυχολογικούς λόγους, αρκεί να ανατρέξουμε στην ιατρική μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέκτηκε ως αληθή.

Δεν βρίσκουμε κανένα λόγο να επέμβουμε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των τριών γιατρών από το Δικαστήριο και έτσι ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα υπολογίστηκε η μελ[*1357]λοντική απώλεια απολαβών μέσα στα πλαίσια των γενικών αποζημιώσεων ως ένα συνολικό ποσό.  Ισχυρίζεται ότι υπήρχαν τα δεδομένα για υπολογισμό της απώλειάς της με τη μέθοδο του συντελεστή, ενώ το Δικαστήριο παρέλειψε να καθορίσει το ποσό που κατά την απόφαση αφορά τη μελλοντική απώλεια της, λόγω μείωσης της ικανότητάς της για εργασία.  Το Δικαστήριο είχε δεκτεί ότι η εφεσείουσα μπορούσε σταδιακά να αρχίσει να εργάζεται από 18.4.2000.

Η εφεσείουσα παρέλειψε να παρουσιάσει μαρτυρία που να προδιαγράφει την απώλεια των μελλοντικών της εισοδημάτων.  Προτίμησε να προωθήσει την εκδοχή της ολικής απώλειας εισοδήματος, παριστάνοντας ότι είναι εντελώς ανίκανη προς εργασία.  Στηρίκτηκε στο επιχείρημα ότι κατά την περιστασιακή απασχόλησή της στον πατέρα της δεν αμοίβεται ως εργοδοτούμενη. Δηλαδή η σχέση τους δεν είναι σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου, αλλά σχέση γονιού και παιδιού και συνεπώς κανένα ποσό δεν πρέπει να υπολογίζεται σχετικά ως εισόδημα.

Από τη στιγμή που το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή της για ολική απώλεια εισοδημάτων, η εφεσείουσα παρέμεινε ουσιαστικά χωρίς μαρτυρία ως προς το ύψος των απωλειών της στο συγκεκριμένο τομέα. 

Είναι αλήθεια ότι σε ορισμένες περιπτώσεις που  η χρήση του συντελεστή είναι αδύνατη ή ουχί η ενδεδειγμένη, το δικαστήριο προβαίνει σ’ ένα κατ’ αποκοπή υπολογισμό της απώλειας μελλοντικών εισοδημάτων.  Μια τέτοια περίπτωση είναι και η περίπτωση όπου ο τραυματισμένος εξακολουθεί να διατηρεί μεν την εργοδότησή του, χωρίς απώλεια εισοδημάτων, αλλά λόγω των συνεπειών του τραυματισμού του επηρεάζεται δυσμενώς στην αγορά εργασίας, στην περίπτωση που θα χάσει την τωρινή του εργοδότηση.

Θα πρέπει ακόμα να πούμε ότι η επιλογή που παρέχεται στα δικαστήρια να υπολογίζουν χωρίς τη μέθοδο του συντελεστή την απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων,  στην κατάλληλη περίπτωση, δεν θα πρέπει να αποτρέπει τους ενάγοντες από το να παρουσιάζουν τη δέουσα μαρτυρία.  Η δυνατότητα αυτή δεν τους απαλλάσσει από την υποχρέωσή τους να αποδείξουν την υπόθεσή τους όσο καλύτερα μπορούν, ούτε και επιτρέπει στα δικαστήρια τον εντελώς αυθαίρετο υπολογισμό γενικών αποζημιώσεων στις οποίες θα περιλαμβάνεται γενικά και χωρίς αιτιολόγηση κάποιο ποσό ως απώλεια μελλοντικών απολαβών.

Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο έκανε ακρι[*1358]βώς αυτό.  Εν όψει της έλλειψης σχετικής μαρτυρίας επιδίκασε κάποιο ποσό ως απώλεια μελλοντικών απολαβών μέσα στα πλαίσια των γενικών αποζημιώσεων, χωρίς όμως να το προσδιορίσει.

 

Η εφεσείουσα έχει υποστεί ένα πολύ σοβαρό τραυματισμό.  Ως αποτέλεσμα παρέμεινε σε κώμα για κάποιο χρονικό διάστημα, εξακολουθεί δε να αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω ψυχολογικών προβλημάτων που της κατέλειπε το ατύχημα.  Εν όψει της παράλειψης του πρωτόδικου δικαστηρίου να υπολογίσει χωριστά τις απώλειες για μελλοντικές απολαβές, αδυνατούμε να κρίνουμε κατά πόσο η πραγματική της απώλεια μελλοντικών απολαβών έχει αποζημιωθεί.

Όμως, βλέποντας την υπόθεση στην ολότητά της και κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούμε, βρίσκουμε ότι το ποσό των £20.000 δεν αντιπροσωπεύει τις απώλειες που η εφεσείουσα είχε υποστεί. Έτσι, αποφασίσαμε να το αυξήσουμε.

Στην απόφασή μας αυτή καταλήξαμε γιατί, αφ’ ενός βρίσκουμε ότι το ποσό που επιδικάστηκε είναι χαμηλό, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι σ’ αυτό περιλαμβάνεται και κάποιο ποσό για την απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων. Όμως και γιατί το Δικαστήριο, λανθασμένα, της επιδίκασε υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων και ως απώλεια εισοδημάτων, το ποσό των £10.773 γιατί η εφεσείουσα βρισκόταν εκτός εργασίας μέχρι τις 18.4.2000, ημερομηνία κατά την οποία στο Δικαστήριο δέκτηκε ότι μπορούσε σταδιακά να αρχίσει να εργάζεται. Μετά την ημερομηνία αυτή υπολόγισε, υποθέτουμε, τις απώλειες των απολαβών της μέσα στα πλαίσια των γενικών αποζημιώσεων. Όμως η απώλεια απολαβών μέχρι την ημερομηνία ακρόασης επιδικάζεται ως ειδική ζημία.  Συνεπώς το Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε επιδικάσει σχετικά και κάποιο ποσό ως απώλεια απολαβών, υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων, μεταξύ της 18.4.2000 και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης, επτά σχεδόν μήνες αργότερα.

Δεν υπάρχει λόγος έφεσης που να στρέφεται εναντίον αυτής της παράλειψης του Δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν μπορούμε να επέμβουμε.  Το σχολιάζουμε όμως για να δείξουμε ότι το ποσό που επιδικάστηκε είναι χαμηλό και γι’ αυτό το λόγο. Λαμβάνοντας όλους τους παράγοντες υπ’ όψιν αποφασίσαμε να αυξήσουμε το ποσό που της έχει επιδικαστεί ως γενικές αποζημιώσεις από £20.000 σε £28.000.

Η εφεσείουσα παραπονείται ακόμα ότι δεν της επιδικάστηκε οποιοδήποτε ποσό για μεταφορικά και φάρμακα.  Το Δικαστήριο βρήκε ότι απουσίαζε μαρτυρία που να αναφέρεται στην πραγματική [*1359]της δαπάνη για τα δύο αυτά θέματα.  Είναι γνωστή η αρχή ότι οι ειδικές αποζημιώσεις αποδεικνύονται αυστηρά και στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο με τα ενώπιόν του στοιχεία έκρινε ότι η συγκεκριμένη απώλεια δεν μπορούσε να αποδειχθεί. Όσα αναφέρονται σχετικώς στο περίγραμμα έφεσης δεν φαίνεται να κλονίζουν την κατάληξη αυτή.

Η εφεσείουσα τέλος παραπονείται ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό για τα απωλεσθέντα εισοδήματα της μητέρας της για το διάστημα που την φρόντιζε.  Κατά την ακροαματική διαδικασία παρέλειψε να ισχυριστεί ότι κατέβαλε στη μητέρα της οποιοδήποτε ποσό για τις φροντίδες της ή έστω, ότι αυτή την φρόντιζε επ’ αμοιβή. Έτσι, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η ενάγουσα δεν είχε αποδείξει το σχετικό κονδύλι των ειδικών αποζημιώσεων.  Ο ισχυρισμός της μητέρας ότι έχασε τους μισθούς της δεν είναι αρκετός, καταλήγει ορθά το Δικαστήριο, εφ’ όσον δεν συσχετίστηκε με αξίωση της εφεσείουσας.  Η εφεσείουσα θα είχε δικαίωμα αποζημίωσης για τα εισοδήματα που η μητέρα της απώλεσε όταν την φρόντιζε, νοουμένου ότι θα της είχε καταβάλει το ποσό αυτό. Το γεγονός και μόνο ότι η μητέρα της εγκατέλειψε την εργασία της για να την φροντίζει δεν είναι αρκετό για να επιδικαστούν ανάλογες αποζημιώσεις.

Έχει ασκηθεί και αντέφεση. Ο πρώτος λόγος της αντέφεσης αναφέρει ότι το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν ως γενικές αποζημιώσεις είναι υπερβολικά ψηλό.  Εν όψει της διαπίστωσής μας ότι αντίθετα ήταν χαμηλό, ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί άνευ άλλου τινός.

Με το δεύτερο λόγο αντέφεσης ο εφεσίβλητος παραπονείται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα επέβαλε τόκο προς 8% από 6.10.1997, ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος επί του ποσού των £20.000 που επιδικάστηκε στην εφεσείουσα υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων. Ισχυρίζεται ότι αφού μέσα στο συγκεκριμένο ποσό συμπεριλήφθηκε και ποσό που αφορούσε ζημιά που αντιστοιχούσε σε μείωση της  ικανότητάς της για εργασία, το ποσό αυτό δεν θα έπρεπε να ήταν τοκοφόρο.  Το επιχείρημα είναι ορθό, αλλά εν όψει του γεγονότος ότι το Δικαστήριο δεν ξεχώρισε ποιό από το ποσό που επιδίκασε αναφέρεται στην απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων, είτε στη μείωση της εισοδηματικής της ικανότητας, αδυνατούμε να κάνουμε οποιοδήποτε υπολογισμό. Η δυσκολία μας αυτή μεγαλώνει λόγω του γεγονότος ότι έχουμε προβεί σε αύξηση των αποζημιώσεων που έχουν επιδικαστεί.  Αποφασίσαμε, με κάποια δυσκολία, να επιδικάσουμε τόκο προς 8% από 6.10.1997, ημερομηνία [*1360]γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος μέχρι αποπληρωμής, επί του ποσού των £20.000.  Στην απόφασή μας αυτή καταλήξαμε εντελώς εμπειρικά, και ελλείψει στοιχείων και στην προσπάθειά μας να φτάσουμε σ’ ένα δίκαιο αποτέλεσμα.  Δεν σημαίνει ότι θεωρήσαμε ότι η απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων της εφεσείουσας, είτε η μείωση της εισοδηματικής της ικανότητας στο μέλλον ανέρχεται στο ποσό των £8.000 ή σε οιονδήποτε άλλο ποσό. 

Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω με το ποσό    των γενικών αποζημιώσεων να ανέρχεται στις £28.000. Τα έξοδα της έφεσης θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο και τα έξοδα της αντέφεσης την εφεσείουσα.

Η έφεση επιτρέπεται. Η�πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου. Διατάσσεται όπως τα έξοδα της αντέφεσης βαρύνουν την εφεσείουσα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο