Κούνουνα Χριστοφής ν. C. & A. Simonos Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 1361

(2002) 1 ΑΑΔ 1361

[*1361]13 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΦΗΣ ΚΟΥΝΟΥΝΑ,

Εφεσείων,

ν.

C. & A. SIMONOS LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11077)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Προϋποθέσεις εκδόσεως ― Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση, ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας, πιθανότητα να υποστεί ο ενάγων ανεπανόρθωτη ζημιά και στάθμιση κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα ― Σκοπός ενός συντηρητικού διατάγματος που εκδίδεται βάσει του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν. 14/60) είναι κυρίως η διατήρηση της κατάστασης κατά την οποία προέκυψε η υπό εκδίκαση διαφορά και η διατήρηση της επίδικης περιουσίας, εκκρεμούσης της ακρόασης και της εκδίκασης της αγωγής.

Το θέμα συζήτησης της παρούσας έφεσης αφορά το αίτημα του εφεσείοντος για έκδοση διατάγματος που να εμποδίζει την πρόκληση ζημιών σε μηχανήματα του, τα οποία μεταβίβασε στους εφεσίβλητους, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, μαζί με προνόμιο λατομείου για ανόρυξη ασβεστόλιθου.  Η εν λόγω συμφωνία είχε τερματισθεί μετά από διαφωνίες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξακρίβωσε ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 προχώρησε και δέκτηκε ότι ανκαι πληρούνται και οι προϋποθέσεις του Άρθρου 4 του Κεφ. 6, δεν θα ήταν δίκαιο για τους εφεσίβλητους να διαταχθούν να μην χρησιμοποιούν τα μηχανήματα σε μια επιχείρηση λατομείου που συμφώνησαν να αγοράσουν.  Η έκδοση του διατάγματος δεν θεωρήθηκε από το Δικαστήριο δίκαιη στην περίπτωση που οι εφεσίβλητοι θα είχαν στο τέλος της ημέρας δίκαιο στους ισχυρισμούς τους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού έκαμε εκτενή αναφορά στις καθιε[*1362]ρωμένες νομολογιακές αρχές έκδοσης συντηρητικού διατάγματος καις τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι οποίες προκύπτουν σαφώς από το πιο πάνω εισαγωγικό σημείωμα, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:  Στην ουσία δεν υπάρχει λόγος να εκδοθεί διάταγμα που να διατάσσει το αυτονόητο.  Αν τα μηχανήματα, αποδειχθεί, ότι ανήκουν τελικά στους εφεσείοντες και φανεί ότι οι εφεσίβλητοι προκάλεσαν ζημιές σ’ αυτά, υπάρχει πάντα η ικανοποίηση της επιδίκασης αποζημιώσεων.  Όμως, εκτός αυτού και εκτός του ότι θα ήταν πρακτικά δύσκολο να παρακολουθηθεί η εφαρμογή ενός τέτοιου διατάγματος και πολύ περισσότερο να ασκηθούν μέτρα σε τυχόν αίτηση για παρακοή, δεν θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, εύλογο και δίκαιο να εκδοθεί. Το ισοζύγιο ευχέρειας (balance of convenience) κρίνεται με βάση τα ενώπιον του δικαστηρίου κατά τον ουσιώδη χρόνο στοιχεία και στην παρούσα περίπτωση φαίνεται ότι αυτό κλίνει υπέρ των εφεσίβλητων για διάφορους λόγους.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Odysseos v. Pieris Estates a.o. (1982) 1 C.L.R. 557,

Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Θεωρή (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 255,

Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,

Cyprus Sulpher and Copper Company Limited κ.ά. ν. Παραρλάμα Λτδ κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1040,

Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954,

Ioannis Kotsapas and Sons Ltd v. Titan Construction and Engineering Company (1961) C.L.R. 317,

Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231,

Efstathios Kyriacou and Sons Ltd v. Mouzourides (1963) 2 C.L.R. 1,

Michael v. Brevinos Limited (1969) 1 C.L.R. 578,

Jonitexo Ltd v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassler KG (1984) 1 C.L.R. 263,

[*1363]

Κοσμά ν. Χατζηκυπρή κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 169.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 11/4/01 (Αρ. Αγωγής 88/01) με την οποία απέρριψε την αίτησή του για έκδοση προσωρινού διατάγματος το οποίο να εμποδίζει τους εναγόμενους να χρησιμοποιούν, μεταβιβάσουν ή αποξενώσουν τα μηχανήματά του μετά τον τερματισμό από αυτούς της συμφωνίας μεταβίβασης του προνομίου λατομείου το οποίο κατείχε ο ενάγων καθώς και το αίτημά του για κατάθεση από τους εναγόμενους τραπεζικής εγγύησης ύψους £200.000.

Ευαγ. Πουλλά – Μακαρούνα, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Λουκαΐδου – Θεοφάνους, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή  Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: H παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόρριψης αιτήματος για έκδοση συντηρητικού διατάγματος.  Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης ο ενάγων-εφεσείων, δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 31.3.2001, μεταβίβασε στους εναγόμενους-εφεσίβλητους προνόμιο λατομείου για ανόρυξη ασβεστόλιθου στο χωρίο Ανδρολύκου της επαρχίας Πάφου, μαζί  με αριθμό μηχανημάτων. Παρέμεινε ως εργοδοτούμενος στο λατομείο και σύμφωνα με την παράγρ. 7 της έκθεσης απαίτησης, κατά τη μεταβατική περίοδο της εκτέλεσης της συμφωνίας, για διευκόλυνση των εργασιών, ενοικίασε στους εφεσίβλητους, με εύλογο ημερήσιο ενοίκιο, αριθμό μηχανημάτων ιδιοκτησίας του, άλλων των περιλαμβανομένων στη γραπτή συμφωνία.

 

Ύστερα από διαφωνίες που προέκυψαν, ο εφεσείων και μια άλλη εταιρεία που προφανώς εκπροσωπούσε δικά του συμφέροντα και ήταν επίσης συμβαλλόμενο μέρος, τερμάτισαν τη ρηθείσα συμφωνία.  Όταν στη συνέχεια προσπάθησε να μετακινήσει τα μηχανήματά του, οι εφεσίβλητοι δεν του το επέτρεψαν.

Στην έκθεση απαίτησης αξιώνει διάταγμα που να εμποδίζει τους [*1364]εφεσίβλητους από το να χρησιμοποιούν τα συγκεκριμένα μηχανήματα, διάταγμα που να επιτρέπει στον ίδιο να τα μετακινήσει και μεταφέρει εκτός του λατομείου, καθώς και διάταγμα με το οποίο να διατάσσονται οι εφεσίβλητοι να μην εμποδίσουν κατά τη μεταφορά των μηχανημάτων την είσοδό του στο λατομείο.  Τέλος, αξιώνει ποσό £200 την ημέρα ως δίκαιο ή εύλογο ενοίκιο για τη χρήση των μηχανημάτων.

Με την αίτηση αξίωνε την έκδοση προσωρινού διατάγματος που να εμποδίζει τους εφεσίβλητους από του (α) να χρησιμοποιούν καθ’ οιονδήποτε χρόνο τα μηχανήματα, (β) να προκαλούν ζημιές σ’ αυτά, (γ) να μεταβιβάσουν, πωλήσουν ή αποξενώσουν τα μηχανήματα.  Τέλος (δ) αξιώνεται η κατάθεση από τους εφεσίβλητους τραπεζιτικής εγγύησης ύψους  £200.000.

Στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την αίτηση προβάλλεται ο κίνδυνος καταστροφής και η πρόκληση ζημιάς στα μηχανήματα, καθώς και ο κίνδυνος πώλησης ή αποξένωσής τους.

Οι εφεσίβλητοι, από την άλλη, ισχυρίζονται ότι τα συγκεκριμένα μηχανήματα αποτελούσαν μέρος της έγγραφης συμφωνίας παραχώρησης σ’ αυτούς του προνόμιου λατομείου και απορρίπτουν τον ισχυρισμό για ενοικίαση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, καθώς και οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6.  Κατέληξε όμως ότι με την εξαίρεση του διατάγματος που απαγορεύει στους εφεσίβλητους την αποξένωση των μηχανημάτων, δεν είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, μια και εκκρεμούσε ενώπιόν του ισχυρισμός από την άλλη πλευρά ότι τα μηχανήματα αποτελούσαν μέρος της συμφωνίας και αντικείμενο πώλησης σ΄ αυτούς.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο έσφαλε, όταν ενώ κατέληξε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, δεν εξέδωσε τα αιτούμενα διατάγματα.  Περαιτέρω, τονίζει ότι η χρησιμοποίηση των μηχανημάτων στο λατομείο τα φθείρει και  τους προκαλεί ζημιά, η οποία δυνατόν να είναι ανεπανόρθωτη.  Παραπονείται ακόμα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα, άνκαι κατέληξε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 του Κεφ.6, δεν εξέδωσε τα αιτούμενα διατάγματα, παρ’ όλον ότι σκοπός ήταν η προστασία του αντικείμενου της αγωγής. 

Περαιτέρω προβάλλει ότι λήφθηκαν υπ’ όψιν αντινομικοί και [*1365]εξωγενείς λόγοι. Τέλος  παραπονείται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο προέταξε ως λόγο άρνησης το γεγονός ότι το αιτητικό (Α) της αίτησης είναι ταυτόσημο με το αιτητικό (Α) της αγωγής, παραβλέποντας ότι το ουσιαστικό αιτητητικό στην αγωγή ήταν οι θεραπείες  (Β) και (Γ) της παραγρ. 11 της έκθεσης απαίτησης.

Κατά το χρόνο της ακρόασης της έφεσης η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα απέσυρε το αιτητικό (Α) της αίτησης, δηλαδή την αξίωση για έκδοση διατάγματος που να εμποδίζει τους εφεσίβλητους από του να χρησιμοποιούν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τα μηχανήματα. Έτσι, αφού το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα με το οποίο οι εφεσίβλητοι εμποδίζονται από του να αποξενωθούν των μηχανημάτων, κατ’ έφεση παραμένει προς συζήτηση μόνο το αίτημα του εφεσείοντα για έκδοση διατάγματος που να εμποδίζει την πρόκληση ζημιών στα μηχανήματα και βέβαια το διάταγμα για κατάθεση τραπεζιτικής εγγύησης. 

Ο εφεσείων δεν προώθησε καθόλου το τελευταίο αίτημα, σε σημείο που μπορεί να υποτεθεί ότι το έχει εγκαταλείψει.  Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι δυνατό να εκδοθεί ένα τέτοιο διάταγμα, γιατί το αίτημα είναι εντελώς αόριστο.  Αξιώνεται η κατάθεση εγγύησης συγκεκριμένου ύψους, αλλά δεν αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο θα δοθεί αυτή η εγγύηση, ούτε και οι υποχρεώσεις που θα αναλαμβάνονται.  Επί του θέματος, δεν είναι διαφωτιστική ούτε η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση. Συνεπώς με ασφάλεια μπορούμε να πούμε ότι η αξίωση αυτή στερείται οποιουδήποτε ερείσματος.

Έτσι θα επικεντρωθούμε στο αίτημα για έκδοση διατάγματος που να εμποδίζει τους εφεσίβλητους να προκαλούν οποιαδήποτε ζημιά στα μηχανήματα.

Ας αρχίσουμε από την έκθεση απαίτησης.  Το μεγαλύτερο μέρος της αναλώνεται στην ανάλυση της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων ημερ. 31.3.2000 και στην κατ’ ισχυρισμόν αθέτησή της από τους εφεσίβλητους.  Αναφορά στα μηχανήματα γίνεται μόνο όταν ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι τα άφησε στο χώρο του λατομείου, για διευκόλυνση των εργασιών, λόγω της εκεί εργοδότησής του, με την προϋπόθεση της καταβολής ενοικίου, το ύψος του οποίου δεν φαίνεται όμως να είχε συμφωνηθεί.  Μετά την απόλυσή του από τους εφεσίβλητους, σύμφωνα με την παράγρ. 9 της έκθεσης απαίτησης, προσπάθησε να τα μετακινήσει αλλά εμποδίστηκε.

Η αιτία αγωγής δεν είναι ξεκάθαρη.  Δεν φαίνεται δηλαδή αν ο εφεσείων αξιώνει τις αιτούμενες θεραπείες βασιζόμενος στη γραπτή [*1366]συμφωνία του με τους εφεσίβλητους ή σε ρητή ή εξυπακουόμενη συμφωνία ενοικίασης των μηχανημάτων.  Η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε και ο ισχυρισμός ότι ο εφεσείων τα άφησε στο λατομείο κατά τη μεταβατική περίοδο της εκτέλεσης της συμφωνίας και λόγω του ότι ήταν εργοδοτούμενος εκεί, δυσκολεύει ακόμα περισσότερο.  Δεν φαίνεται αν η μετακίνηση των μηχανημάτων ήταν επιθυμητή λόγω της κατ΄ ισχυρισμόν αθέτησης της γραπτής συμφωνίας για την παραχώρηση του λατομείου από τους εφεσίβλητους ή αν οι εφεσίβλητοι αθέτησαν οποιονδήποτε όρο της συμφωνίας για ενοικίαση, ή αν ο εφεσείων αυτόβουλα προέβη στον τερματισμό της ενοικίασης. 

Από την άλλη, οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι τα μηχανήματα ήταν μέρος της συμφωνίας παραχώρησης του προνόμιου και συνεπώς τους  ανήκουν.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση που ήταν κατά πόσο τα μηχανήματα ήταν μέρος της γραπτής σύμβασης ή αντικείμενο άλλης ανεξάρτητης συμφωνίας.  Ακόμα έκρινε ότι ικανοποιείται και η πιθανότητα ο εφεσείων να δικαιούται στην αιτούμενη θεραπεία.  Αποφάσισε επίσης ότι τυχόν αποξένωση των μηχανημάτων θα συνιστούσε σοβαρή απώλεια που θα καθιστούσε, στο τέλος της διαδικασίας, την απονομή πλήρους δικαιοσύνης δύσκολη.

Μετά την εξακρίβωση ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, το Δικαστήριο προχώρησε και δέκτηκε ότι  άνκαι πληρούνται και οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 του Κεφ.6, δεν θα ήταν δίκαιο για τους εφεσίβλητους να διαταχθούν να μην χρησιμοποιούν τα μηχανήματα σε μια επιχείρηση λατομείου που συμφώνησαν να αγοράσουν.  Η έκδοση του διατάγματος δεν θεωρήθηκε από το Δικαστήριο δίκαιη στην περίπτωση που οι εναγόμενοι θα είχαν στο τέλος της ημέρας δίκαιο στους ισχυρισμούς τους.

Η ύπαρξη απλώς των τριών θεσμικών προϋποθέσεων δεν είναι αρκετή. Στο τελικό στάδιο το δικαστήριο πρέπει πρόσθετα να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί ένα τέτοιο διάταγμα (Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Θεωρή (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε), 255, 258).

Όπως σημειώθηκε και στην υπόθεση Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 266, 267,  το Ανώτατο Δικαστήριο [*1367]είναι πολύ προσεκτικό στο να επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας κατώτερου δικαστηρίου.  Επεμβαίνει μόνο αν έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή εφαρμογή λανθασμένης νομικής αρχής, ή αν η απόφαση έχει ληφθεί χωρίς το πρωτόδικο δικαστήριο να λάβει υπ’ όψιν του τους παράγοντες που έπρεπε να λάβει. 

Είναι καλά καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι η έκδοση συντηρητικού διατάγματος  είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η άσκηση της ευχέρειας είναι καθαρά εσφαλμένη και ασκήθηκε με εσφαλμένη εκτίμηση των διαφόρων παραγόντων που έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν (βλέπε επίσης Cyprus Sulpher and Copper Company Limited και Άλλοι ν. Παραρλάμα Λτδ και Άλλων (1990) 1 Α.Α.Δ. 1040 και Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954). Το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του εφεσείοντα (Ioannis Kotsapas and Sons Ltd v. Titan Construction and Engineering Company (1961) C.L.R 317, 322, Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231, 238).

Όπως έχει αποφασιστεί, αν η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε ορθά, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει ακόμα κι΄ αν στην περίπτωση που θα ασχολείτο με το θέμα πρωτοδίκως, δυνατόν να εξέδιδε διαφορετικό διάταγμα (Efstathios Kyriacou and Sons Ltd v. Mouzourides (1963) 2 C.L.R. 1).

Ο σκοπός ενός συντηρητικού διατάγματος που εκδίδεται βάσει του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 είναι κυρίως η διατήρηση της κατάστασης κατά την οποία προέκυψε η υπό εκδίκαση διαφορά και η διατήρηση της επίδικης περιουσίας, εκκρεμούσης της ακρόασης και της εκδίκασης της αγωγής (Michael v. Brevinos Limited  (1969) 1 C.L.R. 578).

H έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος αντίστοιχου προς τη θεραπεία που ζητείται με την αγωγή, δεν αποκλείεται (βλέπε Jonitexo Ltd v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassler KG (1984) 1 C.L.R. 263. Βλέπε επίσης Κοσμά ν. Χατζηκυπρή κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 169).

Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα που εμποδίζει τους εφεσίβλητους να μεταβιβάσουν ή αποξενώσουν τα επίδικα μηχανήματα. Μετά την απόσυρση της αίτησης για έκδοση διατάγματος που να εμποδίζει τη χρήση των μηχανημάτων και την απόρριψη της αίτησης για κατάθεση τραπεζιτικής εγγύησης, το μόνο που παραμένει να εξεταστεί σε δεύτερο βαθμό, εί[*1368]ναι η αξίωση για έκδοση προσωρινού διατάγματος που να εμποδίζει τους εφεσίβλητους από του να προκαλέσουν ζημιές ή απωλέσουν τα επίδικα μηχανήματα. 

Στην ουσία δεν υπάρχει λόγος να εκδοθεί διάταγμα που να διατάσσει το αυτονόητο.  Ασφαλώς και οι εφεσίβλητοι δεν έχουν δικαίωμα να προκαλέσουν ζημιές στα μηχανήματα, αν αυτά τελικά αποδειχθεί ότι ανήκουν στους εφεσείοντες και είχαν ενοικιαστεί σ’ αυτούς. Αν τα μηχανήματα, αποδειχθεί ότι ανήκουν τελικά στους εφεσείοντες και φανεί ότι οι εφεσίβλητοι προκάλεσαν σ’ αυτά ζημιά, υπάρχει πάντα η ικανοποίηση της επιδίκασης αποζημιώσεων.  Όμως, εκτός αυτού και εκτός του ότι θα ήταν πρακτικά πολύ δύσκολο να παρακολουθηθεί η εφαρμογή ενός τέτοιου διατάγματος και πολύ περισσότερο να ασκηθούν μέτρα σε τυχόν αίτηση για παρακοή, δεν νομίζουμε ότι εν πάση περιπτώσει είναι εύλογο και δίκαιο να εκδοθεί. Το ισοζύγιο της ευχέρειας (balance of convenience) κρίνεται με βάση τα ενώπιον του δικαστηρίου κατά τον ουσιώδη χρόνο στοιχεία (Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά., ανωτέρω) και στην παρούσα περίπτωση φαίνεται ότι αυτό κλίνει υπέρ των εφεσίβλητων για διάφορους λόγους.

Αφού δεν γνωρίζουμε και δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε την κατάσταση των μηχανημάτων και λοιπών αντικειμένων πριν από την έγερση της αγωγής και την καταχώρηση της παρούσας αίτησης, πώς μπορεί να εξεταστεί μελλοντική αίτηση για την πρόκληση ζημιάς στα μηχανήματα αυτά.

Κάτω από τις περιστάσεις και για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και έτσι απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο