D. & G. Products Ltd ν. Πάμπου άλλως Χαράλαμπου Αναστασίου (2002) 1 ΑΑΔ 1400

(2002) 1 ΑΑΔ 1400

[*1400]13 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

D. & G. PRODUCTS LTD.,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

ν.

ΠΑΜΠΟΥ ΑΛΛΩΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10744)

 

Συναλλαγματική ― Προϋποθέσεις κατάρτισης έγκυρης συναλλαγματικής μέσα στην έννοια του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262 ― Η υπογραφή του εκδότη είναι ουσιώδης για την εγκυρότητα συναλλαγματικής, χωρίς αυτή δεν μπορεί να εγερθεί αγωγή κατά του αποδέκτη, είτε ως αποδέκτη είτε ως εκδότη γραμματίου σε διαταγή (promissory note).

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Έκθεση απαιτήσεως ― Προϋποθέσεις παροχής θεραπείας που δεν εξειδικεύεται στην έκθεση απαιτήσεως είναι (α) η θεραπεία «στοιχειοθετείται από τα γεγονότα που περιέχονται στην έκθεση απαίτησης» και (β) τα γεγονότα αυτά αποδεικνύονται μετά στη δίκη.

Βάση της αγωγής της εφεσείουσας εταιρείας εναντίον του εφεσίβλητου ήταν συναλλαγματική (τεκμ. 1) για το ποσό των £5.000 το οποίο αντιπροσώπευε το κόστος κατασκευής μιας πισίνας που η εταιρεία συμφώνησε να προμηθεύσει τον εφεσίβλητο στο υπό ανέγερση σπίτι του.  Η πισίνα παρουσίασε καθίζηση.  Η εταιρεία αρνήθηκε ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα πλημμελούς κατασκευής ή εφαρμογής, όπως ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος.  Απέδωσε τη βλάβη στην κακή και ανασφαλή προετοιμασία της υποδομής που θα δεχόταν την πισίνα και του περιμετρικού της χώρου, που, κατά την εφεσείουσα, ήταν ευθύνη του εφεσίβλητου.  Ο εφεσίβλητος με ανταπαίτησή του αξίωνε ποσό £7.500 για τη ζημιά που υπέστη.  Η απαίτηση περιορίστηκε τελικά στο ποσό των £2.000.

Η συναλλαγματική απευθύνεται προς τον εφεσίβλητο, που την υπο[*1401]γράφει κάτω από τη λέξη “o πελάτης”.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή χωρίς έξοδα, ενόψει της απόρριψης και της ανταπαίτησης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το τεκμ. 1 δεν ήταν συναλλαγματική, σύμφωνα με το νομοθετικό ορισμό του όρου από το Άρθρο 3(1) και (2) του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, αφού δεν έφερε την υπογραφή του εκδότη της ούτε προέκυπτε ποιος ήταν.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

1) Το έγγραφο πληρεί τις προϋποθέσεις των Άρθρων 3 και 5 του Κεφ. 262 για την κατάρτιση συναλλαγματικής και η περί του αντιθέτου διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη.

2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του διευθυντή της εφεσείουσας.

3) Το βάρος της απόδειξης ισχυρισμών αντίθετων με το περιεχόμενο του τεκμ. 1, που είναι αξιόγραφο, είχε ο εφεσίβλητος, ο οποίος έπρεπε να παρουσιάσει πρώτος την υπόθεσή του.

4) Δεν αποκλείεται η παροχή θεραπείας άλλης από αυτή που ζητείται στο δικόγραφο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.  Το ουσιαστικό χαρακτηριστικό μιας συναλλαγματικής είναι η υπογραφή του εκδότη στην όψη της, στην απουσία της (υπογραφής) η αποδοχή είναι ανίσχυρη και το έγγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γραμμάτιο σε διαταγή από τον αποδέκτη.

     Η λέξη issue (έκδοση) στο Άρθρο 2 δεν έχει την έννοια που του απέδωσε ο συνήγορος της εφεσείουσας, ότι δηλαδή αρκεί η παράδοση χωρίς υπογραφή του εκδότη.

2.  Το τεκμ. 1 δεν μπορεί να είχε το χαρακτήρα χρεωστικού ομολόγου (promissory note) ή καλύτερα «γραμματίου εις διαταγή», όπως το promissory note καλείται στην επίσημη μετάφραση του Κεφ. 262.  Στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων δεν έχει εφαρμογή είτε το Άρθρο 5(2) είτε το Άρθρο 83.  Δεν υπήρξε ισχυρισμός στο δικόγραφο ότι η εφεσείουσα είχε και τις δύο ιδιότητες του εκδότη και [*1402]του αποδέκτη.

3.  Η υπόθεση δεν πληρεί τις προϋποθέσεις για την παροχή θεραπείας που δεν εξειδικεύεται στην έκθεση απαίτησης. Εδώ και να εκληφθεί ότι το τεκμ. 1 αποτελεί έγγραφη αναγνώριση υποχρέωσης, δεν αποτελεί ανεξάρτητη αιτία αγωγής.  Ασφαλώς θα είχε τη θέση του στα πλαίσια απόδειξης της υπόθεσης αν η εφεσείουσα κινούσε την αγωγή της και/ή επί της ουσιαστικής αντιπαροχής, δηλαδή, την εγκατάσταση της πισίνας.

4.  Δεν έχει τεκμηριωθεί το παράπονο της εφεσείουσας για λανθασμένη εκτίμηση της μαρτυρίας.

5.  Καμιά νύξη δεν έχει γίνει κατά τη δίκη αναφορικά με το θέμα που έθεσε η εφεσείουσα ότι ο εφεσίβλητος έπρεπε να αρχίσει πρώτος και για τον λόγο αυτό δεν είναι δυνατή η εξέτασή του για πρώτη φορά κατ’ έφεση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1(A) A.A.Δ. 400,

Re Romer and Haslam [1893] 2 QB 286.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 10/12/00 (Αρ. Αγωγής 591/96) με την οποία έκρινε ότι αυτή δεν απέδειξε την αξίωσή της για οφειλή ποσού £2.000 από τον εναγόμενο προς αυτή και απέρριψε την αγωγή της αφού έκρινε ότι οι μεταχρονολογημένες επιταγές οι οποίες της δόθηκαν από τον εναγόμενο παραλήφθηκαν προς εξόφληση συναλλαγματικής και εξαργυρώθηκαν.

Γ. Παπαθεοδώρου, για την Εφεσείουσα.

Φ. Πελίδης με Γαλ. Σαζεΐδου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δι[*1403]καστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα είναι συγκροτημένη ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.  Έχει την έδρα και το κέντρο δραστηριοτήτων της στη Λευκωσία. Ασχολείται κυρίως με την κατασκευή και εμπορία κολυμβητικών δεξαμενών.  Συμφώνησε δε να προμηθεύσει μία τέτοια δεξαμενή (πισίνα) στο υπό ανέγερση τότε σπίτι του εφεσίβλητου (εναγόμενου) στο Σούνι Λεμεσού αντί £10.500. Η εγκατάσταση έγινε, αλλά κάτι δεν πήγε καλά.  Η πισίνα παρουσίασε καθίζηση οφειλόμενη σε διαρροή νερού.  Η εταιρεία αρνήθηκε ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα πλημμελούς κατασκευής ή εφαρμογής, όπως ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος. Απέδωσε τη βλάβη στην κακή και ανασφαλή προετοιμασία της υποδομής που θα δεχόταν την πισίνα και του περιμετρικού της χώρου, που, κατά την εφεσείουσα, ήταν ευθύνη του εφεσίβλητου.

Η υπόθεση κατέληξε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όπου η εταιρεία κίνησε την αγωγή με αρ. 591/96.  Αξίωσε ποσό £5.000 οφειλόμενο, σύμφωνα με το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο της αγωγής, “δυνάμει συναλλαγματικής ή γραμματίου ή χρεωστικού ομολόγου ή ανάληψης υποχρέωσης”.  Δεν ήταν η συμφωνία κατασκευής της πισίνας η βάση αγωγής. Το ζήτημα, όπως το έχω εισάξει, τέθηκε με το δικόγραφο της υπεράσπισης.  Ήταν δε η υπόθεση του εφεσίβλητου, ότι εξαιτίας της παράβασης της συμφωνίας και των κακοτεχνιών της εφεσείουσας στην εκτέλεση της εργασίας, η πισίνα καταστράφηκε ολοσχερώς. Και υπέστη ζημίες £15.000, ποσό που διεκδίκησε στην ίδια αγωγή με ανταπαίτηση.  Πρέπει ωστόσο να ειπωθεί ότι το ποσό περιορίστηκε, ύστερα από δήλωση του δικηγόρου του εφεσίβλητου, σε £7.500.  Περαιτέρω περιορίστηκε και η ίδια η απαίτηση στο ποσό των £2.000 μετά από παράλληλη δήλωση του κ. Παπαθεοδώρου ημερ. 13/1/98.

Είναι χρήσιμη εδώ μια σύντομη, αλλά σχετικά κρίσιμη παρένθεση.  Φαίνεται ότι, παράλληλα με την υπογραφή της συναλλαγματικής (τεκμ. 1) - θα την αποκαλούμε έτσι παρόλο που αμφισβητείται η οντότητα της - ο εφεσίβλητος έδωσε στην εταιρεία και 10 μεταχρονολογημένες επιταγές των £500 η καθεμιά. Σύμφωνα με την απόδειξη, τεκμ. 2, που έδωσε η εταιρεία, οι επιταγές παραλήφθηκαν προς “εξόφληση της συναλλαγματικής”. Όπως κατέθεσε κατά τη δίκη ο εφεσίβλητος, οι πέντε από αυτές εξαργυρώθηκαν.  Ωστόσο όταν διαφάνηκε ότι η πισίνα είχε πρόβλημα, με εντολή του, ημερ. 1/6/94, σταμάτησε την πληρωμή των υπόλοιπων επιταγών.  Μέχρι τότε, κατά την εκδοχή του, είχε πληρώσει έναντι αποδείξεων £5.000 και πέντε επιταγές των £500, δηλαδή, συνολικά £7.500, ποσό στο [*1404]οποίο τελικά περιόρισε την ανταπαίτηση του.

Προηγουμένως, η εφεσείουσα κίνησε δύο χωριστές αγωγές στον εφεσίβλητο για να εισπράξει δύο από τις παραπάνω επιταγές.  Ήταν οι αγωγές 11676/95 και 11677/95 που τότε εκκρεμούσαν και συνεκδικάστηκαν, μετά από δικαστικό διάταγμα συνένωσης τους, με την αγωγή 591/96.  Υποβλήθηκε σ΄αυτές η ίδια υπεράσπιση και ανταπαίτηση.  Πρέπει να λεχθεί ότι υπήρξε κοινή προδικαστική ένσταση στις παραπάνω αγωγές (από τον εναγόμενο/εφεσίβλητο) αναφορικά με τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι τοπική αρμοδιότητα για εκδίκαση της συνενωμένης αγωγής δεν είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αλλά εκείνο της Λεμεσού.  Η ένσταση όμως δεν έγινε δεκτή.  Ωστόσο δε δόθηκε συνέχεια στο ζήτημα με την κρινόμενη διαδικασία.

Η πρωτόδικη δικαστής απέρριψε την ανταπαίτηση.  Έκρινε ότι το όλο εγχείρημα έμεινε σε επίπεδο ισχυρισμών.  Ο εφεσίβλητος δεν προσκόμισε μαρτυρία να αποδείξει την υπόθεση του.  Έμεινε αναπόδεικτη.  Δε θα χρειασθεί να εξετάσουμε ούτε το ζήτημα αυτό.  Δεν έχουμε αντέφεση.  Η απόρριψη της ανταπαίτησης ήταν το προοΐμιο για να δοθεί απόφαση υπέρ της εφεσείουσας για το ποσό των δύο επιταγών, που ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ότι εξέδωσε. Η μεταγενέστερη όμως αγωγή 591/96, που είναι το αντικείμενο μας, απορρίφθηκε.  Χωρίς έξοδα, ενόψει της απόρριψης και της ανταπαίτησης .

Η πρωτόδικη δικαστής, αφού αναφέρθηκε στο περιεχόμενο του τεκμ. 1, έκρινε πως αυτό δεν είναι συναλλαγματική, σύμφωνα με το νομοθετικό ορισμό του όρου από το άρθρ. 3(1) και (2) του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262.  Δε φέρει την υπογραφή του εκδότη της ούτε προκύπτει ποιός είναι.  Η εισήγηση του κ. Παπαθεοδώρου ότι το ίδιο πρόσωπο μπορεί να συνδυάσει τις ιδιότητες του εκδότη και του αποδέκτη δεν έγινε δεκτή.  Εξάλλου, πρόσθεσε η δικαστής, τέτοιος ισχυρισμός θα ήταν αντίθετος με την έκθεση απαίτησης, όπου αναφέρεται ρητά ότι οι ενάγοντες εξέδωσαν τη συναλλαγματική.  Περαιτέρω, παρατήρησε ότι η ενάγουσα δεν την παρουσίασε προς πληρωμή, όπως διατείνεται στο δικόγραφο της.  Δεν έφερε οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς το ζήτημα αυτό.

Εκ μέρους της εταιρείας κλήθηκε και έδωσε μαρτυρία μόνο ο διευθυντής της. Το δικαστήριο, ουσιαστικά, αφού χαρακτήρισε ασαφή τη μαρτυρία του ως προς το οφειλόμενο ποσό, τον έκρινε αναξιόπιστο. Στη συνέχεια σχολίασε το ζήτημα της παραλαβής από την εταιρεία των μεταχρονολογημένων επιταγών του εφεσίβλητου [*1405]και την έκδοση της εξοφλητικής απόδειξης τεκμ. 2 ως εξής:

“........αλλά περαιτέρω, κρίνω ότι με το τεκμήριο 2 απόδειξη για ποσό £5.000, όπου φαίνεται στις 11/12/93 να εκδόθηκαν οι επιταγές που αναφέρονται σ’ αυτό “προς εξόφληση συναλλαγματικής” οι ισχυρισμοί του αυτοί καθίστανται και αναξιόπιστοι και αντίθετα αυτό συνάδει με τους ισχυρισμούς του εναγομένου.  Για τους λόγους αυτούς, κρίνω ότι οι ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν την αξίωση τους στην αγωγή 591/96 και απορρίπτεται.”

Προτού συνοψίσουμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις, θα ήταν χρήσιμο να περιγράψουμε το τεκμ. 1. Είναι τυπωμένο στα αγγλικά αλλά συμπληρώνεται στα κύρια σημεία ιδιοχείρως.  Θα υπογραμμίσουμε τις συμπληρώσεις αυτές στο κείμενο του τεκμ. 1 που παραθέτουμε στη συνέχεια.  Στην πάνω δεξιά γωνία, βλέπουμε τις λέξεις “Exchange for” ακολουθούμενες από τον αριθμό £5.000, ενώ στην αριστερή πλευρά αναφέρεται ο αριθμός 1993.  Το υπόλοιπο μέρος έχει ως εξής:

“On 10/10/94 pay this Sola (ίσως εννοεί Sole) of Exchange to the order of D & G Products Ltd. the sum of five thousand pounds only.

Value of s/p as per invoice no: 04950.”

Η συναλλαγματική απευθύνεται στον εφεσίβλητο, που την υπογράφει κάτω από τη λέξη “ο πελάτης”.  Καμιά άλλη γραφή ή υπογραφή.

Η εφεσείουσα αμφισβητεί (με τον 1ο λόγο έφεσης) την ορθότητα του συμπεράσματος ότι το τεκμ. 1 δεν είναι συναλλαγματική, ισχυριζόμενη ότι το έγγραφο πληρεί τις προϋποθέσεις των άρθρ. 3 και 5 του Κεφ. 262 για την κατάρτιση συναλλαγματικής.  Εξάλλου, όπως υπέβαλε ο συνήγορος της, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρ. 2, “έκδοση” (issue) δε σημαίνει υπογραφή, αλλά παράδοση των εγγράφων, στοιχείο που εδώ, αναντίρρητα, υπάρχει. Περαιτέρω, επικρίνεται η πρωτόδικη δικαστής που, ανεξάρτητα από το ζήτημα αυτό, δε δικαίωσε την εφεσείουσα πάνω σε οποιαδήποτε από τις δύο άλλες βάσεις αγωγής, δηλαδή, να θεωρήσει το τεκμ. 1 είτε ως χρεωστικό ομόλογο είτε ως ανάληψη υποχρέωσης κατά το άρθρ. 83 του νόμου.  Έχει επίσης λεχθεί ότι μιά και εδώ πρόκειται για αξιόγραφο, η δυνατότης προβολής υπερασπίσεων περιορίζεται σε εκείνες που καθορίζει το άρθρ. 30.

Η εφεσείουσα επίσης αμφισβητεί (2ος λόγος) ότι δεν απέδειξε τους ισχυρισμούς της, όπως διατυπώνονται στην έκθεση απαίτησης.  [*1406]Και θεωρεί λανθασμένη την αποτίμηση της μαρτυρίας του διευθυντή της ως αναξιόπιστη.  Παρέπεμψε δε στην ίδια τη γραπτή υπεράσπιση και τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι πλήρωσε επιταγή συνολικής αξίας μόνο £2.500.  Επομένως, παρέμεινε υπόλοιπο οφειλόμενο και πληρωτέο.

Ο τελευταίος λόγος (τρίτος) έφεσης θίγει ζήτημα λανθασμένης αυτοκαθοδήγησης του δικαστηρίου ως προς το βάρος απόδειξης.  Η εισήγηση είναι ότι το βάρος απόδειξης ισχυρισμών αντίθετων με το περιεχόμενο του τεκμ. 1, που είναι αξιόγραφο, είχε ο εφεσίβλητος, ο οποίος έπρεπε να παρουσιάσει πρώτος την υπόθεση του.

Επικαλούμενος τέλος την υπόθεση Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992)1(A) Α.Α.Δ. 400, ο κ. Παπαθεοδώρου είπε ότι δεν αποτελεί κώλυμα για το δικαστήριο να παράσχει θεραπεία έστω και αν η απαίτηση στηρίζεται ή περιγράφεται διαφορετικά.  Δεν αποκλείεται η παροχή θεραπείας άλλης από από αυτή που ζητείται στο δικόγραφο.

Για να ενισχύσει το συμπέρασμα της πρωτόδικης απόφασης ότι το τεκμ. 1 δε συνιστούσε συναλλαγματική, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου μας παρέπεμψε στον Roy Goode “Commercial Law”, 2η έκδοση, σελ. 532:

“A Document cannot be a bill of exchange unless it carries the signature of the drawer”

(ένα έγγραφο δεν μπορεί να είναι συναλλαγματική εκτός αν φέρει την υπογραφή του εκδότη).

Και επίσης στον Byles “Bills of Exchange” 26η έκδοση, σελ. 13:

“the drawer’s signature is essential to the validity of a bill; without it no action can be maintained against the acceptor, either as such or as the maker of a note.”

[(η υπογραφή του εκδότη είναι ουσιώδης για την εγκυρότητα συναλλαγματικής· χωρίς αυτή δεν μπορεί να εγερθεί αγωγή κατά του αποδέκτη, είτε ως αποδέκτη είτε ως εκδότη γραμματίου σε διαταγή (promissory note)].

Ο κ. Πελίδης δέχθηκε ότι η παρατήρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εκδότης δεν μπορεί να είναι και αποδέκτης είναι λανθασμένη (και όντως ήταν), αλλά αυτό δεν αποτελούσε μέρος της αι[*1407]τιολογικής σκέψης της απόφασης. Ο σχετικός ισχυρισμός του κ. Παπαθεοδώρου (εκτός μαρτυρικού υλικού) ορθά δε λήφθηκε υπόψη, αφού η ενάγουσα, όπως επισημαίνει η πρωτόδικη απόφαση, δεν υπέγραψε το τεκμ. 1 με την ιδιότητα του εκδότη, όπως ευθέως ισχυρίζεται στο δικόγραφο της, δηλαδή, ότι εκδότης και αποδέκτης δεν είναι το ίδιο πρόσωπο.

Για τον ίδιο αυτό λόγο, υπέβαλε ο συνήγορος, το έγγραφο αυτό δεν αποτελούσε γραμμάτιο σε διαταγή.  Το άρθρ. 5(2) ορίζει ότι σε περίπτωση που εκδότης και αποδέκτης συναλλαγματικής είναι το ίδιο πρόσωπο, αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως γραμμάτιο σε διαταγή, σύμφωνα με το άρθρ. 83 “όπου ο αποδέκτης (και εκδότης) της συναλλαγματικής αποκτά την ιδιότητα του εκδότη του γραμματίου σε διαταγή”. Και επαναλαμβάνοντας το παραπάνω απόσπασμα του Byles υπέβαλε ότι το άρθρ. 5(2) είναι άσχετο με την κρινόμενη περίπτωση.

Το άρθρ. 83 δεν αναφέρεται, εν πάση περιπτώσει, σε έγγραφο ανάληψης ή αναγνώρισης υποχρέωσης.  Ούτε υπάρχει οποιαδήποτε σχετική πρόνοια στο νόμο.  Μόνο στην περίπτωση που η εφεσείουσα κινούσε την αγωγή της στη βάση τής μεταξύ των διαδίκων μερών συμφωνίας για την κατασκευή πισίνας, θα μπορούσε να αποκτήσει σημασία το έγγραφο ως μαρτυρία.  Είναι υπό αυτό το πνεύμα που και πρωτόδικα έχει λεχθεί ότι η ενάγουσα εξακολουθούσε να έχει το βάρος απόδειξης της απαίτησης της.

Δε φαίνεται να συζητήθηκε πρωτόδικα το νομικό αποτέλεσμα του τεκμ. 2.  Ούτε θίγηκε, όπως ήταν φυσικό, στην έφεση.  Δεν απασχόλησε το δικαστήριο, πέρα από την αναφορά του στο παραπάνω απόσπασμα.  Επομένως δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να τύχει εξέτασης τώρα. Θα υπομνήσουμε απλώς εδώ την υπόθεση Re Romer and Haslam [1893] 2 QB 286, ότι πληρωμή οφειλής με επιταγή, έστω και αν ο δανειστής αναγνώρισε πως αυτή λήφθηκε προς πλήρη διακανονισμό, αποτελεί πληρωμή υπό αίρεση και η οφειλή αναβιώνει αν δεν εξοφληθεί.

Είναι ορθό ότι, όπως διατυπώνεται στην έκθεση απαίτησης, η εφεσείουσα παρουσιάζεται ως εκδότρια της συναλλαγματικής και ο εφεσίβλητος ως αποδέκτης.  Είναι σαφής ο ισχυρισμός ότι υπήρχαν δύο μέρη με τις πιο πάνω δύο ξεχωριστές ιδιότητες.  Σε καμιά περίπτωση, κατά την ακροαματική διαδικασία, δε ζητήθηκε τροποποίηση, άνκαι με την υπεράσπιση αμφισβητήθηκε ευθύς εξαρχής η φύση του εγγράφου στο οποίο στηρίχθηκε η αγωγή και δόθηκε και συνέχεια στη δίκη.  Σε μιά τέτοια περίπτωση, όπως απαιτεί το άρθρ. [*1408]3(1), είναι αναγκαία η υπογραφή του εκδότη.  Διαφορετικά, σύμφωνα με το εδ. 2 του άρθρ. 3 δεν υπάρχει συναλλαγματική.  Σχετική ενίσχυση παρέχουν τα παραπάνω δύο σύντομα αποσπάσματα που παρέπεμψε ο κ. Πελίδης.

Έχουμε τη γνώμη πως η σχετική κρίση του δικαστηρίου είναι ορθή. Περαιτέρω ισχυροποίηση στην απόφαση μας παρέχει το εξής σημαντικό από τον Byles, ανωτέρω, αλλά η 24η έκδοση, σελ. 4:

“The essential feature in a bill of exchange is the signature of the drawer on the face of the bill; in its absence an acceptance is inoperative and the instrument cannot be treated as a promissory note of the acceptor.”

(Το ουσιαστικό χαρακτηριστικό μιας συναλλαγματικής είναι η υπογραφή του εκδότη στην όψη της· στην απουσία της (υπογραφής) η αποδοχή είναι ανίσχυρη και το έγγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γραμμάτιο σε διαταγή από τον αποδέκτη.)

Η γένεση αξιογράφου συμπίπτει με την πρώτη του παράδοση στο δικαιούχο. Η λέξη issue (έκδοση) στο άρθρ. 2 σημαίνει “the first delivery of a bill or note, complete in form to a person who takes it as a holder” (την πρώτη παράδοση συναλλαγματικής, γραμματίου ή επιταγής, συμπληρωμένης κατά τύπο σε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει αυτή ως κάτοχος).  Ορίζεται και η λέξη “delivery” (παράδοση).  Σημαίνει “μεταβίβαση κατοχής, πραγματική ή τεκμαρτή, από ένα πρόσωπο σε άλλο”. Ο όρος issue δεν έχει την έννοια που του απέδωσε ο κ. Παπαθεοδώρου ότι αρκεί η παράδοση χωρίς υπογραφή του εκδότη.  Η φράση “complete in form” δεν μπορεί να ερμηνευθεί διαφορετικά. Αλλά υπάρχουν και άλλες πρόνοιες π.χ. άρθρ. 21(3):

“Where a bill is no longer in the possession of a party who has signed it as drawer, acceptor or indorser, a valid and unconditional delivery by him is presumed until the contrary is proved.”

Συντομογραφικά, το λάθος του δικαστηρίου που επισημάναμε, δεν επηρέασε την ουσία της απόφασης ότι σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης άλλος ήταν ο εκδότης (η εφεσείουσα) και άλλος ο αποδέκτης (εφεσίβλητος).  Αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει εκτός με κατάλληλο διάβημα της εφεσείουσας.

Το τεκμ. 1 δεν μπορεί να είχε το χαρακτήρα χρεωστικού ομολόγου (promissory note).  Aς σημειωθεί ότι ο όρος αυτός, που χρησιμοποιείται όχι μόνο στην αγωγή αυτή αλλά και γενικότερα, είναι [*1409]αδόκιμος.  Προτιμούμε την επίσημη μετάφραση του Κεφ. 262, στην οποία το promissory note καλείται “γραμμάτιο εις διαταγή”. Το συμπέρασμα μας υποστηρίζεται από τις παραπάνω παραπομπές μας.  Συμφωνούμε με τον κ. Πελίδη ότι δεν έχει στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων εφαρμογή είτε το άρθρ. 5(2) είτε το άρθρ. 83.  Δεν υπήρξε ισχυρισμός στο δικόγραφο ότι η εφεσείουσα είχε και τις δύο ιδιότητες του εκδότη και του αποδέκτη.  Και η εισήγηση του συνηγόρου ότι αυτή ήταν η πραγματικότητα, χωρίς να είχε προηγηθεί η κατάλληλη τροποποίηση, δεν μεταβάλλει τη νομική θέση.

Η υπόθεση Kennedy Hotels Ltd., ανωτέρω, δεν είναι απάντηση στις δυσκολίες της εφεσείουσας. Ασφαλώς, όπως το Εφετείο επαναβεβαίωσε εκεί, είναι εφικτή η παροχή θεραπείας που δεν εξειδικεύεται στην έκθεση απαίτησης υπό δύο όμως όρους που εδώ δεν πληρούνται, δηλαδή, όπως ήδη εξηγήσαμε: (α) η θεραπεία “στοιχειοθετείται από τα γεγονότα που περιέχονται στην έκθεση απαίτησης”· και (β) τα γεγονότα αυτά αποδεικνύονται μετά στη δίκη. Εδώ και να εκληφθεί ότι το τεκμ. 1 αποτελεί έγγραφη αναγνώριση υποχρέωσης, δεν αποτελεί ανεξάρτητη αιτία αγωγής.  Ασφαλώς θα είχε τη θέση του στα πλαίσια απόδειξης της υπόθεσης αν η εφεσείουσα κινούσε την αγωγή της και/ή επί της ουσιαστικής αντιπαροχής, δηλαδή, την εγκατάσταση της πισίνας.

Η παρατήρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το βάρος απόδειξης συσχετίστηκε με την πρόταση του κ. Παπαθεοδώρου ότι το Δικαστήριο μπορεί να δώσει και θεραπεία που δεν αξιώνεται αν το τεκμ. 1 μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως έγγραφη ανάληψη υποχρέωσης πληρωμής.  Η επίμαχη παρατήρηση έχει ως εξής:

“Εν πάση περιπτώσει όμως, οι ενάγοντες εξακολουθούν να έχουν την υποχρέωση να αποδείξουν την αξίωση τους για το ποσό αυτό.  (των £2.000)”

Και είναι γεγονός ότι κατά την αντεξέταση ο μάρτυς της εφεσείουσας δεν ήταν σε θέση να διαφωτίσει το δικαστήριο ως προς το ακριβές υπόλοιπο της οφειλής.  Ισχυρίστηκε σε μια περίπτωση ότι τούτο ήταν £5.000.  Και σε άλλη ότι έπρεπε να ερευνήσει στην Τράπεζα για τις σχετικές λεπτομέρειες.  Στην επανέξεταση έδωσε άλλη εκδοχή (υπόλοιπο £4.000).  Ούτε εξήγηση έδωσε γιατί περιόρισε την απαίτηση από £5.000 σε £2.000.

Παρόντα λοιπόν πλείστα χαρακτηριστικά της αναξιόπιστης μαρτυρίας.  Είναι επομένως αβάσιμο το παράπονο για λανθασμένη εκτίμηση της μαρτυρίας.  Είναι υπ’ αυτό το πρίσμα που το δικα[*1410]στήριο αναφέρθηκε στο βάρος απόδειξης των ισχυρισμών που αφορούν την ανάληψη υποχρέωσης. Όπως όμως έχουμε υποδείξει η τέτοια υποχρέωση δεν μπορούσε να προβληθεί αυτοτελώς ως αιτία αγωγής.  Η εξέταση του θέματος από το δικαστή έγινε εκ του περισσού.  Δείχνει όμως η μαρτυρία τη σύγχιση και αβεβαιότητα που επικράτησε σε σχέση με τις αξιώσεις της εφεσείουσας.

Αναφορικά με το ερώτημα που έθεσε η εφεσείουσα ότι έπρεπε να αρχίσει ο εφεσίβλητος πρέπει να πούμε ότι καμιά νύξη δε φαίνεται να έγινε κατά τη δίκη.  Και δε θα το συζητήσουμε για πρώτη φορά.  Το Εφετείο δεν είναι βήμα για ανακίνηση θεμάτων που είτε δεν τέθηκαν ή παραλείφθηκαν πρωτοδίκως.  Θα το εξέτρεπε από την αποστολή του.

Για τους παραπάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται.  Με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο