(2002) 1 ΑΑΔ 1428
[*1428]27 Σεπτεμβρίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ (ΑΡ. 2)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30, 33, 35, 152 ΚΑΙ 158 ΤΟΥ
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΑΡΘΡΟ 6 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ
ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 3, 5 ΤΟΥ Ν. 14/60
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ
ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 18065/01.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11239)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Έφεση εναντίον απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση των πιο πάνω προνομιακών ενταλμάτων για ισχυριζόμενη παραβίαση της αρχής του φυσικού Δικαστή λόγω της μεταβολής στη σύνθεση του Κακουργιοδικείου που εκδίκασε τον αιτητή.
Δικαστές ― Αρχή του φυσικού Δικαστή ― Κατά πόσο η μεταβολή στη σύνθεση του Κακουργιοδικείου λόγω προσωπικού κωλύματος ενός Δικαστή αποτελούσε παραβίαση της αρχής του φυσικού Δικαστή και/ή κατέστησε το Κακουργιοδικείο έκτακτο Δικαστήριο.
Δικαστήρια ― Κακουργιοδικεία ― Δικαιοδοσία ― Εισαγωγή του θεσμού του Μόνιμου Κακουργιοδικείου ― Αλλαγή στη σύνθεση Κακουργιοδικείου ― Ο περί Δικαστηρίων Νόμος 1960 ― Εφαρμοστέες αρχές.
Δικαστήρια ― Έκτακτα Δικαστήρια ― Η σύσταση έκτακτων Δικαστη[*1429]ρίων απαγορεύεται ρητά από το Άρθρο 30 του Συντάγματος.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Διαδικασία ― Υπόκειται στους δικονομικούς κανόνες που διέπουν την έκδοση ανάλογων διαταγμάτων στην Αγγλία.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτημα για «άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων φύσεως Certiorari και Prohibition διά την μεταφορά της ποινικής υπόθεσης 18065/01 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την ακύρωση της διαδικασίας και διά την απαγόρευση στο Δικαστήριο που την εκδικάζει από του να συνεχίσει την εκδίκαση της».
Το αίτημα στηρίχθηκε σε ένα νομικό σημείο, δηλαδή στο ότι «το Δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση είναι αντισυνταγματικό και/ή παράνομο.
Ο αιτητής προέβαλε πρωτοδίκως τη θέση ότι η συγκρότηση και λειτουργία ταυτοχρόνως στη Λευκωσία δύο Κακουργιοδικείων ήτοι των Κακουργιοδικείων Λεμεσού-Πάφου, ένα εκ των οποίων εξεδίκασε την υπόθεσή του, είναι παράνομη και αντισυνταγματική και αντίκειται στο Άρθρο 3(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 καθώς επίσης και στο Άρθρο 5(1) αυτού. Προβλήθηκε επιπρόσθετα η εισήγηση πως παραβιάζεται η αρχή του νόμιμου Δικαστή γιατί δεν γνώριζε εκ των προτέρων τη σύνθεση που θα τον δίκαζε και η σύνθεση που δικάζει μόνο αυτόν, ισοδυναμεί ουσιαστικά με έκτακτο Δικαστήριο, κάτι το οποίο ρητά απαγορεύεται από τις διατάξεις του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος, που στην ουσία απαγορεύει την υπαγωγή συγκεκριμένης περίπτωσης στη δικαιοδοσία Δικαστηρίου άλλου από εκείνο που έχει προβλέψει ο Νόμος. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο συνήγορος του αιτητή περιορίσθηκε στην προώθηση μόνο της δεύτερής του εισήγησης.
Ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι ο αιτητής δικάζεται από το φυσικό του δικαστή. Το Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στη Λευκωσία.
Η έφεση αφορά το επιχείρημα ότι παρεβιάσθη η αρχή του φυσικού Δικαστή λόγω της μεταβολής στη σύνθεση του Δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το Άρθρο 20 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960, όπως τροποποιήθηκε, δόθηκε [*1430]στο κάθε ένα από τα Κακουργιοδικεία γενική δικαιοδοσία να εκδικάζει όλα τα αδικήματα που διαπράττονται στα εδαφικά όρια της Δημοκρατίας και ο θεσμός του Μόνιμου Κακουργιοδικείου εισήχθη στο ποινικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης με το Νόμο 136/91, που απέβλεπε γενικά στην απρόσκοπτη λειτουργία του Κακουργιοδικείου, καταργώντας τις πρόνοιες που ήθελαν τα Κακουργιοδικεία να συνεδριάζουν κατά τόπους και σε συγκεκριμένες περιόδους, με πρόνοιες έτσι εναρμονισμένες με τις επιταγές του Άρθρου 158.1 και 2 του Συντάγματος, για την ίδρυση επαρκών δικαστηρίων για την εκδίκαση υποθέσεων χωρίς καθυστέρηση και τη διασφάλιση της πιστής εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του Συντάγματος. Επιπρόσθετα, η επιφύλαξη του Άρθρου 5(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 δίδει την εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να αντικαθιστά ή να αναπληρώνει μέλος ή όλα τα μέλη του Κακουργιοδικείου.
2. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η «ανάθεση καθηκόντων σε κάθε Κακουργιοδικείο σε μία ή περισσότερες πόλεις αποτελεί διοικητική ρύθμιση» είναι ορθή. Ορθή είναι επίσης και η θέση πως η έννοια της αρχής του φυσικού Δικαστή δεν αποκλείει τις νόμιμες μεταβολές στη σύνθεση του Δικαστηρίου και εν ουδεμία περιπτώσει μπορεί το Δικαστήριο που δίκασε τον αιτητή να θεωρηθεί ως έκτακτο Δικαστήριο.
3. Ενόψει των ανωτέρω η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Ίσως δε απορριπτική θα έπρεπε να ήταν η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή και για τον πρόσθετο λόγο ότι η αίτηση του εφεσείοντος-αιτητή ήταν παράτυπη. Στην ουσία δεν έχει καταχωρηθεί μονομερής αίτηση που να ζητά άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση, αφού η αναφορά που γίνεται επί του προκειμένου στις «Αιτούμενες Θεραπείες» στη Δήλωση που καταχωρήθηκε, δεν συνιστά αίτημα αλλά είναι περιγραφική των αιτούμενων θεραπειών, όπως προνοείται από την Αγγλική Δ.53, θ.2.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Demand Ship. Co. Ltd (1993) 3 A.A.Δ. 460,
Τράπεζα Κύπρου (Αρ. 5) (1997) 1 Α.Α.Δ. 1319,
Γιάγκου (Αρ. 1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1265,
[*1431]Umber Industrial Co. Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 731.
Έφεση.
Έφεση από τον κατηγορούμενο - αιτητή κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δόθηκε στις 30/11/01 (Αρ. Αγωγής 112/01) με την οποία απορρίφθηκε αίτημά του για άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων φύσεως Certiorari και Prohibition για την μεταφορά της εναντίον του ποινικής υπόθεσης 18065/01 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την ακύρωση της διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ως αντικείμενης στο Άρθρο 3(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα εφεσιβάλλεται απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα για «άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων φύσεως Certiorari και Prohibition δια την μεταφορά της ποινικής υπόθεσης 18065/01 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την ακύρωση της διαδικασίας και δια την απαγόρευση στο Δικαστήριο που την εκδικάζει από του να συνεχίσει την εκδίκαση της».
Το αίτημα στηρίχθηκε σε ένα νομικό σημείο, δηλαδή στο ότι «το Δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση είναι αντισυνταγματικό και/ή παράνομο».
Τα γεγονότα προκύπτουν καθαρά από την πρωτόδικη απόφαση και είναι τα ακόλουθα.
Εφεσείων-αιτητής είναι ο Δώρος Γεωργιάδης που δικαζόταν στη Λευκωσία από Κακουργιοδικείο που απαρτιζόταν από τους Δικαστές Γ. Ερωτοκρίτου, Πρόεδρο, Α. Πούγιουρου, Ανώτερη Επαρχιακό Δικαστή και Ν. Γ. Σάντη, Επαρχιακό Δικαστή.
Ο πρωτόδικος Δικαστής καταγράφει πως η πορεία της υπόθεσης διαγράφεται στην ένορκη δήλωση του αιτητή, όπου αναφέρεται ότι [*1432]στις 7.9.01 παραπέμφθηκε σε δίκη από το Επαρχιακό Δικαστηρίου Λευκωσίας στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, που θα συνερχόταν στις 8.10.01. Ανέμενε, σύμφωνα με την πληροφόρηση που πήρε από το δικηγόρο του, πως η υπόθεση θα δικαζόταν από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας με σύνθεση τους Δικαστές Α. Πασχαλίδη, Σ. Σταυρινίδη και Τ. Καρακάννα, όπως προαναγγέλθηκε και όπως φαίνεται στην γνωστοποίηση με αρ. 3928 της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, που περιέχει τις συνθέσεις των τριών Κακουργιοδικείων, όπως ορίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η σύνθεση που τελικά εξεδίκασε την υπόθεση είναι η ίδια με εκείνη του ενός από τα δύο Κακουργιοδικεία που λειτούργησαν για τις επαρχίες Λεμεσού και Πάφου. Στις 14.11.01 ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία σε 6 κατηγορίες που απόμειναν στο κατηγορητήριο. Ας σημειωθεί ότι τώρα η ποινική υπόθεση έχει συμπληρωθεί καταλήγοντας στην καταδίκη του αιτητή και τη φυλάκισή του.
Ο αιτητής παραπονείται ότι δεν γνωρίζει γιατί, κατ΄αντίθεση των συνθέσεων στην Επίσημη Εφημερίδα η υπόθεση του εκδικάζεται από ένα από τα δύο Κακουργιοδικεία Λεμεσού – Πάφου που συνεδρίασε στη Λευκωσία. Η έρευνα του δικηγόρου του αιτητή επί του προκειμένου στα Πρωτοκολλητεία των Δικαστηρίων Λεμεσού και Λευκωσίας απέβη άκαρπη και αυτός αποτάθηκε τελικά με επιστολή του στον Αρχιπρωτοκολλητή για να πληροφορηθεί τους λόγους για τους οποίους υπήρξε αλλαγή, αλλά μέχρι την ημερομηνία καταχώρισης και ακρόασης του αιτήματός του πρωτόδικα δεν είχε απάντηση.
Ήταν η θέση του αιτητή πως η συγκρότηση και λειτουργία ταυτοχρόνως δύο Κακουργιοδικείων σε μία Επαρχία είναι παράνομη και αντισυνταγματική, γιατί αντίκειται στο άρθρο 3(2) του Περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960, που προβλέπει ότι η επικράτεια χωρίζεται σε επαρχίες και σε κάθε μία απ αυτές συγκροτείται ένα Κακουργιοδικείο, καθώς επίσης και στο άρθρο 5(1) που καθορίζει τη σύνθεση Κακουργιοδικείου από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου, δύο Ανώτερους Επαρχιακούς Δικαστές ή Επαρχιακούς Δικαστές, που ορίζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Προβλήθηκε η θέση πως η σύσταση Δικαστηρίου έξω από το πλαίσιο αυτό αντίκειται και προς το άρθρο 152 του Συντάγματος που νομιμοποιεί μόνο Δικαστήρια που καθιδρύονται από Νόμο.
Προβλήθηκε επιπρόσθετα πρωτόδικα ακόμη μία εισήγηση: Ισχυρίστηκε ο αιτητής ότι παραβιάζεται η αρχή του νόμιμου Δικαστή, γιατί δεν γνώριζε εκ των προτέρων τη σύνθεση που θα το δίκαζε [*1433]και η σύνθεση που δικάζει μόνο αυτόν, ισοδυναμεί ουσιαστικά με έκτακτο Δικαστήριο, κάτι το οποίο ρητά απαγορεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 30.1 του Συντάγματος, που στην ουσία απαγορεύει την υπαγωγή συγκεκριμένης περίπτωσης στη δικαιοδοσία Δικαστηρίου άλλου από εκείνο που έχει προβλέψει ο Νόμος.
Όπως σημειώνει ο πρωτόδικος Δικαστής, κατά τη συζήτηση ενώπιον του, ο κ. Πουργουρίδης που εμφανίστηκε για τον αιτητή, εγκατέλειψε την πρώτη του εισήγηση αναφορικά με τη νομιμότητα σύστασης δύο Δικαστηρίων σε μία Επαρχία και προώθησε μόνο τη δεύτερη του εισήγηση, για το φυσικό Δικαστή, παραπέμποντας σε Ελληνικά συγγράμματα που πραγματεύονται το θέμα. (Δέστε Δ. Θ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος Β, (1993) σελ. 473 – 478 και Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Π. Δ. Δαγτόγλου, Τόμος Β (1991) σελ. 1218 και 1225).
Ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού κατέγραψε τη συμφωνία του με τα όσα αναφέρονται στα πιο πάνω συγγράμματα, προχώρησε να αναλύσει τις εξελίξεις στη σχετική νομοθεσία Περί Κακουργιοδικείων και κατέληξε στα συμπεράσματά του ως ακολούθως:
«Η ανάθεση καθηκόντων σε κάθε Κακουργιοδικείο σε μία ή περισσότερες πόλεις αποτελεί διοικητική ρύθμιση. Ανάλογες ρυθμίσεις ισχύουν και στην περίπτωση των Επαρχιακών Δικαστηρίων. Η παραπομπή εδώ δεν προκαθόρισε την εκδίκαση από οποιοδήποτε από τα λειτουργούντα Κακουργιοδικεία. Η ρύθμιση που έγινε οφειλόταν στο ότι ένας από τους δικαστές της πρώτης σύνθεσης είχε προσωπικό κώλυμα να εκδικάσει την υπόθεση του αιτητή (πρακτικά Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 6 και 7.9.01) και ήταν ανάγκη να γίνει η νέα διευθέτηση.
Η συνταγματική αρχή του νόμιμου δικαστή δεν έχει την έννοια ότι αποκλείονται οι νόμιμες μεταβολές στη σύνθεση. Ούτε το δικαστήριο που δικάζει τον αιτητή είναι έκτακτο δικαστήριο. Καθιδρύθηκε σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των κειμένων συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων. Η διοικητική ρύθμιση που έγινε για την αποφυγή ανεπιθύμητων καθυστερήσεων δεν μπορεί με κανένα τρόπο να δώσει λαβή σε επιχείρημα περί εκτάκτου δικαστηρίου.
Καταλήγω ότι ο αιτητής δικάζεται από το φυσικό του δικαστή. Το Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στη Λευκωσία.»
Ο αιτητής βασίζει την έφεση του σε ένα και μόνο λόγο, τον [*1434]οποίο παραθέτουμε αυτούσιο:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και/ή εφάρμοσε εσφαλμένα τις πρόνοιες του Αρ. 30(1) του Συντάγματος και των Αρ. 3 και 5 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και εσφαλμένα αρνήθηκε να δώσει την αιτούμενη άδεια.
Αιτιολογία
Η κατάληξη και/ή το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δικάζεται από τον φυσικό του δικαστή και/ή ότι η σύνθεση που ακούει την υπόθεση του δεν είναι αντισυνταγματική και/ή παράνομη είναι εσφαλμένο και τούτου γιατί, ο τρόπος με τον οποίο μεταβλήθηκε η σύνθεση του Δικαστηρίου απαγορεύεται από το Αρ. 30(1) του Συντάγματος και/ή είναι ασυμβίβαστος με αυτό. Περαιτέρω, η παράλληλη λειτουργία 2 κακουργιοδικείων σε μια επαρχία είναι παράνομη και/ή αντισυνταγματική.»
Πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ πως αφού πρωτόδικα εγκαταλείφθηκε το πρώτο επιχείρημα του αιτητή για παράνομη παράλληλη λειτουργία δύο Κακουργιοδικείων, αυτό τελικά έπαυσε να αποτελεί λόγο για τον οποίο ζητήθηκε η άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση ενταλμάτων της φύσης Certiorari και Prohibition και αφού ουσιαστικά δεν υπήρξε τέτοιος λόγος πρωτόδικα, δεν μπορεί να επαναφερθεί τώρα κατ΄έφεση. Η έφεση του, όπως προκύπτει, ενόψει των πιο πάνω αφορά μόνο το επιχείρημα ότι παρεβιάσθη η αρχή του φυσικού Δικαστή λόγω της μεταβολής στη σύνθεση του Δικαστηρίου.
Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το άρθρο 20 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 1960, όπως τροποποιήθηκε, δόθηκε στο κάθε ένα από τα Κακουργιοδικεία γενική δικαιοδοσία να εκδικάζει όλα τα αδικήματα που διαπράττονται στα εδαφικά όρια της Δημοκρατίας και ο θεσμός του Μόνιμου Κακουργιοδικείου εισήχθη στο ποινικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης με το Νόμο 136/91, που απέβλεπε γενικά στην απρόσκοπτη λειτουργία του Κακουργιοδικείου, καταργώντας τις πρόνοιες που ήθελαν τα Κακουργιοδικεία να συνεδριάζουν κατά τόπους και σε συγκεκριμένες περιόδους, με πρόνοιες έτσι εναρμονισμένες με τις επιταγές του άρθρου 158.1 και 2 του Συντάγματος, για την ίδρυση επαρκών δικαστηρίων για την εκδίκαση υποθέσεων χωρίς καθυστέρηση και τη διασφάλιση της πιστής εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του Συντάγματος. Παρατηρούμε, επιπρόσθετα, πως [*1435]η επιφύλαξη του άρθρου 5(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 δίδει την εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να αντικαθιστά ή να αναπληρώνει μέλος ή όλα τα μέλη του Κακουργιοδικείου. Η σχετική πρόνοια είναι η ακόλουθη:
«(3) Οι Δικαστές οι οποίοι θα απαρτίζουν το Κακουργοδικείο υπηρετούν σ΄αυτό για περίοδο τουλάχιστο δύο χρόνων:
Νοείται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία, κατά τη διάρκεια των δύο χρόνων, να αντικαθιστά ή να αναπληρώνει μέλος ή όλα τα μέλη του Κακουργιοδικείου αν τούτο καθίσταται αναγκαίο λόγω απουσίας ή άλλου κωλύματος αυτών.»
Η ανάγκη για την αλλαγή στη σύνθεση του Κακουργιοδικείου προκύπτει από τα πρακτικά του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 6 και 7.9.01. Αρχικά ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας – Λάρνακας, του οποίου προήδρευε ο Α. Πασχαλίδης, Π.Ε.Δ., είχαν παραπεμφθεί προς συνεκδίκαση τόσο η υπόθεση του Δώρου Γεωργιάδη όσο και άλλου κατηγορούμενου, του Γεώργιου Σερδάρη. Λόγω προσωπικού κωλύματος του κ. Πασχαλίδη, το οποίο έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, που αφορούσε οικογενειακές σχέσεις με την οικογένεια του αδελφού της συζύγου του Γεωργιάδη, θεώρησε τον εαυτό του κωλυόμενο να συμμετάσχει στη σύνθεση του Κακουργιοδικείου που θα εκδίκαζε την υπόθεση και αποφασίστηκε όπως ο κ. Πασχαλίδης αντικατασταθεί από τον κ. Γ. Ερωτοκρίτου για την εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης. Επειδή όμως τελικά η υπόθεση των δύο συγκατηγορουμένων διαχωρίστηκε, σύμφωνα με απόφαση της Εισαγγελείας και αποφασίστηκε όπως ο Γεωργιάδης δικαστεί στη Λευκωσία και ο Σερδάρης στη Λάρνακα, το κώλυμα που θα είχε ο κ. Πασχαλίδης στη συμμετοχή του στο Κακουργιοδικείο δεν υπήρχε όσον αφορούσε την εκδίκαση της υπόθεσης εναντίον του Σερδάρη. Εν όψει των νέων δεδομένων αποφασίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο όπως η υπόθεση εναντίον του Σερδάρη εκδικαστεί στη Λάρνακα από Κακουργιοδικείο του οποίου θα προήδρευε ο κ. Πασχαλίδης με την υφιστάμενη σύνθεση του, ενώ η υπόθεση εναντίον του Γεωργιάδη να εκδικαστεί στη Λευκωσία από το Κακουργιοδικείο του οποίου προήδρευε ο κ. Γ. Ερωτοκρίτου. Έτσι εξηγείται η αλλαγή στη σύνθεση του Κακουργιοδικείου που δίκασε τον αιτητή. Κατά συνέπεια, το κώλυμα του Προέδρου Πασχαλίδη και οι πρακτικές ανάγκες που προέκυψαν για την όσο το δυνατό ταχύτερη εκδίκαση και των δύο υποθέσεων που εκκρεμούσαν ενώπιον των Κακουργιοδικείων, δικαιολογούσε την κατ΄ουσία αντικατάσταση όλων των μελών του Κακουργιοδικείου.
[*1436]Συμφωνούμε με τον πρωτόδικο Δικαστή πως η «ανάθεση καθηκόντων σε κάθε Κακουργιοδικείο σε μία ή περισσότερες πόλεις αποτελεί διοικητική ρύθμιση». Και επίσης πως η έννοια της αρχής του φυσικού Δικαστή δεν αποκλείει τις νόμιμες μεταβολές στη σύνθεση Δικαστηρίου και εν ουδεμιά περιπτώσει μπορεί το Δικαστήριο που δίκασε τον αιτητή να θεωρηθεί ως έκτακτο Δικαστήριο, αφού καθιδρύθηκε σύμφωνα με τις συνταγματικές και νομοθετικές πρόνοιες και διοικητικά ρυθμίστηκε η σύνθεση του λόγω προσωπικού κωλύματος ενός Δικαστή και για αποφυγή καθυστερήσεων στην εκδίκαση ποινικών υποθέσεων. Εν ουδεμιά περιπτώσει τα πιο πάνω μπορεί να θεωρηθούν πως δικαιολογούν τη θέση του αιτητή, πως το Δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση του ήταν έκτακτο Δικαστήριο.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Demand Ship. Co. Ltd (1993) 3 A.A.Δ. 460, στη σελ. 473, αφού αναφέρθηκε πως το δεύτερο μέρος της παραγράφου 1 του Άρθρου 30 του Συντάγματος, που είναι πανομοιότυπο με το δεύτερο μέρος του άρθρου 8 του Συντάγματος της Ελλάδος, απαγορεύει τη σύσταση Δικαστικών Επιτροπών και Εκτάκτων Δικαστηρίων έγινε αναφορά στο σύγγραμμα Α. Ι. Μάνεση «Συνταγματικά Δικαιώματα α΄ατομικές ελευθερίες» δ΄Έκδοση 1982 και παρατέθηκε απόσπασμα απ΄αυτό, μέρος του οποίου είναι και το πιο κάτω:
“ ‘Έκτακτα Δικαστήρια’ είναι τα δικαστήρια, των οποίων η σύνθεση και η αρμοδιότητα δεν ορίζονται εκ των προτέρων γενικά, αλλά ιδρύονται ad hoc, εκ των υστέρων – ιδίως μετά την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης ή τη δημιουργία μιας διαφοράς-, για να δικάσουν συγκεκριμένη υπόθεση ή ορισμένα πρόσωπα που είναι ήδη δεδομένα.”
Είναι καθαρό πως στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο που εξεδίκασε την υπόθεση του εφεσείοντα δεν ιδρύθηκε ad hoc εκ των υστέρων με πρόθεση να δικαστεί η συγκεκριμένη υπόθεση μόνο, αλλά ήταν ήδη νόμιμα και συνταγματικά συστημένο Κακουργιοδικείο που δίκασε τον εφεσείοντα μετά από διοικητική ρύθμιση. Η αλλαγή έγινε στο πλαίσιο των δικαστικών αναγκών που υπεισέρχονται πάντοτε στη λειτουργία του Δικαστηρίου. Το απρόσωπο της λειτουργίας του Δικαστηρίου έμεινε ανεπηρέαστο.
Πρέπει, κατά συνέπεια, η έφεση να απορριφθεί.
Επιβάλλεται όμως να πούμε πως ίσως απορριπτική θα έπρεπε να ήταν η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και για ένα άλλο λόγο που αφορά τη διαδικασία και το νομότυπο του αιτήματος του [*1437]εφεσείοντα-αιτητή.
Επειδή δεν υπάρχει καθόλου πρόνοια, είτε στο Νόμο 14/60, είτε σε Κανονισμούς και επειδή δεν έγιναν Κανονισμοί από το Ανώτατο Δικαστήριο μετά ή πριν την ανεξαρτησία, το Δικαστήριο ως θέμα πρακτικής ακολουθούσε και εφάρμοζε διαδικασία ανάλογη με αυτή που εφαρμοζόταν στην Αγγλία (Ellinas v. Republic (1989) 1 C.L.R. 17). Eίναι η θέση της νομολογίας μας πως στην απουσία διαδικαστικού κανονισμού μπορεί και ακολουθείται η Αγγλική πρακτική που προδιαγράφεται στους Αγγλικούς Κανονισμούς σε διαδικασία προνομιακών ενταλμάτων. Προκύπτει δε από τη Νομολογία πως το Ανώτατο Δικαστήριο έχει με σταθερότητα ακολουθήσει τους Κανονισμούς που ίσχυαν στην Αγγλία κατά το χρόνο της εφαρμογής του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. (Τράπεζα Κύπρου (Αρ. 5) (1997) 1 Α.Α.Δ. 1319).
Στην Γιάγκου (Αρ. 1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1265 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Στην Κύπρο το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αποκλειστικό δικαίωμα για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 154.4 του Συντάγματος. Επειδή δε, δεν έχουν εκδοθεί διαδικαστικοί κανονισμοί που διέπουν τη διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων, εφαρμόζονται οι αντίστοιχοι Αγγλικοί Κανόνες (Ίδε In re Aeroporos (1988) 1 C.L.R. 302) που είναι η Διαταγή 53, Θεσμοί 1-14 των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Rules of the Supreme Court of England). (Ίδε The Supreme Court Practice 1979, V.1, σ. 819 που αντιστοιχεί στη Διαταγή 59, θεσμοί 3-8 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (The Annual Practice 1956, σ. 1302). Ίδε επίσης Halsbury’s Laws of England, 4th Edition, V.11, paras 1528-1573)”
H Aγγλική Δ.53, θ.1(2) προνοεί τα ακόλουθα:
“An application for such leave must be made ex parte to a Divisional court of the Queen’s Bench Division, except in vacation when it may be made to a judge in chambers, and must be supported by a statement setting out the name and description of the applicant, the relief sought and the grounds on which it is sought, and by affidavits, to be filed before the application is made, verifying the facts relied on.”
Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, το αίτημα θα πρέπει να αποτε[*1438]λείται από τρία έγγραφα: (α) μονομερής αίτηση για άδεια, (β) δήλωση (statement) που πρέπει να περιέχει το όνομα και περιγραφή του αιτητή, την αιτούμενη θεραπεία και τους λόγους στους οποίους βασίζεται και (γ) ένορκη/ες δήλωση/εις. Στην υπό εξέταση περίπτωση υπάρχουν μόνο δύο έγγραφα. Η ένορκη δήλωση που περιέχει και επαληθεύει τα γεγονότα και το τι τιτλοφορείται «δήλωση» που περιέχει το όνομα του αιτητή, τις αιτούμενες θεραπείες και τα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται. Μονομερής αίτηση δεν υπάρχει. Όμως η πιο πάνω «δήλωση» ακολούθως αίφνης ονομάζεται «η παρούσα αίτηση» και παρατίθενται σ΄αυτή Άρθρα του Συντάγματος, του Νόμου 14/60, Κανονισμοί και άλλα (συμπεριλαμβανομένης και της Δ.48 θ. 1 και 2) και ακολούθως αναφέρεται πως «η παρούσα αίτηση» έγινε από τους δικηγόρους του αιτητή, δίδοντας και τη διεύθυνση επίδοσης τους και τελειώνει με αναφορά στην ημερομηνία καταχώρισης και ορισμού της. Είναι προφανές ότι σύμφωνα με τους Κανονισμούς δεν μπορεί το ίδιο έγγραφο να είναι και η «Δήλωση» (Statement) που απαιτεί ο Κανονισμός αλλά και η Αίτηση. Πρέπει να υπάρχει μονομερής Αίτηση (που ας σημειωθεί δεν μπορεί να βασίζεται στη Δ.48) η οποία να υποστηρίζεται από ξεχωριστή ανεξάρτητη «Δήλωση», που όπως αναφέρεται στην παράγραφο 53/1/7 του White Book 1976, p.800, δεν πρέπει να περιέχει οτιδήποτε πέραν του ονόματος και της περιγραφής του αιτητή, της αιτούμενης θεραπείας, και των λόγων στους οποίους βασίζεται. Σχετική είναι και η Umber Industrial Co. Ltd (1990) 1 A.A.Δ 731). Στην υπόθεση αυτή γίνεται παραπομπή, όσον αφορά τον τύπο που πρέπει να έχει η «Δήλωση» (ή «Έκθεση» όπως ονομάζεται) στο Atkin’s Court Forms, 2nd Ed. Vol. 14, p.75, Volume 22, και Chitty & Jacob’s Queen’s Bench Forms, 20th Ed. pp 1007-1008.
Είναι ως εκ τούτου παράτυπη η Αίτηση και θα μπορούσε να λεχθεί ότι στην ουσία δεν έχει καταχωρηθεί μονομερής Αίτηση που να ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης με κλήση, αφού η αναφορά που γίνεται επί του προκειμένου στις «Αιτούμενες Θεραπείες» στη Δήλωση που καταχωρήθηκε, δεν συνιστά αίτημα αλλά είναι περιγραφική των αιτούμενων θεραπειών, όπως προνοείται από την Αγγλική Δ.53, θ.2.
Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο